Ιστορία|23.07.2024 07:50

Μεταπολίτευση 50 χρόνια μετά: η χούντα δεν ανατράπηκε· παρέδωσε ομαλά την εξουσία στον Καραμανλή κι έτσι πέτυχε τον στόχο της!

Νίκος Τζιανίδης

Μεταπολίτευση μετά 50 χρόνια. Τι συνέβη 23 του Ιούλη και Τρίτη (όπως σήμερα) και... και... «Η χούντα δεν ανατράπηκε· παρέδωσε ομαλά την εξουσία στον Καραμανλή κι έτσι πέτυχε τον στόχο της»! Αυτά, τουλάχιστον, γράφουν εκέινοι που γνώριζαν...

Όσοι γεννηθήκαμε εκεί κάπου στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, ακούγαμε ιστορίες για τον Πόλεμο από τους παλιούς και αποκοιμιόμασταν, σαν να ακούγαμε ένα σκοτεινό παραμύθι· δεν τρομάζαμε όμως… Η απόσταση ασφαλείας που μας χώριζε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν 20 χρόνια και κάθε βράδυ μεγάλωνε…

Τούτες τις ώρες, η κλεψύδρα του χρόνου έχει σταλάξει ακριβώς 50 χρόνια-κόκκους άμμου από την ημέρα που έπεσε η Χούντα κι όσοι τ' άκουγαν σαν παραμύθι από εμάς που ζήσαμε εκείνες στις νύχτες, είναι πια μεγάλοι κι έχουν τα δικά τους παραμύθια να τους αποκοιμίζουν ή να τους χαλούν τον ύπνο.

Πενήντα χρόνια από τις 23 Ιουλίου του 1974! Πώς πέρασεν η ώρα… Πώς πέρασαν τα χρόνια…
Κι αν εμείς θυμόμαστε ό,τι μπορούμε να θυμηθούμε ως παιδιά τότε, οι μεγάλοι (σχεδόν όλοι στον ουρανό του επέκεινα πιά) κάτι περισσότερο θα έχουν να καταθέσουν σήμερα μέσα από τα γραπτά τους. Ας κάνουμε πως ξεφυλλίζουμε τις πίσω σελίδες της Ιστορίας…

Η φάρσα αποκαλύφθηκε γρήγορα

Η Λιλή Ζωγράφου, δημοσιογράφος, λογοτέχνις, δοκιμιογράφος, θεατρική συγγραφέας και πολιτική ακτιβίστρια σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου της «Αντιγνώση»: «…Συνειδητοποιώ πόσο εύπιστη ήμουνα στα 1974 που πίστεψα ως και στον κύριο Καραμανλή. Η φάρσα αποκαλύφθηκε γρήγορα. Ήταν όλοι τους παιδιά του…». Με λόγια που αφήνουν την οργή να διαφύγει προς την ελεύθερη σκέψη του αναγνώστη, περιγράφει η Λιλή Ζωγράφου τη Μεταπολίτευση: «Ήταν όλοι τους παιδιά του»…

Οι στρατιωτικοί τα είχαν χαμένα

Η γραφή του πολιτικού και ιστορικού (εδώ) Σπύρου Μαρκεζίνη πεζή, λιτή, δημοσιογραφική, περιγράφει τα γεγονότα στο βιβλίο του «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας»: «Τις ημέρες εκείνες ο καιρός ήταν πολύ θερμός και υγρός. Ασυνήθεις σε έκταση πυρκαγιές (σ.τ.σ. μετά έγιναν συνηθισμένες…) κατέτρωγαν τα δάση σε όλη σχεδόν την Ελλάδα και, τις δύο τελευταίες ημέρες, στην περιοχή της Αττικής. Οι διαδόσεις οργίαζαν. Η Κυβέρνηση είχε εξαφανιστεί και οι στρατιωτικοί, περί τον Ιωαννίδη και τον Γκιζίκη, τελούσαν σε κατάσταση πανικού. Το μεσημέρι της Τρίτης 23 Ιουλίου, ο υπασπιστής του στρατηγού (σ.τ.σ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας) Γκιζίκη με ενημέρωσε από τηλεφώνου ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλούσε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών και με παρακάλεσε να μεταβώ στα Παλαιά Ανάκτορα. […]. Ο Γκιζίκης σύντομος και ψύχραιμος, εξήγησε πώς διαμορφώνετο η κατάσταση. Μιλούσε κάπως συγκεχυμένα. Θα αντιληφθούμε αμέσως ότι δεν υπήρχε Κυβέρνηση και όταν θα χρειαστεί κάποια πληροφορία, θα προσέλθει ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Εξωτερικών για ενημέρωση. Ήταν φανερό ότι οι στρατιωτικοί τα είχαν χαμένα. Το καθεστώς, ουσιαστικώς είχε καταρρεύσει και ο ξένος παράγων είχε επαφή όχι με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, την Κυβέρνηση ή τον ταξίαρχο Δημήτρη Ιωαννίδη, αλλά με τον Αρχηγό του Ναυτικού και δευτερευόντως, με τον Αρχηγό της Αεροπορίας. […].

«Να πολεμήσουμε στον Έβρο;»...

Στο σημείο αυτό προσήλθαν στη σύσκεψη ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και οι Αρχηγοί του Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας. Ο στρατηγός Γκιζίκης έθεσε το ερώτημα, αν θα έπρεπε «να πολεμήσουμε για αντιπερισπασμό στον Έβρο» και αφήκε να εννοηθεί ότι οι στρατιωτικοί ήταν διατεθειμένοι να διατηρήσουν την ευθύνη των στρατιωτικών υπουργείων. Έδινε την εντύπωση ότι απέβλεπε στο σχηματισμό οικουμενικής, τουλάχιστον εξ όλων των παρισταμένων (σ.τ.σ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Στέφανος Στεφανόπουλος Γεώργιος Νόβας, Γεώργιος Μαύρος, Ευάγγελος Αβέρωφ, Πέτρος Γαρουφαλιάς και Ξενοφών Ζολώτας) και μάλιστα αμέσως. […]. Ως προς το ενδεχόμενο παραμονής στρατιωτικών σε νέα κυβέρνηση, ο Κανελλόπουλος απάντησε αμέσως αρνητικά και οι άλλοι συνεφώνησαν μαζί του. Όταν, πλαγίως και πάντοτε με προσοχή, ο Γκιζίκης θέλησε να αποσπάσει τη διαβεβαίωση ότι δεν θα ανεζήτουντο ευθύνες, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος συνεφώνησε με κάποιο δισταγμό για την ώρα, αλλά θα επιφυλαχθεί ρητά για το μέλλον. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ δήλωσε ότι θα ήταν πρόθυμος να υπηρετήσει σε κατώτερη κυβερνητική θέση, εάν χρειάζεται, σε κυβέρνηση Κανελλόπουλου-Μαύρου, εδήλωσε όμως, με διπλωματική διατύπωση, ότι «το ίδιο θα έπραττε και σε κυβέρνηση Καραμανλή». Ο Γκιζίκης παρετήρησε ότι δεν υπήρχε χρόνος για λύση Καραμανλή»... Και τα ξημερώματα, στις 2 η ώρα, ήρθε στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής!

Ο Βασιλιάς περίμενε τηλεφώνημα...

Ο ερευνητής δημοσιογράφος και συγγραφέας Peter Murtagh γράφει στο βιβλίο του «Ο βιασμός της Ελλάδας» εκδόσεις Παπαζήση: «Στις 23 Ιουλίου, οκτώ μέρες μετά την απόπειρα κατά του Μακαρίου και τρεις μέρες μετά την τουρκική εισβολή, ο Ιωαννίδης πέταξε το γάντι. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν ήταν σε θέση να κινητοποιηθούν αποτελεσματικά στην περίπτωση μιας επαπειλούμενης τουρκικής εισβολής στη Θράκη, πολύ δε περισσότερο στην εισβολή που είχε ήδη πραγματοποιηθεί στην Κύπρο. Αποθήκες πυρομαχικών είχαν λεηλατηθεί στο διάστημα της δικτατορίας, και κάποια κιβώτια που είχαν κάποτε πολεμοφόδια, τώρα ήταν γεμάτα πέτρες. […]. Ο Ιωαννίδης είχε ουσιαστικά παραμεριστεί από ανώτερους συναδέλφους του που τώρα θεωρούσαν πως η απειλή ενός γενικού πολέμου με την Τουρκία ήταν το μόνο και πιο επιτακτικό ζήτημα. […]. Στο μεταξύ, στο Λονδίνο, ο Βασιλιάς είχε λάβει γνώση των συζητήσεων και τηλεφώνησε στον Καραμανλή για να του μεταφέρει τα νέα. Σύμφωνα με βοηθούς του βασιλιά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, γελώντας, του είπε: «Πρέπει να σας πω ότι σίγουρα δεν θέλουν εμένα και σίγουρα δεν θέλουν ούτε και εσάς». Ο Βασιλιάς αποσύρθηκε στο Claridges, το μεγάλο και πολυτελές ξενοδοχείο του Λονδίνου, που προτιμούσαν οι Βασιλιάδες και πρώην Βασιλιάδες, και που είχε γίνει το ουσιαστικό σπίτι του Κωνσταντίνου στην εξορία. Καθώς ξεκουράζονταν στο δωμάτιο του, χτύπησε το τηλέφωνο: «σας ζητάει ο πρόεδρος από το Παρίσι» είπε μια σαστισμένη τηλεφωνήτρια. Ο Κωνσταντίνος έκλεισε ορμητικά το τηλέφωνο πιστεύοντας ότι επρόκειτο για ένα ακόμη τέχνασμα από τη λεγεώνα των ανταποκριτών που τον κυνηγούσαν. Παρενέβη η Άννα Μαρία που του είπε ότι μάλλον ήταν ο Καραμανλής. Ο Κωνσταντίνος σήκωσε και πάλι βιαστικά το τηλέφωνο. Ήταν πράγματι ο Καραμανλής. Αυτό που ο βασιλιάς δεν γνώριζε τότε ήταν ότι, αφού ο Κανελλόπουλος και ο Μαύρος αποχώρησαν από το γραφείο του Γκιζίκη, ο Πρόεδρος τηλεφώνησε στον Καραμανλή και του πρόσφερε την πρωθυπουργία.

Ο Καραμανλής ήταν στην αρχή διστακτικός, του είπαν, όμως, ότι δεν υπήρχε χρόνος για καθυστέρηση. Συμφώνησε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο Γκιζίκης προσφέρθηκε να του στείλει αεροπλάνο, αλλά ο Καραμανλής του είπε ότι δεν υπήρχε ανάγκη: ο Γάλλος πρόεδρος Ζισκάρ ντ Εστέν είχε ήδη θέσει ένα αεροπλάνο στη διάθεσή του. Όπως αναφέρεται, όταν ο Καραμανλής μίλησε με τον Κωνσταντίνο, είχε πάθει «υστερική κρίση» και ήταν «εκτός ελέγχου». Σύμφωνα με πηγές από το περιβάλλον του βασιλιά, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να τον καθησυχάσει, αλλά εκείνος έλεγε ότι «…ο Γκιζίκης έσπρωχνε την Ελλάδα σε πόλεμο». Ο βασιλιάς είπε ότι ο Καραμανλής έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Είχε προσφερθεί να του ναυλώσει αεροπλάνο. Είπε ακόμη ότι ήθελε να επιστρέψει στην Αθήνα μαζί με τον Καραμανλή, αλλά ο τελευταίος απέφυγε αυτή τη δέσμευση. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο Καραμανλής είπε ότι ήθελε την επιστροφή του βασιλιά, αλλά ότι δεν είχε ακόμα θίξει το θέμα στον Γκιζίκη. «Ο Καραμανλής είπε ότι θα τον καλούσε αυτός· δεν το έκανε ποτέ»!

Η συρρίκνωση της Κάθαρσης

Και ο σπουδαίος πολιτικός συντάκτης και εκδότης της πάλαι ποτέ πολιτικής-σατυρικής εφημερίδας «Το Ποντίκι» Κώστας Παπαϊωάννου καταθέτει τη δική του άποψη για τη Μεταπολίτευση στο βιβλίο του «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…» εκδόσεις Καστανιώτη: «Όταν το στρατιωτικό καθεστώς (που είχε ημερομηνία λήξης…) κατέρρευσε, δηλαδή «τελείωσε το λάδι του», που λένε (αφού μας έβγαλε το λάδι), παρατηρήθηκε ένα αξιοπρόσεκτο φαινόμενο: ο Καραμανλής προσπάθησε να συρρικνώσει απελπιστικά τη λεγόμενη κάθαρση και βασικά την τιμωρία των υπευθύνων του χουντικού πραξικοπήματος, της επτάχρονης δικτατορίας και της κυπριακής τραγωδίας, με δεδομένο φυσικά ότι η χούντα δεν ανατράπηκε, αλλά (του) παρέδωσε ομαλά την εξουσία… Έτσι λοιπόν:
»Ο φάκελος της Κύπρου άνοιξε και έκλεισε αστραπιαία-κανείς δεν διώχθηκε, βέβαια ακόμα κανείς δεν τιμωρήθηκε ποτέ…
»Ο φάκελος της χούντας άνοιξε τόσο λίγο ώστε να χωρέσουν μόνο μια μικρή ομάδα αξιωματικών που θεωρήθηκαν πρωταίτιοι του πραξικοπήματος, ελάχιστοι βασανιστές, κάποιοι για τη σφαγή του Πολυτεχνείου και μερικοί ακόμα…
»Ο λόγος της απελπιστικά μεγάλης αυτής της συρρίκνωσης ήταν ότι πίσω και από τις δυο αυτές περιπτώσεις βρίσκονταν οι Αμερικανοί, που δεν έπρεπε να θιγούν! Αποτέλεσμα; Όταν ήρθε η ώρα της απονομής δικαιοσύνης για το πραξικόπημα: ο εισαγγελέας εφετών Κ. Σταμάτης πρότεινε την παραπομπή 22 αξιωματικών. Τελικά παραπέμφθηκαν 24, δικάστηκαν 21 και καταδικάστηκαν 18. Έτσι έκλεισε δικαστικά η υπόθεση του πραξικοπήματος: 18 αξιωματικοί όλοι και όλοι επέβαλαν την επτάχρονη δικτατορία, τα θηρία»!

Φρικώδες, τερατώδες, αλλά τόσο αληθινό

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ο δημοσιογράφος, συγγραφέας, δοκιμιογραφος και κριτικός κινηματογράφου γράφει στο βιβλίο του «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους» εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου: «Οχτώ μέρες μετά το πραξικόπημα της Κύπρου και την τουρκική εισβολή, η χούντα πέφτει και ο Καραμανλής σηκώνεται από το Παρίσι και έρχεται στην Ελλάδα σηκωτός στα χέρια. Όλοι τον υποδέχονται μετά βαΐων και κλάδων, σαν ελευθερωτή. Και ο προσωρινός πρόεδρος της δημοκρατίας στρατηγός Γκιζίκης του παραδίδει την εξουσία στο πιάτο στις 23 Ιουλίου. Ο Παπαδόπουλος προνόησε να αμνηστεύσει και τον εαυτό του και τα παλικάρια του. Διότι, στο διάταγμα περί αμνηστεύσεως των πολιτικών κρατουμένων, η διατύπωση είναι τόσο δυσερμήνευτη, που επιτρέπει στον οποιοδήποτε, βάσει αυτού του διατάγματος και μόνο, να αμνηστεύσει τους πάντες, μηδέν των χουνταίων εξαιρουμένων. Ε, αυτό ακριβώς έκανε ο Καραμανλής με το περίφημο «στιγμιαίο» (αδίκημα). Που σημαίνει πως ένοχοι για το πραξικόπημα είναι μόνο όσοι έδρασαν τη στιγμή της εκδήλωσης του πραξικοπήματος. Όλοι οι άλλοι απαλλάσσονται αυτομάτως, βάσει του χουντικού διατάγματος. Φρικώδες, τερατώδες, αλλά τόσο αληθινό, όσο και ο Καραμανλής ως φυσικό πρόσωπο νοούμενος.

Στόχος επετεύχθη!

Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιάννης Κάτρης έχει γράψει ευφυέστατα: «Η ηττημένη και κατησχυμένη Δεξιά, την παραμονή της χούντας ήταν το 30% του ελληνικού λαού. Το 1974, την επομένη της χούντας, έφτανε το 54,5% και χωρίς… βία και νοθεία. Γιατί λοιπόν, λέμε πως απέτυχε η χούντα; Δουλειά της ήταν να επαναφέρει ισχυρότερη τη Δεξιά στην εξουσία. Και τα κατάφερε. Κρυφό μεράκι των Αμερικανών ήταν να δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα ισχυρό κεντρώο Κόμμα, που να λειτουργεί σαν φράγμα στη μετακίνηση ψηφοφόρων προς τα αριστερά. Και είδαν τα όνειρά τους να γίνονται πραγματικότητα με το πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ. Η χούντα πέτυχε τους στρατηγικούς της στόχους»!

Κάθε λαός έχει τους άρχοντες που του αξίζουν!

Και περάσανε χρόνια πολλά, λες μέσα σε λίγην ώρα… Κι από το «Καραμανλής ή τανκς» στο «ΠΑΣΟΚ-λαός στην εξουσία» και μετά στο «Τσοβόλα δωσ’ τα όλα» και στο «Λεφτά υπάρχουν» και για «Πρώτη φορά Αριστερά» κι άντε πάλι από την αρχή… Κι αν στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, υπάρχουν όμως στενωποί και σκοτεινά μονοπάτια, αλλά…
Από μια δικτατορία αθλίων-αγραμμάτων-πατριδολάγνων στρατιωτικών, είναι σαφώς καλύτερη μια Δημοκρατία φαυλεπίφαυλων-διεφθαρμένων-αλαζόνων πολιτικών· μια Δημοκρατία σε περιβάλλον εξωνημένων-αργυρώνητων δημοσιογράφων, κεκμηκότων-ωχαδερφέ επαναστατών, αστόχαστων-αφελών-πλαδαρών ινφλουένσερ-καιτινακάνουμε πολιτών… Και αυτή τη Δημοκρατία απολαμβάνουνε τώρα! Άλλωστε είναι αξίωμα: κάθε λαός έχει τους άρχοντες που του αξίζουν!

χούνταΚωνσταντίνος Καραμανλήςσαν σημεραειδήσεις τώραΜεταπολίτευση