Απόψεις|18.04.2020 12:49

Το έλλειµµα απαντήσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης

Νίκος Μπίστης

Πριν από μία εβδομάδα, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου Ερευνας (ERC), Ιταλός καθηγητής Μάουρο Φεράρι, θεωρούµενος ως εκ της θέσεώς του ο επικεφαλής επιστήµονας της Ευρώπης, υπέβαλε την παραίτησή του µόλις τρεις µήνες µετά την ανάληψη των καθηκόντων του, προβάλλοντας ως αιτία της παραίτησής του, πέρα από την ανεπαρκή χρηµατοδότηση των επιστηµόνων, «την παντελή απουσία συντονισµού στις πολιτικές παροχής υπηρεσιών υγείας µεταξύ των κρατών-µελών».

Σε προχθεσινή του συνέντευξη στην «El País», ο έγκυρος τεχνοκράτης Ηλίας Μόσιαλος αναφέρεται -µεταξύ άλλων στην έλλειψη αλληλεγγύης της κυβέρνησης των ΗΠΑ αλλά και στους περιορισµούς στις εξαγωγές προστατευτικού υλικού ή εξοπλισµού και αντισηπτικών από διάφορες χώρες, µε πρώτη τη Γερµανία. Παράλληλα, εξήγησε πως το πρόβληµα έγκειται στο ότι αντί να δούµε µια ευρωπαϊκή απάντηση, διαπιστώσαµε ασυντόνιστες και αναποτελεσµατικές εθνικές απαντήσεις.

Μια δεύτερη, αλλά όχι ήσσονος σηµασίας διαπίστωση είναι ότι η εφοδιαστική αλυσίδα των τροφίµων παρουσιάζει τριγµούς, µε τον ΟΗΕ να κρούει το καµπανάκι για ενδεχόµενες ελλείψεις τροφίµων σε όλο τον κόσµο λόγω των µέτρων πρόληψης που έλαβαν αρκετά κράτη για τον περιορισµό εξάπλωσης της νόσου.

Προς το παρόν, ναι µεν η διακίνηση τροφίµων εντός της ΕΕ θεωρητικά συνεχίζεται απρόσκοπτα, όµως η πραγµατικότητα είναι τελείως διαφορετική, αφού ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται µια διστακτικότητα στις εξαγωγές, ακόµα και όταν αυτές αφορούν το διακοινοτικό εµπόριο (π.χ. Ρουµανία), καθώς και δεύτερες σκέψεις για τη δηµιουργία εθνικών αποθεµάτων. Είναι προφανές ότι αυτό θα ήταν ευθεία υπονόµευση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς, ενός από τα µεγαλύτερα επιτεύγµατα της ΕΕ.

Η άνω των 25 χρόνων κοινή πορεία των ευρωπαϊκών χωρών στον τοµέα της διακίνησης εµπορευµάτων έχει παγιώσει τόσο τις παραγωγικές επιλογές του κάθε κράτους-µέλους όσο και µια σχετική οµοιογένεια στις καταναλωτικές προτιµήσεις των Ευρωπαίων πολιτών που δεν γνωρίζουν πλέον Βορρά και Νότο. Η ανεπάρκεια όµως της ΕΕ στο θέµα της πανδηµίας δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας και για κοινή διαχείριση µιας διαφαινόµενης επισιτιστικής κρίσης, που εξαρτάται τόσο από την απρόσκοπτη συνέχεια του εσωτερικού εµπορίου όσο και από άλλους παράγοντες, όπως είναι τα «εισαγόµενα» εργατικά χέρια και το κόστος των µεταφορών που έχει αυξηθεί σηµαντικά. Πολλά επίσης σε αυτό τον κρίσιµο τοµέα θα κριθούν από τη διάρκεια των περιοριστικών µέτρων.

Η Ευρώπη µετρήθηκε και βρέθηκε για ακόµα µία φορά «λίγη». Το ευρωοµόλογο, που ζητήθηκε το 2010 από τον Γιώργο Παπανδρέου, απορρίφθηκε τότε µετά βδελυγµίας, µε το επιχείρηµα ότι η οικονοµική κρίση ήταν πρόβληµα µόνο των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Η συζήτηση της περασµένης εβδοµάδας στο Eurogroup σχετικά µε το κορονοοµολόγο, που ζητήθηκε από 10 χώρες αυτήν τη φορά, επίσης κατέληξε σε αδιέξοδο, αν και όλοι αναγνωρίζουν ότι η κρίση είναι πανευρωπαϊκή. 

Η αλήθεια είναι ότι και το 2010 η κρίση ήταν εξίσου συµµετρική, αφού από τη δική µας χρεοκοπία κινδύνευαν οι µεγάλες τράπεζες του Βορρά, αλλά η «άσωτη Ελλάδα» βόλευε πολύ για να γίνει ο αποδιοποµπαίος τράγος. Το 2010, η ∆εξιά, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιµία, στήριξε χλιαρά την πρόταση, ενώ τώρα ο κ. Μητσοτάκης ήταν από τους ένθερµους υποστηρικτές του κορονοοµολόγου, πράγµα που αποδεικνύει πόσο πολύ εσωτερίκευσαν και υιοθέτησαν την καλβινιστική ηθικολογία της λιτότητας και αποδέχθηκαν χωρίς ιδιαίτερες αντιστάσεις την τιµωρία µας. Εξάλλου στη συντηρητική παράταξη θα βρεθούν οι πιο ισχυροί υποστηρικτές της άποψης «Γερούν, γερά» και της τιµωρητικής γραµµής.

ΚορονοϊόςΕυρωπαϊκή Ένωση