Νίκος Πορτοκάλογλου: Το «Μουσικό Κουτί» είναι η πιο σκληρή δουλειά που έχω κάνει
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΤα μουσικά κουτιά είναι για όλους μας μια πολύ γλυκιά ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων. Οι μελωδίες τους έρχονται από το παρελθόν για να γεμίσουν το παρόν με όμορφες εικόνες. Μικρά ή μεγάλα, απλά ή περίπλοκα, λιτά ή στολισμένα με αέρινες μπαλαρίνες ή χαριτωμένα ξωτικά, με χειροκίνητο κούρδισμα ή με δικό τους playlist, έχουν χαραχθεί στις μνήμες μας, κρύβοντας τα βαθύτερα όνειρά μας. Παράλληλα, το «Μουσικό Κουτί» αποτελεί τη μεγάλη και ήρεμη δύναμη της κρατικής τηλεόρασης. Ήρθε στους δέκτες μας, τον περασμένο χειμώνα, αθόρυβα, ήσυχα και ταπεινά, όπως η προσωπικότητα του Νίκου Πορτοκάλογλου.
«Όλα ξεκίνησαν από μία πρόταση που είχα από την ΕΡΤ. Ήθελαν να φτιάξω μία μουσική εκπομπή, η οποία θα χρησίμευε και ως αρχείο ελληνικού τραγουδιού στο σταθμό. Η αρχική μου αντίδραση ήταν: “τι δουλειά έχω εγώ με την τηλεόραση;”. Είναι ένα κομμάτι που δεν το ξέρω καθόλου και να με αφήσουν ήσυχο ν’ ασχοληθώ με τη μουσική μου» λέει ο Νίκος Πορτοκάλογλου με χιούμορ στο ethnos.gr. «Αργότερα, όμως, σκέφτηκα ότι τόσα χρόνια γκρινιάζω ότι δεν βρίσκω μια μουσική εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση που να μου αρέσει. Τώρα, λοιπόν, που μου δίνεται αυτή η ευκαιρία γιατί να μην την εκμεταλλευτώ;».
«Η μουσική ενώνει» αποτελεί το μότο της εκπομπής, η ιδέα της οποίας σημειώνεται ότι δεν ακολουθεί κανένα ξένο φορμάτ, αλλά στηρίχθηκε στη μουσική παράσταση «Juke Βox» του Πορτοκάλογλου. «Η ΕΡΤ μου έδειξε από την πρώτη στιγμή εμπιστοσύνη και με άφησε να “χτίσω” μία εκπομπή, όπως ακριβώς την ήθελα εγώ. Δεν είχα καμία πίεση να κάνω πράγματα που δεν θα μου ταίριαζαν και δεν θα ήταν κοντά σε εμένα. Έκατσα και σκέφτηκα, λοιπόν, πώς θα ήθελα να είναι μια μουσική εκπομπή, στην οποία θα πήγαινα εγώ ως καλεσμένος».
Το σκηνικό είναι φιλόξενο, απλό και θυμίζει αρκετά το πραγματικό στούντιο του ταλαντούχου καλλιτέχνη στο υπόγειο του σπιτιού του, με τα χαλιά να ζεσταίνουν τον χώρο, και τον ήχο και τις ωραίες κιθάρες παρατεταγμένες ολόγυρα. Κάθε φορά φιλοξενούμενοι τραγουδιστές ή τραγουδοποιοί από διαφορετικούς μουσικούς χώρους, συναντιούνται σε ένα στούντιο - σπίτι και, μέσα από απροσδόκητες συνεντεύξεις με απρόσμενες ερωτήσεις και μουσικά παιχνίδια, αποκαλύπτουν γνωστές και άγνωστες στιγμές της ζωής και της επαγγελματικής πορείας τους, ερμηνεύοντας μεταξύ άλλων τραγούδια που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί. «Από τις πρώτες ιδέες που είχα ήταν να φιλοξενήσω συναδέλφους και να παρουσιάσω την πιο ανθρώπινη πλευρά τους, την πιο βαθιά μουσική. Μακριά από αντιπαραθέσεις απόψεων. Έχουμε υποφέρει τα τελευταία χρόνια με αυτές τις αντιπαραθέσεις και τις αντιπαλότητες. Με ενδιαφέρει να επικεντρώνομαι σε αυτά που μας ενώνουν και όχι σε αυτά που μας χωρίζουν» υπογραμμίζει και συμπληρώνει: «Επίσης, μια βασική στήλη που ήθελα να έχει η εκπομπή ήταν οι εξερευνήσεις, όπου ψάχνουμε να βρούμε τι στο καλό συμβαίνει σήμερα με τους νέους καλλιτέχνες που γράφουν στίχο και μουσική. Απευθύνθηκα στον Πάνο Σουρούνη που ξέρω ότι παρακολουθεί πολύ τα νέα ρεύματα κι έτσι έχουμε μεγάλη λίστα με νέα πρόσωπα».
Ο τίτλος της εκπομπής ήταν μια ιδέα του πρόεδρου της ΕΡΤ, Κωνσταντίνου Ζούλα. «Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα, αν δεν υπήρχε όλη αυτή η κατάσταση με την πανδημία και ήταν μία κανονική χρονιά με εμφανίσεις σε μαγαζιά και συναυλίες. Ίσως την έκανα ανά 15 μέρες. Είναι η πιο σκληρή δουλειά που έχω κάνει στη ζωή μου. Δουλεύουμε καθημερινά όλη η ομάδα της εκπομπής. Στις συναυλίες είναι διαφορετικά. Κάνεις έναν ή δύο μήνες πρόβα, μετά γίνεται η πρεμιέρα με πολύ άγχος, διορθώνεις τα λάθη σου και στο τέλος πορεύεσαι για ένα ολόκληρο χρόνο με την παράσταση που έχεις δημιουργήσει. Εδώ, όμως, είναι διαφορετικά. Με αγχώνει ότι κάθε βδομάδα έχουμε μια πρεμιέρα και φτιάχνουμε εκ νέου μία νέα παράσταση. Τρεις μέρες είναι η δουλειά που έχουμε να κάνουμε στο στούντιο και οι υπόλοιπες μέρες είναι η προετοιμασία της εκπομπής. Από το κλείσιμο των καλεσμένων μέχρι τι τραγούδια θα επιλέξουμε να πούμε και τι διασκευές θα κάνουμε. Κι όλα αυτά είναι αμέτρητα τηλεφωνήματα μέχρι να καταφέρουμε να συνεννοηθούμε όλοι. Πάντα ήμουν δουλευταράς, αλλά εδώ έχω ξεπεράσει τα όριά μου».
Οι μουσικές εκπομπές ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερη θέση στην τηλεόραση, με εξαίρεση μόνο το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» -πριν από 33 χρόνια- που έσμιγε απενοχοποιημένα το ροκ με το λαϊκό, το έντεχνο και την παράδοση, δίνοντας λόγο σε ξεχασμένους δημιουργούς και τόπο στους νέους. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη εκπομπή από το «Μουσικό Κουτί» έκλεισε με όλους τους συντελεστές να την αφιερώνουν, αυτή και όσες θα ακολουθήσουν, στον αγαπημένο Διονύση Σαββόπουλο. Έναν καλλιτέχνη που ο Νίκος Πορτοκάλογλου του έχει ιδιαίτερη αδυναμία. «Μέχρι κάποια ηλικία, η μόνη μου επαφή με την ελληνική μουσική ήταν αυτά που άκουγε η οικογένειά μου και αυτά που έπαιζαν τα ραδιόφωνα τότε. Ήμουν από τους μαθητές που έβγαλα το γυμνάσιο μέσα στη Χούντα. Στα 15 μου πήγα με την παρέα μου στο Κύτταρο και είδα τον Σαββόπουλο να παίζει το “Βρώμικο ψωμί”, το οποίο για μένα ήταν ένα σοκ. Μέσα στο σκοτάδι εκείνης της περιόδου, ήταν ένα ανοιχτό παράθυρο στον ελεύθερο κόσμο. Αγαπώ πολύ τον Χατζηδάκη, τον Θεοδωράκη, τον Μαρκόπουλο, τον Ξαρχάκο και τον Λοΐζο, αλλά στην καρδιά και στην ψυχή μου είναι πιο κοντά ο Σαββόπουλος».
Ανάμεσα σε μελωδίες, πρόβες, παρτιτούρες και αγαπημένους καλεσμένους, ο Νίκος Πορτοκάλογλου και η Ρένα Μόρφη, μαζί με τη μπάντα της εκπομπής, κυκλοφόρησαν το «Ένα νέο καλό» υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Περικλή Βούρθη. «Κλεισμένος κι εγώ στο σπίτι, όπως όλοι μας κατά την περίοδο της πρώτης καραντίνας, επιδόθηκα μετά μανίας στην μόνη θεραπευτική διαδικασία που ξέρω: να γράφω στίχους και μουσική, να παίζω κιθάρα και να τραγουδάω. Έτσι, κατέβαινα κάθε μέρα στο στούντιο, που βρίσκεται στο υπόγειο του σπιτιού μου και ηχογραφούσα τραγούδια για το νέο μου δίσκο. Το “Ένα νέο καλό” επέλεξα να το κυκλοφορήσω τώρα γιατί μέσα σε μια χρονιά γεμάτη δυσάρεστες εκπλήξεις και κακά νέα, γεννήθηκε ένα τραγούδι που μιλάει για αισιοδοξία».
Τι σκέψεις κάνετε αυτή την περίοδο;
Για να είμαι ειλικρινής, είμαι αρκετά απορροφημένος με την προετοιμασία της εκπομπής κάθε βδομάδα, η οποία λειτουργεί ως φάρμακο για εμένα και δεν κάνω σκέψεις. Νιώθω πολύ τυχερός που φέτος κάνω αυτή δουλειά, η οποία αποδείχθηκε ακόμα πιο δημιουργική και με πιο καλλιτεχνική αξία απ’ ότι είχα στο μυαλό μου. Όπως ανέφερα και προηγουμένως, χτίζουμε ένα αρχείο με επανεκτελέσεις τραγουδιών, το οποίο θα μείνει. Όταν τελειώσει η σεζόν υπολογίζεται ότι θα έχουμε ηχογραφήσει πάνω από επτακόσια τραγούδια. Σε πιάνει ίλιγγος, μόλις ακούς αυτό το νούμερο.
Σκέφτεστε κάποια από αυτά να τα κυκλοφορήσετε και σε δίσκο;
Προς το παρόν δεν σκέφτομαι τίποτα. Απλώς βάζω το κεφάλι κάτω και δουλεύω. Αλλά, όταν τελειώσουμε, μπορεί να σκεφτούμε κάτι. Γιατί όντως έχουν υπάρξει στιγμές πάρα πολύ ιδιαίτερες. Οπότε ναι, κάτι μπορεί να προκύψει. Από την άλλη, βέβαια, ότι «κυκλοφορεί ένας δίσκος» στην εποχή μας, δεν σημαίνει και κάτι. Ο όρος πάει να εκλείψει. Οι νεότερες γενιές δεν ξέρουν τι σημαίνει αυτό. Συνεπώς, αν τα τραγούδια υπάρχουν στο YouTube, νομίζω ότι αρκεί. Η δουλειά έχει γίνει.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι από το χώρο του θεάματος βρήκαν τη δύναμη να μιλήσουν για τη λεκτική, σωματική και ψυχολογική βία ή τη σεξουαλική κακοποίηση που έχουν δεχτεί από συναδέλφους τους. Τι σκέψεις κάνατε στο άκουσμα των καταγγελιών;
Είναι τρομακτικό και αποτρόπαιο αυτό που βγήκε στην επιφάνεια, αλλά έγινε για καλό. Αυτό, όμως, που με ενόχλησε είναι η εκμετάλλευση αυτής της ιστορίας από κόμματα και ΜΜΕ για νούμερα και προβολή. Βέβαια, δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Κρατάω, όμως, ότι άρχισε μια ιστορία από τη Σοφία Μπεκατώρου, η οποία άνοιξε μία καταπακτή και βγήκαν στη φόρα τέρατα.
Εσείς είχατε ακούσει κάτι απ’ όλα αυτά νωρίτερα;
Κοιτάξτε, πάντα κυκλοφορούσαν φήμες, αλλά εγώ κρατάω πάντα μικρό καλάθι στα κουτσομπολιά. Εδώ τώρα βγαίνουν γεγονότα, τα οποία θα κριθούν από την ελληνική δικαιοσύνη. Εμείς δεν μπορούμε να δικάσουμε κανέναν, ούτε καν από τα social media που έχουν μετατραπεί σε δημόσιο δικαστήριο και όλοι έχουν γίνει ειδικοί. Στην κρίση, όλοι ήταν οικονομολόγοι, μετά έγιναν επιδημιολόγοι, τώρα ποινικολόγοι. Εγώ κρατάω μεγάλη απόσταση από απ’ όλα αυτά. Δεν βγαίνω να λέω την άποψή μου «επί παντός επιστητού» στα social media. Έχω μία παρουσία εντελώς επαγγελματική. Πιστεύω ότι σε εμάς τους καλλιτέχνες, αν αξίζει κάτι, είναι η δουλειά μας –όσο αξίζει τελοσπάντων– και όχι οι απόψεις μας.
Πώς βλέπετε την επόμενη μέρα της πανδημίας;
Αν και έχω περάσει περιόδους πολύ σκοτεινές στη ζωή μου και πολλές φορές έχω τις μαύρες μου, υπερισχύει πάντα η αισιόδοξη πλευρά μου. Πιστεύω, λοιπόν, ότι ήδη έχουμε αρχίσει να βλέπουμε φως στο τούνελ και μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα έχουμε γυρίσει ξανά στην κανονική μας ζωή. Βέβαια, με πολλά τραύματα και πληγές, αφού αρκετός κόσμος έχει χάσει τις δουλειές του και έχει καταστραφεί. Νομίζω, όμως, ότι στο τέλος νικάει η ζωή! Θα ανασκουμπωθούμε και θα δουλέψουμε ακόμα πιο σκληρά για να πάμε μπροστά.
Πώς επιλέξατε ν’ ασχοληθείτε με τη μουσική;
Από μικρός μου άρεσε το ποδόσφαιρο και η ζωγραφική. Όταν, όμως, άκουσα τον δίσκο «White Album» των Beatles, τότε τα ξέχασα όλα. Το μόνο που ήθελα ήταν να βρω μία κιθάρα και να προσπαθήσω να μοιάσω σε αυτούς. Άρχισα, λοιπόν, να σκοτίζω τον πατέρα μου να μου φέρει τη δική του κιθάρα που είχε αφήσει σε ένα σπίτι στον Βόλο. Ήμουν πολύ επίμονος και φορτικός μέχρι που την έφερε. Έμαθα να παίζω μόνος μου, χωρίς κανέναν δάσκαλο. Με πολύ αργά βήματα, αλλά αυτό για μένα ήταν μία μεγάλη πρόκληση. Το ωδείο μου ήταν ένα βιβλιαράκι που έλεγε «πρακτική μέθοδος εκμάθησης κιθάρας» και περιείχε τις συγχορδίες με εικονίδια για τη θέση των δαχτύλων. Μου το είχε κάνει δώρο η μητέρα μου μία μέρα που είχε κατέβει για ψώνια στην Αθήνα. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος μέχρι να μάθω. Θυμάμαι ότι έβγαζα φρικτούς ήχους από την κιθάρα. Δεν ήξερα καν πώς να την κουρδίζω.
Ελπίζω μόνο να μην μένατε σε πολυκατοικία…
(Γέλια). Έμενα σε ένα τριώροφο στη Νέα Σμύρνη. Στην ταράτσα υπήρχε ένα πλυσταριό, που κλεινόμουν εκεί μέσα με τις ώρες. Κάποιες φορές, μάλιστα, κατέβαινα στο σπίτι με ματωμένα δάχτυλα. Πρέπει η κιθάρα να ήταν πολύ παλιά και κακοφτιαγμένη. Και τα δάχτυλά μου πολύ άμαθα.
Αισθανθήκατε ποτέ ότι «καβαλήσατε το καλάμι»;
Ναι, βεβαίως, αλλά το ξεπέρασα με ένα χαστούκι που μου έδωσε η ζωή. Όταν ήμουν 26 ετών, η επιτυχία με τους Φατμέ ήταν μεγάλη. Γεμάτα θέατρα και μαγαζιά, πολύ καλές πωλήσεις και επιτυχίες στο ραδιόφωνο. Εκεί πήραν τα μυαλά μου αέρα. Ήμουν πιτσιρίκος. Μετά, όμως, το συγκρότημα διαλύθηκε και βρέθηκα πάλι στο μηδέν. Προσγειώθηκα ανώμαλα και ήταν μια εποχή που δεν κράτησε μήνες, αλλά χρόνια. Ήταν από τις πιο δύσκολες φάσεις της ζωής μου, αλλά είμαι πολύ ευγνώμων γι’ αυτό.
Σε μία παλιότερη συνέντευξή σας, διάβασα ότι είχατε σκεφτεί κιόλας να τα παρατήσετε.
Ναι, γιατί ότι σκεφτόμουν και έγραφα εκείνη την περίοδο, δεν είχε κανένα νόημα. Είχα φτάσει σε αδιέξοδο. Ένιωθα ότι ήμουν αόρατος, ότι μιλούσα και δεν με άκουγε κανείς. Αλλά μέσα σ’ εκείνη τη δύσκολη φάση δεν σταμάτησα να δουλεύω σκληρά. Πείσμωσα. Έγραφα τραγούδια με περισσότερη μανία. Και η ειρωνεία είναι ότι πολλά απ’ αυτά τα κομμάτια έγιναν αργότερα μεγάλες επιτυχίες. Παράλληλα, σκέφτηκα να διασκευάσω τα παλιά μου τραγούδια και να τα πω με αγαπημένους μου συναδέλφους. Από τον Διονύση Σαββόπουλο μέχρι την Ελένη Βιτάλη, τον Χάρη Κατσιμίχα, τον Μανώλη Φάμελλο, την Έλλη Πασπαλά, την Ελένη Τσαλιγοπούλου και πολλούς άλλους. Έτσι, δημιουργήθηκε ο «Άσωτος Υιός», που κυκλοφόρησε το 1996. Κι αυτό ήταν το restart μου. Ήταν μια αναγέννηση για μένα.
«Ευχόμουν ο γιος μου να μην ασχοληθεί με τη μουσική». Μια δήλωση που την έχουμε ακούσει και από άλλους καλλιτέχνες για τα παιδιά τους. Γιατί;
Ήταν κάτι που το είπα πριν ακόμη αρχίσει να ασχολείται με τη μουσική ο γιος μου. Και το είπα για έναν και μόνο λόγο. Γιατί θα ήταν ο γιος του Πορτοκάλογλου. Θα έμπαινε σε μία άδικη σύγκριση, που εγώ δεν την είχα όταν ξεκίνησα. Εμένα κανείς δεν με σύγκρινε με τον πατέρα μου. Αλλά από τη στιγμή που είδα ότι έχει πάθος με τη μουσική και όλη μέρα ήταν με μία κιθάρα στο χέρι, δεν υπήρχε θέμα συζήτησης. Ήταν ξεκάθαρο ότι αυτός θα είναι ο δρόμος του.
Μεγαλώνοντας πιστεύετε ότι γίνεστε καλύτερος άνθρωπος;
Δεν ξέρω αν γίνομαι καλύτερος άνθρωπος. Αυτό είναι κάτι που πρέπει ν’ απαντήσουν οι φίλοι ή οι συνεργάτες μου. Για μένα ο καλός άνθρωπος δεν κρίνεται μόνο από τις σχέσεις που έχει αναπτύξει με την οικογένεια ή με τους φίλους του, αλλά από τις συνεργασίες που κάνει με νεότερα άτομα που δουλεύουν γι’ αυτόν. Εκεί είναι που κρίνεται η ποιότητα του ανθρώπου. Άρα πρέπει να ρωτήσετε εκείνους.
Απολογισμούς κάνετε;
Υπάρχει μια πολύ ωραία αρχαιοελληνική λέξη. Η λέξη «σεμνύνομαι», η οποία σημαίνει περηφανεύομαι, γι’ αυτά που έχω κάνει, αλλά με σεμνότητα. Καταπληκτική λέξη!
Κλείνοντας τη συνέντευξη, τι θα θέλατε να σας φέρει η ζωή;
Θα ήθελα μακροημέρευση. (Γέλια). Να μην χάσω τη φλόγα. Να μην χάσω την όρεξη μου για δουλειά, δημιουργία και ζωή!
*Φέτος το καλοκαίρι, ο Νίκος Πορτοκάλογλου μαζί με τον τραγουδοποιό Στάθη Δρογώση δημιουργούν ένα μοναδικό ζωντανό live νοσταλγίας και αισιοδοξίας. Μαζί τους η Aγαπη Διαγγελάκη και ο Βύρωνας Τσουράπης με νέες δισκογραφικές δουλειές, μόνιμοι συνεργάτες του Νίκου Πορτοκάλογλου, δίνουν μία φρέσκια νότα στο σχήμα.
- Σοκαριστικό βίντεο από το Ηράκλειο: Ο οδηγός γκαζώνει και σκοτώνει την 36χρονη με ασύλληπτη ταχύτητα – Ομολόγησε ότι έστησε καρτέρι θανάτου
- Τάσεις MRB: Η διαφορά ΝΔ με ΠΑΣΟΚ – Κυριαρχούν ο φόβος, οργή και απαισιοδοξία – Τι πιστεύουν για την επανεκλογή Τραμπ
- Πώς έφτασαν στα ίχνη του 29χρονου εκτελεστή του Κιρίλοφ - Το αυτοκίνητο που νοίκιασε
- Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά η Αντριάνα Λίμα - Το προφίλ του συζύγου της