Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: Τα χρόνια χωρίς ρεύμα, νερό και το τέλος των «Τερμιτών»
Αναστασία Κουκά«Αγαπιόμαστε… Σε στυλ να μην ξεχνιόμαστε...»: Οι στίχοι αυτού του τραγουδιού του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, που έφυγε ξημερώματα της περασμένης Δευτέρας τόσο ξαφνικά και τόσο πρόωρα από κοντά μας, περιγράφουν με το καλύτερο τρόπο τους δεσμούς που ο ίδιος είχε αναπτύξει με άλλους ομότεχνούς του κατά την διάρκεια της μουσικής του διαδρομής. Μιας διαδρομής με πολλές φωτεινές στιγμές αλλά και αρκετά σκοτεινά και δύσκολα μονοπάτια τα οποίο ο ίδιος είχε τη δύναμη να περπατήσει με επιμονή και αξιοπρέπεια.
Αυτοί οι φίλοι-καλλιτέχνες, λοιπόν, οι δικοί του άνθρωποι, που λίγα 24ωρα μετά το φευγιό του παλεύουν να συνειδητοποιήσουν και να αποδεχτούν την οριστική απουσία του, διηγούνται στο «Έθνος της Κυριακής» κάποιες από τις ιστορίες που μοιράστηκαν μαζί του. Ιστορίες τραγουδιών, ιστορίες ζωής που άλλοτε μοιάζουν με παραμύθι με…χάπι εντ κι άλλοτε πάλι κρύβουν δράκους, φόβο και ανησυχία.
Έτσι ήταν όμως η ζωή του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, γεμάτη αντιφάσεις και έντονες διακυμάνσεις. Έτσι ήταν εξάλλου και ο ίδιος: ένας καλλιτέχνης πολύπλευρος, μια προσωπικότητα με αντιφατικές πτυχές. Γι’ αυτό και εξάλλου και αγαπήθηκε όσο λίγοι.
Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος: Τα πέτρινα χρόνια χωρίς ρεύμα και νερό
Ο Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος ήταν ένας από τους πιο στενούς φίλους και συνεργάτες του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Ήταν αυτός που έγραψε τους συγκλονιστικούς στίχους του τραγουδιού «Διδυμότειχο Μπλουζ» αλλά και εκείνος που έκανε τις ενορχηστρώσεις σε πολλά τραγούδια των «Τερμιτών» και του Λαυρέντη. Ο ξαφνικός θάνατος, του αδελφικού του φίλου τον συγκλόνισε. Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι έφυγε οριστικά. Το τέλος εξάλλου, ειδικά όταν έρχεται πρόωρα, πληγώνει, θυμώνει, απογοητεύει, αφήνει τεράστια κενά…Ο ίδιος έχει να θυμηθεί αμέτρητες στιγμές με τον Μαχαιρίτσα. Καλές και καλές. Εύκολες και σκληρές. Απ’ όλες αυτές όμως επέλεξε να μάς διηγηθεί μία από τις δύσκολες κοινές εποχές τους, εκείνες τις εποχές που ακόμη και να αυτονόητα για την ανθρώπινη επιβίωση, για εκείνους δεν ήταν δεδομένα…:
«Εκεί κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 συγκατοικούσαμε με τον Λαυρέντη, στην οδό Δαιδάλου, στην Πλάκα. Ήταν η εποχή που οι "Τερμίτες" ετοίμαζαν τον δίσκο "Τσιμεντένια Τραίνα" κι εγώ έκανα τις ενορχηστρώσεις. Μια μέρα χτυπάει το κουδούνι στο σπίτι. Ανοίγουμε την πόρτα. Είναι ο Πάνος Τζαβέλλας, με τις πατερίστες του, ένας Προμηθέας χωρίς πόδι… Ο Πάνος Τζαβέλας ο καπετάνιος: "Καλώς τον. Πώς από δω;" τον ρωτάω εγώ με τον Λαυρέντη. Κι εκείνος μας απαντά: "Σάς έφερα ψάρια, ολόφρεσκες γόπες να μαγειρέψετε". Στο σπίτι μας, όμως, δεν υπήρχε ρεύμα, ούτε νερό…».
Γιώργος Νταλάρας: Η πρώτη συνάντηση στο Μαρούσι και η σχέση ζωής
Οι πορείες του Γιώργου Νταλάρα και του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα υπήρξαν παράλληλες, με πολλές όμως και σημαντικές... διασταυρώσεις. Ο πρώτος είχε ήδη κατακτήσει την επιτυχία και την αναγνώριση όταν ο δεύτερος προσπαθούσε, απεγνωσμένα, να βρει μια θέση στην εγχώρια μουσική. Και σε αυτήν του την προσπάθεια ο Νταλάρας ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει, όποτε και όπως μπορούσε. Γιατί από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε διέκρινε σε εκείνον κάτι σημαντικό και ενδιαφέρον όχι μόνον σε καλλιτεχνικό αλλά και σε προσωπικό επίπεδο. Τα γεγονότα τον επιβεβαίωσαν. Κι όλα αυτά ξεκίνησαν με μια απρόσμενη επίσκεψη…
«Λίγο μετά το '83,στο Μαρούσι, στην οδό Φραγκοκλησιάς, όπου έμενα τότε, χτυπάει μια μέρα το κουδούνι. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τον Λαυρέντη. Νέο παιδί, με αγάπη για τη μουσική και όνειρα, είχε φτιάξει τους "Τερμίτες" σε μια εποχή που στην Ελλάδα δεν δινόταν πολύς χώρος στα συγκροτήματα. Μού είπε πως τον λένε. Όταν άκουσα το επώνυμό του τον ρώτησα αμέσως αν είναι γιος του μαέστρου κι εκείνος μού απάντησε θετικά. Αυτό από μόνο του μού ήταν αρκετό για να τον συμπαθήσω. Εκείνη την ημέρα μού έβαλε να ακούσω στο κασετόφωνο δύο τραγούδια. Τη "Σκόνη" και τις "Αρκούδες". Με ρώτησε αν μου άρεσαν κι αν θα ήθελα να τα τραγουδήσω και του απάντησα αμέσως “ναι”. Πάντα, εξάλλου, πίστευα στους νέους ανθρώπους... Από εκείνη την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε δημιουργήθηκε ανάμεσά μας μια σύνδεση. Και κάθε φορά που ξαναβρισκόμασταν, από τότε και μετά, ήταν σαν να συνεχίζαμε αυτό που αρχίσαμε σε εκείνη την πρώτη μας συνάντηση. Ήταν αυτό το συναίσθημα που διακατέχει τις φιλίες που διαρκούν».
Τα χρόνια πέρασαν και οι δύο καλλιτέχνες έμελλε να ξανασυναντηθούν με αφορμή ένα από τα πιο συγκλονιστικά και πολυσυζητημένα τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας. Ο Γιώργος Νταλάρας θυμάται με νοσταλγία και συγκίνηση: «Περίπου δέκα χρόνια μετά κάναμε με τον Λαυρέντη το "Διδυμότειχο Μπλουζ". Επειδή ντρεπόταν να έρθει να μου το φέρει ο ίδιος, αποφάσισε να μου το στείλει με τον παραγωγό του και κοινό μας φίλο, τον Ηλία Μπενέτο. Ήταν ένα υπέροχο ροκ ζεϊμπέκικο με θέμα τη στρατιωτική θητεία. Ο Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος πήρε μια ιστορία του Λαυρέντη και την έκανε ένα τραγούδι αληθινό, πικρό, που, πράγματι, είχε και μια αυθάδεια. Παρότι αγαπήθηκε αμέσως από τον κόσμο, ξεσήκωσε και πολλές αντιδράσεις. Ο δήμαρχος του Διδυμότειχου διαμαρτυρήθηκε έντονα γιατί θεωρούσε ότι οι στίχοι του προσβάλλουν την πόλη του. Χρειάστηκε να συναντηθεί μαζί του ο ίδιος ο στιχουργός για να του εξηγήσει ότι δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση».
Αντώνης Μιτζέλος: Το «Πόσο σε θέλω» που γράφτηκε στη σκηνή του Λυκαβηττού και η ανακοίνωση του τέλους των «Τερμιτών»
Ο Αντώνης Μιτζέλος συμπορεύτηκε με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα από την αρχή σχεδόν της μουσικής διαδρομής του. Βίωσαν μαζί τη δημιουργία του συγκροτήματος «Τερμίτες», τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες, την διάλυση. Επί της ουσίας, όμως, δεν χώρισαν ποτέ. Πάντα έβρισκαν ευκαιρίες να συναντιούνται είτε σε συναυλίες είτε στο στούντιο. Τι να πρωτοθυμηθεί, λοιπόν, ο Αντώνης για τον Λαυρέντη; Πολλές οι κοινές εμπειρίες και ακόμη περισσότερες οι όμορφες στιγμές.
Μία από αυτές ήταν, αναμφισβήτητα, ο παράδοξος τρόπος με τον οποίο δημιουργήθηκε το αγαπημένο τραγούδι τους «Πόσο σε θέλω»: «Ήταν Σεπτέμβρης του 1986, δύο μέρες πριν από τη μεγάλη συναυλία που θα έδιναν οι "Τερμίτες" στο Θέατρο Λυκαβηττού. Όλοι είχαν ανέβει στον Βόλο, στο σπίτι που πριν από λίγες ημέρες η καρδιά του Λάρι μας σταμάτησε να χτυπά… Όλοι εκτός από μένα που έμεινα στην Αθήνα για να κανονίσω τα διαδικαστικά της συναυλίας. Κάποια στιγμή ο Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος διάβασε στους άλλους τους στίχους του "Πόσο σε θέλω" και εκείνοι, επιτόπου άρχισαν να τους ντύνουν με μουσική, έτσι στα πρόχειρα. Τη βραδιά της συναυλίας στον κατάμεστο Λυκαβηττό, αφού είχαμε πει όλα τα τραγούδια μας, και στο τρίτο μπιζ που δεν είχαμε πια τίποτε άλλο να πούμε στους 7.000 ανθρώπους που μας χειροκροτούσαν, λέω στον Λαυρέντη: «ρε συ δεν παίζομαι το καινούργιο;». Το πρόβλημα, όμως, ήταν πως το καινούργιο δεν είχε ακόμη ρεφρέν… Όταν έφθασε το τραγούδι μέχρι εκεί που το είχαμε γράψει, δηλαδή τη φράση "πόσο σε θέλω", εγώ έκανα εκείνο τον κύκλο με τις συγχορδίες, που επί της ουσίας είναι το ρεφρέν, και ο κόσμος επανέλαβε από κάτω τον ίδιο στίχο. Είναι ένα τραγούδι, λοιπόν, που έφτιαξαν πάνω στη σκηνή οι "Τερμίτες" μαζί με τον κόσμο».
Ο Αντώνης Μιτζέλος, όμως, θυμάται πολύ έντονα και την ημέρα που έπεσαν οι τίτλοι τέλους για το συγκρότημα: «Δύο χρόνια μετά την ιστορική αυτή συναυλία μας στο Θέατρο Λυκαβηττού, κι ενώ βρισκόμασταν στο στούντιο και ολοκληρώναμε τις ηχογραφήσεις του τελευταίου και πιο ουσιώδους μας δίσκου, μπήκε ο Λαυρέντης και μας ανακοίνωσε την απόφασή του να πορευτεί πλέον μόνος του μουσικά. Είχε υπογράψει συμβόλαιο με τη Minos Emi. Ήταν μια δύσκολη μέρα για όλους μας. Ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του, αλλά επί της ουσίας με τον Λαυρέντη δεν χωρίσαμε ποτέ».
Φίλιππος Πλάτσικας: Η τυχαία γνωριμία Μαχαιρίτσα – Πυξ Λαξ στη Ναύπακτο
Οι δρόμοι του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και των Πυξ Λαξ διασταυρώθηκαν κάπου στις αρχές του ’90, με φόντο το πανέμορφο λιμάνι της Ναυπάκτου. Ο Φίλιππος Πλιάτσικας μας διηγείται: «Ήταν 1990, εμείς, οι Πυξ Λαξ κάναμε τα πρώτα μας βήματα και βρεθήκαμε κάποια στιγμή στη Ναύπακτο προκειμένου να γυρίσουμε ένα βίντεο κλιπ στο πλαίσιο μιας μουσικής εκπομπής της ΕΡΤ. Για τον ίδιο λόγο είχε έρθει στο ίδιο μέρος και ο Λαυρέντης. Εκεί έγινε η πρώτη μας γνωριμία η οποία εξελίχθηκε σε μια φιλία χρόνων. Χρόνια αργότερα θα μάς καλέσει σε ένα στούντιο, στο Μοσχάτο, για να ηχογραφήσουμε μαζί το αγαπημένο τραγούδι "Ένας Τούρκος στο Παρίσι". Μας ήθελε, έλεγε, γιατί είχαμε το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Είμαστε και εμείς…φωνακλάδες στις ερμηνείες μας, όπως κι εκείνος».
- Μαγδεμβούργο: Ερωτήματα για τις ευθύνες των Αρχών και τους χειρισμούς για τις πληροφορίες από το παρελθόν του δράστη
- Νέες απειλές Πούτιν: Υπόσχεται καταστροφικά αντίποινα στην Ουκρανία μετά την επίθεση στο Καζάν
- Επίδομα θέρμανσης: Τη Δευτέρα (23/12) η πληρωμή της πρώτης δόσης
- Ισχυρή καταιγίδα στην Αττική: Επιδείνωση του καιρού τις επόμενες ώρες – Πού θα «χτυπήσουν» τα φαινόμενα