Απόψεις | 26.06.2020 18:43

Η γερμανική Εξωτερική Πολιτική στον 21ο αιώνα: Υβρίδιο μετανεωτερικής ταυτότητας και νεωτερικού πραγματισμού

Κωνσταντίνος Λαμπρόπουλος

Το κυρίαρχο μοτίβο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία 60 έτη, υπήρξε η Συνέχεια (kontinuität), (όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Klaus Kinkel), συνεπεία της στρατηγικής επιλογής η οποία προέκρινε την Πρόσδεση στη Δύση (Westbindung).

Η αρχή της συνέχειας προϋπέθετε την συναίνεση στο πολιτικό πεδίο αναφορικά με την ανωτέρω στρατηγική επιλογή και συνίστατο στην αξιοπιστία (Zuverlässigkeit), την προβλεψιμότητα (Vorhersarbagkeit) και την υπευθυνότητα (Verantwortlichkeit), στοιχεία που απετέλεσαν βασικές αξίες της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής τόσο μεταπολεμικά όσο και στις δύο πρώτες δεκαετίες της μεταψυχροπολεμικής εποχής.


Οι βασικοί άξονες της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής συνοψίζονται στα εξής: 

  • την προσήλωση στην θεσμοθετημένη πολυμερή διπλωματία από μια εξευρωπαϊσμένη γερμανική πολιτική ελίτ, πλήρως ενταγμένη στο πλαίσιο της Φιλελεύθερης Διεθνούς Τάξης και της συλλογικής ασφάλειας της Ευρω-ατλαντικής Συμμαχίας, 
  • την επίδειξη αυτοσυγκράτησης μέσω του λεγόμενου Συνταγματικού Πατριωτισμού (Verfassung-patriotismus) προωθώντας το γερμανικό εθνικό συμφέρον με την ευρεία έννοια, ως αναπόσπαστο κομμάτι του ευρωπαϊκού πλαισίου, 
  • την αποφυγή προβολής στρατιωτικής ισχύος και
  • την «κοινωνικοποίηση» αντιπάλων δυνάμεων (Ρωσία-συνέχεια της Ostpolitik) μέσω της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής επί τη βάσει αρχών και θέσεων που συνιστούν τον ρόλο της Γερμανίας ως Πολιτειακής Δυνάμεως (Zivile Macht).

Εντούτοις, οι τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, συνιστάμενες στην ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου ή ενός υβριδικού, α-πολικού διεθνούς συστήματος, στην όξυνση του νέου ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων ΗΠΑ-Κίνας-Ρωσίας με παράλληλη εξασθένιση της συνοχής του Ευρωατλαντικού οικοδομήματος και στον αυξανόμενο γεωπολιτικό ρόλο Μεσαίων/Περιφερειακών Δυνάμεων, θέτουν την Γερμανία ενώπιον στρατηγικών διλημμάτων για τα οποία το γερμανικό πολιτικό σύστημα  δεν ήταν προετοιμασμένο.

Ο κλυδωνισμός της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» και κατ’ επέκταση της μεταπολεμικής Φιλελεύθερης Διεθνούς Τάξης, παράγει σύγχυση αναφορικά με το μοντέλο εξωτερικής πολιτικής που οφείλει η Γερμανία να ακολουθήσει στο προσεχές μέλλον, ενώ επιτείνει τις λεγόμενες πολυεπίπεδες αγκυλώσεις οι οποίες αφορούν τον τρόπο πρόσληψης του γερμανικού ιστορικού παρελθόντος σε συνάρτηση με τις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής. Η αλληλεπίδραση του τετράπτυχου: πασιφισμού-περιφερειοποίησης και ρεαλισμού-ηγεμονισμού, όντας το πλαίσιο αναφοράς των γερμανικών ελίτ, επιδρά καταλυτικά στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής.

Ως εκ τούτου, ενώ αναζητείται επιτακτικά το πλαίσιο ανάληψης μεγαλύτερων ευθυνών και περισσότερης αυτονομίας στην Εξωτερική Πολιτική, συμβαδίζον με την ιδιότητα του «Κανονικού Κράτους», το οποίο συμπεριλαμβάνει όλους τους συντελεστές ισχύος στη «φαρέτρα» του (Normale Macht), παράλληλα ενεργοποιούνται συγκεκριμένα σύνδρομα ενοχής και ανασφάλειας που άπτονται του ιστορικού επεκτατικού παρελθόντος (το περίφημο Angst κατά τον Helmut Schmidt) με συνέπεια η γερμανική εξωτερική πολιτική να στερείται ενός συμπαγούς  πλαισίου και να διέπεται από παλινωδίες, εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από τους εσωτερικούς συσχετισμούς ισχύος και την δυνατότητα επίτευξης πολιτικής συναίνεσης.

Παραταύτα, τόσο η μεταβατική φάση του διεθνούς συστήματος και οι απορρέουσες εξ αυτού απαιτήσεις, όσο και η αυξανόμενη πόλωση στο εσωτερικό πεδίο, ωθούν το γερμανικό πολιτικό σύστημα προς την υιοθέτηση ενός  υβριδικού μοντέλου εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο μιας νέας διακριτής πορείας, εν είδει ενός νέου Sonderweg  με μείξη μετανεωτερικών και νεωτερικών προτύπων. 

Το νέο μοντέλο αποπειράται να συγκεράσει τις αντιθέσεις που προκύπτουν από τον δισυπόστατο χαρακτήρα της γερμανικής στρατηγικής κουλτούρας, αφορώντας την σύμμειξη της εσωστρεφούς  επιρροής του Angst  και της νέας αυτοπεποίθησης (Selbstbehauptung) προϊούσης της οικονομικής πρωτοκαθεδρίας και της γεωοικονομικής προσέγγισης που υιοθετήθηκε τις τρεις δεκαετίες από την Επανένωση (Wiedervereinigung).

Επιπρόσθετα, στη γερμανική εξωτερική πολιτική, αποτυπώνεται μια πραγματιστική τάση που προστίθεται ως συστατικό στοιχείο της γερμανικής στρατηγικής κουλτούρας που αφορά την ρεαλιστική ανάγνωση του αναδυόμενου διεθνούς περιβάλλοντος και την ανάγνωση του εθνικού συμφέροντος με την στενή έννοια.
Κατά συνέπεια, η Γερμανία, στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα ,επιδιώκει ως «ατμομηχανή» και ηγέτιδα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, την ανάληψη ενός παγκόσμιου ρόλου ήπιας ηγεμονίας (soft hegemony), εξακολουθώντας να βασίζεται στην ήπια ισχύ, στην οικονομική αλληλεξάρτηση και στην πολυμερή διπλωματία.

Παράλληλα, όμως ακολουθεί μια στρατηγική «ηγείσθαι εκ του μακρόθεν» (leading from behind), προς εξυπηρέτηση του γερμανικού εθνικού συμφέροντος stricto sensu μέσω μετανεωτερικών εργαλείων, επενδύοντας στην απόκτηση παγκόσμιων ερεισμάτων μέσω της δημιουργίας  δικτύων επιρροής  στο πλαίσιο της έννοιας της Μετανεωτερικής (Postmodern) Κεντρικής Δυνάμεως , λειτουργώντας ως Νευραλγική Αρτηρία» σ ένα υπερσύστημα (system of systems) πολυδιάστατων συμμαχιών- κρατικών δρώντων  και έτερων φορέων συμφερόντων (stakeholders), σ’ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

Η ισχύς τοιουτοτρόπως «φιλτράρεται» μέσω των δικτύων (network power) τόσο στο διακρατικό επίπεδο (interstate level) όσο και στο επίπεδο φορέων συμφερόντων (stakeholder level).

Το νέο μοντέλο, σταδιακά αναπτυσσόμενο από το 2014, αφορά την δημιουργία πλεγμάτων ανάπτυξης και σταθερών οικονομικών σχέσεων μέσω θεσμοθετημένων δομών τόσο επίσημων όσο και ατύπων, στις αναδυόμενες αγορές της Βόρειας και Κεντρικής Αφρικής, της Μέσης Ανατολής, της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής μεταξύ άλλων.

Η εργαλειοθήκη του ανωτέρω μοντέλου περιλαμβάνει την χρήση των δυναμικών δικτύων αλληλεξάρτησης (dynamic networks of interdependence), αμβλύνοντας την  ιεραρχική πτυχή που διέπει το πλαίσιο των  πελατειακών σχέσεων (patron-client relations), διευκολύνοντας τα γερμανικά συμφέροντα να αποκτήσουν προνομιακή θέση και ασύμμετρο πλεονέκτημα έναντι του ανταγωνισμού.

Ταυτόχρονα το μοντέλο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα με ρεαλιστικούς όρους μιας Κανονικής Νεωτερικής Δυνάμεως, αποπειρώμενο να ανταποκριθεί αποτελεσματικά βραχυπρόθεσμα στις προκύπτουσες κρίσεις, προκρίνοντας ad-hoc λύσεις βάσει εναλλακτικών σεναρίων και ακόλουθων δράσεων επί τούτου. 

Αξίζει να σημειωθεί πως για πρώτη φορά, εκπονείται μια μελέτη για την γερμανική εξωτερική πολιτική το 2040 που εμπεριέχει εναλλακτικά σενάρια δράσης αναφορικά με τις δομικές αλλαγές που συντελούνται στο διεθνές σύστημα, περιλαμβάνοντας στην πιο ακραία εκδοχή της απόλυτης διάστασης με τις ΗΠΑ, και την πιθανότητα αυτόνομης πορείας στον στρατιωτικό τομέα εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, παρακάμπτοντας το ΝΑΤΟ.

Επί της ουσίας, η γερμανική εξωτερική πολιτική βρίσκεται σε φάση αναδιοργάνωσης, αναζητώντας να εξισορροπήσει μεταξύ ιδεαλισμού και πραγματισμού. Η καθιέρωση της Γερμανίας ως Ήπιας Ηγεμονικής Δύναμης προσκρούει στην δύσκολη πραγματικότητα ενός πολυπολικού κόσμου, στον οποίο αφενός οι αναθεωρητικές δυνάμεις επαναφέρουν την λογική των ζωνών επιρροής και την χρήση στρατιωτικής ισχύος, αφετέρου η Φιλελεύθερη Διεθνής Τάξη πνέει τα λοίσθια, ενώ η ήδη υπάρχουσα τάση σταδιακής απεξάρτησης και από-παγκοσμιοποίησης επιταχύνθηκε εξαιτίας της πανδημίας.

Η γερμανική εξωτερική πολιτική στο αναδυόμενο γεωστρατηγικό περιβάλλον, σταδιακά αποστασιοποιείται από κυρίαρχα μοτίβα των προηγούμενων δεκαετιών. Παραταύτα, παραμένει δέσμια των συσχετισμών ισχύος που άπτονται του εσωτερικού μετώπου, το οποίο παρουσιάζεται πολυδιασπασμένο με τα παραδοσιακά κόμματα του γερμανικού πολιτικού συστήματος σε αποδρομή και την ανάδυση της Εναλλακτικής για την Γερμανία (AFD), όπως και την σημαντική ενίσχυση του κόμματος των «Πρασίνων» ως σημαντικές μεταβλητές που θα καθορίσουν το επίπεδο της πολιτικής συναίνεσης σε κρίσιμα ζητήματα.

Οι γερμανικές πολιτικές ελίτ αναζητούν πλέον την ηγεσία που θα ανταποκριθεί στις πολυεπίπεδες προκλήσεις του παρόντος, προετοιμαζόμενες ταυτόχρονα για το εγγύς μέλλον, κινούμενες πλέον σε πραγματιστική βάση και ωθούμενες από την υπεράσπιση του γερμανικού εθνικού συμφέροντος σε ρεαλιστική βάση.

ΗΠΑΓερμανίαεξωτερική πολιτικήΡωσίαΚίνα