Ιστορία|13.02.2020 12:35

Μονομαχίες αλά ελληνικά: Ποιος νόμος και πότε τις κατήργησε

Newsroom

H μονομαχία  μεταξύ δύο ανδρών με χρήση όπλων και με βάση συγκεκριμένους κανόνες (σε αντιδιαστολή προς την αναμέτρηση χωρίς όπλα ή την αναμέτρηση με όπλα, αλλά χωρίς τυπικούς κανόνες) έχει μακρά ιστορία στην Ευρώπη. Στα βασικά στοιχεία μιας μονομαχίας περιλαμβάνονται η αιτία της (συνήθως μια λεκτική προσβολή), η πρόσκληση εκ μέρους του άντρα που προσβλήθηκε, η αποδοχή της πρόκλησης από μέρους εκείνου που προσέβαλε, η μεσολάβηση μαρτύρων και η παρουσία ιατρού. Παλαιά ευρωπαϊκά έθιμα προέβλεπαν ότι γυναίκες, γέροι και ανάπηροι μπορούσαν να εκπροσωπηθούν από τρίτο πρόσωπο.

Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, νομοθεσία για τη μονομαχία διαμορφώθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους (βλ. την ενδιαφέρουσα μελέτη του Κ. Γ. Ξένου, Η μονομαχία και το δίκαιον, εν Αθήναις, εκ του Τυπογραφείου της Ενώσεως, 1882). Στη Μεγάλη Βρετανία ο νόμος δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στην ανθρωποκτονία από πρόθεση και την πρόκληση θανάτου ένεκα μονομαχίας. Αντίθετα, η νομοθεσία των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών αντιμετώπιζε τη μονομαχία στο πλαίσιο ενός ιδιόρρυθμου δικαίου, με αντικείμενο τη διεκδίκηση της αμφισβητούμενης τιμής. Μέχρι το 1918 ο ελληνικός ποινικός νόμος προέβλεπε σχετικά ήπιες ποινές και μόνο για τους μονομάχους. Δεν γνωρίζουμε τη συχνότητα με την οποία γίνονταν μονομαχίες στην Αθήνα.

Ο λόγιος και δημοσιογράφος Γεώργιος Γατόπουλος κατέγραψε σε ένα βιβλίο που εξέδωσε το 1909 τις πιο γνωστές περιπτώσεις της εποχής του. Οπωσδήποτε κάθε ενεχόμενος είχε λόγους να είναι διακριτικός και μόνο σε περιπτώσεις τραυματισμών ή (σπανιότατα) θανάτου η μονομαχία γινόταν γνωστή. Αλλά βέβαια η Αθήνα ήταν πολύ μικρή πόλη για να μένει για πάντα κρυφός ο ιδιωτικός βίος των Αθηναίων. Πάντως, το φθινόπωρο του 1918 το «Εθνος» δημοσίευσε επικριτικά σχόλια για την καθυστέρηση της εισαγωγής στο Κοινοβούλιο του νομοσχεδίου για τη μονομαχία, ένδειξη ότι μονομαχίες εξακολουθούσαν να πραγματοποιούνται.

Ετσι εξηγείται άλλωστε για ποιο λόγο μέσα στα πάρα πολλά και οξυμένα προβλήματα που αντιμετώπιζε η ελληνική κυβέρνηση βρήκε χρόνο να ασχοληθεί με ένα ζήτημα που δεν φαίνεται και τόσο επείγον. Τελικώς το νομοσχέδιο κατατέθηκε τον Νοέμβριο του 1918, ψηφίστηκε από τη Βουλή στα μέσα Δεκεμβρίου και δημοσιεύθηκε στις 29 του μηνός στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Νόμος 1592/1918 περί μονομαχίας).

Τιμωρία των εμπλεκομένων

Με τον νέο νόμο οι ποινές που επιβάλλονταν για αδικήματα σχετικά με τη μονομαχία δεν μετατρέπονταν σε χρηματικές και δεν εφαρμόζονταν διατάξεις αναστολής για την εκτέλεση της ποινής.

Ο νόμος τιμωρούσε κατ’ αρχάς τόσο εκείνον που καλούσε σε μονομαχία όσο και εκείνον που δεχόταν με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι ενός έτους. Η ποινή επιβαλλόταν ακόμη και αν τελικώς δεν γινόταν η μονομαχία. Την ίδια ποινή αντιμετώπιζε και εκείνος που δεν αποδεχόταν την πρόσκληση σε μονομαχία, αλλά παρέλειπε να την αναφέρει στις Αρχές. Επίσης, τιμωρούνταν όλα τα πρόσωπα που ενέχονταν στο στάδιο μεταξύ προσβολής -ως αίτιου της μονομαχίας- και της πραγματοποίησης της τελευταίας. Για τον λόγο αυτόν ο νομοθέτης άλλαξε ένα βασικό στοιχείο της μέχρι τότε νομοθεσίας, ότι οι λοιποί ενεχόμενοι πλην των μονομάχων δεν τιμωρούνταν. Με τον νέο νόμο αντιμετώπιζε ποινή φυλάκισης όποιος μάθαινε ότι είχε γίνει πρόσκληση σε μονομαχία και δεν ενημέρωνε τις Αρχές. Ακόμη αυστηρότερη ποινή αντιμετώπιζε «ο παροτρύνων τινά εις μονομαχίαν μετά τρίτου» και «όστις επιδεικνύει εις άλλον περιφρόνησιν, διότι δεν προεκάλεσε τρίτον εις μονομαχίαν ή δεν απεδέχθη τοιαύτη πρόκλησιν». 

Αυστηρές ποινές

Το επόμενο σημείο ήταν η μονομαχία καθαυτή. Για την πραγματοποίησή της προβλέφθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους, εκτός αν είχε συμφωνηθεί να είναι μέχρι θανάτου, οπότε η ποινή ήταν δύο χρόνια. Σε περίπτωση θανάτωσης ή πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης λόγω της μονομαχίας, η ποινή έφτανε τα δέκα έως και δεκαπέντε χρόνια, διάρκεια που ήταν από τις πλέον αυστηρές στην Ευρώπη. Στο σημείο αυτό ο δικαστής αναζητούσε τον αίτιο της μονομαχίας, ιδιαίτερα αν την προκάλεσε λόγω «βαρείας και αδικαιολογήτου ύβρεως ή άλλης προσβολής», προκειμένου να τιμωρηθεί αυστηρότερα.

Υπήρχε όμως και η περίπτωση βαρύτερης ποινής, αν ο ένας από τους δύο μονομάχους παραβίαζε τους κανόνες της μονομαχίας και λόγω της παραβίασης σκότωνε τον άλλον. Τότε θα δικαζόταν για ανθρωποκτονία, θα εφαρμοζόταν δηλαδή η αρχή της βρετανικής νομοθεσίας.

Συναυτουργοί

Μάρτυρες, γιατροί και άλλοι βοηθοί μονομαχίας θα τιμωρούνταν ως συναυτουργοί. Φυλάκιση αντιμετώπιζαν και οι δημοσιογράφοι που δημοσίευαν ειδήσεις και σχόλια για μονομαχίες, με εξαίρεση την αναγγελία θανάτου που προήλθε από μονομαχία. Ετσι, μια εφημερίδα μπορούσε να δημοσιεύσει το γεγονός του θανάτου, όχι όμως άλλες λεπτομέρειες, εφόσον με αυτές θα έπρεπε να αναφερθεί στη μονομαχία καθαυτή.

Ο νόμος 1592/1918 όρισε ως αρμόδια δικαστήρια τα ποινικά, ακόμη και αν οι ενεχόμενοι ανήκαν στις Ενοπλες Δυνάμεις, προφανώς για την κρίση επί ενιαίας βάσεως αλλά και ίσως διότι φοβούνταν ότι οι αξιωματικοί των στρατοδικείων θα ήταν επιεικείς με τους συναδέλφους τους. Αν συνέτρεχε περίπτωση προφυλάκισης, δεν είχαν ισχύ οι διατάξεις για προσωρινή απόλυση με εγγύηση. 

Η κατάργηση

Ο νόμος του 1918 τροποποιήθηκε μόλις το 1951 με την εισαγωγή του Ποινικού Κώδικα, ενώ οι σχετικές διατάξεις (μεταξύ των οποίων και η μη απόλυση με εγγύηση) καταργήθηκαν τελείως μόλις με τον Νόμο 3904/2010. Ετσι, αν σήμερα γινόταν μονομαχία και ένας από τους δύο μονομάχους έπεφτε νεκρός, ο άλλος θα δικαζόταν για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, ενώ όλοι οι άλλοι ενεχόμενοι ως συνεργοί του. 

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο «Εθνος της Κυριακής» (2/2018)

μονομαχίανόμοςΔικαιοσύνη