Ιστορία|03.06.2023 07:55

Τζουζέπε Γκαριμπάλντι: Γιατί τον αποκαλούν Τσε Γκεβάρα του 19ου αιώνα – Πώς καθιέρωσε το κόκκινο χρώμα ως σύμβολο των ανταρτών

Newsroom

Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, Τσε Γκεβάρα και κόκκινο κι… εμπρός της Γης οι κολασμένοι. Η Επανάσταση δεν έχει σύνορα ούτε χρόνο, ούτε αρχή ούτε τέλος! Μετά τον Γκαριμπάλντι απέκτησε χρώμα…

Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι (Giuseppe Garibaldi) ήταν μια από τις πιο περίεργες και χαρισματικές φυσιογνωμίες της ιστορίας του 19ου αιώνα. Παθιασμένος ιταλός εθνικιστής, βρισκόταν συνεχώς απέναντι στους πολιτικούς, ενώ με απαράμιλλο στιλ και τόλμη, οδήγησε τους αντάρτες του σε εκστρατείες που είχαν ως αποτέλεσμα την ένωση ενός έθνους, του Ιταλικού και υποχρέωσε τους πολιτικούς να συμβιβαστούν με τα όνειρά του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν χαρακτηρίζαμε τον Γκαριμπάλντι, «Τσε Γκεβάρα» του προπερασμένου αιώνα!

Ο Τζουζέπε είναι επίσης γνωστός ως ο «Ήρωας των δύο κόσμων» λόγω των στρατιωτικών του επιχειρήσεων στην Ευρώπη και τη Νότια Αμερική. Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι ήταν φανατικός αντικαθολικός και επεδίωκε διακαώς να ανατρέψει τον Πάπα· δεν το κατάφερε!

«Εμείς οι Ιταλοί λατρεύουμε τον Γκαριμπάλντι· από βρέφη μας μαθαίνουν να τον θαυμάζουμε», γράφει ο σπουδαίος Ιταλός μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι. «Αν κάποιος ρωτήσει ιταλούς νέους σε ποιον θα ήθελαν να μοιάσουν, η συντριπτική πλειοψηφία σίγουρα θα επέλεγε τον ξανθό ήρωα»!
Όταν γεννήθηκε ο Γκαριμπάλντι, το 1807, η Ιταλία ήταν διάσπαρτα κομμάτια από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας· επί αιώνες είχε ως κυρίαρχους ξένες δυνάμεις και ήταν οιονεί ένα μωσαϊκό από διασπασμένα βασίλεια και πριγκιπάτα, με μέρος της επικράτειάς της να ελέγχεται από την Αυστριακή Αυτοκρατορία των Αψβούργων.

Το όνειρο της Μεγάλης Ιταλίας

Η ιδέα ενός ενωμένου ιταλικού έθνους σιγόκαιγε στις ψυχές λίγων ρομαντικών. Ο εθνικισμός, στα μέσα του 19ου αιώνα, γινόταν δημοφιλής σε όλη την Ευρώπη, καθώς οι επαναστάτες προσπαθούσαν να ανατρέψουν τις κυρίαρχες αυτοκρατορίες. Ο σύγχρονος του Γκαριμπάλντι, Τζουζέπε Μαντσίνι, ένας πολιτικός - δημοσιογράφος και ακτιβιστής με όραμα την ενοποίηση της Ιταλίας, έδωσε μορφή στο κίνημα για μια ενωμένη Ιταλία. Ωστόσο, κανένας από τους κυβερνώντες δεν ήθελε να εγκαταλείψει την εξουσία του εύκολα.

Ο Γκαριμπάλντι ασπάστηκε αυτές τις ιδέες, αλλά ήταν εκτός Ιταλίας όταν απέκτησε για πρώτη φορά φήμη. Αφού πέρασε 10 χρόνια εργαζόμενος ως ναύτης σε εμπορικά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα και στη Μεσόγειο, ενεπλάκη σε ανταρσία στο Πιεμόντε - ένα από τα ιταλικά κρατίδια· καταζητούμενος για εξέγερση, διέφυγε στη Λατινική Αμερική.
Εκεί, ο αψύς Νοτιοευρωπαίος (είχε γεννηθεί στη Νίκαια της Γαλλίας, που τότε ήταν ιταλο-γαλλική περιοχή και πρωτοείδε το φως σε μια βάρκα, αφού ήταν γιος ψαρά. ) πήρε μέρος στους πολέμους της ανεξαρτησίας, που διαμόρφωσαν την ταυτότητα της αμερικανικής ηπείρου. Με αρετές μόνιμου αξιωματικού και επιδέξιος στον ανταρτοπόλεμο, ο Γκαριμπάλντι έγινε γνωστός ως ο «στρατηγός».

Το κόκκινο σύμβολο του Επαναστάτη

Κατά τη διάρκεια των μαχών στην Ουρουγουάη τη δεκαετία του 1840, φορούσε κόκκινα πουκάμισα στους αντάρτες του, τα οποία επέλεξε επειδή - όπως έλεγε - ήταν φθηνά και άφθονα. Όμως ο λόγος ήταν άλλος: η επιλογή του κόκκινου χρώματος είχε να κάνει με το αίμα. Δεν ήθελε ο Γκαριμπάλντι να τρομάζουν οι στρατιώτες του βλέποντας έναν τραυματισμένο που αιμορραγούσε. Οι «Γαριβαλδινοί» απέκτησαν αυτές τις ενδυμασίες από μια αποστολή ρούχων που βρισκόταν καθ' οδόν προς ένα σφαγείο. Τα κόκκινα πουκάμισα χρησιμοποιούνται στα σφαγεία για να κρύβουν το αίμα των βοοειδών. Από τα σφαγεία το κόκκινο πέρασε στους Επαναστάτες και έγινε το χρώμα – σύμβολο όλων των επαναστατών επί Γης.

Γρήγορα ο Γκαριμπάλντι απηύδησε με τη διεφθαρμένη αμερικανική πολιτική και επέστρεψε στη γενέτειρά του, τη Νίκαια, την εποχή που ξεσπούσαν εξεγέρσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αρπάζοντας την ευκαιρία για να πραγματοποιήσει το όνειρό του για μια ενωμένη Ιταλία, μάζεψε στρατεύματα και πολέμησε στις Άλπεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Εξέγερση ξέσπασε εκείνες τις μέρες στη Ρώμη, με επικεφαλής τον Μαντσίνι Ο Γκαριμπάλντι με τους εθελοντές του βοήθησε να νικήσουν τις ναπολιτάνικές δυνάμεις, που είχαν πάει για να αποκαταστήσουν την παλιά τάξη. Στη συνέχεια επενέβησαν οι Γάλλοι, και μέσω συνδυασμού τεχνασμάτων και στρατιωτικής ισχύος, ανάγκασαν τους επαναστάτες να εγκαταλείψουν την Αιώνια Πόλη.

Ο Γκαριμπάλντι προσπάθησε να κρατήσει το στράτευμά του ενωμένο, όμως παρενοχλούμενος από Αυστριακούς και με λίγα πλέον τα ασφαλή μέρη για να προστατευτεί, ο στρατός διαλύθηκε. Έχοντας χάσει επίσης την αγαπημένη του Ανίτα στην πορεία, ο Γκαριμπάλντι αποσύρθηκε και προσπάθησε να γίνει αγρότης.
Η Ανίτα ήταν Βραζιλιάνα επαναστάτρια, σύζυγος και συμπολεμίστρια του Γκαριμπάλντι· έγκυος και άρρωστη από ελονοσία, πέθανε στις 4 Αυγούστου του 1849. Η Ανίτα παρέμεινε ζωντανή στην καρδιά του Γκαριμπάλντι για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο επαναστάτης δεν ησυχάζει ποτέ...

Ο Γκαριμπάλντι ξανάπιασε τα όπλα το 1859, μετά από πρόσκληση του πρωθυπουργού του Πιεμόντε, κόμη Καβούρ.Ο Καβούρ ήθελε να διώξει τους Αυστριακούς από την Ιταλία και διέκρινε τη χαρισματική προσωπικότητα και τη δημοτικότητα του Γκαριμπάλντι ως χρήσιμα εργαλεία για τον σκοπό του.

Ο Γκαριμπάλντι πέτυχε αρκετές νίκες. Εν τω μεταξύ, οι στρατοί της Γαλλίας και του Πιεμόντε πολέμησαν τους Αυστριακούς που οδηγήθηκαν σε συνθήκη ειρήνης· οι Αυστριακοί εγκατέλειψαν τη Λομβαρδία.

Τότε ήταν που έγιναν γνωστά τα γεγονότα της μυστικής συμφωνίας του Καβούρ με τους Γάλλους, στους οποίους παραχωρούσε την πόλη της Νίκαιας σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή τους. Ο Γκαριμπάλντι εξοργίστηκε· συγκέντρωσε χίλιους εθελοντές και ξεκίνησε την πιο επιτυχημένη αντάρτικη εκστρατεία του. Πλέοντας προς τη Σικελία, οι «1000 του Γκαριμπάλντι» έδωσαν σκληρές μάχες ενάντια στα ναπολιτάνικα στρατεύματα που κρατούσαν το νησί. Οι 25.000 άνδρες του τακτικού στρατού είχαν καταλάβει τη Σικελία για λογαριασμό του Βασιλείου της Νάπολης. Κόντρα σε όλες στις πιθανότητες, ο Γκαριμπάλντι και οι αντάρτες του νίκησαν αυτές τις δυνάμεις. Και καθώς προέλαυναν, στις τάξεις τους κατατάσσονταν Σικελοί που θαύμαζαν τις επιτυχίες τους. Επίσης ξένοι εθελοντές έσπευσαν να υποστηρίξουν τον ιδεαλιστικό σκοπό τους.

Στην πορεία, ο Γκαριμπάλντι αντιμετώπισε τη βάναυση βαρβαρότητα των Ναπολιτάνων εναντίον των Σικελών ανταρτών και τα επίσης απάνθρωπα αντίποινα εναντίον των ναπολιτάνικων στρατευμάτων. Το φινάλε στην εκστρατεία της Σικελίας ήρθε στο μικρό λιμάνι του Μιλάτσο. Η πτώση του Μιλάτσο προκάλεσε φόβο στους Ναπολιτάνους και παρά το γεγονός ότι είχαν πολύ μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στη Μεσσήνη, επεδίωξαν ανακωχή. Εν τω μεταξύ, ο Καβούρ ασκούσε πολιτική από τα παρασκήνια· ήθελε το Πιεμόντε να αποκτήσει τον έλεγχο της Νάπολης αλλά όχι ως δώρο από τον Γκαριμπάλντι.

Πορεία προς τη Νάπολη

Τον Αύγουστο του 1860, ο Γκαριμπάλντι πέρασε στην ηπειρωτική Ιταλία. Ο στρατός των εθελοντών του κατέλαβε την πόλη του Ρέτζιο και ξεκίνησε μια πορεία μέσω του Βασιλείου της Νάπολης. Ο βασιλιάς Φερδινάνδος της Νάπολης ήταν διεφθαρμένος και αντιδημοφιλής στον λαό του κι όπου πήγαινε ο Γκαριμπάλντι τον υποδέχονταν ως σωτήρα· οι ντόπιοι του παρείχαν πληροφορίες και τις προμήθειες που χρειαζόταν.
Όταν ο Φερδινάνδος εγκατέλειψε από την πόλη της Νάπολης, ο Πρωθυπουργός άνοιξε τις «πύλες» και τις αγκαλιές του στον Γκαριμπάλντι. Ταξιδεύοντας με το τρένο με μια χούφτα άντρες στο πλευρό του, έφτασε ο Γκαριμπάλντι στη Νάπολη, όπου τον υποδέχτηκαν σαν Μεσσία. Την 1η Οκτωβρίου, ο Γκαριμπάλντι πολέμησε τους Ναπολιτάνους για τελευταία φορά στη μάχη του Βολτούρνο· ήταν μια σκληρή μάχη και ο Επαναστάτης έφυγε νικητής. Και ο εύστροφος Καβούρ διέκρινε το μέλλον και πήρε πρωτοβουλία: προανήγγειλε δημόσια ψηφοφορία, με το ερώτημα αν θέλουν μια ενωμένη Ιταλία υπό τον βασιλιά Βίκτωρ Εμμανουήλ του Πιεμόντε. Μεγάλο μέρος της Ιταλίας ήταν πλέον ενωμένο.

Η Τελευταία ανάσα

Νιώθοντας πολιτικά προδομένος και με ολοένα και πιο βεβαρυμμένη την υγεία του, ο Γκαριμπάλντι επέστρεψε στα χωράφια και σ’ αυτό που του άρεσε να κάνει όταν δεν έπαιρνε τα όπλα: γεωργός. Τα επόμενα 10 χρόνια προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει τη Ρώμη και τη Βενετία και ήταν οι πόλεμοι της Πρωσίας εναντίον της Αυστρίας και της Γαλλίας που επέτρεψαν στους Ιταλούς να υψώσουν τη σημαία τους σ’ αυτές τις περιοχές.

Ο πρώτος και μεγάλος έρωτας στη ζωή του Γκαριμπάλντι ήταν η Ανα Ριμπέιρο ντα Σιλβαόρ, ευρέως γνωστή ως Ανίτα, την οποία γνώρισε στη Βραζιλία όταν έφυγε από την Ιταλία· παντρεύτηκαν το 1842 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Η Ανίτα πέθανε το 1849. Έντεκα χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε την Τζοζεφίνα Ραϊμόντι, η οποία τότε ήταν 18 χρονών κι ο Γκαριμπάλντι 53! Λίγο μετά τον γάμο ανακάλυψε ότι η γυναίκα ήταν έγκυος από άλλον άνδρα και την εγκαταλείψει αμέσως. Το 1880 παντρεύτηκε τη μακροχρόνια σύντροφό του Φραντσέσκα Αρμονίσο με την οποία έκανε τέσσερα παιδιά. Ο γιος του Τζουζέπε, Ριτσιότι Γκαριμπάλντι και ο εγγονός του Πεπίνο, είχαν πολεμήσει στο πλευρό της Ελλάδας εναντίον των Τούρκων στον ατυχή πόλεμο του 1987.

Το 1870, το όνειρο του Γκαριμπάλντι για μια ενωμένη Ιταλία είχε γίνει πραγματικότητα, κάτι που δεν θα ήταν δυνατό χωρίς αυτόν. Δημοφιλής και διάσημος σε όλο τον κόσμο, ο Τζουζέππε Γκαριμπάλντι πέθανε πάμπτωχος, μια μέρα σαν την χθεσινή, 2 Ιουνίου του 1882, στο νησί Καπρέρα, κοντά στη Σαρδηνία, σε ηλικία 74 ετών. Πριν από το θάνατό του, το κρεβάτι του μεταφέρθηκε σε σημείο όπου μπορούσε να βλέπει τη θάλασσα.
Πέντε πλοία του Ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού έχουν πάρει το όνομά του Γκαριμπάλντι, με ένα από αυτά να είναι διάσημο καταδρομικό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Αληθινοί επαναστάτες είναι εκείνοι που δεν έχουν να χάσουν τίποτα, και ο Γκαριμπάλντι δεν είχε πράγματικά να χάσει τίποτα. Και ο Ιταλός, ο γενημένος στη Νίκαια, το γνώρζε καλά: δεν κάνεις επανάσταση με άσπρα πουκάμισα...

επανάστασηΕρνέστο Τσε Γκεβάραειδήσεις τώραΙταλίαΤζουζέπε Γκαριμπάλντι