Ευσταθία στο ethnos.gr: «Δε λειτουργώ στην τέχνη και στη ζωή μου βάσει στρατηγικής»
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΜε αφορμή την πρωτότυπη μουσική παράσταση της Ευσταθίας, «Αθήνα είναι...», το θεατρικό της έργο «Διάδρομος 2», που ανεβαίνει στην κεντρική σκηνή του Arroyo, και το τελευταίο της άλμπουμ με τίτλο «Γένους Θρυλικού» που κυκλοφορεί με το ομώνυμο βιβλίο της από τις εκδόσεις «Απαρσις», η συνάντησή μας δεν θα μπορούσε να έρθει σε πιο κατάλληλη στιγμή. Η Ευσταθία, μια καλλιτέχνιδα με πολυδιάστατο ταλέντο, μαγνητίζει με την ξεχωριστή της πορεία. Τραγουδίστρια, συνθέτης, στιχουργός και θεατρική συγγραφέας, ισορροπεί με μαεστρία ανάμεσα στη βαθιά ευαισθησία και τη δημιουργική τόλμη. Ωστόσο, πάνω απ’ όλα, είναι ένας άνθρωπος που γοητεύει με την αυθεντικότητα, τη ζεστασιά και την αμεσότητά της, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά της σε κάθε κουβέντα ή σκηνική της παρουσία.
Στην παράσταση «Αθήνα είναι...», μας προσκαλεί σ' ένα ταξίδι στην Αθήνα του χθες και του σήμερα, μέσα από ιστορίες και τραγούδια που αποπνέουν νοσταλγία, χιούμορ και μια βαθιά αγάπη για την πόλη και τους ανθρώπους της. Ο Παναγιώτης Πετράκης, η Ζωή Ναλμπάντη και ο Χάρης Μπότσης στο πιάνο πλαισιώνουν αυτή τη μοναδική εμπειρία, που ζωντανεύει στον χώρο του Lux, έναν χώρο υψηλής αισθητικής με τη δική του ιστορία.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για την παράσταση «Αθήνα είναι...» που παρουσιάζεται κάθε Κυριακή μεσημέρι στο Lux;
Ηθελα χρόνια να γράψω κάτι για την Αθήνα, την πόλη μου, και μου βγήκε αβίαστα σαν συνέχεια των προηγούμενων παραστάσεων που είχα κάνει «Εφημερίς των Κυριών» και η «γη της απαγγελίας» που στηρίζονται εκτός από τα δικά μου πρωτότυπα κείμενα και σε μια έρευνα και μελέτη για το φεμινιστικό κίνημα της εποχής και το λογοτεχνικό μας παρελθόν αντίστοιχα. Η «Αθήνα είναι...» είναι στην ουσία της μια συναισθηματική περιήγηση της Αθήνας του τότε και του τώρα. Η ιδέα αυτή ήταν αρκετό καιρό καταχωνιασμένη στο συρτάρι μου και περίμενε υπομονετικά να της δοθεί η ευκαιρία να βγει. Βρέθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος, ο επιχειρηματίας Σπύρος Σμύρης που την εκτίμησε και την υλοποίησε.
Ποιο τραγούδι ή ποια ιστορία της παράστασης θεωρείτε ότι εκφράζει καλύτερα την καρδιά της Αθήνας;
Το τραγούδι που την εκφράζει είναι θα έλεγα το δικό μου, «Ελεύθερος Χρόνος», χωρίς να αποκλείονται και όλα τα υπέροχα ρετρό που ακούγονται κατά τη διάρκειά της. Μια ωραία ιστορία των Αθηνών είναι η χαρά και ο ενθουσιασμός των Αθηναίων για τους πρώτους ολυμπιακούς αγώνες, το 1896.
Αν μπορούσατε να μιλήσετε μ' έναν κάτοικο της Αθήνας από μια προηγούμενη εποχή, ποιον θα επιλέγατε και τι θα τον ρωτούσατε;
Θα ήθελα να συναντήσω τον Εμανουήλ Ροϊδη που έζησε στην Αθήνα πολλά χρόνια -παρόλο που ήταν από τη Σύρο, και έχει αφήσει κάποιες περιγραφές για την βρωμιά των δρόμων της. Θα τον ρωτούσα όμως κάτι άσχετο με την Αθήνα, τι ζόρι τράβαγε με την Καλλιρρόη Παρρέν και της πήγαινε κόντρα. Κι αυτή βεβαίως με τη σειρά της τον έβριζε μέσα από την «Εφημερίδα» της. Αλλά πραγματικά θα ήθελα να κάνω μια κουβεντούλα μαζί του για το γυναικείο ζήτημα μιας και ο λόγος του είναι καυστικός απέναντι στο φεμινιστικό κίνημα της εποχής.
Πώς είναι η συνεργασία σας με τον Παναγιώτη Πετράκη, τη Ζωή Ναλμπάντη και τον Χάρη Μπότση, και τι προσθέτει ο καθένας στην παράσταση;
Όλοι τους είναι υπέροχοι, είναι μια ζεστή αγκαλιά και έχουν εγκύψει με αγάπη στην παράσταση. Κατ’ αρχάς όλοι έχουν το χάρισμα της επικοινωνίας με τον κόσμο μέσω της αλήθειας τους και της ευγένειάς τους. Τι να πω για τον Παναγιώτη Πετράκη, πολυδιάστατος, έμπειρος, καλλιτέχνης μ' έντονη ευαισθησία να συλλαμβάνει τις λεπτές εκφάνσεις των κειμένων και να παίζει με το ανάλογο κάθε φορά υποκριτικό ύφος. Τη Ζωή Ναλμπάντη, για την υπέροχη δυναμική της φωνής της και τις σκηνοθετικές της πινελιές, με το μπρίο παλιάς αρτίστας που είναι πια σπάνιο στις μέρες μας και για τον ταλαντούχο Χάρη Μπότση, τον μόνιμο συνεργάτη μου και οικογένειά μου πλέον που μου υπενθυμίζει τη φράση του Καζαντζάκη «μην αποζητάς φίλους αλλά συντρόφους στη ζωή για τον κοινό αγώνα». Τους ευχαριστώ μέσα απ’ την καρδιά μου.
Στην παράσταση βλέπουμε την Αθήνα με νοσταλγία και χιούμορ. Ποια συναισθήματα θέλετε ν' αφήσετε στο κοινό όταν πέφτει η αυλαία;
Θα ήθελα να μείνει η χαρά που λείπει τόσο στις μέρες μας και η αίσθηση της ενότητας και της σύνδεσης, σύνδεσης με τους ανθρώπους που έφυγαν και του ανθρώπους που ζουν μαζί μας που σκέφτονται και πράττουν σαν εμάς, που προσπαθούν για έναν καλύτερο κόσμο που απογοητεύονται με όσα βλέπουν γύρω τους αλλά τελικά δεν είναι μόνοι, γιατί είμαστε όλοι εδώ μαζί και προχωράμε.
Η Αθήνα φημίζεται για την ενέργεια και τη ζωντάνια της, αλλά και για τις δυσκολίες της καθημερινότητας, όπως η κίνηση και το καυσαέριο. Ποια πτυχή της ζωής στην πόλη αγαπάτε περισσότερο και ποια σας κουράζει;
Αγαπώ πολύ τα θέατρά της, την Τέχνη της και την έμπνευση που μας χαρίζει μ' έναν τρόπο μαγικό γιατί ναι, η Αθήνα είναι έμπνευση. Με κουράζει η έλλειψη χώρου για τους πεζούς και για τ' άτομα με ειδικές ανάγκες. Οι ευκολίες και η οργάνωση που θα πρέπει να έχει ως ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Για να περπατήσεις στην Αθήνα πρέπει να είσαι αρτιμελής και υγιής, λίγο...Ταρζάν.
Τι θεωρείτε ότι της λείπει για να γίνει πιο βιώσιμη και ανθρώπινη και αν πιστεύετε ότι ο κ. Δούκας έχει ανταπεξέλθει μέχρι στιγμής στα καθήκοντά του;
Της λείπει το αληθινό νοιάξιμο από τους πολίτες αλλά και από την τοπική αυτοδιοίκηση και ο συμπαθής κατά τ' άλλα δήμαρχος, κατά γενική ομολογία, δεν δείχνει το ενδιαφέρον που θα έπρεπε να δείξει και να φανεί αντάξιος της εμπιστοσύνης των ψηφοφόρων του. Εχει όπως φάνηκε άλλες φιλοδοξίες...
Πώς βλέπετε την επίδραση του τουρισμού στην ταυτότητα και τον χαρακτήρα της πόλης; Υπάρχει κάτι που έχει χαθεί εξαιτίας του;
Την αμαρτία μου θα την πω, το πλήθος των τουριστών που περπατάει στο κέντρο μού είναι κάπως ενοχλητικό. Το φαινόμενο που συμβαίνει στην χώρα μας «όλα για τον τουρισμό», υποβαθμίζοντας την ποιότητα της ζωής των πολιτών είναι πολύ θλιβερό. Είναι η συνέχεια του «όλα για το κέρδος».
Πώς νιώθετε που ο «Διάδρομος» επιστρέφει έντεκα χρόνια μετά, σε μια εποχή που το αρχικό του μήνυμα μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ;
Αισθάνομαι χαρά και συγκίνηση, εύχομαι βέβαια όλα αυτά που αναφέρονται στον «Διάδρομο 2» να παραμείνουν στην σφαίρα της επιστημονικής ή δυστοπικής φαντασίας και να μη γίνουν ποτέ πραγματικότητα.
Τι σας ώθησε να προσαρμόσετε το κείμενό σας για έναν άνδρα ηθοποιό; Πώς αλλάζει αυτό την αφήγηση ή τη δυναμική του έργου;
Στην ουσία ο πυρήνας του έργου είναι ο ίδιος γιατί το έργο τελικά δεν στέκεται στο φύλο του ανθρώπου που είναι πάνω στον διάδρομο αλλά έχει έναν κοινωνικά υπαρξιακό χαρακτήρα. Δεν λειτουργώ στην τέχνη αλλά ούτε και στη ζωή μου βάσει στρατηγικής. Ηταν μια έμπνευση της στιγμής να κάνω αυτή την προσαρμογή, σαν ένα δικό μου παιχνίδι, βάζοντας λίγο περισσότερο καυστικό χιούμορ στην περίπτωση του ανδρός.
Υπήρχαν σημεία στο αρχικό κείμενο που νιώσατε ότι έπρεπε ν' αλλάξουν για να «μιλήσουν» καλύτερα στο σημερινό κοινό;
Δεν άλλαξα τίποτα ουσιαστικό, μόνο πρόσθεσα κάποια άλλα στοιχεία που μας προβληματίζουν περισσότερο στις μέρες μας, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ευγονική κλπ.
Ποιο μήνυμα θα θέλατε να πάρει το κοινό φεύγοντας από την παράσταση; Είναι περισσότερο ένα κάλεσμα για προβληματισμό ή μία ευκαιρία για χαλάρωση και διασκέδαση;
Ολα αυτά μαζί, αλλά πιο πολύ το έργο μου θα ήθελα να συμβάλει στη διεργασία μιας συλλογικής αφύπνισης που πιστεύω ότι συμβαίνει με αργό αλλά σταθερό ρυθμό ανά τον κόσμο.