Μουσική|13.11.2018 18:28

Τίτος Γουβέλης: «Η κλασική μουσική μπορεί να γίνει ροκ»

Ναταλί Χατζηαντωνίου

∆εν είναι αυτονόητο ότι ένας εξαιρετικός σολίστ, όπως -κατά τη γνώµη των κριτικών- ο πιανίστας Τίτος Γουβέλης (µε σπουδές στο Ωδείο Αθηνών και µεταπτυχιακά στο Royal College of Music του Λονδίνου και στη Royal Scottish Academy of Music and Drama της Γλασκόβης), είναι και ένας βαθύς ιστορικός γνώστης του µουσικολογικού του υλικού.

Πάντως, σε αυτή την περίπτωση ισχύει κατ' αρχάς, διότι οι γνώσεις είναι µια δική του ανάγκη. «Όταν ερµηνεύουµε ένα έργο, του κάνουµε ερωτήσεις» λέει. Οι γνώσεις, όµως, του είναι απαραίτητες και για την έτερη ιδιότητά του, ως βασικού συντάκτη των µουσικολογικών κειµένων στα προγράµµατα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Έχει και τρίτη ιδιότητα: του καθηγητή πιάνου στο Ωδείο Αθηνών. Η συζήτηση µαζί του οδηγεί λοιπόν αναπόφευκτα, και στις τρεις ιδιότητες. Ξεκινά όμως με αυτή του διακεκριµένου σολίστ, που έκανε µεγάλη αίσθηση πρώτα το 2010, όταν έπαιξε επί 15 συνεχείς ώρες τις «Vexations» του Σατί, διαγράφοντας έκτοτε µια διακριτική, αλλά εξαιρετική και πολυβραβευµένη πιανιστική διαδροµή εντός και εκτός Ελλάδας.

Αφού περάσαµε τον 20ό αιώνα και την αποδόµηση της µελωδίας, επιστρέφουµε σε αυτήν σήµερα, όπως λέγεται;

Θα έλεγα ότι οι νέοι συνθέτες σήµερα βιώνουν ως επί το πλείστον µια ιστορικά θετική συγκυρία. Υπάρχει µια ανεκτικότητα σε ένα πολυσυλλεκτικό υλικό. Αντίθετα, συνοµιλώντας µε ανθρώπους που σήµερα είναι 60άρηδες-70άρηδες, µου µεταφέρουν τι υφίσταντο στα νιάτα τους, όταν σπουδάζοντας σύνθεση το να κάνεις κάτι τέτοιο αντιµετωπιζόταν περίπου σαν να δηλώνεις φασίστας. Εθεωρείτο, δηλαδή, ότι παραπέµπεις σε µια παλιά µουσική που είχε ταυτιστεί µε τον φασισµό.

Από την άλλη, όµως, φασιστικό ήταν και το να µη σου επιτρέπεται από ένα κατεστηµένο να το κάνεις. Σήµερα, όλα αυτά έχουν αµβλυνθεί. Οι συνθέτες δεν έχουν πρόβληµα να γράψουν µια µουσική ατονική και µέσα σε αυτό το περιβάλλον να αξιοποιήσουν ένα µελωδικό υλικό ή ένα υλικό από την παράδοση, ή από την τζαζ, την ποπ και απ' όπου αλλού µπορεί να φανταστεί κανείς. Αυτό είναι πραγµατικά ευεργετικό. Και γι' αυτό γράφεται τόσο ενδιαφέρουσα µουσική.

Τι βαθµός τόλµης απαιτείται από έναν σολίστ όπως εσείς, που αποφασίζει να παίξει 15 ώρες τις «Vexations» του Σατί;

Όταν έκανα αυτή την εκτέλεση, επεδίωκα ό,τι θέλω κι όταν παίζω οποιοδήποτε άλλο «φυσιολογικό» έργο. Να το ζήσω ο ίδιος, έτσι ώστε αυτό το συναίσθηµα που βιώνω να το µεταδώσω όσο πιο καλά µπορώ στο κοινό. Βέβαια, όταν ο Σατί δίνει οδηγία για την επανάληψη 840 φορές ενός µοτίβου διάρκειας 1,5 λεπτού, µοιραία µπαίνει ο εκτελεστής σε µία κατάσταση trans. Σε εµένα πάντως υπερίσχυσε η συνειδητή µου επιθυµία να υπηρετήσω το έργο. Από κει και πέρα, στην εκτέλεση υπήρξαν στιγµές που όντως απαιτήθηκε η υπέρβαση της φυσικής κόπωσης, του πόνου κ.λπ., αλλά όταν από πίσω υπάρχει η συνειδητή επιθυµία να κάνεις κάτι επειδή το πιστεύεις και όχι ως αθλητικό επίτευγµα, τότε γίνεται πιο εύκολο.

Ποια ήταν η πρώτη φορά που ως νεαρός σπουδαστής µπήκατε σε αυτό το µουσικό trans, το ταξίδι;

Όταν ήµουν αρκετά µικρός, στο γυµνάσιο νοµίζω, µελετώντας στο Ωδείο το «Πρώτο Νυχτερινό» του Σοπέν, βρέθηκα σε ένα ερµηνευτικό µπλοκάρισµα, ίσως λόγω ηλικίας ή της ανασφάλειας που έχουν οι έφηβοι να εκφραστούν ελεύθερα. Θυµάµαι λοιπόν τον δάσκαλό µου, τον µακαρίτη τον Άρη Γαρουφαλή, να παλεύει προκειµένου να µου διδάξει κάτι το οποίο στην ουσία δεν µπορεί να διδαχτεί µε απόλυτη ακρίβεια: την αίσθηση της απόλυτης ρυθµικής ελευθερίας. Επειδή προφανώς εγώ αποτύγχανα να υλοποιήσω ό,τι οραµατιζόταν, έγινε -στην προσπάθειά του να µε κάνει να το πετύχω- πολύ σκληρός.

Αυτό ήταν όµως από τα ευεργετικότερα µαθήµατα στη µουσική. Ήταν σαν να γκρεµίστηκε µέσα µου ένας τοίχος στη σχέση µου µε τη µουσική και λίγη ώρα µετά βρέθηκα να παίζω κατορθώνοντας, χωρίς να το συνειδητοποιώ, να εφαρµόσω µε πολύ φυσικό τρόπο όσα µου φαίνονταν ως τότε αδιανόητα.

Το ταξίδι είναι και µια ευχή προς το κοινό να καταλυθεί ο φόβος του προς την κλασική µουσική. Γιατί στην Ελλάδα εξακολουθεί να υφίσταται η επιφύλαξη απέναντι στην κλασική µουσική;

Οι ευθύνες βρίσκονται σε διαφορετικούς παράγοντες. Ως µουσικός πρέπει να κάνω και τη δική µας αυτοκριτική. Έχουµε ένα µερίδιο ευθύνης και εµείς, γιατί για να γεννηθεί αυτό σηµαίνει ότι εµείς πρώτοι πρέπει επί σκηνής να βιώσουµε 100% ένα τέτοιο συναίσθηµα για να µπορέσουµε να το µεταδώσουµε. Αυτό δεν συµβαίνει πάντα. Από κει και πέρα όµως, είµαστε και λίγοι. Ο χώρος της κλασικής µουσικής στην Ελλάδα είναι µικρός και είναι πολύ δύσκολο να προσεγγίσουµε νέα παιδιά ώστε να τα αιφνιδιάσουµε ευχάριστα. Κι όµως, αυτό θα πρέπει να κάνουµε. Να δείξουµε σε παιδιά, πριν προλάβουν να διαποτιστούν µεγαλώνοντας από την αίσθηση του ελιτισµού και του αυστηρού πρωτοκόλλου και την πεποίθηση ότι η κλασική µουσική είναι κάτι βαρετό και στιλιζαρισµένο, ότι δεν ισχύει τίποτε από όλα αυτά. Γίνονται πολλές προσπάθειες. ∆υστυχώς, είναι λιγότερες οι φορές που οι προσπάθειες αφορούν την ουσιαστική γνωριµία µε το πώς αυτή η µουσική µπορεί να γίνει «ροκ», ώστε να καταλάβει ένα παιδί ότι σε αυτό το πράγµα µπορεί να υπάρχει τροµακτική ενέργεια. Αυτό δεν είναι εύκολο να συµβεί και η περιρρέουσα ατµόσφαιρα είναι εντελώς εναντίον. Η µάχη συνεχίζεται, αλλά µοιραία είναι και λίγο άνιση.

Είστε από τους µουσικούς που ακούτε µουσική και πέραν της κλασικής; Γιατί αυτό δεν ήταν αυτονόητο πάντα; Υπήρχε ατύπως ένας διαχωρισµός ακόµα και για την τζαζ...

Την καλή µουσική µπορεί να την αναζητήσει κανείς σε κάθε είδος. Αναφέρατε την τζαζ, που είναι ένα πολύ αγαπηµένο µου µουσικό είδος. Μπορεί να µην είµαι πιανίστας τζαζ, αλλά η τζαζ -όπως έχουν πει πολλοί- ήταν η σηµαντικότερη ανακάλυψη του 20ού αιώνα. Η τζαζ µάς διδάσκει όλους κάτι πολύ σηµαντικό: τη χαρά στη µουσική πράξη. Βλέπεις τους εκτελεστές αυτής της µουσικής να είναι τόσο ευτυχισµένοι την ώρα που κάνουν µουσική! Να βιώνουν επιτόπου µια αίσθηση ελευθερίας, χαράς και δηµιουργίας. Μεγάλο πράγµα. Και παρόλο που εµείς υπηρετούµε µια µουσική που είναι απολύτως καταγεγραµµένη και δίνουµε τη µάχη µας να είµαστε όσο γίνεται ακριβέστεροι, δεν πρέπει να ξεχνάµε ποτέ ότι η µουσική είναι πάνω απ' όλα χαρά.

Πόσες φορές τη χρονιά ένας Έλληνας µουσικός στη σηµερινή Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να παίζει ευτυχισµένος µουσική;

Ίσως να σας εκπλήξω λέγοντας ότι µπορεί να το κάνει πολλές φορές. Η Ελλάδα µπορεί να έχει τα γνωστά της προβλήµατα, τις δυσλειτουργίες, την οικονοµική κρίση και αυτά που βιώνουµε όλοι, από την άλλη, όµως, για έναν µουσικό που είναι ανήσυχος και θέλει να δοκιµάζει πράγµατα, µπορεί να είναι και µια χώρα πολύ ανοιχτή στο καινούργιο και στο εναλλακτικό. Ίσως αυτό που είναι πιο δύσκολο για έναν καλλιτέχνη είναι να παίξει µεγάλα έργα, που απαιτούν την επιστράτευση µίας µεγάλης ορχήστρας. Εκεί όντως τα οράµατα είναι πιο περιορισµένα, αλλά και πάλι, αν κάποιος έχει την υποµονή να κυνηγήσει κάποια πράµατα, αργά ή γρήγορα θα µπορέσει να τα πετύχει.

Πριν απ' όλα είστε πιανίστας. Ένα µουσικό όργανο το επιλέγεις ή σε επιλέγει;

Πολύ φοβάµαι ότι ισχύει το δεύτερο. Όπως το λέω. Με το ρήµα «φοβάµαι» µπροστά...

Τίτος ΓουβέληςΩδείο Αθηνών