Ιστορία|15.11.2023 07:55

Κηλίδα στον πολιτισμό μας η εκτέλεση των «έξι» ή κάθαρση στην τραγωδίας της Μικρασιατικής Καταστροφής; Οι τελευταίες στιγμές των μελλοθανάτων και η αθώωσή τους μετά 88 χρόνια!

Νίκος Τζιανίδης

Η Δίκη των Έξι, όπως έμεινε στην Ιστορία η δίκη των πρωταιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής έχει λήξει. Τρεις πρώην πρωθυπουργοί, πέντε υπουργοί και ένας αρχιστράτηγος περιμένουν με αγωνία στα κελιά τους να μάθουν την ετυμηγορία των δικαστών.

Ξημερώνει μια μέρα σαν σήμερα, 15 Νοεμβρίου 1922 και οι στρατοδίκες- όλοι τους βενιζελικοί αξιωματικοί- ετοιμάζονται να ανακοινώσουν την απόφασή τους.

Στις 06:45 το πρωί ο προεδρεύων του Στρατοδικείου  υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος (μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας για πέντε μέρες), βγαίνει και διαβάζει μεγαλόφωνα την ετυμηγορία.

Γράφει ο Βασίλης Τζανακάρης στο βιβλίο του «Εις Θάνατον» εκδόσεις Μεταίχμιο: «Η απόφαση που διαβάζει ο Οθωναίος είναι απόφαση θανάτου για πέντε κορυφαίους έλληνες πολιτικούς: τρεις πρώην πρωθυπουργούς και δύο υπουργούς και έναν αρχιστράτηγο· και οι στρατοδίκες χρειάστηκαν μέρες και ώρες συζήτησης, διακοπών, αναιρέσεων, δισταγμών ώστε να συμφωνήσουν όλοι σε αυτήν. Αλλά καθώς την ακούν να ταξιδεύει στην αίθουσα δείχνουν να έχουν χάσει την ψυχραιμία που μέχρι τώρα διατηρούσαν. Κυρίως ο Οθωναίος, που θέλει να τελειώνει επιτέλους όλη αυτή η οδυνηρή ιστορία. Η απόφαση, έτσι όπως έχει συνταχθεί, είναι βαριά, ασήκωτη για να μπορέσει να εκφωνηθεί στο άψε σβήσε.

»Το καταλαβαίνει ο Οθωναίος, γι’ αυτό και η φωνή του, έτσι καθώς ακούγεται με συνοδεία τη βροχή που μαστιγώνει τώρα αλύπητα τη στέγη της Βουλής, έχει μια παράξενη τονική θαμπάδα και ένα τρέμουλο, λες και τη διαπερνά μια αδιόρατη ενοχή, και ταυτόχρονα μια υποβόσκουσα μεταμέλεια. Είναι μια ανάγνωση γεμάτη κόμπους, σταματήματα, συγκίνηση. Με το τέλος της, και στο απόλυτο της σιωπής που ακολουθεί, το μόνο που διαπιστώνεται είναι ότι οι στρατιώτες έχουν ξεχαστεί να παρουσιάζουν όπλα από τη στιγμή που οι στρατοδίκες μπήκαν στην αίθουσα. Ο Οθωναίος τους βλέπει και, λίγο πριν αποχωρήσει, τους διατάζει το «παρά πόδα», αλλά ο ίδιος ξεχνάει να εκφωνήσει τη «λύση της συνεδρίασης»...

»Του το υπενθυμίζουν οι άλλοι στρατοδίκες. Καταλαβαίνουν την ταραχή του. Σχεδόν την ίδια νιώθουν και αυτοί να ανεβαίνει από το στομάχι τους. Ο Οθωναίος δεν μπορεί να τους ακούσει, ή τους ακούει αλλά δεν θέλει να γυρίσει πίσω, να δουν και να καταλάβουν τη συγκίνησή του. Την, κατά τα ειωθότα και τους νόμους, «λύση της συνεδρίασης» κάνει ο στρατοδίκης και συνταγματάρχης του ιππικού Γεώργιος Σκανδάλης, που ανεβαίνει στην προεδρική έδρα και όρθιος λέει γρήγορα γρήγορα αυτό που ξέχασε να πει ο Οθωναίος: «λύεται η συνεδρίασης του Έκτακτου Επαναστατικού Δικαστηρίου».

»Η θανατική απόφαση είναι αμετάκλητη. Οι μελλοθάνατοι δεν έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση ενώπιον του Αναθεωρητικού Στρατοδικείου, όπως συνηθίζεται, ούτε να ζητήσουν αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ούτε απονομή χάριτος, ούτε τον οποιονδήποτε μετριασμό της ποινής τους. Και αυτό γιατί με το διάταγμα της 12ης Οκτωβρίου η Επαναστατική Επιτροπή τους είχε στερήσει αυθαιρέτως όλα αυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η απόφαση ήταν αυτή που ήταν, και η εκτέλεση των κατηγορουμένων έπρεπε να γίνει τις αμέσως επόμενες ώρες, ενώ έξω, στην ανύποπτη και νυχτωμένη Αθήνα, η βροχή εξακολουθούσε να μουσκεύει τους άδειους δρόμους, τα σπίτια και τις σκηνές των προσφύγων.

«Το πρωί θα γίνουν οι εκτελέσεις»

»Τη φοβερή είδηση της καταδίκης σε θάνατο την έμαθε πρώτος ο συνήγορος του Δημητρίου Γούναρη, Σωτήρης Σωτηριάδης καθώς τριγύριζε στους διαδρόμους της Βουλής, από τον Φρούραρχο συνταγματάρχη που μόλις είχε λάβει τη διαταγή μεταφοράς των κρατουμένων στις φυλακές «Αβέρωφ». “Το πρωί θα γίνουν οι εκτελέσεις· τελικά καταδικάζονται σε θάνατο οι περισσότεροι” του είπε. Ο Σωτηριάδης τη μετέφερε στους μελλοθάνατους έπειτα από λίγο, μπαίνοντας σκυθρωπός στο δεσμωτήριο τους.

»Στη 01:30 το βράδυ ένας λοχαγός ειδοποίησε τους μελλοθάνατους να ετοιμαστούν για την μεταγωγή τους στις φυλακές «Αβέρωφ». Την ίδια ώρα στην κλινική «Άγιος Παντελεήμων» στην οδό Ασκληπιού, η ασθένεια του πρώην πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη δείχνει να υποτροπιάζει με τον πυρετό του να φθάνει το 38 και 8. Πλάι του ξενυχτάει κρατώντας του το χέρι η «μόλις αφιχθείς εξ Ευρώπης αδελφή του κυρία Αμαλία Κανελλοπούλου», μητέρα του μετέπειτα πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου και γιαγιά της Αμαλίας Καραμανλή. Στην ανακοίνωση του αστυνομικού ότι έχει εντολή να μεταφέρει τον Γούναρη στις φυλακές «Αβέρωφ», οι συγγενείς του αντιδρούν εξηγώντας την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, αλλά ο Κατσιγιαννάκης είναι αποφασισμένος να εκτελέσει τις διαταγές που έλαβε...

Λέγεται ότι. λίγο πριν από τη μεταφορά, και μόλις η συνοδεία ήταν έτοιμη να ξεκινήσει, η αδελφή του Γούναρη, μη αντέχοντας τη σκηνή ξέσπασε: “Άτιμοι δολοφόνοι, που πάτε τον άρρωστο! Θηρία, έναν πεθαμένο θα σκοτώσετε; Καταραμένοι να είστε, καταραμένοι!”.

Οι τελευταίες στιγμές των μελοθανάτων

»Ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου (σ.τ.σ Διδάκτωρ οικονομολόγος, βουλευτής, υπουργός, πρέσβης και εκδότης εφημερίδας, προσωπικός φίλος του Δημήτριου Γούναρη) περιγράφει ως εξής τη σκηνή της εκτέλεσης: “… με έβαλαν σε κάποια γωνιά όπισθεν του χώρου των εκτελέσεων, από κάτω από ένα πεύκο, εις το οποίον ανερριχήθην δια να βλέπω και να ακούω καλύτερα (Η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στο δασάκι πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία»). Μετ’ ολίγον έφθασαν τα δύο φορτηγά αυτοκίνητα με τους κατάδικους. Πρώτος κατήλθεν ο Στράτος, και μετ’ αυτόν ο Γούναρης, ο οποίος ήτο τόσο εξηντλημένος ώστε γονάτισε. Τότε έσπευσε να κατέλθει ο Πρωτοπαπαδάκης, ο οποίος, βοηθούμενος από τον Στράτο, τον εσήκωσε και τον οδήγησαν εις την θέσιν του. Από το έτερον αυτοκίνητον κατήλθον ο στρατηγός Χατζανέστης, ο Μπαλτατζής και ο Θεοτόκης, οι οποίοι επήγαν μόνοι εις τας υποδειχθείσας θέσεις, εκτός του Χατζανέστη, ο οποίος έπρεπε να υποστή και καθαίρεσιν. Όταν του ανεγνώσθη το κείμενο της καθαιρέσεως, δεν αφήκε να τον πλησιάσουν. Επέταξε το πηλήκιον και τα επωμίδιά του και είπεν: «Η μόνη μου ντροπή είναι ότι υπήρξα αρχιστράτηγος φυγάδων!».

Ουδείς εδέχθη να του δέσουν τα μάτια και, όταν ο μοίραρχος Βοβολίνης τους ηρώτησεν εάν έχουν να αφήσουν κάποια παραγγελία, ο Γούναρης ύψωσε τους ώμους. Ο Στράτος είπε: “Αυτή η πράξις αποτελεί αίσχος δια την πατρίδα”. Ο Θεοτόκης έβγαλε τα δαχτυλίδια του και είπε φλεγματικώτατα: “Αυτά παρακαλώ να το δώσετε εις την κόμισαν Θεοτόκη”. Ο Στράτος ήνοιξε τη σιγαροθήκη του, επήρεν ένα σιγαρέτον και είπε: “Να τη δώσης εις τον υιόν μου!”.

Μετά ταύτα ο έχων το γενικόν παράγγελμα εφώναξε: «Επί σκοπώ!». Ενώ δε οι εκτελεσταί εσκόπευον, ο ιερεύς έψαλλε τας τελευταίας ευχάς και οι μελλοθάνατοι απεκαλύφθησαν, ηκούσθη η διαταγή «Πυρ» και ηκολούθησεν η ομοβροντία. Ούτως, ενώ η Επανάστασις έγινε δια να αποπλύνη το αίσχος της Μικρασιατικής Καταστροφής, εκηλίδωσε τον πολιτισμό μας”».

Η Δικαιοσύνη άργησε 88 χρόνια…

Το δικαστήριο είχε καταδικάσει σε θάνατο διά τυφεκισμού τους: Δημήτριο Γούναρη (59 ετών, πρώην πρωθυπουργό), Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (68 ετών, πρώην πρωθυπουργό), Νικόλαο Στράτο (50 ετών, πρώην πρωθυπουργό), Νικόλαο Θεοτόκη (44 ετών, υπουργό Στρατιωτικών), Γεώργιο Μπαλτατζή (56 ετών, υπουργό Εξωτερικών), Γεώργιο Χατζανέστη (59 ετών, αρχιστράτηγο Μικράς Ασίας και Θράκης). Οι υποστράτηγος ε.α. Ξενοφών Στρατηγός (53 ετών, υπουργός Συγκοινωνιών) και ο υποναύαρχος ε.α. Μιχαήλ Γούδας (54 ετών, υπουργός Εσωτερικών), καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη.

Να σημειωθεί εδώ ότι, σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι στη Δίκη: πολιτικοί, στρατιωτικοί κ.λπ., χρόνια μετά μίλησαν και πήραν θέση για την καταδικαστική απόφαση του Στρατοδικείου. Εκείνοι που ποτέ δεν μίλησαν, δεν αναφέρθηκαν ούτε μια φορά στη Δίκη ή στους εκτελεσθέντες, ήταν οι δύο που απέφυγαν το εκτελεστικό απόσπασμα: ο Ξενοφών Στρατηγός και ο Μιχαήλ Γούδας...

Οι συγγενείς των καταδικασθέντων στα χρόνια που ακολούθησαν θα υποστηρίξουν ότι οι άνθρωποί τους είχαν κάνει ό,τι ήταν δυνατόν, με τις επικρατούσες συνθήκες, προκειμένου να σώσουν τον Στρατό και τον Ελληνισμό της Ιωνίας. Τον Ιανουάριο του 2008 ο Μανώλης Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του εκτελεσθέντος Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο ζητώντας επανάληψη της δίκης, με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων (μιας επιστολής του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου προς τον επικεφαλής της αντιπολίτευσης Παναγή Τσαλδάρη από το μακρινό 1929 και ενός αποσπάσματος από ομιλία του Βενιζέλου στη Βουλή στις 31 Μαρτίου 1932). Στις 20 Οκτωβρίου του 2010 το Ζ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου θα κρίνει με την απόφαση 1675/2010 αθώους και τους έξι καταδικασθέντες, ακυρώνοντας οριστικά την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου, που είχε ληφθεί 88 χρόνια νωρίτερα.

Και η Ιστορία έκλεισε εκείνο το θλιβερό κεφάλαιο με τη σιωπή και την αταραξία των νεκρών…  

εκτέλεσηειδήσεις τώραδίκημικρασιατική καταστροφήΙστορία