Απόψεις|05.07.2020 16:28

Πώς το λίγο λίγο γίνεται πολύ

Νίκος Μπίστης

Είμαι από τους σταθερούς υποστηρικτές της ανάγκης συνεννόησης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ. Ξεκινώντας από την ομαλοποίηση των σχέσεων, να περάσουν στην κοινή δράση και να φτάσουν σε κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης.

Την εξέλιξη αυτή την επιβάλλουν η πολιτική γεωγραφία, οι συσχετισμοί και το σύστημα της απλής αναλογικής. Οι εξελίξεις στις άλλες χώρες του Νότου της Ευρώπης, με κυβερνήσεις συνεργασίας Αριστεράς – Κεντροαριστεράς, δείχνουν με σαφήνεια τον οδικό χάρτη. Υπάρχει ένα βεβαρημένο παρελθόν στις σχέσεις των δύο χώρων που μόνο με ένα γενναίο delete αντιμετωπίζεται. Είναι απολύτως βέβαιο ότι και τα δύο κόμματα έχουν αξιολογήσει την προηγούμενη ταραγμένη περίοδο, ξέρουν τα λάθη τους, πού το παρατράβηξαν στη σχέση με τον όμορο χώρο. Να αποστούν δημόσια και συνολικά από το παρελθόν τους δεν γίνεται.

Στην πολιτική η αυτοκριτική συνήθως γίνεται εμπράκτως με την αλλαγή κλίματος και κατεύθυνσης. Οσοι απαιτούν το αντίστροφο, ή δεν ξέρουν από πολιτική ή είναι πληγωμένοι νάρκισσοι που δεν μπορούν να μετρήσουν το μπόι τους και οι οποίοι συνήθως βγαίνουν εκτός γηπέδου. Δείτε πώς, χωρίς μάλιστα να το πολυκαταλάβουν, έχουν βρεθεί στα αζήτητα πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες εκείνης της περιόδου. Για παράδειγμα, ό,τι και να λένε αριστεροί και δεξιοί αμφισβητίες, ο ΣΥΡΙΖΑ από το καλοκαίρι του 2015 έκανε μεγάλη στροφή σε όλα τα επίπεδα. Στροφή που θα ολοκληρωθεί στο Συνέδριό του όχι μόνο στην ονομασία ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία αλλά και στη φυσιογνωμία και στο πρόγραμμά του.

Στο ΚΙΝΑΛ έδειχναν να συνειδητοποιούν αυτή την εξέλιξη και ότι είναι όρος επιβίωσής τους η αποκόλληση από το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Το γεγονός ότι Τσίπρας και Γεννηματά δεν είχαν ανοίξει την τεταμένη περίοδο προσωπικούς λογαριασμούς διευκόλυνε αντικειμενικά την έναρξη της νέας περιόδου και υπήρξαν τα πρώτα θετικά αποτυπώματα. Η ΝΔ και οι μιντιακοί φίλοι της αντελήφθησαν τον κίνδυνο και έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο επανένταξης του ΚΙΝΑΛ στο αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Και στα δύο κόμματα υπάρχουν δυνάμεις αντίθετες στην προσέγγιση.

Η μεγάλη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Τσίπρας, έχοντας χαράξει πολιτική διαμόρφωσης μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας, μένει αταλάντευτος στη γραμμή του «απλωμένου χεριού» συνεργασίας με το ΚΙΝΑΛ. Αντιθέτως, η Φώφη Γεννηματά δείχνει να ταλαντεύεται κάτω από την ασφυκτική πίεση της ισχυρής δεξιάς πτέρυγας του κόμματός της, του μιντιακού και οικονομικού κατεστημένου. Υπάρχει ένας νόμος στην πολιτική που λειτουργεί υποδόρια, αλλά αποτελεσματικά.

Οτι το λίγο λίγο γίνεται πολύ. Είτε το επιδιώκεις είτε ανεπαισθήτως στο τέλος η ποσότητα γίνεται νέα ποιότητα, νέα κατάσταση. Αυτό παθαίνει το ΚΙΝΑΛ το τελευταίο διάστημα. Σε όλα τα ζητήματα ταυτίζεται με τη ΝΔ, πατώντας όλες τις μπανανόφλουδες που η ηγεσία της τελευταίας βάζει στην προσπάθειά της να αλλάξει την ατζέντα από τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα του λαού στη σκανδαλολογία. Με αποκορύφωμα την ακατανόητη απαίτηση της προέδρου του ΚΙΝΑΛ να βάλει στο κάδρο τον ίδιο τον Τσίπρα.

Αν συνεχίσει έτσι, θα τινάξει στον αέρα κάθε προσπάθεια -και υπήρξαν πολλές και ειλικρινείς- για προσέγγιση των δύο χώρων. Στο τέλος της διαδρομής, αφού επανενταχθεί δόξη και τιμή το ΚΙΝΑΛ στο αντί ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, η πτέρυγα του κόμματός της που ανυπομονεί για συνεργασία με τη ΝΔ θα ζητήσει και το κεφάλι της Φώφης Γεννηματά. Γιατί δεν θα της συγχωρήσει τα αντιδεξιά αντανακλαστικά της και γιατί δεν θα τη χρειάζεται πλέον.

Νέα ΔημοκρατίαΣΥΡΙΖΑΦώφη ΓεννηματάΑλέξης Τσίπρας