Η δύσκολη διαδικασία της αναγνώρισης των Αντιστασιακών Οργανώσεων: Μια ιστορία με πολλές προεκτάσεις
Συνέντευξη με την ιστορικό Μάγδα Φυτιλή🕛 χρόνος ανάγνωσης: 12 λεπτά ┋
Τρεις κύκλοι αναγνώρισης των αντιστασιακών ομάδων που άρχισαν αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου και κράτησαν μέχρι και το 2006. Η αρχική μη αναγνώριση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης, ο ρόλος του Εμφυλίου αλλά και οι 246 οργανώσεις που αναγνωρίστηκαν μέσα στην Επταετία της Δικτατορίας συνθέτουν ορισμένα από τα κομμάτια του παζλ της έρευνας των ιστορικών Μάγδας Φυτιλή, Μάνου Αυγερίδη και Ελένης Κούκη στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Πολιτικές Αναγνώρισης: Η μεταζωή της ελληνικής Αντίστασης στο Δίκαιο, την Ιστορία και τη Μνήμη (1944-2006)».
Μιλώντας στο ethnos.gr, η κ. Φυτιλή εξηγεί για ποιο λόγο χρειάστηκαν τρεις κύκλοι αναγνώρισης, πώς η διαδικασία αυτή επηρέασε και επηρεάστηκε από το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό σκηνικό και πώς αρχικά χρησιμοποιήθηκε στην προσπάθεια απονομιμοποίησης της Αριστεράς. Παράλληλα, εξηγεί πώς η Χούντα επιχείρησε να εργαλειοποιήσει τη διαδικασία της αναγνώρισης και γιατί «η αναγνώριση του 1982 από το ΠΑΣΟΚ ήρθε να διορθώσει μία ιστορική αδικία».
Δείτε όλη την έρευνα εδώ
Πώς προέκυψε το αίτημα για αναγνώριση και γιατί χρειάστηκαν 3 κύκλοι αναγνώρισης; Στη δημόσια συζήτηση η αναγνώριση έχει ταυτιστεί μόνο με τον νόμο του 1982.
Το ζήτημα της απόδοσης τιμών σε όσους αγωνίστηκαν ενάντια στο φασισμό προέκυψε αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε όλη την Ευρώπη. Η αναγνώριση της αντιστασιακής δράσης υπήρξε, ουσιαστικά, προϋπόθεση για την ομαλή μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη, την αποκατάσταση του κράτους και της κοινωνικής συνοχής. Από τη μία πλευρά, το ηθικοπολιτικό κεφάλαιο της Αντίστασης ήταν απαραίτητο για τη νομιμοποίηση των μεταπολεμικών κυβερνήσεων. Από την άλλη, οι κυβερνήσεις αυτές όφειλαν να βρουν ένα modus vivendi ανάμεσα στην αναγνώριση εκείνων που αντιστάθηκαν και στην τιμωρία όσων συνεργάστηκαν.
Στην Ελλάδα, τα Δεκεμβριανά άλλαξαν άρδην όλες τις ισορροπίες και τις προτεραιότητες. Η μεγαλύτερη και μαχητικότερη αντιστασιακή οργάνωση της χώρας, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, θεωρήθηκε άμεση απειλή για το ανά σύσταση κράτος. Ένα μεγάλο τμήμα του ένοπλου δοσιλογισμού ενσωματώθηκε στον κρατικό μηχανισμό προτού καν ξεκινήσουν οι εκκαθαρίσεις, ενώ οι μη εαμικές οργανώσεις που πήραν μέρος στα Δεκεμβριανά, εντάχθηκαν στην Εθνοφυλακή ή/και μετεξελίχθηκαν σε πολιτικά κόμματα, όπως ο ΕΔΕΣ και η Χ, και οι εθνικόφρονες οπλαρχηγοί που διέθεταν ισχυρά τοπικά δίκτυα εξουσίας, αναβάθμισαν τη θέση τους και τις πολιτικές τους αξιώσεις.
Έτσι, ο πρώτος κύκλος αναγνώρισης, που ξεκίνησε στο τέλος του Εμφυλίου, στόχευε στον πλήρη αποκλεισμό του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και στην κατασκευή μιας ισχυρής μη κομμουνιστικής Αντίστασης. Παρότι η διαδικασία διήρκησε μέχρι το 1965, άφησε πολλές εκκρεμότητες, πυροδότησε αντιδράσεις και γέννησε διεκδικήσεις στον κόσμο της μη εαμικής Αντίστασης – π.χ. ένα διαρκές αίτημα για παροχή συντάξεων. Η δυσαρέσκεια των εθνικοφρόνων αντιστασιακών συνέβαλε στη δημιουργία ενός αφηγήματος περί «αδικαίωτης Αντίστασης», ωστόσο, ήταν ο αποκλεισμός της Αριστεράς εκείνος που διαρκώς επικαιροποιούσε το ζήτημα της αναγνώρισης, ως ένα αίτημα για ισότιμη ενσωμάτωση στην πολιτική και στην κοινωνία.
Η Δικτατορία του 1967 εκμεταλλεύτηκε το πάγιο αίτημα για συντάξεις, ώστε να επανεκκινήσει την αναγνώριση και να την εργαλειοποιήσει πολιτικά. Στο νέο αφήγημα περί Εθνικής Αντίστασης, ο κομμουνισμός καταδικαζόταν ρητά ως ο ένας από τους δύο εχθρούς του έθνους (ο κύριος στην πραγματικότητα), με αποτέλεσμα ο αντιστασιακός αγώνας να περιλαμβάνει και τον εμφύλιο πόλεμο.
Η αναγνώριση του 1982 από το ΠΑΣΟΚ ήρθε να διορθώσει μία «ιστορική αδικία». Η κοινωνική πίεση άλλωστε στην Μεταπολίτευση ήταν μεγάλη. Το κράτος δεν αναγνώριζε μόνο την κεντρική συνεισφορά του ΕΑΜ στην Αντίσταση, αλλά επίσης τη δυσμενή μεταχείριση των χιλιάδων μελών του επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες και την ανάγκη για αποκατάσταση. Η μεγάλη δημοσιότητα που έλαβε η σχετική συζήτηση και η «έκρηξη μνήμης» που τη συνόδευσε κατέστησαν το νόμο του 1982 ορόσημο. Το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και η ΕΠΟΝ μετατράπηκαν για το κράτος από «αντεθνικές» οργανώσεις σε ραχοκοκαλιά του αντιστασιακού αγώνα ολόκληρου του ελληνικού λαού. Και αυτή, βέβαια, η διαδικασία –ο τρίτος κύκλος αναγνώρισης που διήρκησε μάλιστα μέχρι το 2006– περιλάμβανε τους δικούς της μύθους και τις δικές της σιωπές.
Πώς επηρεάστηκε το ζήτημα της αναγνώρισης από τον εμφύλιο πόλεμο;
Καθοριστικά. Τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος παγίωσαν την κρατική αφήγηση για την Κατοχή. Για το κράτος, η αριστερή Αντίσταση ήταν μια υποχθόνια πολιτική κίνηση που είχε παραπλανήσει το λαό με μοναδικό στόχο τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Έτσι, ο κύριος στόχος της αναγνώρισης ήταν ο αποκλεισμός του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, καθώς και προσωπικοτήτων που είχαν συνεργαστεί μαζί του. Ταυτόχρονα, η καθιέρωση του «διμέτωπου» αγώνα –εναντίον των αρχών κατοχής και των κομμουνιστών– θόλωσε εντελώς τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ Αντίστασης και δοσιλογισμού. Έτσι αναγνωρίστηκαν ως αντιστασιακές ακόμα και ανοιχτά δοσιλογικές οργανώσεις όπως ο ΕΕΣ των τριών Παπαδόπουλων στη Μακεδονία, μέλη του λεγόμενου «προδοτικού» ΕΔΕΣ Αθηνών, και στελέχη της Χ που διατηρούσαν στενές σχέσεις με την Ειδική Ασφάλεια. Ταυτόχρονα, αν και τα Τάγματα Ασφαλείας δεν αναγνωρίστηκαν ως αντιστασιακή οργάνωση, θεωρήθηκαν τακτική μονάδα του στρατού, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι οι οικογένειες των πεσόντων δικαιούνταν σύνταξη βάση του ΑΝ 1119/1946.
Γιατί υπάρχουν τόσες πολλές αντιστασιακές οργανώσεις; Στο ευρύ κοινό δεν πρέπει να υπάρχουν περισσότερες από τρεις οργανώσεις γνωστές. Οι υπόλοιπες τι ήταν;
Ο πρώτος κύκλος αναγνώρισης (1949-1965) περιλάμβανε 108 οργανώσεις. Αυτός ο μεγάλος αριθμός οργανώσεων υπάκουε αφενός στην κρατική ανάγκη ανάδειξης μιας μαζικής και πανελλαδικής εθνικόφρονας Εθνικής Αντίστασης και αφετέρου στην ικανοποίηση των πιεστικών αιτημάτων τοπικών οπλαρχηγών. Κάποιες οργανώσεις, όπως οι ΕΔΕΣ/ΕΟΕΑ απέκτησαν πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς μπορούσαν να αντισταθμίσουν την απουσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, με την αναγνώριση 25 οργανώσεών τους πανελλαδικά, χάρη και στον αναβαθμισμένο πολιτικό ρόλο που απέκτησε ο αρχηγός τους, Ναπολέων Ζέρβας. Τμήμα των οργανώσεων που αναγνωρίστηκαν ως ΕΔΕΣ, στην πραγματικότητα ήταν ανεξάρτητες ομάδες, κάποιες άλλες υπήρξαν μόνο στα χαρτιά ή ήταν μικρές επιτροπές τοπικών παραγόντων. Ταυτόχρονα, αναγνωρίστηκε πλήθος οργανώσεων λόγω, κυρίως, της σύγκρουσής τους με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, όπως η ΕΣΕΑ του Αντώνη Φωστηρίδη στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, η Ταξιαρχία Εθνικοφρόνων Ανταρτών του Παύλου Γύπαρη στην Κρήτη και ο «Ελληνικός Στρατός» στην Πελοπόννησο. Στην Κρήτη αναγνωρίστηκαν 27 ομάδες, λόγω κυρίως της πίεσης που άσκησαν κρητικοί βουλευτές-πάτρωνες. Ταυτόχρονα, αναγνωρίστηκαν δεκάδες οργανώσεις πληροφοριών και δολιοφθοράς –κάποιες από αυτές με σημαντική αντιστασιακή δράση– καθώς αποτελούσαν κεντρικό τόπο αναφοράς της ελληνικής αστικής αντίστασης (ΟΑΓ, ΠΕΑΝ, Μπουμπουλίνα, Μίδας 614 κ.ά.). Τέλος, υπήρξε και μία σειρά μικρότερων οργανώσεων κυρίως της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης που δραστηριοποιούνταν είτε στην προπαγάνδα, είτε στην κατασκοπεία, είτε στην έκδοση παράνομου Τύπου (Ιερή Ταξιαρχία, Ιερά Φάλαγξ, Τρίαινα, Ελληνικόν Αίμα κ.ά.).
Παρατήρησα ότι την περίοδο της Χούντας αναγνωρίστηκαν αρκετές οργανώσεις. Πώς εξηγείται;
Πράγματι, στη Δικτατορία αναγνωρίστηκαν 246 οργανώσεις. Οι λόγοι αυτής της διόγκωσης ήταν κατά βάση τρεις. Κατ’ αρχάς, η ίδια οργάνωση αναγνωριζόταν σε διαφορετικές μορφές, καθώς για μία ανταρτική ομάδα αναγνωριζόταν και μια ομώνυμη οργάνωση πόλης. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι για τις ανταρτικές ομάδες, πέρα από το κεντρικό αρχηγείο αναγνωρίζονταν ξεχωριστά και τα λεγόμενα «υποτεταγμένα αρχηγεία». Επιπλέον, η πλήρης εξίσωση κομμουνισμού και ναζισμού επέτρεψε την αναγνώριση 25 αντικομμουνιστικών παρακρατικών ομάδων που έδρασαν κατά τη διάρκεια της Λευκής Τρομοκρατίας και του Εμφυλίου. Τέλος, αναγνωρίστηκαν και κάποιες αστικές μεταξικές αντικομμουνιστικές οργανώσεις, οι οποίες είχαν απορριφθεί στον πρώτο κύκλο. Παρ’ όλο, όμως, τον πολλαπλασιασμό νέων οργανώσεων, ο αριθμός των αναγνωρισμένων μελών έπεσε κατακόρυφα, από 75.000 στις 41.250. Η μείωση αυτή φαίνεται πως αποτελούσε μία συνειδητή επιλογή της χούντας προκειμένου να κρατήσει χαμηλά τους αριθμούς όσων θα δικαιούνταν σύνταξη.
Ποιες είναι οι συνάφειες και αποκλίσεις σε σχέση με το «ευρωπαϊκό παράδειγμα»;
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, μετά το τέλος του Β΄ ΠΠ, οι κομμουνιστές εντάχθηκαν στο έθνος και αναγνωρίστηκαν ως αντιστασιακοί, ακόμη και αν στη συνέχεια αποδείχθηκαν «ενοχλητικοί ήρωες». Στη Γαλλία, η Τέταρτη και η Πέμπτη Δημοκρατία βασίστηκαν στην πολιτική κληρονομιά της Αντίστασης. Στην Ιταλία, η Πρώτη Δημοκρατία θεωρήθηκε τέκνο της Αντίστασης και του αντιφασισμού. Από το 1947 κι έπειτα, ωστόσο, με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, οι κομμουνιστές στη Δυτική Ευρώπη ταυτίστηκαν με τον «εσωτερικό εχθρό» και εκδιώχθηκαν από τις κυβερνήσεις, στις οποίες μέχρι τότε κατά κανόνα συμμετείχαν.
Η ελληνική διαδικασία αναγνώρισης έχει πολλά κοινά με τις αντίστοιχες διαδικασίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και το Βέλγιο, αφού σε όλες τις περιπτώσεις η αναγνώριση ενείχε έναν χαρακτήρα πολιτικό, κοινωνικό, αλλά και δημόσιας τάξης. Ακόμη και η μεγάλη της διάρκεια δεν αποτελεί εξαίρεση, αφού και στην Ιταλία και την Ολλανδία η διαδικασία αναγνώρισης διήρκησε μέχρι και τη δεκαετία του 1980. Η ελληνική νομοθεσία, ωστόσο, απέκλεισε από την αρχή τους αγωνιστές της κομμουνιστικής Αντίστασης, ενώ αναγνώρισε συνεργάτες ως αντιστασιακούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποτέλεσε τον πρόδρομο του αντικομμουνιστικού αναθεωρητισμού που υιοθέτησαν πολλές χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ μετά το 1989.
Γιατί επιλέξατε την ιστοσελίδα ως έναν επιπρόσθετο τρόπο διάχυσης των αποτελεσμάτων της έρευνάς σας; Τι μένει, πλέον, ανοικτό σε επίπεδο ιστορικής έρευνας σε ό,τι αφορά την αναγνώριση της αντίστασης;
Η ιστοσελίδα έχει ένα διττό χαρακτήρα. Από τη μία μεριά, απευθύνεται σε ερευνητές προσφέροντάς τους όλα τα αναγκαία ερευνητικά εργαλεία ώστε να εμβαθύνουν σε επιμέρους ζητήματα και να εμπλουτίσουν ακόμη περισσότερο τις γνώσεις μας για το θέμα. Από την άλλη, έχοντας απόλυτη επίγνωση πως το ζήτημα της Εθνικής Αντίστασης απασχολεί έντονα εδώ και δεκαετίες την ελληνική κοινωνία, καθώς είχε πρακτικές συνέπειες για χιλιάδες ανθρώπους, μέσω της ιστοσελίδας και κυρίως του ντοκιμαντέρ, απευθυνόμαστε επίσης σε ένα ευρύτερο κοινό. Επί της ουσίας, στο ντοκιμαντέρ διηγούμαστε εκ νέου την μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας με άξονα την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, έχοντας ως στόχο να μεταδώσουμε τόσο το κλίμα της εποχής, όσο και να κάνουμε κατανοητά τα ευρήματά μας.
Το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας ήταν μία πρώτη συνολική χαρτογράφηση του ζητήματος, της σχετικής νομοθεσίας και ευεργετημάτων, των «εθνικών» αντιστασιακών οργανώσεων που αναγνωρίστηκαν και απορρίφθηκαν, καθώς και της δημόσιας συζήτησης. Και όπως οποιαδήποτε πρώτη χαρτογράφηση αντί να κλείνει, ανοίγει μια σειρά ζητήματα για την ιστορική έρευνα. Το κρατικό αφήγημα για την Αντίσταση περιλάμβανε μυθοποιήσεις, στρεβλώσεις και αποσιωπήσεις που δεν αφορούσαν μόνο το ΕΑΜ. Για παράδειγμα, η σύγκρουση βασιλοφρόνων-αντιμοναρχικών μέσα στην Κατοχή αποσιωπήθηκε, παρουσιάζοντας το αστικό στρατόπεδο ως ενιαίο. Ταυτόχρονα, έθετε ένα πλαίσιο σιωπής για το τι είχαν υπάρξει πραγματικά στην Κατοχή όλες αυτές οι ομάδες, οι οποίες ήταν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ως προς τις καταβολές, τη δράση και τους στόχους τους. Μολονότι, η κυρίαρχη μεταπολεμική ερμηνεία απέδιδε στην πολιτική δράση του ΕΑΜ την εσωτερική σύγκρουση, στην πραγματικότητα όλες οι οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν στην Κατοχή έλαβαν μέρος σε έναν πολιτικό ανταγωνισμό που είχε οξυνθεί ακριβώς από τις συνθήκες της κατάρρευσης του κράτους. Θέλω να τονίσω, όμως, ότι παρότι, οι εκατοντάδες φάκελοι που μελετήσαμε στη ΔΕΠΑΘΑ, στην υπηρεσία του στρατού που διατηρεί το αρχείο της αναγνώρισης, μας επέτρεψαν να χαρτογραφήσουμε και σε ένα βαθμό να ανασυνθέσουμε τη δράση πολλών οργανώσεων, άγνωστων σχεδόν μέχρι σήμερα, η έρευνα αυτή δεν είναι μια έρευνα για την Εθνική Αντίσταση αλλά για την κληρονομιά της και το ρόλο της στην μεταπολεμική και μεταπολιτευτική Ελλάδα. Και για την Αντίσταση και για την κληρονομιά της έχουμε ακόμα πάρα πολλά να μάθουμε. Αυτό που ελπίζουμε είναι η έρευνά μας να συμβάλλει τόσο στην ιστορική γνώση και την τεκμηρίωση, όσο και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και συζητάμε το παρελθόν.
Σοκαριστικό βίντεο από το Ηράκλειο: Ο οδηγός γκαζώνει και σκοτώνει την 36χρονη με ασύλληπτη ταχύτητα – Ομολόγησε ότι έστησε καρτέρι θανάτου
Τάσεις MRB: Η διαφορά ΝΔ με ΠΑΣΟΚ – Κυριαρχούν ο φόβος, οργή και απαισιοδοξία – Τι πιστεύουν για την επανεκλογή Τραμπ
Πώς έφτασαν στα ίχνη του 29χρονου εκτελεστή του Κιρίλοφ - Το αυτοκίνητο που νοίκιασε
Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά η Αντριάνα Λίμα - Το προφίλ του συζύγου της
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr