Απόψεις|04.06.2020 17:02

Ο Ερντογάν και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις

Γεράσιμος Ν. Καραμπελιάς

Στην Τουρκία του 21ου αιώνα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όχι μόνο κατόρθωσε να κυριαρχήσει αλλά και να ταπεινώσει την πολιτική δύναμη των δυτικόστροφων αξιωματικών (2016), επαναφέροντας στην επιφάνεια τα μεγαλοϊδεατικά/νεο-οθωμανικά σχέδια της σκιώδους άρχουσας τάξης με βαλκανική καταγωγή. Το αγόρι από τη φτωχογειτονιά του Κασίμπασα κατάφερε να ζήσει το απόλυτο όνειρο κάθε εσωτερικού μετανάστη με το να κατορθώσει να πείσει τους κοινωνικά καταπιεσμένους, πολιτιστικά περιφρονημένους και οικονομικά εξαθλιωμένους κατοίκους ότι είναι ο προστάτης τους, ότι είναι αυτός που θα ήθελαν να γίνουν.

Και για όσους συμφωνούν με το ρητό «ότι είναι πολύ εύκολο να βγάλεις τον Ταρζάν από τη ζούγκλα, αλλά σχεδόν ακατόρθωτο να βγάλεις τη ζούγκλα από τον Ταρζάν», η επιρροή της συνοικίας του Κασίμπασα στην πολιτική, θρησκευτική και συμπεριφορική ταυτότητα του Τούρκου προέδρου είναι κομβική για την κατανόηση των πράξεών του. Η περιοχή του Κασίμπασα μπορεί να μην ήταν αντίστοιχη φαβέλας, αλλά ήταν μια φτωχή γειτονιά δίπλα σε πλούσιες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης, όπου εσωτερικοί μετανάστες εγκαταστάθηκαν αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Σε μια πόλη που η γειτονιά καθορίζει τον τρόπο και το ύφος με τον οποίο γίνεσαι αντιληπτός από τον «άλλο», είναι εμφανές ότι ο Ερντογάν βίωσε την απόλυτη περιφρόνηση από τους αστούς κεμαλιστές. Ο τρόπος με τον οποίο καταδίωξε, βασάνισε και εκτόπισε από τις θέσεις τους μέλη της στρατο-γραφειοκρατίας, των πανεπιστημίων και του δικαστικού σώματος για «συμμετοχή» στο πραξικόπημα του 2016 είναι απόδειξη των έντονων αρνητικών συναισθημάτων που έτρεφε γι’ αυτούς.

Το γεγονός ότι ποτέ δεν αποκάλεσε τον ιδρυτή της χώρας ως Ατατούρκ (πατέρα των Τούρκων), αλλά ως Γαζή Μουσταφά Κεμάλ (θρησκευτική διάσταση), είναι ενδεικτικό της αντίληψής του για το κεμαλικό κατεστημένο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στην πρώτη συνάντηση που είχε με τον δήμαρχο Κωνσταντινούπολης στο Προεδρικό Μέγαρο, του προσέφερε σπασμένη καρέκλα. Η «φυσική» ανάγκη του Ερντογάν για κοινωνική αναβάθμιση ήταν λογικό να τον στρέψει προς τον πλουτισμό και προς τη δημιουργία στενών επαφών με τον παραδοσιακό χώρο ανάδειξης νεόπλουτων, αυτού των κατασκευών. Η δράση των εταιρειών του εντός και εκτός Τουρκίας είναι γνωστή σε όλους. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008, όμως, σε συνάρτηση με τη σύσφιξη των σχέσεών των με την ομάδα των εθνικιστών απόστρατων αξιωματικών αλλά και πολιτικών που μοιράζονταν την απέχθεια για τους αστούς, φιλοδυτικούς κεμαλιστές, οδήγησε στη σταδιακή μετατόπιση του ενδιαφέροντός του στη στρατιωτική βιομηχανία. Η τελευταία όχι μόνο προσέφερε ένα λαμπρό πεδίο κερδοφορίας αλλά και πολιτικοοικονομικών συμμαχιών τόσο εντός της χώρας όσο και εκτός.

Και η κερδοφορία για τον Ερντογάν δεν περιοριζόταν στο οικονομικό επίπεδο. Διότι οι «ασφαλείς» στρατιωτικές επιχειρήσεις εντός και εκτός των συνόρων οδηγούν στη διόγκωση του εθνικιστικού συναισθήματος των εξαθλιωμένων μαζών, στην εκτροπή της προσοχής των από την περιρρέουσα οικονομική κρίση και στον εκφοβισμό της αντιπολίτευσης. Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα, την Κύπρο, το Ισραήλ, τη Συρία και τη Λιβύη αλλά και ο ρόλος της σε μεταναστευτικο-ισλαμική τρομοκρατία αποτελούν πεδία τεράστιας κερδοφορίας για το αγόρι από το Κασίμπασα και τον στενό κύκλο των συνεργατών του. Και, δυστυχώς, η εκθρόνισή του είναι αδύνατο να γίνει διά της διπλωματικής οδού.

Ρετζέπ Ταγίπ ΕρντογάνΤουρκία