Απόβαση στη Νορμανδία: Ένας Γερμανός κι ένας Βρετανός γράφουν την εμπειρία τους – Τι έγινε στη Μεγαλύτερη Mέρα του Πολέμου
🕛 χρόνος ανάγνωσης: 6 λεπτά ┋
Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 6 Ιουνίου του 1944, όταν οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία. Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν πια κοντά. Ας διαβάσουμε πώς περιγράφουν εκείνη την ημέρα ένας Γερμανός κι ένας Βρετανός kαι οι δυο στρατιώτες και οι δυο χαμένοι στην περιδίνηση του πιο ανθρωποβόρου πολέμου της Ιστορίας.
«Τυχερός ήσουν φίλε μου»
Το βράδυ της Απόβασης ένας γερμανός στρατιώτης που βρισκόταν μακριά από την ακτή βιώνει την συμμαχική επίθεση.
Από εκεί και πέρα δεν είχαμε ιδέα για το τι συνέβαινε. Οι ασύρματες επικοινωνίες αντιμετώπιζαν παρεμβολές, τα καλώδια ήταν κομμένα και οι αξιωματικοί μας είχαν χάσει τον έλεγχο της κατάστασης. Στρατιώτες του πεζικού, που είχαν υποχωρήσει, μας είπαν ότι οι θέσεις τους στην παραλία είχαν καταληφθεί ή ότι τα ελάχιστα πολυβολεία στον τομέα μας είχαν ανατιναχτεί ή βομβαρδιστεί. Μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή πήρα τη διαταγή να ηγηθώ μιας αναγνωριστικής περιπολίας με το αυτοκίνητό στην ακτή.
Παρουσιάστηκα σε έναν υπολοχαγό μαζί με άλλους στρατιώτες. Οι διαταγές μας ήταν να ανακαταλάβουμε ένα κοντινό χωριό. Ενώ συνέχιζε να μου μιλάει και να μου εξηγεί ο υπολοχαγός την κατάσταση, ξαφνικά ένα βρετανικό τανκ μας πλησίασε από πίσω, από μία κατεύθυνση στην οποία δεν υποψιαζόμασταν καν την παρουσία του εχθρού. Το εχθρικό τανκ άνοιξε αμέσως πυρ εναντίον μας. Αποκλειόταν να προβάλουμε αντίσταση. Ο αξιωματικός και εγώ κρυφτήκαμε στους θάμνους. Το βράδυ, όταν προσπαθήσαμε να φτάσουμε στις γραμμές μας, πιαστήκαμε αιχμάλωτοι από βρετανούς αλεξιπτωτιστές. Φυσικά ήταν κάτι που μου στοίχισε πολύ στην αρχή. Εγώ, ένας παλιός στρατιώτης, αιχμαλώτους πολέμου τις πρώτες ώρες τις Απόβασης; Αλλά, όταν είδα τη δύναμη του εχθρού και τον όγκο των οχημάτων και των αρμάτων στις γραμμές του εχθρού, το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν, «πόσο τυχερός στάθηκες φίλε μου». Όταν ανέτειλε ο ήλιος, το επόμενο πρωί, είδα τον αποβατικό στόλο αραγμένο κοντά στην ακτή. Το ένα πλοίο πλάι στο άλλο. Και στρατιώτες και όπλα και άρματα και πυρομαχικά και οχήματα ξεφορτώνονταν ασταμάτητα».
Βρετανοί πνίγονται στις αγκαλιές
Το βράδυ της Απόβασης, ένα βρετανός αλεξιπτωτιστής και η ομάδα του προσπαθούν να προσανατολιστούν στο σκοτάδι
«Ένας σκύλος γαύγιζε καθώς πλησίαζα. Με την άκρη του ματιού μου, διέκρινα μία φιγούρα να πετάγεται πίσω από μία θημωνιά και να τρέχει βιαστικά να κρυφτεί σε μιαν αποθήκη. Πλησίασα και χτύπησα την πόρτα του σπιτιού. Δεν πήρα απάντηση στον πρώτο χτύπο μου. Θα πρέπει να κοιμόντουσαν όλοι. Χχτύπησα πιο δυνατά και αυτή τη φορά άκουσα θόρυβο στη σκάλα και κάποιες φωνές να μιλάνε στα γαλλικά. Βήματα ακούστηκαν πίσω από την πόρτα, έκαναν πίσω, δίστασαν και πλησίασαν ξανά. Έπειτα από λίγο η πόρτα άνοιξε.
Όσο πλησίαζα είχα ψάξει να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να συστηθούμε… Μια μεσόκοπη γυναίκα στεκόταν τώρα μπροστά στην πόρτα τρομαγμένη. «Μας συγχωρείτε, κυρία, είμαστε άγγλοι αλεξιπτωτιστές που κάναμε την απόβαση των Συμμάχων». Ένα στιγμιαίο εξεταστικό βλέμμα, μια σιωπή, ένβα σάστισμα στα μάτια και μετά η γυναίκα με έσφιξε στην αγκαλιά της. Τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της και ανάμεσα από τα φιλιά και τα σφιχταγκαλιάσματα φώναζε στον άντρα της να φέρει μία λάμπα και κρασί. Ένας χείμαρρος αγάπης και συγκίνησης μας έσυρε στη ζεστή, φωτισμένη με κεριά κουζίνα. Μπουκάλια με κονιάκ και κρασί τοπικό από μήλα (σ.σ. καλβαντός) εμφανίστηκαν στο τραπέζι.
Παιδιά κατέβηκαν τρέχοντας την ξύλινη σκάλα και βρεθήκαμε εμείς, μία απειλητική ομάδα πάνοπλων στρατιωτών περιστοιχισμένοι και πνιγμένοι από τα καταπιεσμένα συναισθήματα τεσσάρων χρόνων. Ο αγρότης και η γυναίκα του ήθελα να μείνουμε και να πιούμε, να γελάσουμε να κλάψουμε και να σφίξουμε τα χέρια ξανά και ξανά. Ήθελαν να μας αγγίξουν, να μας μιλήσουν για την κατοχή και να μοιραστούν μαζί μας το μίσος τους για τους Ναζί. Φαίνεται πως δεν είχαν καμιά διάθεση να αφήσουν να χαθεί μια σπάνια στιγμή, που περίμεναν τόσα χρόνια, από την ανάγκη της πραγματικότητας, αν δεν εξαντλούσαν προηγουμένως και την τελευταία σταγόνα συναισθηματισμού.
«Αχ Θεέ μου μη μας αφήνετε τώρα. Αχ οι φουκαράδες είναι μούσκεμα».
Τελικά κατάφερα να εξασφαλίσω αυτό που θέλαμε - μία πυξίδα και μία υπόσχεση να με βγάλουν μέσα από τους βάλτους στο δρόμο προς την Βαραβίλ. Ο σύντροφός μου κι εγώ συνεχίσαμε το δρόμο μας αφήνοντας τους πυροβολητές, συγκινημένος από την πρώτη γεύση της γαλλικής φιλοξενίας, να κοιμηθούν στον αχυρώνα.
Πηγή: Τhe Faber book of reportage - Β’ 20th century
Είχαμε μια 25χρονη επιτηρήτρια πολύ όμορφη, μας έφτιαξαν καλά» - H viral εξομολόγηση μαθητή
Power Pass: 10 ερωτήσεις - απαντήσεις για το επίδομα ρεύματος έως €600
Βon Jovi: Πέθανε ο θρυλικός μπασίστας Alec John Such
Η Συρία μετά την «επανάσταση της»: Αλ Τζολάνι, ο νέος ηγέτης με τουρκικό… κοστούμι
Η συγκινητική ανάρτηση της μητέρας του 9χρονου που σκοτώθηκε στην επίθεση στο Μαγδεμβούργο: «Γιατί εσύ;»
Σε διαθεσιμότητα και ο δεύτερος αστυνομικός της Βουλής που συνελήφθη για ενδοοικογενειακή βία: Αλληλομηνύθηκε με τη σύζυγό του
Γιαγκίνηδες: Οταν η ερωτική κάψα συναντά τη φλόγα της ρεμπέτικης ψυχής
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr