«Πιάσε και λιµάρισε». «Πάλι εγώ θα κάνω την αγγαρεία;» διαµαρτυρήθηκε η µικρή τζάγκουαρ. «Ετσι είναι ο κόσµος» της είπε η µεγάλη. «Ο παλιός είναι άρχοντας». «Η λίµα κάνει θόρυβο» είπε η µικρή. «∆εν θα µας ακούσουν οι φύλακες;». «Θα βάλουµε όλα τα ζώα του ζωολογικού κήπου να βοούν» είπε η παλιά. «Το κοκοράκι κι-κι-ρικι-κι, η γατούλα νιάου-νιάου κ.λπ.». «Το κοκοράκι το έφαγες προχτές» επισήµανε η µικρή τζάγκουαρ. «Αφού ερχόταν και µε παρακαλούσε να το φάω» είπε η παλιά τζάγκουαρ. «Ασε τώρα την κουβέντα και λίµαρε. Κι εγώ θα βάλω τα ζώα να κάνουν φασαρία». Κι έτσι η φασαρία των ζώων σκέπασε τον ρυθµικό θόρυβο της λίµας. Οχι βέβαια ότι ήταν απαραίτητο. Στη νυχτερινή βάρδια ήταν δύο φύλακες. Ο ένας κουφός από πυροβολισµό και ο άλλος τυφλός από το πολύ κοµπιούτερ. «Πολλή φασαρία κάνουν σήµερα» είπε ο τυφλός. «Σαν να ακούω έναν περίεργο θόρυβο» είπε ο κουφός. «Σιγά να µην ακούς» είπε ο τυφλός. «Αµάν! ∆ύο σκιές βγαίνουν από το κλουβί των τζάγκουαρ». «Κι εγώ θα πάρω τζάγκουαρ» είπε ο κουφός. «Περιµένω να φτηνύνουν». Ξαφνικά, οι τζάγκουαρ πέρασαν από µπροστά τους µε ιλιγγιώδη ταχύτητα. «Αµάν» φώναξε ο κουφός. «Το σκάνε οι τζάγκουαρ που έφαγαν το ταχυδροµείο στα Βίλια». «Τρέχα να τις πιάσεις» είπε ο τυφλός και έτρεξε προς την άλλη µεριά. «Κάτσε, ρε φοβιτσιάρη» τον συγκράτησε ο κουφός. «∆εν χρειάζεται να το σκάσεις. Μπορούµε να τις πυροβολήσουµε. Κορώνα ή γράµµατα;». «Τι λες; Και µετά να µας τρέχουν από Ε∆Ε σε Ε∆Ε, να ψάχνουνε το πρωτόκολλο και να µας κράζουν οι σύλλογοι προστασίας φυλακισµένων;» αντέτεινε ο τυφλός. «Με ακούς τώρα που σου µιλάω ή τα λέω στον αέρα;». «∆εν σε άκουσα καλά» είπε ο κουφός. «Για το πρωτόκολλο λες;». Ξαφνικά εµφανίστηκαν µπροστά τους δύο αστυνοµικοί. «Μήπως είδατε δύο δραπέτες να περνάνε από εδώ;» ρώτησαν. «Μπορεί να ήταν δραπέτες, µπορεί και τζάγκουαρ» είπε ο τυφλός. «Και πήγαν προς τα εκεί». «Οχι, προς τα εκεί» είπε ο κουφός κι έδειξε προς την αντίθετη πλευρά. «Ωραία» είπαν οι αστυνοµικοί. «Το σηµειώσαµε». «Επίσης, µας κατήγγειλαν ότι εξαφανίστηκε και ένα κοκοράκι. Μήπως το είδατε να περνάει;»