Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με το παιδικό θέατρο και πώς προχωρήσατε στη δημιουργία της ομάδας «Τόπι»; Ήταν μια προσωπική ανάγκη να δημιουργήσουμε μια ομάδα που θα έκανε παιδικό θέατρο έτσι όπως θα ήθελα να το βλέπω εγώ εάν ήμουν παιδί. Με πολύ χιούμορ, χωρίς διδακτισμούς. Με ενδιέφερε να φέρω τη σκηνή δίπλα στους θεατές και τα παιδιά να συμμετέχουν ενεργά στην εξέλιξη του έργου. Είχα την τύχη όμως να έχω και καλούς δασκάλους τα προηγούμενα χρόνια, αφού βρέθηκα δίπλα στον υπέροχο Δημήτρη Σεϊτάνη αλλά και στην Ξένια Καλογεροπούλου για πάνω από μια πενταετία. Με ποια κριτήρια επιλέγετε τα έργα κάθε χρονιάς και πόσο εύκολη είναι η διασκευή τους, ώστε αυτά να προσαρμοστούν στην ελληνική κοινωνία και στην ιδιαίτερη γλώσσα των παιδιών; Μας ενδιαφέρει κάθε χρόνο να ανεβάζουμε έργα που δεν έχουν παιχθεί ξανά. Φέραμε για πρώτη φορά τον Χόρχε Μπουκάι σε επαφή με το ελληνικό κοινό, διασκευάζοντας τον «Αλυσοδεμένο ελέφαντα» και τον «Τρομερό εχθρό». Ο Τζιάνι Ροντάρι, ένας σπουδαίος συγγραφέας και παιδαγωγός –ο μόνος που έχει πάρει το Βραβείο Άντερσεν (βραβείο παιδικής λογοτεχνίας) δύο φορές– δεν είχε ανεβεί στην Ελλάδα εδώ και είκοσι χρόνια. Φέτος το τολμήσαμε να κάνουμε τα «Παραμύθια για να σπάτε κέφι». Θέλουμε το κοινό να δει κάτι διαφορετικό. Οι παραστάσεις σας έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για τα παιδιά αλλά και για τους ενήλικες. Πιστεύετε ότι, τελικά, είναι διαφορετικά τα στοιχεία που εντυπωσιάζουν τους μικρούς και τους μεγάλους σε μια παράσταση; Ανεβάζοντας ένα έργο σκέφτομαι ότι το 50% των θεατών είναι παιδιά και το άλλο 50% είναι ενήλικοι γονείς. Προσέχουμε πάντα να είναι μια παράσταση που να αφορά το 100% του κοινού, και απ’ ό,τι μας λένε είναι κάτι που το καταφέρνουμε. Αυτήν τη χρονιά ανεβάζετε δύο έργα στο Studio Μαυρομιχάλη: «Παραμύθια για να σπάτε κέφι» και «Ο τρομερός εχθρός και ο αλυσοδεμένος ελέφαντας». Ποια είναι τα κοινωνικά μηνύματα που λαμβάνει ένα παιδί από τις παραπάνω παραστάσεις; Στα «Παραμύθια για να σπάτε κέφι», σε κείμενα του Τζιάνι Ροντάρι, μιλάμε για τον εθισμό στα μηχανήματα (τάμπλετ, κινητά κλπ.) αλλά και για τη μουσική και το πώς μπορεί αυτή να γίνει σύμμαχός μας στις δυσκολίες. Ανακαλύπτουμε από πού έρχονται τα πράγματα, μιλάμε για τη συλλογικότητα, που μας βοηθάει να γνωριστούμε και να αντιμετωπίσουμε κάθε φύσης πρόβλημα, αλλά και για τη διαφορετικότητα των ανθρώπων, αφού είμαστε όλοι διαφορετικοί και όλοι ίσοι. Στο έργο «Ο τρομερός εχθρός και ο αλυσοδεμένος ελέφαντας» μιλάμε για τη δύναμη και την πίστη στον εαυτό μας, μέσα από έναν ελέφαντα, αλλά και για το πώς ο πιο μεγάλος εχθρός μας μπορεί να γίνει ο καλύτερός μας φίλος εάν τον γνωρίσουμε καλύτερα. Τι πιστεύετε ότι απασχολεί περισσότερο τα παιδιά στη σύγχρονη εποχή και πώς το θέατρο μπορεί να δώσει μια διέξοδο στους προβληματισμούς τους; Η έλλειψη χρόνου των γονιών να ασχοληθούν μαζί τους. Τα παιδιά θέλουν φροντίδα, αγάπη, χρόνο και όρια. Όταν οι γονείς επιστρέφουν στο σπίτι κουρασμένοι και δεν ασχολούνται με το παιδί και τις ανάγκες του, δεν του μιλάνε αλλά απλά για να ξεκουραστούν οι ίδιοι του δίνουν ανεξέλεγκτα ένα τάμπλετ για να παίζει, τότε δημιουργούν παιδιά αδιάφορα κι ανεξέλεγκτα, με έλλειψη επικοινωνίας. Ποια αντίδραση παιδιού και ποια ενήλικα από το κοινό σάς έχουν προξενήσει μέχρι στιγμής μεγαλύτερη εντύπωση και γιατί; Σε μια παράσταση, στα «Παραμύθια για να σπάτε κέφι», ένα παιδί που είχε έρθει με τη γιαγιά του άρχισε να κλαίει με το που τελείωσε το έργο. Όταν πλησίασα να μάθω τι έγινε μου είπε η γιαγιά του ότι κλαίει γιατί ήθελε κι άλλο… Ήρθαν άλλες τέσσερις φορές… Και φυσικά είναι συχνό φαινόμενο πλέον να έρχονται στις παραστάσεις μας ενήλικες χωρίς παιδιά… Ποια είναι τα μελλοντικά σχέδια της ομάδας «Τόπι»; Υπάρχει κάποιο μακροπρόθεσμο όνειρό σας; Μας έχουν καλέσει από διάφορα μέρη του εξωτερικού, όπως την Ελβετία, το Βέλγιο και την Αγγλία, για να παίξουμε τις παιδικές μας παραστάσεις και είτε λόγω περιορισμένου μπάτζετ είτε λόγω έλλειψης χρόνου δεν τα έχουμε καταφέρει. Είναι κάτι που θέλουμε πολύ και θα το επιδιώξουμε. Θέλω να ταξιδέψει το «Τόπι», εάν γίνεται και σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό είναι ένα όνειρό μου, ν’ ανοίξουμε τα φτερά και να διαγράψουμε τα όποια σύνορα και όρια. [Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Open Life, που κυκλοφόρησε με το Έθνος της Κυριακής, 24 Νοεμβρίου]