Ιστορία|15.01.2020 10:57

Πλησιάζει το τέλος του Ερντογάν - Η διαδρομή από τον Κεμάλ μέχρι τον «Σουλτάνο»

Σπυρίδων Σφέτας

Το ethnos.gr παρουσιάζει το ιστορικό υπόβαθρο της Τουρκίας από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι την άνοδο του Ερντογάν. Μέσα από επτά ενότητες γίνεται εκτενής αναφορά μεταξύ άλλων στην κληρονομιά του Κεμαλισμού (1923-1928), την δοκιμασία του και το χάσμα Κεμαλισμού-Ισλαμισμού, τις περιόδους των Ισμέτ Ινονού και Μεντερές, την  άνοδο του Ντεμιρέλ,  το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980, την εποχή Οζάλ ( 1980- 1983) αλλά και την άνοδο των Ισλαμιστών, την αντίδραση του στρατού και την κατάρρευση του παλιού κατεστημένου ( 1993- 2002).    

Α. Η ΚΕΜΑΛΙΚΗ ΤΟΥΡΚΙΑ  
1.  Η κληρονομιά του Κεμαλισμού (1923-1938) 
α) Εσωτερική  πολιτική

Με τη συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μικρά  Ασία και την Ανατολική Θράκη άρχισε και η δυναμική μετάβαση από τον Οθωμανισμό  στην τουρκικό  εθνικισμό  με την ταύτιση του κάθε Μουσουλμάνου με τον Τούρκο, όρος που ήταν υβριστικός στο Οθωμανικό Κράτος.Η πλειοψηφία των Οθωμανών στο Οθωμανικό Κράτος ήταν Τουρκογενείς, αλλά δεν υπήρχε η αίσθηση της Τουρκικότητας.Είμαι Οθωμανός σήμαινε είμαι αφοσιωμένος στην οθωμανική δυναστεία,   ασπάζομαι το υψηλό σουνιτικό Ισλάμ, έχω την υψηλή αραβική και περσική κουλτούρα, είμαι Τούρκος σήμαινε είμαι άξεστος χωρικός από την Ανατολία. Βέβαια είχαν προηγηθεί ψήγματα τουρκικού εθνικισμού με την ανάδυση της ομάδας των Νεοθωμανών κατά την περίοδο του Τανζινάτ (Ναμίκ Κεμάλ, Λιουφτή Πασά)  που είχαν τονίσει την έννοια της πατρίδας (Vatan)  και ως  συνέχεια μπορεί να θεωρηθεί η πολιτική των Νεοτούρκων, μετά τη επανάσταση του 1908,  που εξάλειψε κάθε ελπίδα εξέλιξης του οθωμανικού κράτους σε ένα κοσμοπολίτικο κράτος.    

Αλλά μετά το σοκ των Βαλκανικών Πολέμων είχαν απολεσθεί οι ευρωπαϊκές κτήσεις της Αυτοκρατορίας (πλην της Ανατολικής Θράκης),ενώ με την ανάδυση αραβικού εθνικισμού  και με τις αποικιοκρατικές βλέψεις των Δυτικών θα χάνονταν και οι αραβικές  κτήσεις. Θα απόμεινε η Μικρά Ασία που θα ήταν το μελλοντικό κράτος. Η εξόντωση, εκδίωξη ή εξισλαμισμός των  Χριστιανών (Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων) ήταν πρόγραμμα εθνικής πολιτικής της σκληρής ομάδας των Νεοτούρκων  το 1913/14 (Εμβέρ, Ταλαάτ,Τζεμάλ) , κάτι που συνέχισε και ο Κεμάλ Ατατούρκ μετά το 1919  στον λεγόμενο πόλεμο της ανεξαρτησίας.

Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο αγώνας του Ατατούρκ διεξήχθη κατά των δυνάμεων της Αντάντ, στην ουσία κατά των Ελλήνων, στο όνομα της υπεράσπισης του Ισλάμ και του Χαλιφάτου από τους απίστους της Δύσης, μόνο έτσι μπορούσαν να κινητοποιηθούν οι σκληροτράχηλοι χωρικοί της Ανατολίας και να υπάρξει κατανόηση  του εθνικού  κινήματος του Ατατούρκ από τους απανταχού Μουσουλμάνους. Δεν είχε δημοσιοποιήσει ο Ατατούρκ στη διάρκεια του αγώνα το κοσμικό-μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά του. “Ανήκουμε στο τουρκικό έθνος, στη μουσουλμανική θρησκεία και στον δυτικό πολιτισμό»,  ήταν μια ρήση  του Ζιγιά Γκεκάλπ, του πατέρα του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού. Υπό τον όρο δυτικός πολιτισμός εννοούσε όμως μόνο τον υλικοτεχνικό  πολιτισμό της Δύσης (civilization), όχι την κουλτούρα (culture) που έπρεπε να μείνει ισλαμική, ανατολίτικη. 

Αλλά ο Κεμαλισμός, όπως  άρχισε να αποκαλύπτεται μετά το 1923, ήταν μια ‘’επανάσταση εκ των άνω’’, είχε αποδοχή μόνο στα δυτικά   παράλια, και δεν επηρέασε τον  απλό συντηρητικό Μουσουλμάνο στην Ανατολία που συνέχισε να ζει με τον παραδοσιακό οθωμανικό τρόπο. Η κοσμική κεμαλική Τουρκία , στην οποία ο εκσυγχρονισμός  ταυτίστηκε  με τον εκδυτισμό, ΄’ ήταν μια επιφανειακά  ‘’εκδυτικισμένη’’ χώρα  με ισχυρό κρατικό  παρεμβατισμό στη οικονομία.

Ο Ατατούρκ ήρε τη διάκριση του Γκεκάκλπ μεταξύ  civilization και culture, ισχυριζόμενος ότι δεν αρκεί να μιμείσαι εξωτερικά του Ευρωπαίους, αλλά πρέπει και να γνωρίζεις τον τρόπο που σκέφτονται. Το κοσμικό κράτος εκφραζόταν τυπικά με την κατάργηση του Χαλιφάτου (1924), τον διαχωρισμό  κοσμικών και θρησκευτικών υποθέσεων, την απαγόρευση της προσευχής της Παρασκευής,  την εξάλειψη  του μαθήματος των θρησκευτικών  από τα σχολεία, τη μετάφραση  του Κορανίου στα τουρκικά, την κωδικοποίηση  μιας τουρκικής γλώσσας με το λατινικό αλφάβητο και τον εξοβελισμό αραβικών και περσικών λέξεων, την υιοθέτηση της αργίας της Κυριακής, της ευρωπαϊκής ενδυμασίας (για παράδειγμα, καπέλο αντί φέσι)  και νομοθεσίας, του Γρηγοριανού ημερολογίου, κ.λ.π. Σημειολογικά, ο μουεζίνης δεν καλούσε τους πιστούς από τους μιναρέδες. Η θρησκεία, δηλαδή,  θεωρήθηκε ως προσωπική υπόθεση. 

Το τουρκικό έθνος (είμαι υπερήφανος που είμαι Τούρκος, έλεγε συχνά ο Ατατούρκ) και η τουρκική γλώσσα (με τη εφεύρεση της γνωστής  ’θεωρίας του ήλιου’’) προσέλαβαν μυθικές διαστάσεις. Δεν έγινε αγροτική μεταρρύθμιση για να ανακούφιση των χωρικών, δεν λειτούργησαν πολιτικά κόμματα (ο λαός μας είναι στη συντριπτική πλειοψηφία αναλφάβητος, δεν έχει πολιτική κουλτούρα ακόμα, έλεγε συχνά ο  Ατατούρκ). Το χάσμα πλουσίων και φτωχών, η έλλειψη μιας χειραφετημένης από το κράτος αστικής τάξης και ενός αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού  συστήματος χαρακτήριζαν την πολιτική και οικονομική ζωή της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία του Ατατούρκ ήταν δικτατορία χωρίς  δικτάτορα, με καταλυτικό το ρόλο του στρατού ως θεματοφύλακα του κοσμικού κράτους, και με τη μονοκρατορία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού κόμματος. Το σώμα των αξιωματικών στελεχώνονταν  κυρίως από Αλεβίτες. Ο τελευταίος Σεϊχουλισλάμης, Μουσταφά Σαμπρί, κατέφυγε στη Δυτική Θράκη που έγινε προπύργιο αντικεμαλισμού, αλλά χάριν της διατήρησης της ελληνοτουρκικής φιλίας οι Παλαιομουσουλμάνοι εκδιώχθηκαν στο Μεσοπόλεμο από τις ελληνικές κυβερνήσεις  .     

Ο Ατατούρκ καταδίωξε τα σιϊτικά μουσουλμανικά τάγματα των Μπεκτασήδων ως αιρετικά, διατηρήθηκαν όμως στη βάση μυστικά δερβισικά τάγματα  και μουσουλμανικές αδελφότητες που εξωτερικά  δήλωνα νομιμοφροσύνη στο επίσημο σουνιτικό Ισλάμ. Σημαντική ήταν η δερβίσικη αδελφότητα των Naqshbadi που έδινε την εντύπωση ότι είχε δεσμούς με το σιϊιτικό  Ισλάμ λόγω εσωτερίκευσης και μυστικισμού, αλλά οι δερβίσηδες του τάγματος αυτού επιδίδονταν  σε σιωπηλές τελετουργίες  (η αρχή της μοναξιάς στο πλήθος) και διακήρυτταν πίστη στο Ορθόδοξο σουνιτικό Ισλάμ.

Με την κατάλυση του Χαλιφάτου χάθηκε ο θρησκευτικός σύνδεσμος μεταξύ Κούρδων και Τούρκων. Η κουρδική εξέγερση του 1925, με επικεφαλής τον Σεΐχη Said  της αδελφότητας Ναqshbadi της περιοχής Palu,ήταν μια αντίδραση  Ισλάμ είχαν πολεμήσει τους Χριστιανούς μαζί με τους Τούρκους και τώρα ζητούσαν αυτονομία. Κουρδικό ζήτημα  υπάρχει από την ίδρυση  τουρκικού κράτους.Παρόμοια εξέγερση των Κούρδων έγινε το 1930. Ισχυρή ήταν η αντίσταση/εξέγερση των Αλεβιτών Κούρδων του απομονωμένου θύλακος Dersim  το 1937/ 38 στον συγκεντρωτισμό του Ατατούρκ. Η αντίδραση προς το κεμαλικό  καθεστώς εκφραζόταν αρχικά με υπόγεια ισλαμικά ρεύματα.

Ως αντίθεση στις μεταρρυθμίσεις του Ατατούρκ μπορεί να θεωρηθεί το 1928 η ίδρυση των Αδελφών Μουσουλμάνων  στην Αίγυπτο από τον  Hasan al Bana,  για να μην εισαχθούν και στην Αίγυπτο  αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις μετά την τυπική ανεξαρτησία από τους Άγγλους το 1922. Οι βασικές αρχές του Αδελφών Μουσουλμάνων  ήταν  οι εξής: 1)Το Ισλάμ ως ολοκληρωτική, οικουμενική κοσμοθεωρία καθορίζει την προσωπική  ζωή του καθενός ατομικά , της κοινότητας  και τη συλλογική πολιτική ζωή, 2)Το κοράνι, η αποκάλυψη του Θεού, ο Προφήτης  και η πρώιμες μουσουλμανικές κοινότητες  είναι η βάση  και το πρότυπο  της ζωής του Μουσουλμάνου, 3)ο ιερός νόμος (Σαρία)  είναι το πρότυπο των σύγχρονων μουσουλμανικών  κοινωνιών, 4) η απομάκρυνση  από το Ισλάμ και  η στήριξη των δυτικών προτύπων  είναι τα αίτια   της παρακμής του Ισλάμ από κάθε άποψη,  5) επιστήμη και τεχνολογία να αξιοποιούνται, αλλά σε ισλαμικά πλαίσια, όχι σε εξάρτηση από δυτικά πρότυπα, να αποφεύγεται ο   εκδυτικισμός και  η εκκοσμίσκευση της  κοινωνίας , 6)Το τζιχάντ, ο ιερός  πόλεμος είτε ως πάλη κατά του εαυτού για την ηθική τελείωση είτε ως αμυντικός πόλεμος  κατά τη διάδοση  του Ισλάμ, είναι το μέσο για την επιτυχή ισλαμοποίηση της κοινωνίας και του κόσμου.  

Από την Αίγυπτο η ιδεολογία των Αδελφών Μουσουλμάνων διαχύθηκε και σε άλλες χώρες, αρχικά στην Παλαιστίνη, που τελούσε τότε υπό αγγλική εντολή. Οι συγκρούσεις Παλαιστινίων  και Εβραίων εποίκων   ευνοούσαν τη διάδοση τέτοιων απόψεων, ο μουφτής των Ιεροσολύμων, al Husseini, ανήκε στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, εξορίστηκε από τους Άγγλους και κατέφυγε στο Βερολίνο. Την ριζοσπαστικοποίηση των Αδελφών Μουσουλμάνων προώθησε στη δεκαετία το 1950 ο Sayyid Qutb  ο οποίος, με βάση την εμπειρία του  από  τις Ηνωμένες Πολιτείες, μίλησε για την ηθική παρακμή της Δύσης , καταδίκασε την  δήθεν προσωπική ελευθερία  στον δυτικό καπιταλισμό των μονοπωλίων, την υλιστική δυτική αντίληψη της ευδαιμονίας, προπαγάνδισε την ανάγκη αναγέννησης του  Ισλάμ, που επαγγέλλεται την κοινωνική δικαιοσύνη, και δικαιολόγησε τη χρήση βίας κατά των απίστων αποικιοκρατών. Είναι  προφανές πως με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους τέθηκαν οι βάσεις ενός ισλαμικού φασισμού.  Το Κοράνι, που απηχεί τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του 7ου αιώνα, ερμηνευόταν στενά ως η τελευταία  αποκάλυψη της αλήθειας  του Θεού και προσεγγίζονταν ζητήματα του 20ού αιώνα, στο πνεύμα μιας Θεοκρατίας,  άσχετα από τη δικαιολογημένη  κριτική  της αποικιοκρατίας. Μέχρι πρόσφατα οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δεν  ήταν κόμμα, αλλά  φιλανθρωπική πολιτική οργάνωση.     

β) Εξωτερική πολιτική    

Βασική επιδίωξη  του Κεμάλ  κατά τον λεγόμενο πόλεμο της ανεξαρτησίας 1919-1922 ήταν  η εκδίωξη των  Δυνάμεων της Αντάντ και η  ίδρυση μιας νέας Τουρκίας με τη συμπερίληψη της Ανατολικής Θράκης, ώστε  να  υπάρχει η δυνατότητα κάποιου ελέγχου των  Στενών. Στο γαλλοτουρκικό σύμφωνο Franklin- Bouillon και Youssouf Kemal της 19ης Οκτωβρίου 1921 προβλεπόταν η εκκένωση  της Κιλικίας, η ουσιαστική  εγκατάλειψη της προστασίας  των Αρμενίων  από τη Γαλλία  και στα μυστικά πρωτόκολλα  η παροχή γαλλικής στρατιωτικής βοήθειας προς τους Τούρκους εθνικιστές και γαλλική υποστήριξη  των εδαφικών διεκδικήσεων της Τουρκίας  στην Ανατολική Θράκη. Υπήρχαν ακόμα διεκδικήσεις για τη Μοσούλη και για τα βόρεια   διαμερίσματα του βιλαετίου του Χαλέπι, μετά την εκκένωση της Κιλικίας  από  του Γάλλους το 1921. Στην πρώτη φάση της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης (Νοέμβριος 1922-Ιανουάριος 1923) η νικήτρια Τουρκία επέβαλε για πρώτη φορά στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών με την Ελλάδα, όρο απαραίτητο για να συναινέσει στην εκχώρηση των αποστρατιωτικοποιιημένω νησιών του Βορειονατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα, διένεξη που διαρκούσε από το 1914.  

Οι εργασίες,  κατά την πρώτη φάση, διεκόπησαν διότι η Τουρκία διεκδικούσε τη Μοσούλη. Υποχώρησε κατά τη δεύτερη φάση (Απρίλιος –Ιούλιος 1923) . Είναι γνωστή η επιμονή  της για την εκδίωξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου,το οποίο δεν αναφέρεται στη Συνθήκη  της Λωζάννης (είναι γνωστή η μεταγενέστερη ιστορία του ‘’Παπα – Ευθύμη’’), οι μη ανταλλάξιμοι αναγνωρίστηκαν ως θρησκευτικές μειονότητες (μουσουλμανικές, χριστιανικές), τα Στενά ορίστηκαν ως μη οχυρωμένα και τέθηκαν υπό  Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου, προβλέφθηκε αυτοδιοίκηση για την Ίμβρο και Τένεδο (που  δεν τηρήθηκε). Η Ελλάδα  στη Λωζάννη  αντιμετώπισε το βουλγαρικό αίτημα για  εδαφική διεκδίκηση στο Αιγαίο, δηλαδή ζήτημα Δυτικής Θράκης. Η Τουρκία είχε παραιτηθεί στην πράξη από τη διεκδίκηση της Δυτικής Θράκης,  άσχετα αν στην επικοινωνιακή της  τακτική έθεσε ζήτημα  δημοψηφίσματος. Η Τουρκία θεωρούσε τη Δυτική  Θράκη πεδίο ελληνο—βουλγαρικής σύγκρουσης  και εκτιμούσε ότι θα εγείρονταν βουλγαρικές εδαφικές διεκδικήσεις  και επί της Ανατολικής Θράκης, αν η Βουλγαρία αποκτούσε τη Δυτική Θράκη. Στη Λωζάννη η βουλγαρική αντιπροσωπία απέρριψε  όλες τις προτάσεις του Βενιζέλου για οικονομική διέξοδο στο Αιγαίο .

Οι ‘’κοινός βουλγαρικός’’ κίνδυνος επέβαλε  μια ελληνοτουρκική διπλωματική προσέγγιση. Τον Μάϊο του 1923  η Ελλάδα και η Τουρκία κατάληξαν σε μια μία συμφωνία. Η Τουρκία παραιτήθηκε της καταβολής πολεμικών αποζημιώσεων από την πλευρά της Ελλάδος και η  Ελλάδα συγκατατέθηκε στην εκχώρηση του περιοχής του  Καραγάτσι στην Τουρκία. Η βουλγαρική διέξοδος στο Αιγαίο έπρεπε τώρα να διέρχεται όχι μονάχα μέσω ελληνικού, αλλά και τουρκικού  εδάφους. Από το Καραγάτσι διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή που κατέληγε στην Αλεξανδρούπολη. Η Δυτική Θράκη επιδικάστηκε τελικά στην Ελλάδα με αποστρατωτικοποιημένες ζώνες  κατά μήκος των  ελληνοβουλγαρικών, ελληνοτουρκικών και βουλγαροτουρκικών συνόρων. Σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου  το ζήτημα της εδαφικής  διεξόδου της Βουλγαρίας στο Αιγαίο κατείχε κεντρική θέση στη βουλγαρική εξωτερική πολιτική και στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις.

Και μετά τη Λωζάννη  η Τουρκία διεκδίκησε τη Μοσούλη, το 1925 μάλιστα υπήρχε ένταση στις σχέσεις Αγγλίας και Τουρκίας, αλλά ο Κεμάλ απέφυγε μια πολεμική σύγκρουση  με την Αγγλία. Η Μοσούλη ενσωματώθηκε στο υπό αγγλική εντολή νέο κράτος του Ιράκ και τα βόρεια διαμερίσματα του βιλαετίου του Χαλέπι εντάχθηκαν στην υπό  γαλλική εντολή τελούσα τότε Συρία, στην οποία  ήταν ενταγμένος  τότε και ο Λίβανος. Ο άξονας της  εξωτερικής πολιτικής  του Ατατούρκ ήταν μια ισορροπημένη  στάση μεταξύ  Αγγλίας και Σοβιετικής  Ένωσης (αρχή του ουδετερισμού).  Αν και ήταν  αντικομουνιστής, η βοήθεια που παρείχε η Σοβιετική  Ρωσία στον αγώνα του το 1921-22 και το οικονομικό σοβιετικό σύστημα  του κρατικού παρεμβατισμού δεν ήταν  αμελητέοι  παράγοντες για την τουρκική περίπτωση. Στον Μεσοπόλεμο η Τουρκία είχε αναλάβει το ρόλο του διαμεσολαβητή  στις ενδοβαλκανικές διενέξεις, υπερασπιζόμενη  το εδαφικό  status- quo, και προσπαθώντας να εμφυσήσει το πνεύμα του τουρκικού εθνικισμού  και κεμαλισμού στις μουσουλμανικές μειονότητες. Ωστόσο, δεν άσκησε μια δυναμική επεκτατική βαλκανική πολιτική,  διότι κύρια επιδίωξη της Τουρκίας τότε ήταν η εμπέδωση του τουρκικού έθνους  στη Μικρά Ασία. 

Ειδικά στις σχέσεις με την Ελλάδα, καλλιεργήθηκε ένα πνεύμα ‘’συμμαχίας’’ κατά του βουλγαρικού αναθεωρητισμού στη Θράκη. Μετά  τη διευθέτηση με συμψηφισμό  του ζητήματος της εκκαθάρισης των περιουσιακών στοιχείων  των ατόμων που υπόκειντο σε ανταλλαγή (10. 6. 1930) , στις 30 Οκτωβρίου 1930 ο Βενιζέλος και ο Κεμάλ Ατατούρκ υπέγραψαν στην Άγκυρα σύμφωνο   φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας, συμφωνία για την εξισορρόπηση των ναυτικών εξοπλισμών  στο Αιγαίο  και  εμπορική  σύμβαση. Η Τουρκία συμμετείχε στις Βαλκανικές Συνδιασκέψεις το 1930-- 1933  και, υπό το φως το νέων δεδομένων στην Ευρώπη το 1933, υπέγραψε με την Ελλάδα στις 14 Σεπτεμβρίου  1933 συμφωνία για το απαραβίαστο  των συνόρων τους, την εγγύηση του   κοινού τους συνόρου και αμοιβαίες διαβουλεύσεις προς το κοινό συμφέρον. Η Τουρκία υπέγραψε το Βαλκανικό Σύμφωνο της 9ης Φεβρουαρίου 1934, διευκρίνισε όμως ότι δεν θα συρθεί σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση  χάριν της  ασφάλειας βαλκανικού κράτους, μέλους της Βαλκανικής Συνεννόησης. Η Ελλάδα  στήριζε το τουρκικό αίτημα  για αναθεώρηση  των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάννης για τα Στενά. Μετά από διεθνοποίηση του ζητήματος  στην Κοινωνία των  Εθνών το τουρκικό αίτημα, στα νέα δεδομένα για την Ευρώπη ( άνοδος της ναζιστικής  Γερμανίας και επεκτατική πολιτική της φασιστικής Ιταλίας), υποστηριζόταν από την Αγγλία και τη Σοβιετική Ένωση. Το καλοκαίρι του 1936  υπογράφτηκε η Σύμβαση του Μοντραί  με την οποία αποκαταστάθηκε η τουρκική κυριαρχία στα Στενά. Καταργήθηκε η διεθνής επιτροπή  και η Τουρκία  μπορούσε τώρα νόμιμα να οχυρώσει τα Στενά και την Αδριανούπολη, στη Μαύρη Θάλασσα  η Σοβιετική Ένωση απέκτησε κυρίαρχο ρόλο,  ενώ τέθηκαν όροι για τη κάθοδο του σοβιετικού στόλου στη Μεσόγειο. Λόγω του φιλικού κλίματος  που επικρατούσε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η Άγκυρα δεν έφερε αντιρρήσεις στην στρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης μετά την υπογραφή της Σύμβασης του Μοντραί, κάτι που απαγόρευε  η Συνθήκη της Λωζάννης.  Ανήσυχη η  Ελλάδα από τη βουλγαρογιουγκοσλαβική προσέγγιση το 1936/37  επιδίωξε στενότερη προσέγγιση με την Τουρκία.

Τον  Μάϊο του 1937 ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Ισμέτ  Ινονού, επισκέφθηκε την Αθήνα. Η επίσκεψή του στην  Αθήνα μετατράπηκε σε εκδήλωση ελληνοτουρκικής  φιλίας και συμμαχίας, με σαφές μήνυμα προς τη Βουλγαρία. Τον Οκτώβριο του 1937 ο Μεταξάς ανταπέδωσε την επίσκεψη στην Άγκυρα. Στις 27 Απριλίου 1938  υπογράφτηκε  στην Αθήνα  συμφωνία συμπληρωματική  του συμφωνιών του 1930 και 1933. Αν ένα  από τα συμβαλλόμενα μέρη δεχόταν απρόκλητη  επίθεση  από μία ή περισσότερες δυνάμεις, το άλλο μέρος υποχρεωνόταν σε ουδετερότητα, αποκρούοντας και με τα όπλα  τη χρήση του εδάφους του  για τη διέλευση στρατευμάτων  ή πολεμικού υλικού. Αν ένα άλλο κράτος  προέβαινε σε εχθρική πράξη  εναντίον ενός των συμβαλλομένων, οι δύο κυβερνήσεις  θα συνεννοούνταν  για την αντιμετώπιση της κατάστασης.

Δεν υπήρχε  σαφής καθορισμός  των αμοιβαίων υποχρεώσεων για τη υπεράσπιση του κοινού συνόρου, αν  και υπονοούνταν ότι κοινό σύνορο είναι ο Έβρος. Η συμφωνία ήταν ασαφής και ετεροβαρής. Σε περίπτωση ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδος, η διέλευση  στρατευμάτων από την Τουρκία δεν ήταν  αναγκαία, ενώ σε περίπτωση  ιταλικής επίθεσης κατά της Τουρκίας η χρήση του ελληνικού εδάφους  ήταν ίσως απαραίτητη. Δεν υπήρχε επίσης δεσμευτική ρήτρα  για την κήρυξη πολέμου από την πλευρά της Τουρκίας   εναντίον κράτους που θα εξαπέλυε επίθεση κατά  της Ελλάδος. 

2. Η περίοδος του Ισμέτ Ινονού (1938-1950)

Τον Νοέμβριο  του 1938 πέθανε ο Ατατούρκ από κίρρωση  του ήπατος. Τον διαδέχθηκε ως Πρόεδρος ο Ινονού. Παρά τις διαφωνίες  του με τον Ατατούρκ σε ορισμένα  θέματα, για παράδειγμα  φιλελευθεροποίηση  της οικονομίας και προτεραιότητα στην Αγγλία έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, δεν μεταβλήθηκαν οι άξονες της κεμαλικής  πολιτικής. Στην εξωτερική πολιτική προτεραιότητα είχε το ζήτημα  της  προσάρτησης του Σαντζακίου της Αλεξανδρέττας (Αλεξανδρέττα μετά του κόλπου,  Αντιόχεια, Κιλίς)  από τη Συρία που τελούσε  υπό γαλλική εντολή, ζήτημα που η Τουρκία και νωρίτερα έθετε  στην Κοινωνία των Εθνών και εργάστηκε πυρετωδώς ο υπουργός Εξωτερικών επί Ατατούρκ, ο Ρουσδή  Αράς. Μεταπολεμικά η ανεξάρτητη Συρία  δεν αναγνώρισε την πράξη αυτή. Καθώς η Βουλγαρία έθετε ζήτημα επιστροφής  της Νοτίου  Δοβρουτσάς  μετά τον   ακρωτηριασμό  της Τσεχοσλοβακίας (Σεπτέμβριος 1938) στο Μόναχο, κάτι που απέρριπτε κατηγορηματικά η Ρουμανία , από φόβο ανακίνησης  και ζητήματος Τρανσυλβανίας από τους Ούγγρους, η Τουρκία, εκφράζοντας την αγγλική   πολιτική, δεν ασκούσε πίεση στο Βουκουρέστι, διεμήνυε όμως στη Σόφια ότι έπρεπε  πρώτα  να προσχωρήσει στη Βαλκανική  Συνεννόηση και μετά να ανακινήσει το ζήτημα Νοτίου  Δοβρουτσάς, κάτι που απέρριπτε η Σόφια.  

Η Τουρκία  υπέγραψε  με την Αγγλία στις 12 Μαΐου  1939  δηλώσεις κοινής εγγύησης  της ειρήνης.  Στις 23 Ιουλίου  1939 η Τουρκία υπέγραψε  και με τη Γαλλία παρόμοιες δηλώσεις, αφού πρώτα  εξασφάλισε  το Σαντζάκι της  Αλεξανδρέττας από τη Συρία, που η Γαλλία   απέδωσε στην Τουρκία χάριν της μελλοντικής  συμμαχίας. Οι αγγλο-γαλλο-τουρκικές  δηλώσεις   ήταν το προοίμιο   μιας  αγγλο-γαλλο-τουρκικής  συμμαχίας. Η τριπλή αγγλο –γαλλο-τουρκική  συνθήκη  αμοιβαίας  βοήθειας  αμυντικού χαρακτήρα  και η στρατιωτική σύμβαση υπογράφτηκαν στις 19 Οκτωβρίου του1939. Επρόκειτο για μια τριμερή αμυντική συμμαχία, στρεφόμενη κατά της Ιταλίας   και με ισχύ μονάχα  στη Μεσόγειο. Ο Ινονού  απέφυγε να συνδέσει  την τριμερή  αμυντική  συμφωνία με τη Βαλκανική  Συνεννόηση, διασκεδάζοντας γερμανικές  υποψίες για περικύκλωση  της Γερμανίας από την  Αγγλία.  Αλλά οι δυνατότητες της Αγγλίας να παράσχει αποτελεσματική στρατιωτική βοήθεια στην Τουρκία ήταν περιορισμένες Μετά την υπογραφή  του  γερμανικό-σοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης της 23ης Αυγούστου 1939  και την έναρξη του Δευτέρου  Παγκοσμίου Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση ήταν ένας απρόβλεπτος παράγοντας  για την Τουρκία.   Η ανακίνηση ζητήματος  αναθεώρησης  του καθεστώτος των Στενών (ανοίγματος των Στενών για  απρόσκοπτη διέξοδο σοβιετικών πλοίων στη Μεσόγειο)  από τον σοβιετικό υπουργό Εξωτερικών  Βιατσεσλάβ Μολότωφ  κατά  την επίσκεψη στη Μόσχα του νέου Τούρκου υπουργού  Εξωτερικών Σουκρί  Σαράτσογλου (τέλη Σεπτεμβρίου-αρχές  Οκτωβρίου 1939) και η επίθεση της Σοβιετικής  Ένωσης κατά της Φιλανδίας (χειμώνας 1939-40) προκάλεσαν την ανησυχία της Τουρκίας.  

Όταν στις 10 Ιουνίου 1940 η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο, η Τουρκία δεσμευόταν με βάση τη συνθήκη της 19ης Οκτωβρίου 1939 να στραφεί κατά της Ιταλίας. Αλλά η Γαλλία είχε καταρρεύσει και το ένα μέλος της συμμαχίας δεν υπήρχε. Η έλλειψη  ουσιαστικής στρατιωτικής  βοήθειας  από την Αγγλία, η κατάρρευση της Γαλλίας και η αβέβαιη στάση της Σοβιετικής Ένωσης συντέλεσαν  ώστε η Τουρκία να χαράξει την πολιτική της ουδετερότητας  στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι χαρακτηριστικό  ότι η Τουρκία, παρά το διμερές  ελληνοτουρκικό κλίμα φιλίας, αρνήθηκε να υπογράψει στρατιωτική σύμβαση με την  Ελλάδα, ισχυριζόμενη ότι είναι αρκετή η Βαλκανική Στρατιωτική Σύμβαση του 1936/ 37 που όμως στρεφόταν  μόνο  κατά της Βουλγαρίας. Αρνήθηκε  να αναλάβει δεσμεύσεις εκτός βαλκανικού πλαισίου. Όταν  η Ελλάδα  δέχτηκε την ιταλική επίθεση, η Τουρκία δεν δεσμευόταν  βάσει κάποιας στρατιωτικής σύμβασης να κηρύξει πόλεμο στην Ιταλία.  Λίγο πριν από  τη γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδος, με γερμανική παρέμβαση υπογράφτηκε  η Βουλγαρο-Τουρκική  Διακήρυξη Φιλίας της 17ης   Φεβρουαρίου 1941 και η Βουλγαρία εξασφαλίστηκε από ενδεχόμενο τουρκικό κίνδυνο. 

Ως ουδέτερη χώρα η Τουρκία απέφυγε τις καταστροφές του πολέμου, το 1941/43 πωλούσε χρώμιο  στην Αγγλία και οι αγγλικές  μυστικές υπηρεσίες είχαν καταστρώσει εκτενές κατασκοπευτικό δίκτυο στην Άγκυρα και στην Κωνσταντινούπολη, τα 1943 /44 πωλούσε χρώμιο στη Γερμανία,  αλλά κατά βάση δεν επέτρεπε σε γερμανικά πλοία να  εφοδιάζουν μέσω Στενών το γερμανικό στρατό  στις επιχειρήσεις του  εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά την αποφυγή των δεινών του πολέμου-σε σύγκριση με την κατεχόμενη Ελλάδα- η Τουρκία, για να αντιμετωπίσει δήθεν τα βάρη του πολέμου,  επέβαλε  το 1942  φόρο μεγάλης  ακίνητης περιουσίας σε Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους. Απέβλεπε στον  οικονομικό στραγγαλισμό των θρησκευτικών μειονοτήτων. Χιλιάδες Έλληνες εκποίησαν την κινητή και ακίνητη περιουσία  τους για την καταβολή του άδικου αυτού υψηλού φόρου, όσοι αδυνατούσαν να τον καταβάλουν  εκτοπίζονταν  κοντά στο Ερζερούμ  για την κατασκευή οδικών έργων.  

Η επίθεση του Χίτλερ εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης το 1941 και το 1942 από το νότο  συντέλεσε στη Τουρκία στην αναβίωση παντουρκικών σχεδίων,  όπως και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Νεαρά  κυρίως άτομα πίστευαν ότι ο Χίτλερ θα συνέτριβε  τη Σοβιετική Ένωση και θα απελευθέρωνε  τους τουρκογενείς πληθυσμούς του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας από  τον άθεο  εβραιομπολσεβικισμό, δημιουργώντας ένα μεγάλο παντουρκικό κράτος,  η Τουρκία έπρεπε να συνδράμει, συμπαρατασσόμενη με τους Γερμανούς. Πρόκειται για  το κίνημα των Γκρίζων Λύκων του Αλπαρσλάν Τουρκές ( από τη Λευκωσία)  που μέχρι το 1945  ήταν ανεκτοί από το Ινονού,κατόπιν  καταδιώχθηκαν , αλλά το 1965 ίδρυσαν πολιτικό κόμμα. Η Τουρκία  διέκοψε τις  διπλωματικές  σχέσεις με τη Γερμανία στις 2 Αυγούστου  1944  και κήρυξε πόλεμο στη Γερμανία  στις αρχές του 1945, όταν η καθολική ήττα της Γερμανίας ήταν  ορατή. 

Το έτος 1945 η Τουρκία αντιμετώπιζε τις πιέσεις του Στάλιν για αναθεώρηση της Σύμβασης του Μοντραί , για εγκατάσταση   σοβιετικών βάσεων  στα Στενά και για επιστροφή των αρμενικών επαρχιών Καρς και Αρδαχάν. Θύμα  της σοβιετοφοβίας υπήρξε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που προέβη σε άρση του βουλγαρικού εκκλησιαστικού σχίσματος ( 1872-1945).  Η σοβιετική απειλή έστρεψε  την Τουρκία προς τις Ηνωμένες Πολιτείες  και το δυτικό κόσμο. Αυτή η στροφή είχε συνέπεια και για το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας, καθόσον τώρα επιτράπηκε  ο πολιτικός   πλουραλισμός και η λειτουργία πολιτικών κομμάτων το 1946. Σπουδαιότερο ήταν το Δημοκρατικό  Κόμμα  των Αντνάν  Μεντερές και Τζελάλ  Μπαγιάρ που υποστηριζόταν από  ισλαμικούς  κύκλους. Μέχρι  τον Ιούλιο του 1946 που έγιναν  οι πρώτες εκλογές δεν είχε χρόνο να οργανωθεί, τις εκλογές τον Ιούλιο του 1946  κέρδισε το Ρεπουμλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1950, η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Άρχιζε η δοκιμασία  ενός σχίσματος μεταξύ  Κεμαλισμού  και φιλοϊσλαμικών/ισλαμικών κομμάτων που διαρκεί μέχρι σήμερα. Υπήρχε όμως μια δικλίδα ασφαλείας για τους Κεμαλικούς. Επί Ινονού  είχε συσταθεί  το Εθνικό  Συμβούλιο Ασφαλείας, αποτελούμενο κυρίως από στρατηγούς, για να ελέγχει τα όρια των φιλοϊσλαμικών/ισλαμικών κομμάτων  και να διαφυλάσσει  τον κοσμικό  χαρακτήρα του κράτους. Σήμερα, επί Ερντογάν, είναι αποδυναμωμένο.   

B. H ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΕΜΑΛΙΣΜΟΥ. ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΚΕΜΑΛΙΣΜΟΥ-ΙΣΛΑΜΙΣΜΟΥ
1. Η περίοδος του Μεντερές (1950-1960)


Στις εκλογές τον Μάϊο του 1950  το Δημοκρατικό Κόμμα  κατήγαγε  εντυπωσιακή νίκη  με κύριο σλόγκαν στον προεκλογικό αγώνα την θέση του Ισλάμ στη κοινωνία και μεταρρυθμίσεις  με δημοκρατικό πνεύμα.  Οι Κεμαλικοί κέρδισαν μόνο 67 έδρες  από τις συνολικά  487. Για πρώτη φορά Πρόεδρος εκλέχτηκε πολιτικό πρόσωπο, ο Τζελάλ  Μπαγιάρ. Η  κυβέρνηση Μεντερές αναβάθμισε το Ισλάμ στο δημόσιο βίο. Ο μουεζίνης μπορούσε 5 φορές  την ημέρα να καλεί με μεγάφωνο τους πιστούς για προσευχή στα αραβικά, τα θρησκευτικά μπήκαν  ως προαιρετικό  μάθημα τα σχολεία  ( οι γονείς μπορούσαν γραπτά να αιτιολογήσουν   το λόγο απαλλαγής  των παιδιών  τους από το μάθημα),  ανάγνωση του Κορανίου και κηρύγματα  μεταδίδονταν από  ραδιόφωνο,  άρχισαν να λειτουργούν θρησκευτικά  σχολεία και σχολές μελέτης του κορανίου. Στην οικονομική  πολιτική βασικός άξονας ήταν η μείωση του κρατικού παρεμβατισμού. Ιδιαίτερη σημασία ο Μεντερές  έδωσε στη μηχανοποίηση    της αγροτικής οικονομίας.  Εισήχθηκαν  χιλιάδες τρακτέρια  από την Αμερική, αλλά προς όφελος των μεγαλοκτημόνων.   Μικρομισθωτές γης  και  εποχικοί εργάτες γης απώλεσαν την εργασία  τους και κατέφυγαν στις φτωχογειτονιές της Κωνσταντινούπολης.  Από την πρώτη τετραετία ήταν αισθητή η κρίση, υψηλό δημόσιο  χρέος από τις  εισαγωγές τεχνολογίας  από την Αμερική,  αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες  μετά τη είσοδο  της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ ( 1952). Η οικονομική   κρίση εξηγεί και την υπόθαλψη των Σεπτεμβριανών ( 1955)  από την κυβέρνηση  για να   στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης στο Κυπριακό. Η κυβέρνηση Μεντερές  ήταν από τη αρχή κατά της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά κρατούσε χαμηλούς τους τόνους, μέχρι ότου  αναγορεύτηκε  από τη Αγγλία σε ισότιμο συνομιλητή. Η εργαλειοποίηση του Κυπριακού συντελούσε στην επιβίωση της κυβέρνησης Μεντερές στις  εκλογές του 1954 και 1957 και επισκίαζε τη δεινή οικονομική κατάσταση και τη διαφθορά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν  το Κυπριακό   δεν προσφερόταν  για εκμετάλλευση  μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης   και Λονδίνου, η   κυβέρνηση  επέβαλε λογοκρισία,  απαγόρευσε την κυκλοφορία αντιπολιτευτικών εφημερίδων, μείωσε αισθητά  τη χρήση του ραδιοφώνου από τους Κεμαλικούς, κάνοντας κομματική ραδιοφωνική  προπαγάνδα, και απέλυσε τον αρχηγό  του στρατού, τον στρατηγό Γκιουρσέλ, την άνοιξη του 1960, μετά από έντονη σύγκρουση. 

Το Μάιο     του 1960  ο στρατός έκανε πραξικόπημα, ο Μεντερές απαγχονίστηκε, ο Μπαγιάρ και άλλα μέλη της κυβέρνησης  καταδικάστηκαν  σε ισόβια κάθειρξη, ο  Μπαγιάρ το 1966 αθωώθηκε.  Για ένα περίπου χρόνο ο Γκιουρσέλ ασκούσε τα καθήκοντα Προέδρου και Πρωθυπουργού,  κατόπιν προκήρυξε εκλογές  το 1961.  Τις κέρδισε ο Ινονού που κυβέρνησε μέχρι το 1965 , συχνά σε κυβέρνηση   συνασπισμού με  τον Σουλεϊμάν Ντεμιλέρ, ηγέτη του Κόμματος της Δικαιοσύνης,  στο πρόσωπο του οποίου πολλοί έβλεπαν έναν  νέο Μεντερές. Πρόεδρος παρέμεινε ο Γκιουρσέλ.     


2.  H δεύτερη περίοδος του Ινονού (1961-1965)


Ο Ινονού   απέτρεψε τον περαιτέρω  εξισλαμισμό της Τουρκίας. Αύξησε  του μισθούς των στρατιωτικών  και επέτρεψε τα διείσδυση  πολλών αξιωματικών  στην πολιτική ζωή. Παρακολουθούσε  στενά την εξέλιξη του Κυπριακού. Όπως αναφέρθηκε, η Τουρκία  ήταν από  το 1952 μέλος τους ΝΑΤΟ, εξυπηρετώντας τα δυτικά συμφέροντα  στα Βαλκάνια (υπογραφή  του τριμερούς  αμυντικού  ελληνο-τουρκο-γιουγκοσλαβικού συμφώνου φιλίας στη Άγκυρα  το 1953 και συμφώνου συμμαχίας  στο Μπλέντ το 1954) και  κυρίως στη Μέση Ανατολή (μέλος του Συμφώνου της Βαγδάτης το 1954). Λόγω του ΝΑΤΟ  η Τουρκία αποξενώθηκε από τον αραβικό κόσμο. Δέχτηκε τελικά  την απόφαση της συμμαχίας  το 1958 να εγκαταστήσει  πυραύλους  μέσου βεληνεκούς  σε χώρες-μέλη. Κρίση εκδηλώθηκε στις αμερικανο-τουρκικές  σχέσεις κατά  τη διευθέτηση της κρίσης της Κούβας. Η κρίση της Κούβας  διευθετήθηκε μετά τη απομάκρυνση των σοβιετικών πυραύλων  από τη Κούβα και των αμερικανικών από την Τουρκία, κατά μήκος των τουρκο-σοβιετικών συνόρων.  Η απομάκρυνση των αμερικανικών πυραύλων  Juppiter  από την Τουρκία και η αντικατάστασή  τους από τα υποβρύχια Polaris  δυσαρέστησε τον Ινονού. Το Κυπριακό εισήλθε  σε οξεία φάση το 1963/64 με την απόφαση του Μακαρίου να αναθεωρήσει το  σύνταγμα, τις συγκρούσεις στο νησί, το σχηματισμό   των τουρκοκυπριακών θυλάκων,  την προσφυγή  του Μακαρίου στον  ΟΗΕ, την απόρριψη  από τον Μακάριο κάθε λύσης εντός του ΝΑΤΟ (πριν ενταχθεί στους Αδέσμευτους ο Μακάριος  βολιδοσκόπησε τη Δύση, αν επιθυμούσε ένταξη της Κύπρου  στο ΝΑΤΟ, αλλά η απάντηση ήταν αρνητική, στα νέα δεδομένα εγκατάσταση   νατοϊκών  δυνάμεων στο νησί θα σήμαινε ΄΄ εκ των έσω ΄ διχοτόμηση, λόγω της θέσης που είχε η Τουρκία στο ΝΑΤΟ, εκτιμούσε ο αρχιεπίσκοπος), τη έλευση της ελληνικής  μεραρχίας  στην Κύπρο, και την απόφαση της κυπριακής κυβέρνησης, από την οποία είχαν αποχωρήσει οι Τουρκοκύπριοι,  για τη ίδρυση Εθνικής Φρουράς  (1η Ιουνίου 1964). Το Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας της  Τουρκίας σχεδίαζε  εισβολή στην Κύπρο. Ο Ινονού ζήτησε τη γνώμη  της Αμερικής. Αλλά στην απάντησή του ο νέος αμερικανός Πρόεδρος  Τζόνσον  , επικαλούμενος τη σοβιετική στάση στη κρίση, απέτρεψε τουρκική εισβολή. Ο Χρουτσώφ ήδη από τον Μάρτιο του 1964 είχε καταγγείλει τα αγγλοαμερικανικά σχέδια για εγκατάσταση  νατοϊκών  δυνάμεων στο νησί, προειδοποιώντας ότι η Σοβιετική Ένωση δεν θα έμεινε αδιάφορη, σε περίπτωση μιας οποιασδήποτε επέμβασης   στο νησί. Απαντώντας στον Τζόνσον ο Ινονού εξέφρασε την απογοήτευσή του που το ΝΑΤΟ δεν μπορούσε να προστατεύσει την Τουρκία από τη σοβιετική απειλή, όταν γι΄αυτό το λόγο η Τουρκία  εγκατέλειψε την πολιτική του ουδετερισμού και εισήλθε στη συμμαχία, απειλώντας ότι υπάρχουν και άλλοι δρόμοι. Τον Αύγουστο του 1964 η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε την Τηλλυρία.  Η Τουρκία απέρριψε το δεύτερο  σχέδιο Άτσεσον (20 Αυγούστου 1964),  με το επιχείρημα ότι η εκμίσθωση  μιας περιοχής  ως ανταλλάγματος  για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα  δεν κάλυπτε τις μακροπρόθεσμες ανάγκες της Τουρκίας. Μετά την ανατροπή  του Χρουτσώφ από τον Μπρέζνιεφ(Οκτώβριος του  1964) ο υπουργός  Εξωτερικών  της Τουρκίας  Ερκίν  επισκέφθηκε  τη Σοβιετική Ένωση , Τούρκος υπουργός Εξωτερικών είχε να πάει  στη Μόσχα από το  1939. Εγκαινιάστηκε μια μακροχρόνια εμπορική συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες και η Τουρκία  δεν έδινε συχνά τη βάση του Ιντσιρλίκ για κατασκοπευτικό πόλεμο των Αμερικανών κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι εξηγείται και η διγλωσσία του Γκρομύκο στο Κυπριακό, ότι η ομοσπονδία θα μπορούσε  να είναι μια λύση. Στην  Τουρκία  εκδηλώθηκε αντιαμερικανισμός.    

3. H άνοδος του Ντεμιρέλ (1965-1971)


Τις εκλογές του 1965 νικητής  αναδείχτηκε το συντηρητικό Κόμμα της Δικαιοσύνης, κυρίως με τις ψήφους των Μουσουλμάνων. Υποσχέθηκε φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και αναβάθμιση του  Ισλάμ. Ως Πρωθυπουργός  δεν αμφισβήτησε όμως τον κοσμικό  χαρακτήρα του κράτους.  Στην  οικονομία  ευνόησε  τους   μεγαλοκεφαλαιούχους  και βιομηχάνους, διευρύνοντας  τις οικονομικές   ανισότητες.  Η οικονομική κρίση  έφερε το θέμα του  οπίου στην επιφάνεια , την εξαγωγή του οποίου από την Τουρκία   απαγόρευσε η Αμερική. Στα χρόνια του Ντεμιρέλ  ήταν εμφανής  η τρομοκρατία της ‘’δεξιάς’’ και της ‘’αριστεράς’’.  Το 1965 οι Γκρίζοι Λύκοι ίδρυσαν πολιτικό  κόμμα, το  Εθνικό Κόμμα της Δράσης,  που δεν είχε πιθανότητα  να  γίνει κόμμα εξουσίας   και  επιδίδονταν με παραστρατιωτικές ομάδες κρούσης σε απόπειρες δολοφονίες  και  τρομοκρατικές  ενέργειες, διασαλεύοντας την έννομη πολιτική τάξη.  Μετά τον Μάη του 1968  και τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, στην Τουρκία,  μεταξύ των φοιτητών  κυρίως, αναδύθηκε αριστερό  συνδικαλιστικό κίνημα, οργανώνοντας  διαδηλώσεις και απεργίες. Το 1970 ο Ερμπακάν ίδρυσε ισλαμικό κόμμα, το Εθνικό Κόμμα της Τάξης (άλλαξε συχνά όνομα), το 1972  μετονομάσθηκε σε Κόμμα της Εθνικής Σωτηρίας.  Ήταν εθνικιστικό τουρκικό κόμμα, αλλά σε θρησκευτική- πολιτική βάση, προπαγανδίζοντας ότι ο Ιερός Νόμος , η Σαρία,  μπορεί να σώσει την Τουρκία, αίροντας η Τουρκία  το διαχωρισμό πολιτικής και θρησκείας και εισάγοντας από τη Δύση μόνο την τεχνολογία. ‘’Με το Κοράνι και το computer  για το  μέλλον’’, ήταν το  γνωστό  σλόγκαν  των Ισλαμιστών.  Οι συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων  πολικών  ομάδων ήταν συχνό φαινόμενο. 
Στη εξωτερική πολιτική κυρίαρχο ήταν το Κυπριακό. Το φιάσκο  στην ελληνοτουρκική συνάντηση του Έβρου (Σεπτέμβριος 1967) –η γελοία απαίτηση των συνταγματαρχών να δεχτεί η Τουρκία την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με αντάλλαγμα μια στρατιωτική   βάση- αποκάλυψε τον ερασιτεχνισμό της εξωτερικής πολιτικής των συνταγματαρχών. Η  Τουρκία,  εκμεταλλευόμενη  τα γεγονότα  της Κοφίνου-Αγίου Θεοδώρου, απειλώντας με εισβολή και ελληνοτουρκικό πόλεμο,  επέβαλε τον Δεκέμβριο του 1967 την ανάκληση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί. Η κυβέρνηση Ντεμιρέλ ανάπτυξε σχέσεις με ισλαμικά κράτη, μέλη του κινήματος των Αδεσμεύτων, και προσπαθούσε να μπλοκάρει τις ελληνοκυπριακές θέσεις, χωρίς να το πετύχει, κυρίως λόγω του Τίτο Κύπρος  και Γιουγκοσλαβία ήταν τα μοναδικά ευρωπαϊκά κράτη εντός των Αδεσμεύτων. Ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας τόνιζε  συχνά ότι το γιουγκοσλαβικό ομοσπονδιακό μοντέλο είναι ακατάλληλο στην Κύπρο και απέρριπτε τόσο  την ένωση όσο και τη διχοτόμηση.  Στην Κύπρο άρχισαν οι ενδοκοινοτικές συνομιλίες για το Κυπριακό  και ο Μακάριος έκανε το  1968 διάκριση ανάμεσα στο ευκταίο  ( ένωση) και στο εφικτό ( ανεξαρτησία  με καλύτερους όρους, αλλά όχι σε εταιρική σχέση με τους Τουρκοκύπριους, διατήρηση του ενιαίου χαρακτήρα του κράτους). Λόγω της έξαρσης της τρομοκρατίας  στη Τουρκία, επενέβη ο στρατός ο  οποίος  στις 12 Μαρτίου 1971 με δεύτερο  κλασσικό πραξικόπημα ανέτρεψε την κυβέρνηση Ντεμιρέλ.  

4.  Οι εγκάθετες  από το στρατό κυβερνήσεις Νιχάτ Ερίμ και Φερίτ Μελέν (1971-1973)


O στρατός δεν ανέλαβε τη εξουσία, αλλά εγκατέστησε  την κυβέρνηση του Νιχάτ Ερίμ, του αρχιτέκτονα  του Κυπριακού συντάγματος. Η οικονομική κρίση κάλπαζε,  η κάθε λογής τρομοκρατία  ήταν σε έξαρση. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία,  η χούντα επιδόθηκε σε μια επίθεση φιλίας προς την Τουρκία, εκτιμώντας ότι είχαν διαμορφωθεί οι όροι  για ενεργό ανάμιξη της Ελλάδος και της Τουρκίας στις διακοινοτικές συνομιλίες, στο πλαίσιο αποδιεθνοποίησης του Κυπριακού και επίλυσής του σε νατοϊκά πλαίσια. Ο Μακάριος απέρριψε το αίτημα  του Παπαδόπουλου για τη δημιουργία κεντρικού φορέα τοπικής αυτοδιοίκησης  με την παραχώρηση των αρμοδιοτήτων σε Τουρκοκύπριο υπουργό ή υφυπουργό τοπικής  αυτοδιοίκησης που  να αντλεί αρμοδιότητες κατ’ευθείαν από το σύνταγμα. Η κρίση επιδεινώθηκε τον Μάρτιο του 1972, λόγω της υπόθεσης  των τσεχοσλοβακικών όπλων,  τα οποία η χούντα, φοβούμενη ότι θα κατέληγαν στο ΑΚΕΛ, αξίωσε να παραδοθούν στην Εθνική  Φρουρά, και λόγω της υπονομευτικής δράσης του Γρίβα. Σε συνεννόηση με τον  Ερίμ,  η χούντα  του Παπαδόπουλου  επέδωσε τελεσίγραφο στον Μακάριο  (να παραδώσει τα τσεχοσλοβακικά όπλα  στις ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ, να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας, να υπακούει στο εθνικό κέντρο, να αποχωρήσει από την εξουσία ) και επεξεργάστηκε σχέδιο πραξικοπηματικής ανατροπής του. Ο Μακάριος απέρριψε το τελεσίγραφο  και μόλις πληροφορήθηκε μέσω τηλεφωνικών υποκλοπών το σχέδιο πραξικοπηματικής ανατροπής του,  κάλεσε το λαό σε δυναμική κινητοποίηση  και ζήτησε την παρέμβαση της Αμερικής. Η λαϊκή   συμπαράσταση και η παρέμβαση  του Αμερικανού πρέσβη Χένρυ Τάσκα στον Παπαδόπουλο συντέλεσαν στη ματαίωση του πραξικοπήματος, κάτι που δυσαρέστησε την Τουρκία. Η Αμερική  εκτιμούσε ότι ο Μακάριος θα προσέφευγε στον ΟΗΕ  και θα είχε την υποστήριξη της Μόσχας.  Τον Απρίλιο του 1972 ο Ερίμ παραιτήθηκε  λόγω του ζητήματος των εκτεταμένων αρμοδιοτήτων που ζήτησε από τον Πρόεδρο Σουνάϊ στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Τον  διαδέχτηκε ο Μελέν. Η οικονομική κρίση  και η τρομοκρατία συνεχίζονταν. Αλλά στον απόηχο της αποτυχίας ανατροπής  του Μακαρίου και ελληνοτουρκικής λύσης του Κυπριακού, η Τουρκία  επέβαλε την εκλογή του Πατριάρχη από λίστα υποψηφίων  που είχε εγκριθεί  προηγουμένως  από την τουρκική κυβέρνηση, ενώ οι Τούρκοι έθεσαν και ζήτημα τουρκικής μειονότητας στη Θράκη. Προηγουμένως, το καλοκαίρι του 1971 έκλεισαν τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ενώ στην κηδεία του Αθηναγόρα το καλοκαίρι του 1972 δεν παρέστησαν Τούρκοι  επίσημοι. Στις ενισχυμένες  ενδοκυπριακές συνομιλίες ( με την παρουσία Έλληνα και Τούρκου  εμπειρογνώμονα) σημειώθηκε πρόοδος  το 1972.  Η τουρκοκυπριακή πλευρά   αποδέχτηκε ως κεντρικό φορέα  της τοπικής αυτοδιοίκησης  την τουρκοκυπριακή βουλή και απέσυρε  το αίτημά  για ομαδοποίηση  χωριών, όταν  έβλεπε ότι απέτυχε  η ανατροπή του Μακαρίου, που εξήλθε νικητής και από την εκκλησιαστική κρίση  του 1973, επιβάλλοντας με απόφαση Συνόδου την καθαίρεση των μητροπολιτών Κιτίου, Πάφου και Κυρηνείας  και κερδίζοντας, χωρίς ανθυποψήφιο,  τις Προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου 1973.    

                                                                                                                                                   
5. Η επιστροφή στον δυσλειτουργικό κοινοβουλευτισμό (1973-1980) υπό τη σκιά του στρατού


Ο στρατός προκήρυξε εκλογές  με  ένα κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό. Μετά τις εκλογές της 14ης Οκτωβρίου 1973, σχηματίστηκε νέα τουρκική κυβέρνηση του αφύσικου συνασπισμού  του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού  Κόμματος του Μπουλέντ  Ετσεβίτ (με κάποια σοσιαλίζουσα  απόχρωση) με το κόμμα της Εθνικής Σωτηρίας του ισλαμιστή Νετζετίμ Ερμπακάν , στις 26 Ιανουαρίου 1974. Η τουρκική οικονομία το 1974, συντελούσης  και της ενεργειακής  κρίσης του 1973,  μαστιζόταν από εκρηκτικό πληθωρισμό  στα βασικά είδη διατροφής και η κυβέρνηση Ετζεβίτ προχώρησε στην άρση της απαγόρευσης εξαγωγής οπίου. Κατασκευαστικά έργα,  που  εγκαινίασε ο Ερμπακάν,  δεν εκτελέστηκαν.  Στην εξωτερική πολιτική ο Ετζεβίτ συνέδεσε , για  πρώτη φορά, το Κυπριακό  με  το ανύπαρκτο μέχρι τότε ζήτημα της υφαλοκρηπίδας  λόγω των κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο. Οι ενδοκοινοτικές συνομιλίες σημείωναν πρόοδο,  τον Ιανουάριο του 1974  υπήρξαν δύο ακόμα θετικές εξελίξεις, λύθηκε το ζήτημα των  νομοθετικών εξουσιών των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης  και το ζήτημα του κρατικού ελέγχου της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο Ετζεβίτ  μίλησε για ομοσπονδιακό σύστημα. Κωλυσιεργούσε στην επιτυχή  έκβαση των ενισχυμένων   διακοινοτικών συνομιλιών που τελούσαν υπό τη σκέπη του ΟΗΕ και θα ολοκληρώνονταν τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1974. Ήθελε προφανώς να εκβιάσει την Ελλάδα με το Κυπριακό για να συζητήσει την υφαλοκρηπίδα και άλλα  διμερή θέματα (ενεργειακό, μειονοτικό,  εναέριο  χώρο κ.λπ.)  ως πακέτο. Αλλά η χούντα του Ιωαννίδη αρνούνταν και τον προσχηματικό   διάλογο με την Τουρκία και ενέμενε στη γραμμή της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα  πιστεύοντας,  αφελώς,  ότι θα  απέτρεπε την κουβανοποίηση   της Κύπρου, απομακρύνοντας τον Μακάριο, τον Κάστρο της Μεσογείου , και ότι η Ελλάδα θα γινόταν  ισχυρή λόγω των πετρελαίων στη Θάσο.  Μετά τον θάνατο του Γρίβα η ΕΟΚΑ Β΄ τέθηκε υπό τον έλεγχο  του Ιωαννίδη. Μετά  την εξάρθρωση  της οργάνωσης από τον Μακάριο , αξιωματικοί  της Εθνικής Φρουράς  αναμειγνύονταν  στον ενδοκυπριακό  εμφύλιο κατά του Μακαρίου. Υπάρχει, ωστόσο, και η διεθνής διάσταση, συνδεμένη με τον  καθοριστικό ρόλο    του νέου υπουργού  Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, του Χέρνυ Κίσιγκερ, μετά την αποδυνάμωση του Προέδρου Νίξον λόγω της υπόθεσης Watergate. Μετά τον αραβο- ισραηλινό πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (Οκτώβριος 1973),  η Αίγυπτος  απομακρύνθηκε περισσότερο από τη Σοβιετική Ένωση και προσέγγισε τις Ηνωμένες Πολιτείες.  

Στον σχεδιασμό  το Κίσιγκερ  ήταν μια στρατηγική σχέση Τουρκίας- Ισραήλ-Αιγύπτου. Κατά συνέπεια, μια λύση του Κυπριακού κατά τα τουρκικά συμφέροντα δεν ήταν απορριπτέα, σε κάθε περίπτωση έπρεπε να αποτραπεί ελληνοτουρκικός  πόλεμος. Για το λόγο αυτό δεν δόθηκε στον Ιωαννίδη  και στην κυβέρνηση Ανδρουτσοπούλου  ένα αυστηρό μήνυμα ότι μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου θα επακολουθήσει τουρκική εισβολή, την οποία η Αμερική δεν θα  μπορούσε να  αποτρέψει.Το  αντιαμερικανικό κλίμα στην  Τουρκία έπρεπε  να ανατραπεί και  ο Ετζεβίτ  θα εκμεταλλευόταν μια  εξωτερική επιτυχία για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση στις  νέες  εκλογές. Ο αφελής  Ιωαννίδης, εφαρμόζοντας  την τακτική της παραπλάνησης,  διέπραξε το έγκλημα με τις γνωστές συνέπειες. Το Κυπριακό εισήλθε σε νέα φάση με την τουρκική εισβολή. Η Ελλάδα,  για πρώτη φορά δημόσια,  εγκατέλειψε τη ρητορική  της ένωσης  και της διχοτόμησης,   κάνοντας  λόγο  για μια διζωνική, δικοινοτική λύση , με όρο απαράβατο την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την επιστροφή των προσφύγων.  Καθώς οι τουρκικές κυβερνήσεις συνέδεαν πλέον το Κυπριακό με  ζητήματα του  Αιγαίου ,  η κυβέρνηση  Καραμανλή επιδόθηκε σε μια  δραστήρια  βαλκανική πολιτική – ιδιαίτερα  φιλικές ήταν οι σχέσεις με τη Βουλγαρία-  και προώθησε - με την βοήθεια της Γαλλίας- την ένταξη  της Ελλάδος στην ΕΟΚ, κάτι που επιτεύχθηκε το 1979.

Στην Τουρκία ο Ετζεβίτ, μετά  την εισβολή, κατήγγειλε  τον Σεπτέμβριο του  1974 την αφύσικη συμμαχία του με τον Ερμπακάν  και εισηγήθηκε πρόωρες εκλογές, αίτημα  που απέρριψε η Βουλή. Ο Ερμπακάν προσέγγισε τώρα τον Ντεμιρέλ . Σχηματίσθηκε προσωρινά, με αίτημα του Προέδρου Κοροτούρκ , κυβέρνηση τεχνοκρατών υπό τον  Σαντί  Ιμράκ στις 17 Νοεμβρίου 1974  μέχρις ότου,   στις 31 Μαρτίου 1975,   την  διαδέχτηκε κυβέρνηση συνασπισμού  υπό  τον Ντεμιρέλ , γνωστή  ως  πρώτη κυβέρνηση του Εθνικού Μετώπου, στην οποία συμμετείχαν και οι Γκρίζοι Λύκοι, γνωστοί για τις τρομοκρατικές ενέργειές τους. Στις εκλογές του 1977 ο Ετζεβίτ απέτυχε να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία. Ο Ντεμιρέλ  σχημάτισε τη δεύτερη  κυβέρνηση του Εθνικού  Μετώπου, η οποία  κατέρρευσε σε λίγους μήνες, όταν ορισμένοι βουλευτές εγκατέλειψαν το Κόμμα της Δικαιοσύνης και προσχώρησαν στον  Ετζεβίτ ως ανεξάρτητοι. Με ισχνή  πλειοψηφία ο Ετζεβίτ  σχημάτισε κυβέρνηση και διόρισε τρεις από τους πρώην βουλευτές του Ντεμιρέλ ως υπουργούς. Λόγω της εμπλοκής τους σε υποθέσεις διαφθοράς τρώθηκε το ηθικό κύρος του Ετζεβίτ και έγινε αντιληπτό ότι επρόκειτο για συναλλαγή και σκευωρία κατά  του Ντεμιρέλ.  Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1979  ο Ετζεβίτ υπέστη ήττα και ο Ντεμιρέλ   σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας.  
Κύρια χαρακτηριστικά του  εσωτερικού πολιτικού βίου της Τουρκίας την περίοδο αυτή της κυβερνητικής αστάθειας ήταν η έξαρση της τρομοκρατίας, η ανάδυση ισλαμικού φονταμενταλισμού, και η χρόνια  οικονομική κρίση   με τον υψηλό  πληθωρισμό και το υψηλό  δημόσιο  χρέος.  Το 1978 ιδρύθηκε το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) υπό  τον Οτσαλάν, με μαρξιστικο-λενινιστικές καταβολές, και σλόγκαν  Ελεύθερο Κουρδιστάν. Δεν είχε ακόμα ένοπλη δράση με τη μορφή  ανταρτοπολέμου.  Το 1977 Ισλαμιστές του Ερμπακάν ίδρυσαν στην Δυτική Γερμανία  την οργάνωση Εθνικό Όραμα. Σκοπός  της ήταν να αποτραπεί η διάβρωση  των Τούρκων εργατών   στη Δυτική Ευρώπη από τον  δυτικό  χριστιανικό πολιτισμό και να αναχθεί η Σαρία ως η μοναδική σωτηρία της Τουρκίας.  Η Ισλαμική επανάσταση  στο Ιράν το 1979  έδωσε ώθηση στους  φονταμενταλιστές της Τουρκίας.  Συνέθεταν έναν  εκρηκτικό  μίγμα η κυβερνητική αστάθεια,  ο πολυκομματισμός, η  τρομοκρατία  της ακροαριστεράς και της εθνικιστικής  ακροδεξιάς των Γκρίζων Λύκων, η δράση Κούρδων  αποσχιστών στις υποβαθμισμένες περιοχές της Ανατολίας,  η δράση ισλαμιστών φονταμενταλιστών, οι σφαγές  Αλεβιτών, κατηγορουμένων ως επιρρεπών σε αριστερά κινήματα,  από ορθόδοξους Σουνίτες, κάτι που υποχρέωσε την κυβέρνηση Ετζεβίτ, τον Δεκέμβριο  του 1978, στην επιβολή του στρατιωτικού νόμου στις ανατολικές επαρχίες.
Στην εξωτερική πολιτική το δραστήριο ελληνοαμερικανικό λόμπυ πέτυχε τη επιβολή για μερικά χρόνια ( 1975- 78) από το Κογκρέσο  εμπάργκο  στη πώληση αμερικανικών όπλων στην Τουρκία , λόγω  της εισβολής στη Κύπρο. Αντιδρώντας, συχνά  οι κυβερνήσεις  Ντεμιρέλ και Ετζεβίτ  δεν έδιναν άδεια σε αμερικανικά κατασκοπευτικά αεροπλάνα να χρησιμοποιήσουν τον εναέριο χώρο της Τουρκίας  για να καταγράφουν την άμυνα της Σοβιετικής Ένωσης,  ούτε επέτρεπαν στους  Αμερικανούς να χρησιμοποιούν τις βάσεις τους στην Τουρκία κατά των Αράβων. Το παιχνίδι  με τη Μόσχα  ήταν  ένας τουρκικός  ελιγμός τακτικισμού στον διπολικό κόσμο το Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία ήταν τότε κέντρο  του ΝΑΤΟ, στα σημερινά δεδομένα είναι εξαιρετικά αμφίβολο, αν μπορεί να λειτουργήσει , όπως παλιά. Όταν στις 12 Σεπτεμβρίου 1980  το Γενικό Επιτελείο, ενόψει της έκρυθμης κατάστασης , έκανε νέο πραξικόπημα, στη Τουρκία διεξάγονταν στρατιωτικά γυμνάσια του ΝΑΤΟ.

 6. Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου 1980  και η άνοδος του Οζάλ (1980- 1983)      

Σκοπός του στρατιωτικού πραξικοπήματος του στρατηγού Κενάν Εβρέν ήταν η αποκατάσταση της εσωτερικής τάξης, με  τη φυλάκιση των πολιτικών, ιδιαίτερα των ισλαμιστών ,  και την καταπολέμηση  της τρομοκρατίας.  Στην εξωτερική πολιτική προτεραιότητα είχε ο σεβασμός των υποχρεώσεων της Τουρκίας  έναντι του ΝΑΤΟ και της Αμερικής. Ο στρατηγός Κενάν Εβρέν  έγινε Πρόεδρος με Πρωθυπουργό το απόστρατο ναύαρχο Μπουλέν  Ουλουσού. Η προσήλωση στο κοσμικό κράτος  ήταν αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο,όμως, ο στρατός έβλεπε την επιρροή του Ισλάμ  στην κοινωνία και προώθησε    μια ισορροπημένη τουρκο- ισλαμική σύνθεση  ως αντίρροπη δύναμη  στον κομμουνισμό. Ο υπουργός Οικονομικών, Τουργκούτ Οζάλ, κρυφός μέλος του τάγματος  Naqshbadi, όπως αποδείχτηκε αργότερα,  ανέλαβε αυτόν το εξισορροπητικό ρόλο. Προείχε  βέβαια η ανόρθωση της οικονομίας.

Ο Οζάλ είχε θητεύσει στη Αμερική και ήταν οπαδός του οικονομικού φιλελευθερισμού. Σε συνεννόηση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιχείρησε τη σταθεροποίηση της οικονομίας με μέτρα λιτότητας. Αναδιάρθρωσε το δημόσιο χρέος, μείωσε το ρυθμό ανάπτυξης και το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και προέβη σε απολύσεις και πάγωμα μισθών. Μετά το αρχικό  σοκ της κοινωνίας, καρπώθηκε  μια επιτυχία, τη μείωση του πληθωρισμού. Αλλά διαφοροποιήθηκε  από τους στρατηγούς,  όταν  κατέρρευσαν τράπεζες, στις οποίες  πολλοί Τούρκοι  είχαν τις αποταμιεύσεις τους, ελπίζοντας σε υψηλούς τόκους.  Πολλοί Τούρκοι πίστεψαν πως θα ανορθώσει  την οικονομία. Επίσης, έπεισε τους στρατηγούς να  εισαγάγουν τα θρησκευτικά,  μόνο το σουνιτικό Ισλάμ, ως υποχρεωτικό μάθημα  στα σχολεία , και για τους Αλεβίτες ακόμα. Μέσα στα στρατόπεδα , όπως και στα εργοστάσια,  επιτράπηκε η λειτουργία τζαμιών. Όταν οι στρατηγοί το 1982 αποφάσισαν την επιστροφή στο κοινοβουλευτισμό και την προκήρυξη εκλογών, ίδρυσε το πολιτικό κόμμα της Μητέρας Πατρίδας  που  αναδείχτηκε  πρώτο στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1983. Μετά την εκλογική νίκη  του Οζάλ ανακηρύχτηκε το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, που αναγνωρίστηκε μόνο  από την Τουρκία και το Πακιστάν. Πριν οι στρατηγοί παραδώσουν την εξουσία  στους πολιτικούς, ψήφισαν νέο σύνταγμα που έδινε πολλές αρμοδιότητες στο Πρόεδρο ( μέχρι το 1989 Πρόεδρος ήταν  ο Κενάν Εβρέν), επέβαλε τη θανατική καταδίκη και θέσπιζε το όριο του 10/% για να μπει  κόμμα στη Βουλή. 

7. Η εποχή Οζάλ ως Πρωθυπουργού και Προέδρου της Δημοκρατίας (1983- 1993).    


Ως Πρωθυπουργός  ο Οζάλ  συνέχισε τη φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, με την πεποίθηση  ότι Ισλάμ  και Καπιταλισμός συνάδουν  απόλυτα.  Άρχισε  η ανοικοδόμηση τουριστικών εγκαταστάσεων και πολυτελών ξενοδοχείων  με ξένες επενδύσεις, η προώθηση  του τουρισμού , ανταγωνιστικού   του τουρισμού  των ελληνικών νησιών. Διακατεχόμενος από ένα πνεύμα ισλαμικού  καλβινισμού, ίδρυσε μια τάξη ελεύθερων  μικροεπιχειρηματιών στην Ανατολία που προωθούσαν τις εξαγωγές  προϊόντων. Προώθησε  την ηλεκτροδότηση και τις τηλεπικοινωνίες στην Ανατολία.  Πίστευε ότι η  Τουρκία  έπρεπε να έχει  μια  ελεύθερη οικονομία σε ένα  παγκοσμιοποιημένο  οικονομικό σύστημα. Ωστόσο, δεν επρόκειτο για μια υγιή ανταγωνιστικότητα σε  ένα περιοριστικό, νομικό πλαίσιο. Η διαφθορά και ο νεποτισμός προσέλαβαν μεγάλη έκταση  και οι προσκείμενοι στο καθεστώς επιχειρηματίες είχαν την οικονομική στήριξη   του κράτους. Η ίδια  η οικογένεια  του Οζάλ  πλούτισε αθέμιτα,  ο πληθωρισμός  άρχισε να καλπάζει,οι πολίτες απογοητεύθηκαν.

Καθώς οι παλιοί πολιτικοί απελευθερώθηκαν από τη φυλακή και  έπαιζαν τώρα τον  ρόλο αντιπολίτευσης,  για τις επικείμενες  βουλευτικές εκλογές του 1897 ο Οζάλ αύξησε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων,  χωρίς να περικόψει από αλλού τις δημόσιες δαπάνες,   και άλλαξε τον εκλογικό  νόμο, δίνοντας επιπλέον premium  έδρες στο πρώτο κόμμα. Κέρδισε τις εκλογές του 1987 με 292 έδρες, αλλά έχασε  τις δημοτικές εκλογές  του 1989. 
Σχετικά με την ισλαμική του πολιτική, διατηρήθηκε η επιβολή  των θρησκευτικών  ως υποχρεωτικού μαθήματος (του σουνιτικού Ισλάμ και για τους Αλεβίτες, Χριστιανούς και Εβραίους). Ο υπουργός Παιδείας, Βεχμπί  Ντιντσερλέρ, πήρε ορισμένα ριζοσπαστικά μέτρα, όπως  ισλαμική ενδυμασία για τις γυναίκες, περιορισμό της χρήσης αλκοόλ , δίπλα  σε τζαμιά, εισαγωγή της Αραβικής ως ξένης γλώσσας στα σχολεία, απάλειψη   της θεωρίας του Δαρβίνου από τα σχολικά εγχειρίδια. Προκλήθηκαν αντιδράσεις  που οδήγησαν στην παραίτηση του ευσεβούς Μουσουλμάνου  υπουργού Παιδείας. Το 1987 ο Οζάλ πέρασε  νόμο για την προαιρετική χρήση της μαντίλας  στα Πανεπιστήμια, αλλά  ο νόμος ανακλήθηκε με βέτο του Προέδρου Κενάν. Ο ίδιος ο Οζάλ αυτοπαρουσιαζόταν ως ευσεβής μουσουλμάνος, νήστευε κατά το   Ραμαζάνι, πήγαινε για προσκύνημα στη Μέκκα, δεν ταξίδευε  τις μέρες του Ραμαζανιού στο εξωτερικό. Ωστόσο, συχνά τόνιζε  ότι η θρησκεία είναι προσωπική  υπόθεση του καθενός και δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους. Στην εξωτερική πολιτική  κυριαρχούσαν  το Κυπριακό , το ζήτημα των Μουσουλμάνων της Βουλγαρίας και το Κουρδικό ζήτημα.

Το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος δεν αναγνωρίστηκε διεθνώς και στο  Αιγαίο η Ελλάδα θεωρούσε ότι η υφαλοκρηπίδα  ήταν η μόνη  διαφορά με την Τουρκία  για την οποία  μπορούσε να αποφανθεί, μετά από κοινή προσφυγή,  το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Κρίση εκδηλώθηκε στις διμερείς σχέσεις τον Μάρτιο του 1987 για το Αιγαίο και το 1988 οι υπουργοί Εξωτερικών,  Κάρολος Παπούλιας  και Μεσούτ Γιλμάζ, υπέγραψαν  το γνωστό μνημόνιο για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Το 1984  η  βίαιη αλλαγή σε σλαβικά των ονομάτων των τουρκογενών Μουσουλμάνων της Βουλγαρίας που αυξάνονταν, αυτοπεριχαρακώνονταν στο Ισλάμ και δεν είχαν σοσιαλιστική συνείδηση, προκάλεσε κρίση στις βουλγαροτουρκικές σχέσεις.  Η Βουλγαρία   φοβόταν ότι οι 800.000 περίπου Μουσουλμάνοι θα ζητούσαν στο μέλλον αυτονομία  και    έπασχε από το Κυπριακό σύνδρομο. Τον Δεκέμβριο  του 1984 έφθασε στη Σόφια τουρκική αντιπροσωπεία του Προέδρου Κενάν Εβρέν και συναντήθηκε με τον Τόντωρ Ζίφκωφ. Μεταβίβασε την παράκληση του Τούρκου Προέδρου για παύση  της αλλαγής  των ονομάτων για να μην επιδεινωθούν οι διμερείς σχέσεις. Με ειρωνικό ύφος  ο Ζίφκωφ απάντησε ότι πρόκειται απλά για εθελούσια αλλαγή ονομάτων που προέρχονται  από μικτούς γάμους και ότι η Βουλγαρία διδάσκεται από την Τουρκία, διότι και εκεί ασκείται παρόμοια πολιτική  έναντι πολλών εθνοτικών ομάδων. Η Βουλγαρία προσκόμισε στοιχεία  για τη δράση της τουρκικής κατασκοπίας στους Μουσουλμάνους της Βουλγαρίας. Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, καθώς η Βουλγαρία ήταν το κύριο στήριγμα της Σοβιετικής Ένωσης στα Βαλκάνια και η Τουρκία έδρα του στρατηγείου του ΝΑΤΟ, ο διπολισμός επηρέαζε και τα μειονοτικά ζητήματα. Στη ρητορική του ο Οζάλ απειλούσε με εισβολή στη Βουλγαρία, όπως  έγινε νωρίτερα στην Κύπρο. Το καλοκαίρι του 1989 περίπου 300.000 Μουσουλμάνοι της Βουλγαρίας μετανάστευσαν στην Τουρκία  και οι διμερείς σχέσεις  επιδεινώθηκαν. Ο κοινός τουρκικός κίνδυνος συνέβαλε στην συγκρότηση του άξονα Αθήνας-Σόφιας.  Σε περίπτωση ελληνο- τουρκικού πολέμου, η Σόφια θα τηρούσε μια ευμενή ουδετερότητα.        

Από το 1984 άρχισε   από συριακό έδαφος και η ένοπλη δράση  του PKK υπό τον  Οτσαλάν. Αιτία ήταν η ψήφιση νόμου το 1983 που απαγόρευε τη χρήση της κουρδικής γλώσσας. Ο Σύρος ηγέτης, Hafez al Assad, επέτρεψε  τη διεξαγωγή , με σοβιετική  βοήθεια, του ανταρτοπολέμου των Κούρδων της Τουρκίας από συριακό έδαφος (κοιλάδα Bekkaa) κατά του τουρκικού στρατού, υπό  τον όρο ο  Οτσαλάν   να μη θέσει ζήτημα Κούρδων της Συρίας . Μπορεί σήμερα η πόλη Kobani να είναι σύμβολο αντίστασης των Κούρδων της Συρίας κατά του Ισλαμικού  κράτους, αλλά στα όμματα των Τούρκων  είναι η πόλη, απ΄όπου  ο Οτσαλάν άρχισε  το 1984 τον ένοπλο  αγώνα. Η Τουρκία του Ερντογάν  βλέπει παντού ‘’τρομοκράτες’’.

To 1987 η Τουρκία υπέβαλε αίτημα για ένταξη στην ΕΟΚ. Ο Οζάλ τόνιζε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Τουρκία ανήκαν στην Ευρώπη , ότι οι Τούρκοι  έφεραν την κληρονομιά των Χετταίων  και του Ομήρου, επρόκειτο για μυθεύματα. Το 1989  το αίτημα απορρίφθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

Το 1989 ο Οζάλ   μεταπήδησε στην Προεδρία, μετά τη λήξη της θητείας  του Εβρέν, αλλά δεν έπαψε να  παρακολουθεί το κόμμα του. Πρωθυπουργός αρχικά ορίστηκε ένας άγνωστος νομικός, ο Γιλντιρίμ Ακμπουλούτ,  και κατόπιν ο Μεσούτ Γιλμάζ. Βουλευτικές  εκλογές έγιναν τον Οκτώβριο του  1991, το κόμμα του Ορθού  Δρόμου,  το άλλοτε κόμμα της Δικαιοσύνης του Ντεμιρέλ, κέρδισε 178 έδρες, το κόμμα της Μητέρας Πατρίδας  του Γιλμάζ 115 έδρες, αλλά ο Ντεμιρέλ  συνεργάστηκε με τους Σοσιαλδημοκράτες του Ερντάλ Ινονού (προερχομένους  από το Ρεπουμπλικανικό  Λαϊκό Κόμμα). Η θητεία του  Οζάλ ως Προέδρου συνέπεσε  με τη πτώση του τείχους του Βερολίνου και του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη,  με τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Στα νέα δεδομένα η Τουρκία δεν  είχε την παλιά σημασία εντός  του  ΝΑΤΟ, λόγω εξάλειψης του σοβιετικού κινδύνου, αλλά ο Πρόεδρος Οζάλ δήλωσε ότι η Τουρκία θα προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Άρχισε οικονομικά,  με την κατασκευή ξενοδοχείων,  να διεισδύσει στις πρώην σοβιετικές τουρκόφωνες δημοκρατίες μετά τη διάλυση  της Σοβιετικής Ένωσης  τον Δεκέμβριο το 1991.    Έπαιξε καλά τα χαρτιά του το 1990/91 , στον πόλεμο  του κόλπου, ευθυγραμμιζόμενος  με την Αμερική.   Παραχώρησε τη  βάση του Ιντσιρλίκ  για πλήγματα κατά του Ιράκ  και έκλεισε τον  αγωγό  πετρελαίου Κιρκούκ- Τσεϊχάν, λαμβάνοντας   αποζημίωση. Τον Ιούνιο του 1992, παρακάμπτοντας το πρωθυπουργό Ντεμιρέλ, εγκαινίασε  στη Σμύρνη το Τρίτο Οικονομικό Συνέδριο , δηλώνοντας χαρακτηριστικά:

Σας λέω ότι βασικός στόχος της Τουρκίας  την προσεχή δεκαετία είναι να καταστεί μία από τις  10  ή 15 πλέον προηγμένες  χώρες στον κόσμο. Μαζί με τα νέα κράτη από τα Βαλκάνια μέχρι την Κεντρική Ασία-κράτη που είναι μουσουλμανικά, και τα περισσότερα τουρκικά- μπορούμε να κάνουμε τη δύναμή   μας πιο αποτελεσματική. Αν δεν κάνουμε σοβαρά λάθη,  ο  21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας των Τούρκων και της Τουρκίας. 

Τον Απρίλιο του 1993 ο Οζάλ πέθανε από έμφραγμα , μετά τη επιστροφή  του από ταξίδι στο Ουζμπεκιστάν, όπου , εκτός από ενασχόληση με  μπίζνες,  επισκέφθηκε στη Μπουχάρα το μαυσωλείο του Σεΐχη που ίδρυσε  τον 14ο αιώνα  την αδελφότητα  Naqshbadi. Νεότερες έρευνες έχουν δείξει ότι μάλλον δηλητηριάστηκε από τον στρατό είτε λόγω  πιθανών,  κρυφών φιλοϊσλαμικών τάσεων είτε επειδή είχε πρόθεση  να συζητήσει το Κουρδικό. Ο ίδιος ήταν κατά το ήμισυ Κούρδος. Μπορεί να θεωρηθεί ως ο πραγματικός  μέντορας του Ερντογάν. Στην Προεδρία τον διαδέχτηκε ο πρωθυπουργός Ντεμιρέλ.      

8.  Η άνοδος των Ισλαμιστών, η αντίδραση του στρατού   και η κατάρρευση του παλιού κατεστημένου (1993- 2002)     


Μεταπηδώντας στην Προεδρία ο Ντεμιρέλ, στην  Πρωθυπουργία  της χώρας , για πρώτη φορά στην ιστορία της Τουρκίας,   αναδείχτηκε γυναίκα, η  Τανσού  Τσιλλέρ,  που εκπροσωπούσε πλέον το Κόμμα του Ορθού Δρόμου. Χαμογελαστή εξωτερικά,   με σπουδές  στα οικονομικά  στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης  και στην Αμερική, παντρεμένη με τραπεζίτη που πλούτισε από την κατάρρευση των τραπεζών, ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξη και αυταρχική στους κατώτερούς της, χωρίς ιδιαίτερες συμπάθειες στους ακαδημαϊκούς  κύκλους. Αργότερα ο Ντεμιρέλ μετανόησε  για την επιλογή του. Καθώς οι δημόσιες σπατάλες συνεχίστηκαν, το δημόσιο χρέος ανήλθε σε  67 δις. δολάρια στα τέλη του 1993. Οι δυτικοί  πιστωτές αρνήθηκαν να χορηγήσουν νέα δάνεια . Το 1994 η Τσιλλέρ προσπάθησε να μειώσει τα επιτόκια, για να μειώσει το βάρος  της εξυπηρέτησης του χρέους. Οι αγορές πανικοβλήθηκαν και υπήρξε μαζική εκροή κεφαλαίων. Η Τσιλλέρ κατέφυγε στο ΔΝΤ που επέβαλε τη γνωστή συνταγή της υποτίμησης της λίρας   και της περιστολής των δαπανών.  Το εγχώριο ακαθάριστο προϊόν μειώθηκε και  οι τιμές αυξήθηκαν. Ήταν η χειρότερη οικονομική κρίση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Όταν η οικονομία σημείωσε μερικά σημάδια ανάκαμψης,  η Τσιλλέρ αγνόησε το  ΔΝΤ. Το κύριο ίσως επίτευγμα της Τσιλλέρ  το 1995 ήταν η υπογραφή συμφωνίας  Τελωνειακής Ένωσης της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1996.    

Η οικονομική κρίση και η απογοήτευση των πολιτών από   τους παραδοσιακούς πολιτικούς ευνόησαν την άνοδο του Ερμπακάν. Χωρίς να  εγκαταλείψει την ισλαμική του ρητορική, κατάλαβε ότι περισσότερο έπρεπε  να επικεντρωθεί στην οικονομία. Το κόμμα  του μετονομάστηκε σε Κόμμα της Ευημερίας , καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι το πολιτικό  Ισλάμ μπορεί   να λύσει τα οικονομικά προβλήματα και να  φέρει  την  κοινωνική δικαιοσύνη.  Τάχθηκε κατά της   ένταξης  της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή  Ένωση και προανήγγειλε την επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας  της   Τελωνειακής  Ένωσης της Τουρκίας με την ΕΕ. Κέρδισε  τους περισσότερους δήμους στις δημοτικές εκλογές του 1994, μεταξύ αυτών και της Κωνσταντινούπολης. Οι φτωχογειτονιές,  αποτελούμενες από μετανάστες της Ανατολίας,  με τις  παραδοσιακές αξίες, ψήφισαν τον Ταγίπ Ερντογάν. Παραδοσιακός, με στενόκαρδο επαρχιωτισμό,  απόφοιτος  του θρησκευτικού  σχολείου Imam- Hatip,  υπό  την  πνευματική καθοδήγηση του  Σεΐχη Μεχμέτ Κοτκού της αδελφότητας των Ναqshbadi, ο Ερντογάν, πνευματικό παιδί αρχικά του Ερμπακάν , που δεν γνώριζε  καμιά δυτική   ξένη γλώσσα και ήταν θρησκευόμενος,  έδινε  την εντύπωση ενός έντιμου και αδιάφθορου πολιτικού. Για τους Κεμαλικούς ήταν ‘’λύκος προβατόσχημος’’. Στην πρώτη συνεδρίαση   του  δημοτικού συμβουλίου ανέγνωσε ρητά από το Κοράνιο, αντί για την εγκαινιασθείσα  από τον Ατατούρκ τήρηση λεπτού σιγής.  Λόγω των αντιδράσεων που προκλήθηκαν από τα αστικά στρώματα της Κωνσταντινούπολης και το στρατό δεν το επανέλαβε.  Για να αυξηθεί η δημοτικότητά  του, έπρεπε  να πείσει τον απλό κόσμο με το έργο του για την εντιμότητά του. Ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης  το 1994-98 επιτέλεσε αξιόλογο έργο. Υδροδοτήθηκαν συνοικίες, εισήχθη  το φυσικό αέριο, επιταχύνθηκαν έργα  κατασκευής του μετρό, κατασκευάσθηκαν πάρκα. Βασισμένος στο έργο του, υπαινισσόταν την κρυφή  του ισλαμική ατζέντα. Τόνιζε  σε συνεντεύξεις του την πίστη του στη Σαρία, ως δήμαρχος απαγόρευσε την χρήση αλκοόλ στα εστιατόρια, στα σχολικά λεωφορεία, όπως και στα λουτρά, επέβαλε το διαχωρισμό αγοριών και κοριτσιών,  συμβούλευε τις γυναίκες  της Κωνσταντινούπολης να  φορούν μαντίλα. Λόγω έντονων  αντιδράσεων,  υπαναχώρησε. Εκφώνησε στίχους από τον ποίημα του Γκεκάλπ για τον  μιλιταριστικό χαρακτήρα του Ισλάμ (τα τζαμιά είναι τα στρατόπεδά  μας,  οι θόλοι οι ασπίδες μας, οι  μιναρέδες οι  λόγχες μας ,οι πιστοί οι στρατιώτες μας).   Αμέσως μεικτό ( πολιτικό και στρατιωτικό) δικαστήριο  τον καταδίκασε σε φυλάκιση 10 μηνών και ισόβια στέρηση του  δικαιώματος να πολιτευθεί, με την κατηγορία της κατάχρησης του ποιητή για εργαλειοποίηση του Ισλάμ.    Τον Σεπτέμβριο  του 1988  το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση, ο Ερντογάν  παραιτήθηκε από δήμαρχος  και εξέτισε ποινή φυλάκισης  4 μηνών. Στη φυλακή ( είχε όλες τις ανέσεις)  σκεπτόταν ποια τακτική να ακολουθήσει για την επίτευξη του στρατηγικού του στόχου, το συμπέρασμά του ήταν ότι δεν έπρεπε να συγκρουσθεί μετωπικά με το στρατιωτικό κατεστημένο, αλλά να  το διαβρώσει εκ των έσω , μην αμφισβητώντας τον  Κεμαλισμό δημόσια. Το συμπέρασμά  του ενισχύθηκε και από την τύχη του Ερμπακάν

Στις  βουλευτικές  εκλογές του Δεκεμβρίου του 1995   το Κόμμα της Ευημερίας  του Ερμπακάν ανήλθε πρώτο με 21, 8% , ακολούθησε το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας  του Μεσούτ Γιλμάζ με 19,  6 %  και το Κόμμα του Ορθού Δρόμου της Τσιλλέρ με 19, 1 %.  Γιλμάζ και Τσιλλέρ θα μπορούσαν να σχηματίσουν σταθερή  κυβέρνηση,  για να φράξουν το δρόμο στον Ερμπακάν, αλλά λόγω διαφωνιών ο συνασπισμό τους κατέρρευσε γρήγορα  , ο Ερμπακάν  σχημάτισε τον Ιούνιο του 1996 κυβέρνηση  συνασπισμού με την Τσιλλέρ.  Ήταν ο πρώτος ισλαμιστής Πρωθυπουργός της Τουρκίας, που στο   δημόσιο λόγο του επικαλούνταν  την Σαρία.  Αλλά ως Πρωθυπουργός , υπό  το αυστηρό βλέμμα του  στρατού, δεν αμφισβήτησε τον κοσμικό  χαρακτήρα του κράτους , προς  απογοήτευση των οπαδών του. Εφάρμοσε μια  δύσκολα ισορροπημένη πολιτική μεταξύ της ισλαμικής ιδεολογίας  και  του  κεμαλικού κατεστημένου.  Δεν επαναδιαπραγματεύθηκε τη συμφωνία  για  Τελωνειακή Ένωση της Τουρκίας  με την ΕΕ. Επισκεπτόμενος το Ιράν  εξήρε ασαφώς  τα πλεονεκτήματα  της Ισλαμικής Δημοκρατίας και υπέγραψε συμφωνία για την εισαγωγή φυσικού αερίου από το Ιράν , που δεν λειτούργησε αργότερα  λόγων των υψηλών τιμών  του ιρανικού φυσικού  αερίου και της έλλειψης ζήτησης από την Τουρκία.  Επισκεπτόμενος  τη Λιβύη, συναντήθηκε  με τον  Καντάφυ στη σκηνή του ο οποίος τον προέτρεψε να μεταβάλει την  τουρκική πολιτική  έναντι των Κούρδων.  Επισκέφθηκε την Αίγυπτο και  προέτρεψε τον Αιγύπτιο Πρόεδρο να συμπεριφέρεται καλύτερα στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ‘’ πάρε τους  μαζί Σας  στην Τουρκία ‘’ φέρεται ότι απάντησε ο Αιγύπτιος Πρόεδρος, ο Μουμπάρακ. Στις ισλαμικές χώρες δεν βρήκε κεφάλαια για τη χρηματοδότηση έργων στην Τουρκία.  Δήλωσε ότι θα επανεξετάσει τις σχέσεις  της Τουρκίας με το Ισραήλ,  οι οποίες από το 1948  , έτος που η Τουρκία  αναγνώρισε το Ισραήλ, ήταν άψογες. Στις αρχές μάλιστα της δεκαετίας του 1990 είχε υπογραφεί διμερής   συμφωνία  για  τον εφοδιασμό του Ισραήλ με νερό  από τουρκικά φράγματα  με αντάλλαγμα στρατιωτικές πληροφορίες  από την πλευρά  του Ισραήλ.   Η απειλή του προκάλεσε  την επιδοκιμασία των αραβικών κρατών. Στις αρχές  του  1997,  σε προάστιο  της Άγκυρας (Sincan) ο τοπικός δήμαρχος, που ανήκε στο Κόμμα του Ερμπακάν, προσκάλεσε τον πρέσβη του Ιράν στις εκδηλώσεις για την Ημέρα της Ιερουσαλήμ   (ημέρα   διαμαρτυρία  για τη είσοδο  του Ισραήλ  στην Ανατολική Ιερουσαλήμ  το 1967 , στον πόλεμο των  έξι ημερών. Εκεί υπήρχαν και οστεοθήκες Μουσουλμάνων ηγετών ).  Ο Ιρανός πρέσβης,  κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων ,  εκθείασε τις αρετές της  ισλαμικής διακυβέρνησης και  κάλεσε την Τουρκία  να εισαγάγει τη Σαρία. Τρεις μέρες αργότερα  κατέβηκαν τεθωρακισμένα στο Sincan,   ένδειξη ότι ο στρατός διαφωνούσε. Ο Ερμπακάν δεν πήρε σαφή θέση στο συμβάν. Το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας  έθεσε στον Ερμπακάν,  στις 28 Φεβρουαρίου 1997,   μια σειρά από αιτήματα για την εκρίζωση του πολιτικού Ισλάμ από την εκπαίδευση  και την επιχειρηματικότητα, συμπεριλαμβανομένου και του περιορισμού της   θρησκευτικής  διδασκαλίας. Ο Ερμπακάν συμφώνησε,  αλλά  δεν έκανε τίποτα. Η Τσιλλέρ  αποχώρησε από τον συνασπισμό και ο Ερμπακάν παραιτήθηκε το καλοκαίρι  του 1997. Ήταν  ένα μεταμοντερνιστικό  πραξικόπημα. Τον  Φεβρουάριο του 1998 το Συνταγματικό   Δικαστήριο απαγόρευσε  ως αντισυνταγματικό το Κόμμα της Ευημερίας   του Ερμπακάν.                                                 

Μετά την παραίτηση του Ερμπακάν, ο Γιλμάζ, με αυστηρή  εντολή  του Προέδρου Ντεμιρέλ,     σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με την  Τσιλλέρ που  διήρκεσε 16 μήνες. Ο Γιλμάζ παραιτήθηκε , όταν η Βουλή τον  έκρινε ύποπτο για εμπλοκή του σε σκάνδαλο ιδιωτικοποιήσεων. Τον Ιανουάριο του 1999 σχηματίσθηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό  τον Ετζεβίτ, ηγέτη της Δημοκρατικής Αριστεράς ( τμήματος του άλλοτε Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος ) για την προπαρασκευή  εκλογών.  Εκμεταλλεύθηκε κομματικά την υπόθεση   Οτσαλάν, την εκδίωξη δηλαδή  του Κούρδου ηγέτη   από  τη Συρία υπό την τουρκική  απειλή πολέμου  και την παράδοση του στην Τουρκία από ελληνικά χέρια στην Κένυα . Στις εκλογές του Απριλίου  1999 ο Ετζεβίτ κέρδισε  136 έδρες, το Κόμμα  της Εθνικής Δράσης  των Γκρίζων Λύκων υπό τον νέο ηγέτη Μπαχτσελί  129 έδρες. Τα δύο κόμματα  σχημάτισαν κυβέρνηση συνασπισμού , στον οποίο προσχώρησε και το συρρικνωμένο Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας του Γιλμάζ. Η χώρα δοκιμάστηκε  από τον καταστροφικό  σεισμό του Αυγούστου  του 1999 , όπως και η Αττική τον  Σεπτέμβριο  του 1999.  Λόγω της  ‘’διπλωματίας των σεισμών’’  καλλιεργήθηκε  ένα πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.  Τον Δεκέμβριο του 1999 η Τουρκία  έλαβε υποψηφιότητα  για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων  με την ΕΕ , αλλά με αυστηρά κριτήρια ( δημοκρατική διακυβέρνηση, αποτελεσματική  διοίκηση, οικονομική εξυγίανση).  Η επίλυση του  Κυπριακού και η  διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν   τέθηκαν ως όροι  απαράβατοι. Οι μεταρρυθμίσεις ήταν τώρα η μεγαλύτερη πρόκληση για την Τουρκία, ιδιαίτερα στην οικονομία. Η συνταγή του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας ήταν οι ιδιωτικοποιήσεις, η περιστολή  των δημοσίων δαπανών και   η επίτευξη  πλεονασμάτων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Ο Ετζεβίτ επιστράτευσε  για τις μεταρρυθμίσεις τον Κεμάλ Δερβίς από  την Παγκόσμια Τράπεζα.  Πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τις εργασίες τους. Τα μέτρα λιτότητας  που επέβαλε το ΔΝΤ μείωσαν  τη δημοτικότητα του Ετζεβίτ και τις προοπτικές  εκλογικής νίκης του συνασπισμού . 
Μετά  την απαγόρευση του Κόμματος της Ευημερίας ο Ερμπακάν ίδρυσε νέο κόμμα, το Κόμμα της Αρετής,  το οποίο και πάλι απαγορεύτηκε  από το Συνταγματικό Δικαστήριο ως ισλαμικό κόμμα.   Με τον   Ερμπακάν  ο Ερντογάν ήρθε  σε σύγκρουση το καλοκαίρι του 2001  για τη μη ευέλικτη και συγκρουσιακή  τακτική  που ακολουθούσαν  ‘’οι ασπρομάλληδες ‘’.  Ο Ερντογάν ίδρυσε νέο κόμμα, το Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης , με προτεραιότητα  οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και όχι την ισλαμοποίηση της  κοινωνίας, ο Ερμπακάν ίδρυσε το Κόμμα της Ευδαιμονίας -  υπαινιγμός  στην ευτυχισμένη εποχή του προφήτη  Μωάμεθ.  
Στις εκλογές  του Νοεμβρίου  του 2002   ούτε η  Δημοκρατική Αριστερά του  Ετζεβίτ ούτε η Μητέρα Πατρίδα   του Γιλμάζ ούτε η Εθνική  Δράση  μπόρεσαν να  ξεπεράσουν το 10% για να μπουν στη Βουλή. Νικητής αναδείχτηκε  το Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης  με 34%  και με 362 έδρες, εξασφαλίζοντας την απόλυτη πλειοψηφία, ως αντιπολίτευση  αναδείχτηκε με 19% το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό  Κόμμα , το Κόμμα  της Ευδαιμονίας  έλαβε μόλις 2, 5 % και έμεινε εκτός Βουλής.   

9. Η άνοδος του Ερντογάν. 


Η άνοδος του Εντογάν διευκολύνθηκε από την κατάρρευση  του παλιού πολιτικού  κατεστημένου , λόγω των  μέτρων λιτότητας,  από τα  υπογείως δρώντα ισλαμικά  τάγματα,  από την  έξυπνη  προεκλογική τακτική, καθώς εστίαζε την προσοχή  του στην οικονομία  και όχι στην ισλαμοποίηση της κοινωνίας, από την καλή του θητεία ως δημάρχου Κωνσταντινούπολης , από το δίκτυο του ιεροκήρυκα Γκιουλέν που  μέσω μια σειράς ιδιωτικών σχολείων  και ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης,    εντός  και εκτός Τουρκίας, προπαγάνδιζε ένα Ισλάμ με ανθρώπινο πρόσωπο  (ανεκτικότητα,  εξωστρέφεια, τουρκο- ισλαμική σύνθεση, υπερτονισμός του σουφισμού, ισοτιμία γυναικών, προαιρετική χρήση της μαντίλας).  Ο Γκιουλέν  στήριζε ισλαμικά κόμματα  και  μέσω φροντιστηρίων για τις εξετάσεις στα Πανεπιστήμια προπαρασκεύαζε  μελλοντικά  στελέχη  για νευραλγικούς τομείς στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη , αρχικά απαρατήρητα,  ώστε να δράσουν   την κατάλληλη στιγμή. Δεν συγκρούστηκε μετωπικά   με τον  στρατό  μετά το 1980. Όταν ο στρατός  υποψιάστηκε τον πραγματικό  του ρόλο, ο Γκιουλέν  έφυγε  από την Τουρκία στην Αμερική   το 1999. Αλλά δεν σταμάτησε την δραστηριότητά του μέσω των πολλαπλών δικτύων  για  έναν ‘’ ισλαμο- τουρκικό εκσυχρονισμό’’. Γκιουλέν και Ερντογάν  αρχικά συνεργάστηκαν κατά του  κεμαλικού κατεστημένου.

Ο αγαπημένος ποιητής του Ερντογάν  ήταν τώρα ο Yunus Emre,  εκπρόσωπος  του σουφισμού,  που παρουσίαζε το Ισλάμ  ως θρησκεία  ειρήνης. Πρωθυπουργός  ορίστηκε αρχικά  ο μειλίχιος  Αβδουλάχ  Γκιούλ . Γεννημένος  σε συντηρητικό χωριό της Καισάρειας, φοίτησε αρχικά στο  θρησκευτικό σχολείο Imam Hatip,   κατόπιν  σε κρατικό Πανεπιστήμιο ,  εκπόνησε διατριβή  με θέμα  ‘’Ισλάμ και Ανάπτυξη’’,  σπούδασε κατόπιν   δύο χρόνια  οικονομικά στο Λονδίνο και εργάστηκε στη Σαουδική Αραβία σε Αναπτυξιακή    Τράπεζα.   Ομιλεί άψογα Αγγλικά και Αραβικά.  Ως κύριο  σύμβουλο  στην Εξωτερική  Πολιτική   διόρισε,  τον Μάρτιο του 2003, τον καθηγητή Αχμέτ Νταβούτογλου, που έχοντας ζήσει στη Μαλαισία, διαπίστωσε  ότι  Ισλάμ  και Καπιταλισμός συνάδουν απόλυτα. Κατά τη στρατηγική του, όπως  την ανάλυσε στο βιβλίο του ‘’ Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας’’  η οικονομική και πολιτιστική  διπλωματία   έπρεπε να είναι οι άξονες της τουρκικής πολιτικής στα Βαλκάνια, στη Μέση  Ανατολή και στον Καύκασο, ξεκινώντας από μηδενική βάση, αγνοώντας τα προβλήματα  με τους γείτονες. Με την κυριαρχία του κεμαλικού δόγματος η Τουρκία ήταν μια διχασμένη προσωπικότητα.  Η αναζήτηση της τουρκικής ταυτότητας προϋπέθετε έναν συνδυασμό  του τουρκικού  εθνικισμού με το  μετριοπαθές Ισλάμ,  μια συμφιλίωση της δημοκρατίας  και του καπιταλισμού με το Ισλάμ , ισχυριζόταν ο Νταβούτογλου.      

Αφού πέτυχε ακυρωτική απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για την καταδίκη του το 1998, ο Ερτογάν ανέλαβε επίσημα τον Μάρτιο του  2003  την Πρωθυπουργία. Ο Γκιούλ   έγινε υπουργός Εξωτερικών. Όπως αναφέρθηκε , δεν έπρεπε να αποκαλυφθεί η μυστική  ισλαμική ατζέντα.  Τα μείζονα θέματα ήταν η  συρρίκνωση του ρόλου του  στρατού  και η ανόρθωση της οικονομίας.  Τον Ιούλιο του 2003 αποδυνάμωσε το Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας. Οι στρατηγοί δεν είχαν πλέον το δικαίωμα , μέσω του  Συνταγματικού Δικαστηρίου, να καθαιρέσουν τον Πρωθυπουργό  ή  να κάνουν   πραξικόπημα. Μιλούσε για Δημοκρατία και μελλοντική  ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη,  ανοίγοντας το 2005 τα ενταξιακά κεφάλαια, αλλά  ο   πραγματικός του σκοπός ήταν   η συρρίκνωση  του ρόλου του στρατού. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις συναντούσαν εμπόδια. Η ΕΕ,  αγνοώντας  τη σημασία του στρατού στην Τουρκία,  επέμεινε  στη συρρίκνωση του ρόλου  του στρατού.  Προφασιζόμενος την απόπειρα πραξικοπημάτων, τα επόμενα χρόνια καθαιρούσε ανώτατους αξιωματικούς. Το 2007 ο Γκιούλ εκλέχτηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το  2008 η Βουλή  ψήφισε  νόμο  για την μαντίλα των γυναικών στα Πανεπιστήμια. Ο Γκιούλ ως Πρόεδρος  δεν αντιστάθηκε. Σχετικά με την οικονομία,  ο Ερντογάν αντιλήφθηκε ότι η συνταγή των ιδιωτικοποιήσεων  τον συνέφερε,  κρατικές επιχειρήσεις δίνονταν  σε συγγενείς του και ομοϊδεάτες  του, αλλά έπρεπε να  υπάρξει  και ανάπτυξη. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η Τουρκία θεωρήθηκε από τους Άραβες ασφαλής χώρα για επενδύσεις. Η εισροή αραβικών κεφαλαίων και   η λήψη δανείων από Αραβικές τράπεζες  έδωσαν μια ώθηση στον κατασκευαστικό  κυρίως τομέα,  εξασφαλίζοντας θέσεις εργασίας  με εταιρείες κομματικών  συγγενών του, ενώ στη Ανατολία, όπως και επί Οζάλ, αναδύθηκε μια τάξη  κομματικών επιχειρηματιών (οι τίγρεις  της Ανατολίας). Δημιουργήθηκε  μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας.  Οικονομολόγοι επισήμαναν, ωστόσο,  ότι η γρήγορη  υπερθέρμανση  της τουρκικής οικονομίας ενείχε τον κίνδυνο εκδήλωσης αρρυθμιών, ότι είχε τα δομικά χαρακτηριστικά μιας πιστωτικής φούσκας . Σοβαροί Τούρκοι αναλυτές επισήμαναν ότι Τουρκία μπορεί θεωρητικά να ανήκει στους G- 20,  όμως δεν  είναι  παίχτης  στο διεθνές οικονομικό  σύστημα,  ότι εισάγει παρά   εξάγει  κεφάλαια.  Κρίνοντας  εκ των υστέρων  τα πράγματα, μάλλον δικαιώθηκαν.

Μετά την παράδοση  του Οτσαλάν, οι  σχέσεις Συρίας- Τουρκίας  βελτιώθηκαν σημαντικά. Το 2004 ο Σύρος Πρόεδρος  Bashar al Assad,   γιος του Hafez al Assad ,  επισκέφθηκε την Τουρκία. To   ό,τι ήταν Αλεβίτης, δεν  είχε σημασία  για τον Ερντογάν  σε  επικοινωνιακό  επίπεδο. Οι διμερείς σχέσεις βελτιώθηκαν σε τέτοιο βαθμό που έγιναν και κοινές στρατιωτικές ασκήσεις. Το ζεύγος Ερντογάν , με τη σύζυγο  του Ερντογάν να φοράει πάντα  μαντίλα, έκανε διακοπές με το ζεύγος Assad,  με τη σύζυγο του Bashar al Assad  να  φορά  ευρωπαϊκή  ενδυμασία, έχοντας   ζήσει στην Αγγλία. 

Οι κινήσεις του ήταν  προσεχτικές, δεν έπρεπε  όμως  να ξεχνά  τις ρίζες του και τη  μελλοντική ισλαμική ατζέντα. Το 2003 δεν επέτρεψε τη διέλευση  αμερικανικών  στρατευμάτων   από το έδαφος  της Τουρκίας κατά του Ιράκ για την ανατροπή του Saddam Hussein. Από τη διάλυση  του Ιράκ    αναδείχτηκε κουρδική  οντότητα στο Βόρειο Ιράκ και άρχισε να  συγκροτείται κουρδική  ταυτότητα. Το Μάιο του 2009 διόρισε  τον Αχμέτ Νταβούτογλου ως υπουργό Εξωτερικών ,  στη θέση  του Αλί  Μπαμπατζάν. Τον Νοέμβριο  του 2009  ο Νταβούτογλου εξήγγειλε από το Σαράγιεβο   το δόγμα του Νεοθωμανισμού

Έχουμε κοινή ιστορία, κοινό πεπρωμένο,  κοινό μέλλον. Όπως  και τον 16ο αιώνα, όταν  τα  οθωμανικά Βαλκάνια αναδύονταν , εμείς θα καταστήσουμε  πάλι  τα Βαλκάνια, τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή – μαζί με την Τουρκία- το κέντρο της παγκόσμιας  πολιτικής στο μέλλον. Αυτός  είναι ο στόχος  της τουρκικής  εξωτερικής πολιτικής   και θα τον πετύχουμε.  Θα ενώσουμε  πάλι τα Βαλκάνια , τη Μέση Ανατολή  και τον Καύκασο στη βάση των αρχών της περιφερειακής και  παγκόσμιας ειρήνης, όχι μόνο  για μας, αλλά και για την ανθρωπότητα. 

Σύμφωνα    με τον Νταβούτογλου, η Τουρκία όφειλε  να ασκεί μια πολιτιστική διπλωματία  ( διατήρηση και ανακαίνιση των οθωμανικών μνημείων,  αλλά  από την τουρκική εταιρεία ΤΙΚΑ ) και μια οικονομική  διπλωματία. Ο διακηρυγμένος απ΄αυτόν Νεοθωμανισμός  ήταν ένα μίγμα μετριοπαθούς ισλαμισμού, τουρκισμού  (ή παντουρκισμού)  και οθωμανικού αταβιστικού συνδρόμου. Εκδηλωνόταν  με την αντίστοιχη μορφή, ανάλογα με την περιοχή ( στον αραβικό κόσμο ως ισλαμισμός- παράδοση του σουλτανικού Χαλιφάτου- στον Καύκασο και στην  Κεντρική Ασία ως παντουρκισμός, στα Βαλκάνια ως νεοθωμανικός πολιτιστικός ιμπεριαλισμός.

Όταν στις 27 Δεκεμβρίου 2009  το  Ισραήλ εισέβαλε στρατιωτικά  στην αυτοδιοικούμενη λωρίδα  της Γάζας  για να αποδυναμώσει την Χαμάς και  να τερματίσει  την μακροχρόνια εκτόξευση πυραύλων κατά του Ισραήλ,  στις 28 Δεκεμβρίου 2009  στο Davos  ο Ερντογάν  λογομάχησε με τον Πρόεδρο του Ισραήλ  Simon Peres και εγκατέλειψε επιδεικτικά  το βήμα του ομιλητή. Υπήρχε  σκοπιμότητα, η Χαμάς που ελέγχει τη λωρίδα της Γάζας είναι δημιούργημα των Αδελφών Μουσουλμάνων, η Φατάχ που δρα στην Δυτική Όχθη  είναι η πολιτική εκπρόσωπος της άλλοτε PLO. O Ερντογάν ανήκει στους Αδελφούς  Μουσουλμάνους. Η πράξη του  εγκωμιάστηκε από τους Παλαιστίνιους ως ηρωική,  αλλά  και από απλούς Τούρκους πολίτες.   Όταν στις 31 Mαΐου 2010 έξι  τουρκικά πλοία, φαινομενικά με ανθρωπιστική βοήθεια, αλλά υπήρχε  η υποψία για όπλα,  επιχείρησαν  να άρουν τον αποκλεισμό της  Γάζας , το ναυτικό του Ισραήλ , σε διεθνή ύδατα, τα κούρσεψε και σκότωσε  εννέα Τούρκους ακτιβιστές. Η Τουρκία  ανακάλεσε τον πρεσβευτή της από το Ισραήλ.  

Ο Ερντογάν αποσκοπούσε  πρωτίστως στην εμπέδωση της εξουσίας του . Στις εκλογές της 22 Ιουλίου 2007  κέρδισε το 47%  των ψήφων. Στις 12 Σεπτεμβρίου 2010 , επέτειο  του πραξικοπήματος  του 1980, διεξήχθη δημοψήφισμα  για συνταγματική αναθεώρηση  με βασικά σημεία την  παρεμπόδιση της απαγόρευσης κομμάτων και  την αναβάθμιση των πολιτικών δικαστηρίων έναντι των στρατοδικείων,  το  σύνθημα ήταν ‘’ περισσότερη Δημοκρατία’’.  Επακολούθησαν συλλήψεις στρατηγών. Το 58%  ψήφισε  τη συνταγματική αλλαγή.  Στις βουλευτικές εκλογές  της 10ης Ιουνίου  2011 κέρδισε το 49, 8 % των  ψήφων. 

Η  λεγόμενη Αραβική Άνοιξη το 2011 ‘’αποκάλυψε’’  το πραγματικό πρόσωπο   του Ερντογάν.   Ερντογάν και Νταβούτογλου πίστευαν ότι επέστη  τη στιγμή  ο αραβικός κόσμος  να βρει το   φυσικό  του  χώρο , υπό τουρκική / νεοθωμανική κηδεμονία, και να απαλλαγεί οριστικά από τη δυτική αποικιοκρατία  και τα κοσμικά  στρατιωτικά  καθεστώτα με τη νίκη των Αδελφών  Μουσουλμάνων.   Αφορμή για τη Αραβική άνοιξη  ήταν η αυτοπυρπόληση  ενός  μικροπωλητή στην Τυνησία  που δεν  είχε άδεια πώλησης, ακολούθησαν ταραχές στην Αίγυπτο, στη Συρία,  και ο πόλεμος στη  Λιβύη,  διαφάνηκαν τα  οικονομικά  και κοινωνικά προβλήματα των αυταρχικών στρατιωτικών  καθεστώτων από τα οποία τροφοδοτούνταν  οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι.  Για την Τουρκία ιδιαίτερη σημασία είχε η Συρία και η Αίγυπτος, η μήτρα των Αδελφών Μουσουλμάνων, που τώρα εξελίσσονταν σε κόμμα. Και στις δύο χώρες  τα στρατιωτικά καθεστώτα είχαν προϊστορία με τους   αδελφούς Μουσουλμάνους.  Στην Αίγυπτο  είχαν εκδιωχθεί ανηλεώς επί Νάσσερ ( 1954- 1970) ,  ο Σαντάτ  ( 1970-  1981) επέδειξε μια μικρή ανεκτικότητα , αλλά δολοφονήθηκε  από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους τον Σεπτέμβριο του 1981, λόγω  των μονομερών  συμφωνιών Camp David  με το  Ισραήλ ( 1978-79), χωρίς επίλυση του Παλαιστινιακού ,  ο νέος Πρόδερος  Μουμπάρακ  είχε  αρνητική  στάση απέναντι  στους Αδελφούς  Μουσουλμάνους. Τώρα οι Αδελφοί  Μουσουλμάνοι, οργανωμένοι σε κόμμα, κέρδισαν   τις εκλογές  υπό τον   Μόρσι το 2012, συνεργάστηκαν με τους Σαλαφιστές, επέβαλαν πραγματική ισλαμική τρομοκρατία ( με θύματα  κυρίως Κόπτες  χριστιανούς) , δεν έλυσαν κανένα οικονομικό πρόβλημα,    με αποτέλεσμα να ανατραπούν από τον στρατό το καλοκαίρι  του 2013.  Όταν ο Μόρσι, ως νέος Φαραώ ήταν   στην εξουσία, ο Ερντογάν ως  νέος σουλτάνος , απόγονος του Σελίμ  Α’ που κατέλαβε τη Αίγυπτο και έλαβε το τίτλο του Χαλίφη το 1571, επισκέφθηκε την Αίγυπτο, αποβλέποντας σε συμμαχία.  Η επέμβαση  του αιγυπτιακού  στρατού κατά των Αδελφών Μουσουλμάνων  το 2013 ματαίωσε  τα σχέδιά του . Για το λόγο αυτό μισεί θανάσιμα τον  Σίσι.

Μη ευέλικτη υπήρξε και η στάση του στη Συρία, όπου  η ισλαμική αλληλεγγύη με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους υπερίσχυσε της φιλίας του  με τον  Assad το 2011.  Η οικογένεια  Assad  είναι Αλεβίτες   και ανήκει    στο  ‘’σοσιαλιστικό’’ Κόμμα  Baath.  Από το 1963 το κόμμα  διείσδυσε  στον πολιτικό  βίο της Συρίας, όπου κυβερνούσε η  πλειοψηφία τω  Σουνιτών . Το 1966  ριζοσπαστικοί  αξιωματικοί  του Κόμματος Baath  με πραξικόπημα  επέβαλαν τον πατέρα Hafez al Assad  ως υπουργό Αμύνης. Ο Πρόεδρος   και ο   Πρωθυπουργός  παρέμειναν Σουνίτες.  Με τη δύναμη του στρατού  το 1970 οι Αλεβίτες  του Κόμματος  Baath  κατέλαβαν ολοκληρωτικά την εξουσία και ο Hafez al Assad από τη Λαττάκια   έγινε Πρόεδρος, εκτοπίζοντας πλήρως την πλειοψηφία των Σουνιτών, που είχαν τα προπύργιά τους  στις πόλεις Homs, Hama   και  Aleppo ( Χαλέπι).  Αλλά η  έννοια Σοσιαλισμός  στον αραβικό κόσμο σήμαινε απλά κοσμικό κράτος, εθνικοποίηση  των ξένων επιχειρήσεων και αγροτική  μεταρρύθμιση . Δεν είχε σχέση με τον δυτικό Μαρξισμό  και την πάλη των τάξεων.    Στη Συρία η πλειοψηφία (70 %) είναι Σουνίτες, οι Αλεβίτες, οι Δρούζοι Μουσουλμάνοι ( πιστεύουν στη μετεμψύχωση), οι Σιΐτες  και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί  είναι μειοψηφία. Για να διατηρηθεί  η συνοχή  του θρησκευτικού  μωσαϊκού  χρειαζόταν πρωτίστως μια ισορροπημένη  οικονομική και κοινωνική πολιτική, όπως και μια επικοινωνιακή  πολιτική.  Ο Assad  ,  αν και Αλεβίτης, προσευχόταν  επιδεικτικά  στο τζαμί  των  Ομμαϋαδών  στη Δαμασκό, έδρα του πρώτου Χαλιφάτου.   Ο πατήρ Assad  στράφηκε  στη Σοβιετική  Ένωση  και στα κομμουνιστικά κράτη για βοήθεια, ιδιαίτερη  η κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία   χορηγούσε δάνεια στη Συρία, το 1971 η Σοβιετική Ένωση απέκτησε ναυτική βάση   στην  Tartus – Lattakia. To 1973  ο Hafez al Assad   σχεδίαζε να μετονομάσει   στο Σύνταγμα  τη Συρία σε ‘’Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Συρίας ‘’. Από τους Σουνίτες  κατηγορήθηκε για ‘’αθεϊσμό ‘’ και προκλήθηκε εξέγερση.  Με την άνοδο του είχε το Ισλάμ τα επόμενα χρόνια  ( ιρανική  επανάσταση τον  Φεβρουάριο  1979, εξέγερση της Μέκκας  τον Νοέμβριο   του 1979 και ενίσχυση   των Wahhabi - πουριτανοί του Ισλάμ, ακραίοι φονταμενταλιστές-  από την Σαουδική βασιλική οικογένεια, δολοφονία του Σαντάτ στην Αίγυπτο  το 1981) προκάλεσαν νέα εξέγερση  των Σουνιτών ,  στις  αρχές  του 1982 στην πόλη Hama, που    κατεστάλη βίαια από τον αδελφό του Hafez al  Assad.   Μετά τη πτώση  της Σοβιετικής  Ένωσης και των κομμουνιστικών χωρών η Συρία απώλεσε την εξασφάλιση δανείων. Ο διάδοχος, ο γιός του,    ο Bashar al Assad,   περιέκοψε επιδόματα  και έλαβε μέτρα φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, με αποτέλεσμα κρούσματα   διαφθοράς επαρχιακών διοικητών. Σε μια επαρχιακή  διαδήλωση κατά της διαφθοράς  η αστυνομία και ο στρατός χρησιμοποίησαν υπέρμετρη βία από φόβο μήπως οι Σουνίτεs επιδιώκουν εκδίκηση για τα αιματηρά  γεγονότα του 1973 και 1982 . Η μη ευέλικτη συμπεριφορά του  γιου Assad  προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο.  Όταν  ο Bashrar al Assad  απέρριψε διαμεσολάβηση της  Τουρκίας, η Τουρκία στάθηκε στο πλευρό   των εξεγερμένων Σουνιτών, συγκροτήθηκε ένας σουνιτικός άξονας με την ανάμιξη της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ. Οι δυνάμεις του Assad  αντιστέκονταν,  τον Μάρτιο του 2013 και το  αυτοαποκαλούμενο’’ Ισλαμικό  Κράτος του Ιράκ’’  κατέλαβε περιοχές της Βορείου Συρίας  με πρωτεύουσα τη Ράκκα , στις αρχές του 2014 το Ισλαμικό Κράτος  κατέλαβε πολλές περιοχές  του Βορείου Ιράκ, στις 20 Ιουνίου   ο Abu Bakr al -  Baghati   ανακήρυξε την ίδρυση Χαλιφάτου (ISIS)  από τη Μοσούλη.  Καθώς οι Κούρδοι  της Τουρκίας είχαν το αίτημα  για αυτονομία ( και όχι απλά αναγνώριση γλώσσας), ο Ερντογάν  συνεργάστηκε με τον ΙSIS   για να αποτρέψει στο Ιράκ και τη Συρία την ίδρυση  κουρδικού  κράτους.  Χωρίς την Τουρκία ως χώρα διέλευσης τρομοκρατών ο    ΙSIS  δεν θα μπορούσε να  αναπτυχθεί.   Έμεινε απαθής η Τουρκία, όταν οι Κούρδοι με αμερικανική βοήθεια, στις  αρχές του 2015, υπερασπίστηκαν επιτυχώς το Kobani.  Στη Συρία τα όρια μεταξύ μετριοπαθούς και ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης ήταν ρευστά. Όταν  το 2015 και η Ρωσία στάθηκε στο πλευρό  του Assad,  ο σουνιτικός άξονας διασπάστηκε και η Τουρκία φάνηκε  να αποστασιοποιείται από τον ΙSIS , καιροσκοπικά και επιλεκτικά. Ως αντίδραση ο ISIS    έπληξε και τουρκικούς  στόχους  για την ‘’προδοσία’’.                                                                                                                 
Το καθεστώς Ερντογάν που  επαινούνταν από τη Δύση ως φάρος εκδημοκρατισμού και οικονομικής ανάπτυξης  χρησιμοποίησε υπέρμετρη  βία για να διαλύσει μια περιβαλλοντική   διαμαρτυρία  για την καταστροφή του πάρκου Γκεζί, στη πλατεία Τaksim. Οι ταραχές απλώθηκαν και σε άλλες πόλεις  ως διαμαρτυρία  για την επαυξανόμενη αυταρχικότητα του καθεστώτος. Με  την καταστροφή  του πάρκου ο Ερντογάν ήθελε να κατασκευάσει  τζαμί. Υπήρχε  και ένας συμβολισμός. Από το χώρο αυτό άρχισε τον Απρίλιο του 1909 η αντεπανάσταση του Αβδούλ Χαμίτ Β΄ κατά των Νεοτούρκων.  Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ  Β΄ με την πανισλαμική ιδεολογία είναι το πρότυπο του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης  και Ανάπτυξης.  Άλλωστε η πλατεία Taksim  ήταν συνδεδεμένη  με τις αιματηρές απεργίες της εργατικής πρωτομαγιάς. Μετά το Γκεζί τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Επειδή ο Γκιουλέν διαφώνησε με τη χρήση βίας, ο Ερντογάν έκλεισε τα σχολεία του Γκιουλέν, επιφέροντας  οικονομικά πλήγματα στο κίνημά του. Τον Δεκέμβριο  του 2013 οι Γκιουλενικοί αποκάλυψαν  σκάνδαλα   του διεφθαρμένου  περιβάλλοντος του Ερντογάν.   Άρχισε ένας ενδοϊσλαμικός πόλεμος  που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, καθώς ο Ερντογάν επιδίωξε να εξαρθρώσει το  πολύπλευρο  δίκτυο του Γκιουλέν. Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2015  απώλεσε την απόλυτη πλειοψηφία και Κουρδικό Κόμμα με 13% μπήκε στη Βουλή. Ο Ερντογάν αρνήθηκε  τη συνεργασία με  άλλα κόμματα , προκήρυξε  πρόωρες εκλογές την 1η Νοεμβρίου  2015  και  κέρδισε   την απόλυτη πλειοψηφία με τις ψήφους  των ακραίων εθνικιστών . Ήρε τη ασυλία των Κούρδων βουλευτών.  Η διακυβέρνησή  του   έγινε αυταρχική. To  πραξικόπημα  της 15ης Ιουλίου 2016, οργανωμένο ίσως από τους  υπό απόλυση Γκιουλενικούς αξιωματικούς, ήταν’’ κακότεχνο’’, για το οποίο γνώριζαν οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, έχασε τον  χαρακτήρα του αιφνιδιασμού, εκδηλώθηκε βράδυ, αντί για μεταμεσονύχτιες ώρες , και απέτυχε.  Αν δεν είχε γίνει αντιληπτό έγκαιρα το σχεδιαζόμενο  πραξικόπημα, ο Ερντογάν θα είχε  απολύσει τον αρχηγό των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, τον  Hakan  Fidan. Δεν   είναι βέβαιο αν ίδιος ο  Γκιουλέν είχε ανάμιξη.  Πάντως, χρησιμοποιήθηκε το πραξικόπημα  από  τον Ερντογάν ως δικαιολογία για κύμα  εκκαθαρίσεων από   τους Γκιουλενικούς που προσέλαβε τον χαρακτήρα  μεσαιωνικής καταδίωξης  μαγισσών, όπως   και για μεταβολή του πολιτεύματος σε Προεδρική  Δημοκρατία το 2017, με  επαυξημένες τις αρμοδιότητες του Προέδρου.   

Η τουρκική κοινωνία είναι πολωμένη όσο ποτέ, η οικονομία άρχισε να παρουσιάζει σημάδια κρίσης, η λίρα  υποτιμήθηκε. Στην εξωτερική πολιτική ο νεοθωμανισμός  αποδείχτηκε παρωχημένος, η Τουρκία έχει προβλήματα σε όλους τους γείτονες, τα βαλκανικά κράτη προσβλέπουν στην ΕΕ, με το αντικουρδικό  σύνδρομο η Τουρκία βλέπει παντού τρομοκράτες, στη Μέση Ανατολή η κατάσταση εξελίχθηκε διαφορετικά απ’ ό,τι πίστευαν οι Εντογάν και Νταβούτογλου, η Τουρκία δεν είναι πρωταγωνιστής. Στο Βόρειο Ιράκ μπορεί οι Κούρδοι να μην απέκτησαν ανεξάρτητο κράτος,  αλλά εμπεδώνεται μέσω της αυτονομίας κουρδική  ταυτότητα. Οι Κούρδοι, ζώντας σε 4 κράτη, δεν έχουν  ενιαία ταυτότητα. Στη Συρία και στο Ιράκ, η κουρδική  ταυτότητα αναπτύχθηκε σε αντίθεση με  τους Άραβες, στην Τουρκία σε αντίθεση με τους Τούρκους, στο Ιράν, παρά τη συγγένεια της κουρδικής  με τη περσική, σε θρησκευτική κυρίως  βάση. Οι Κούρδοι είναι Σουνίτες, οι Πέρσες  Σιΐτες.  Στη Συρία οι Κούρδοι πολέμησαν το Ισλαμικό Κράτος  και θα είναι συνταγματική συνιστώσα  στη νέα Συρία. Αν καταφέρουν να συνδεθούν εδαφικά και  ενεργειακά  με τους Κούρδους του Ιράκ γίνονται παράγοντας στη Μέση Ανατολή.

Η τουρκική εισβολή νωρίτερα στο Αφρίν και η προγενέστερη   κατάληψη ορισμένων πόλεων (Jarablus, Al bab) αποσκοπούσε να αποτρέψει την επικοινωνία Κουρδικών θυλάκων.  Η μικρή υποχώρηση των Κούρδων από τη Βόρειο Συρία για τη δημιουργία ζώνης  ασφάλειας αποσκοπούσε από τους Αμερικανούς  να διασκεδάσει τους φόβους των Τούρκων ότι η Τουρκία  κινδυνεύει από τους Κούρδους  πολιτοφύλακες  της Συρίας, επέφερε όμως την προσέγγιση των Κούρδων  με τον Assad,  ενώ   οι Αμερικανοί δεν έχουν εντελώς  εγκαταλείψει τη Συρία. Γαλλία και  Αμερική  έχουν προσκαλέσει Κούρδους στρατηγούς. Το παιχνίδι του Ερντογάν  με τη Μόσχα είναι τακτικισμός, η Ρωσία θέλει τον Τουρκία ταραξία εντός του ΝΑΤΟ, και θα ολοκληρώσει το πρόγραμμα των S- 400, αν η Τουρκία εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ, κάτι που η Άγκυρα  δεν θα κάνει. Παρά τις μπίζνες με την Τουρκία, η Ρωσία  δεν εγκαταλείπει τον Assad, βομβαρδίσει με τη συριακή αεροπορία το Ιντλίπ, το τελευταίο καταφύγιο των τχιζαντινών  ( η προγενέστερη συμφωνία Ρωσίας – Τουρκίας  για ‘’ ζώνη αποκλιμάκωσης’’ στο Ιντλίπ δεν απέδωσε) και στηρίζει  τον Χαφτάρ  στη Λιβύη.   Είναι παραλογισμός η θέση του Ερντογάν ότι το ΝΑΤΟ δεν προστάτευσε την Τουρκία  από τους  ‘’τρομοκράτες’’ Κούρδους   της Βόρειας  Συρίας, η Τουρκία  εκβιάσει την ΕΕ με το προσφυγικό,  οι παράνομες γεωτρήσεις στην  Κύπρο και  το  πρόσφατο μνημόνιο με τη Λιβύη- κράτος παρία- είναι σπασμωδικές κινήσεις που  δείχνουν  το αδιέξοδο και  την ανασφάλεια της Τουρκίας.    Σωστά ενεργεί , έστω και καθυστερημένα,   η ελληνική διπλωματία,   που σπεύδει  να ανακηρύξει ΑΟΖ με την Αίγυπτο και την Ιταλία, και συνάπτοντας συμμαχίες προς απομόνωση της Τουρκίας. Ο γράφων  δεν είναι ειδικός για το Διεθνές Δίκαιο ή το Δίκαιο  της   Θάλασσας για να υποβάλει προτάσεις επί του πρακτέου.   Αν όμως είχε οροθετηθεί , έστω και μερικώς,  υφαλοκρηπίδα/AOZ  με την Αίγυπτο, θα κατοχυρωνόταν η επήρεια των νησιών    από τη Ρόδο μέχρι την Κρήτη, εκτιμούν ειδικοί. 

Η Τουρκία του Ερντογάν δεν μπορεί να παίξει στα νέα δεδομένα. Ο Ερντογάν, με ελλιπή μόρφωση, με στενόκαρδο  επαρχιωτισμό,  με καυκάσιο αυταρχισμό, με διαβητικές εξάρσεις   και μεταπτώσεις,  με τα  οθωμανικό παζάρια , ζει με το οθωμανικό παρελθόν, είναι ένας νέος  κόκκινος  Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄, αλλά   απέτυχε να  γίνει  Χαλίφης. Αποξενώθηκε από τους άλλοτε συνεργάτες  του, τον Γκιούλ, τον  Νταβούτογλου, τον Μπαμπατζάν. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει  πως θα εξελιχθεί η αναμέτρηση στη Λιβύη και τι θα σημάνει για τον Ερντογάν μια ακόμα ήττα. Υπάρχει και  μια ιστορική αναλογία.   Τον Σεπτέμβριο  του 1911 η Ιταλία  απαίτησε τελεσιγραφικά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία  την κατάληψη της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής , επικαλούμενη τον εκπολιτιστικό της ρόλο.   Ανήσυχη  η Υψηλή Πύλη  απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο, αλλά  επέτρεψε την ιταλική οικονομική  διείσδυση  στην Τριπολίτιδα και την  Κυρηναϊκή. Η απάντησή της δεν ικανοποίησε  την Ιταλία, που κήρυξε  τον πόλεμο. Σύντομα η Ιταλία κατέλαβε την Τρίπολη  και τη Βεγγάζη και στις 5 Νοεμβρίου 1911 προσάρτησε το βιλαέτι της Τριπολίτιδας που τώρα μετονομάστηκε σε Λιβύη, οι Νεότουρκοι υπό  τον Ενβέρ Πασά  ξεσήκωναν διάφορες φυλές κατά των Ιταλών. Ο ιταλο –τουρκικός  πόλεμος  επιδείνωσε την κρίση του  οθωμανικού  κράτους και  αποσταθεροποίησε το καθεστώς των Νεοτούρκων, που έπεσαν στις αρχές Ιουλίου  1912. Έπεσε η ελεγχόμενη από τους Νεότουρκους κυβέρνηση  του Σαΐντ Πασά και σχηματίσθηκε νέα κυβέρνηση,  αποτελούμενη από μέλη  της αντιπολίτευσης των Φιλελευθέρων. 

Φυσικά τα ιστορικά γεγονότα  δεν επαναλαμβάνονται, όπως τα φυσικά φαινόμενα, για κάνει κανείς  ασφαλείς προβλέψεις.  Αλλά έχει αρχίσει ήδη η αντίστροφη μέτρηση για τον Ερντογάν. Η σύγχρονη Τουρκία χρειάζεται πολιτικούς σαν τον δήμαρχο Ιμάμογλου  ή τον Κούρδο  Ντερμιτάς που είναι στη φυλακή. Η ιδεολογική ακαμψία του κεμαλισμού πρέπει  να λειανθεί , αλλά να συνδυαστεί με τις ουσιαστικές αξίες του Ισλάμ που έχει πολλά πρόσωπα, το Κουρδικό δεν επιλύεται  με τη διαιώνιση της βίας. Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα στη γείτονα χώρα, για μας πυξίδα είναι το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Εδώ τον κύριο λόγο δεν έχουν οι ιστορικοί.      

ΤουρκίαΟθωμανική ΑυτοκρατορίαΡετζέπ Ταγίπ Ερντογάν