Ιστορία|12.07.2023 07:55

Σκότωσα, έκλεψα, έκαψα, σοδόμισα, αλλά φεύγω ήσυχος – Ο serial killer που περισσότερο από όλους τους ανθρώπους μισούσε τον εαυτό του

Newsroom

Η εξομολόγηση ενός serial killer: Σκότωσα 21 ανθρώπους, έχω διαπράξει ληστείες, εμπρησμούς, και έχω σοδομίσει πάνω από 1000 άνδρες. Μισώ τους ανθρώπους! Φεύγω με τη συνείδησή μου καθαρή. Το όνομά του Carl Panzram (Καρλ Πάντζραμ), που αν και νεκρός εδώ και περίπου 100 χρόνια συνεχίζει να προκαλεί τρόμο κι ανατριχίλα.

Οι κατά συρροή δολοφόνοι γοητεύουν το κοινό των Ηνωμένων Πολιτειών πιο συχνά και λιγότερο των Ευρωπαίων. Οι σειρές του Netflix με θέμα τους κατά συρροή δολοφόνους, έχουν την μεγαλύτερη θεαματικότητα, με φανατικούς θεατές «εκείνους που μας έμαθαν να σκοτώνουμε», τους Αμερικανούς, όπως είχε πει ο κινηματογραφικός Τσαρλς Μάνσον στην ταινία του Ταραντίνο «Κάποτε στο Χόλιγουντ».

Ο Καρλ Πάντζραμ ήταν ένας από εκείνους τους διεστραμμένους φονιάδες, που καταγράφηκαν στα βιβλία των αστυνομικών ιστοριών και που συνεχίζει να τρομάζει και να προκαλεί τους ανθρώπους ακόμα και σήμερα, παρά το γεγονός ότι εκτελέστηκε πριν από σχεδόν έναν αιώνα· θεωρείται ένας από τους πιο αδίστακτους και στυγνούς δολοφόνους στην (αιματοβαμμένη) αμερικανική ιστορία, όμως είχε τις δικιολογίες του... Ας δούμε τη ζωή του.

Ο Τσαρλς Πάντζραμ (Charles – Carl – Panzram) γεννήθηκε σε ένα αγρόκτημα της Μινεσότα στις 28 Ιουνίου του 1891. Οι γονείς του, ο Τζον και η Λίζι, είχαν επτά παιδιά τα οποία κακομεταχειρίζονταν· όλα τους αναγκάστηκαν να κάνουν σκληρές δουλειές στο αγρόκτημά μέχρι που ψηφίστηκαν νόμοι που υποχρέωναν τους γονείς να στείλουν τα παιδιά στο σχολείο. Αντί να το δεχτούν αυτό, Οι Πάντζραμ υποχρέωναν με το μαστίγιο (κυριολεκτικά) τα παιδιά τους να εργάζονται τη νύχτα για να αναπληρώσουν την απουσία τους κατά τη διάρκεια της ημέρας!
Ο Καρλ και τα αδέρφια του υποβάλλονταν σε σκληρές τιμωρίες από τους άθλιους γονείς τους: τους ξυλοκοπούσαν, τους άφηναν νηστικούς επί μερόνυχτα και αλυσοδεμένους σε σκοτεινά υπόγεια. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια θεμελιώνουν μια δύσκολη και ασταθή ενηλικίωση. Πολλοί ψυχολόγοι έχουν εντοπίσει ως ρίζα της μελλοντικής ακραίας συμπεριφοράς του Καρλ, τα χρόνια που βασανιζόταν από τους γονείς του.

Σε ηλικία μόλις οκτώ ετών, ο Καρλ συνελήφθη μεθυσμένος για ανάρμοστη συμπεριφορά και ξανά στα 11 χρόνια του, μπήκε φυλακή με τις ίδιες κατηγορίες. Αμέσως μετά, έκλεψε φαγητό και ένα όπλο από τους γείτονές του, μια πράξη που του άνοιξε την πόρτα του Αναμορφωτηρίου· κι εκεί τα πράγματα έγιναν χειρότερα.

Πόση βαρβαρότητα να αντέξει κάποιος;

Ένα παιδί που είχε ήδη εισπράξει με το παραπάνω το μερίδιο βαρβαρότητας που του αναλογούσε, υποβλήθηκε σε περισσότερους εξευτελισμούς, ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια από τα χέρια του ανάλγητου προσωπικού. Κι ένα βράδυ ο Καρλ έκαψε το κτίριο – φυλακή, που τον πλάκωνε! Απελευθερώθηκε από τα γρανάζια του σωφρονιστικού συστήματος το 1906, για να προσπαθήσει να σκοτώσει έναν υπουργό με ένα πιστόλι· έφυγε τρέχοντας για να μην συλληφθεί κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης...

Ο Πάνζραμ ταξίδευε με τρένα σε διάφορες πολιτείες, κοιμόταν σε στάβλους, κάτω από γέφυρες και δεχόταν υπομονετικά την οργή των ανθρώπων που άλλοτε εκφραζόταν με ξυλοδαρμούς, άλλοτε με βιασμούς κι άλλοτε πάλι με προπηλακισμούς.
Το 1907, στο μεθύσι του επάνω κατατάχθηκε στον στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα κι ο Καρλ συνέχισε να κλέβει μέχρι που τον έπιασαν· οδηγήθηκε με χειροπέδες στις Στρατιωτικές Φυλακές των ΗΠΑ στο Λίβενγουορθ από το 1908 μέχρι το 1910. Όταν αποφυλακίστηκε, απολύθηκε και από τον στρατό και συνέχισε τις μικροκλοπές.
Στα επόμενα χρόνια, η εγκληματικότητα και η βίαιη συμπεριφορά του Καρλ εντάθηκαν: κλοπές, φυλακίσεις. Πολλές φορές εξέτισε ποινές με άλλα ονόματα, έως και 12 διαφορετικά! Σπάνια ήταν πειθαρχημένος όσο ήταν πίσω από τα σίδερα, με αποτέλεσμα οι δεσμοφύλακες να τον ξυλοκοπούν. Ενώ ο Καρλ Πάντζραμ είχε σκοτώσει στο παρελθόν, από το 1920 και μετά άρχισε η φρενίτιδα των φόνων.

Έβαλε τον πρόεδρο στο μάτι!

Τον Καρλ τον κατάτρυχε η εμμονή ότι ο πρόεδρος Γουίλιαμ Ταφτ, ο οποίος είχε υπογράψει για τον εγκλεισμό του στη Στρατιωτική Φυλακή του Λίβενγουορθ, είχε προκαλέσει την καταστροφή του. Για να πάρει εκδίκηση, ο Καρλ εισέβαλε ένα βράδυ στο σπίτι του Ταφτ και έκλεψε το πιστόλι του με σκοπό να τον σκοτώσει κι αυτόν κι όποιος βρισκόταν στον δρόμο του. Επίσης άρπαξε όσα μετρητά βρήκε και μ’ αυτά αγόρασε ένα σκάφος, το «Akista».

Εκεί, στο σκάφος εκείνο, καλούσε ναυτικούς για να τους μπαρκάρει - υποτίθεται - και τους σκότωνε! Αυτό κράτησε για περίπου ένα χρόνο προτού ταξιδέψει στην Αφρική, στη Νότια Αμερική και στην Ευρώπη συνεχίζοντας το κρεσέντο δολοφονιών και βασανιστηρίων. Το 1922 επέστρεψε στον τόπο του, τις ΗΠΑ· πέρασε τα επόμενα έξι χρόνια μπαινοβγαίνοντας στις φυλακές, συνεχίζοντας να δολοφονεί βάναυσα άντρες και να διαπράττει κλοπές.
Ο Πάντζραμ, όσο επιδέξιος φονιάς ήταν άλλο τόσο ανόητος και κακός ληστής ήταν επίσης, γεγονός που θα του στοίχιζε την ελευθερία και τη ζωή του. Στις 30 Αυγούστου του 1928, ο Πάντζραμ συνελήφθη για ληστεία. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες φορές, αποκάλυψε στην αστυνομία το πραγματικό του όνομα, δίνοντας στις αρχές τη δυνατότητα να ξεσκονίσουν το πλούσιο ποινικό του μητρώο. Ο δικαστής τον έστειλε πίσω στο Λίβενγουορθ, τη φυλακή που μισούσε περισσότερο από όλες τις άλλες. Ενώ ήταν έγκλειστος, έκανε το λάθος να κομπάσει για τη δολοφονία μιας ομάδας νεαρών αγοριών που είχε διαπράξει εκείνο τον μήνα. Κάποιος συγκρατούμενος μίλησε στους δεσμοφύλακες και η αστυνομία της Βοστώνης μπόρεσε να επιβεβαιώσει έναν από εκείνους τους φόνους και ο Πάντζραμ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη· προσπάθησε να δραπετεύσει μια φορά, τον συνέλαβαν και τον ξυλοκόπησαν τόσο άγρια που δεν ξανασκέφτηκε να το επιχειρήσει πάλι.

Παρ' όλα αυτά, η ασταθής συμπεριφορά του Καρλ, του χάρισε μια θέση στην ομάδα του πλυντηρίου, ώστε να μην αποτελεί κίνδυνο για τους άλλους. Ωστόσο, αυτό τον έφερε στο να εργάζεται πλάι στον διαβόητο δεσμοφύλακα Ρόμπερτ Γουόρνκ.

Ο Γουόρνκ ήταν ένας από τους φρουρούς που ήταν γνωστός σε ολόκληρη τη φυλακή για τη βάναυση μεταχείρισή σε όσους εργάζονταν υπό την επιτήρησή του. Ο Γουόρνκ προσπάθησε να εφαρμόσει την ίδια συμπεριφορά και με τον Πάντζραμ, ο οποίος τον προειδοποίησε για το τι θα συνέβαινε αν συνέχιζε. Όταν ο Γουόρνκ δεν σταμάτησε, ο Πάντζραμ του συνέθλιψε το κρανίο με μια σιδερένια ράβδο. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι: ο Καρλ Πάντζραμ καταδικάστηκε σε θάνατο. Παρά το γεγονός ότι έλαβε πολλές προτάσεις για βοήθεια από διαπρεπείς δικηγόρους για την ανατροπή της απόφασης, ο Καρλ αρνήθηκε να ασκήσει έφεση.

Και διάσημος και συγγραφέας

Και ο Καρλ έγινε διάσημος μέσα από τα ως «Panzram Papers», ο διαβόητος κατά συρροή δολοφόνος κατέγραψε με δικά του λόγια τα εγκλήματα που διέπραξε σε όλη του τη ζωή ενώ περίμενε την ημέρα της εκτέλεσης. Ενώ περίμενε τον θάνατο, ο Πάντζραμ συνδέθηκε φιλικά με έναν αξιωματικό, ο οποίος του έδινε χρήματα για να αγοράσει τσιγάρα. Ο στυγνός δολοφόνος μαλάκωσε από αυτή την πράξη καλοσύνης και ο αξιωματικός τού παρείχε χαρτί και μολύβι· και ο Πάντζραμ κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια όλα του τα εγκλήματα.

Έγραφε στον πρόλογό του: «Στη διάρκεια της ζωής μου έχω δολοφονήσει 21 ανθρώπους, έχω διαπράξει χιλιάδες διαρρήξεις, ληστείες, κλοπές, εμπρησμούς και, τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, έχω διαπράξει σοδομισμό σε περισσότερους από 1.000 άνδρες. Για όλα αυτά τα πράγματα δεν λυπάμαι, ούτε μετανιώνω στο ελάχιστο. Δεν έχω συνείδηση και αυτό δεν με ανησυχεί. Δεν πιστεύω στον άνθρωπο, τον Θεό ή τον διάβολο. Μισώ ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου». Ο Πάντζραμ εξιστόρησε λεπτομερώς τη ζωή του και τι τον οδήγησε στο δρόμο του εγκλήματος και της ωμότητας. Σε ένα κεφάλαιο έγραφε: «Το μόνο που αφήνω πίσω μου είναι καπνός, θάνατος, ερήμωση και καταδίκη».

Η ώρα της εκτέλεσής του, ήρθε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1930. Οι μαρτυρίες λένε ότι ήταν σχεδόν χαρούμενος γι' αυτό. Έφτυσε τον δήμιο, φωνάζοντας του: «Κάνε γρήγορα, εγώ θα είχα σκοτώσει δέκα ενώ εσύ χαζεύεις!»… Ήταν τα τελευταία λόγια του.

ΗΠΑδολοφόνοςειδήσεις τώραserial killersserial killer