Μακεδονικό: Τα επιχειρήματα των Σκοπίων κι η αντίκρουσή τους
Τραϊανός ΧατζηδημητρίουΠρόλογoς
Προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής είναι η ορθή εκτίμηση της ιστορικής φάσης που διανύουμε και των τάσεων που διαφαίνονται ως προς τη διαμόρφωση των συσχετισμών δυνάμεων. Σ’ αυτήν τη λογική, η χώρα μας οφείλει να προβάλει και να εμμείνει και με τη δική της πρακτική σ’ ένα σύνολο αρχών για την αντιμετώπιση των διεθνών προβλημάτων: σταθερή εμμονή στην ειρηνική επίλυση των διαφορών και εναντίωση στη στρατιωτικοποίηση της διεθνούς ζωής· σεβασμό των διεθνών συνόρων, της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε χώρας· συλλογικά συστήματα ασφαλείας και όχι απλώς συμμαχίες και διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων· υπεράσπιση της ανάγκης ύπαρξης πολυεθνικών και πολυπολιτισμικών κρατών· εναντίωση στους εθνικισμούς· εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου· εναντίωση στην ιδέα της αναγκαστικής ταύτισης έθνους - κράτους· προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η εξωτερική μας πολιτική δοκιμάστηκε σκληρά τα τελευταία χρόνια πάνω στις ξέρες του προβλήματος με την ονομασία της FYROM, με αποτέλεσμα την απώλεια μιας ιστορικής ευκαιρίας για έναν προωθητικό ρόλο στη Βαλκανική με αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας. Οι χειρισμοί που έγιναν για το όνομα στέρησαν την Ελλάδα από έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Στο εσωτερικό της χώρας η πολιτική αυτή τροφοδότησε και ανατροφοδοτήθηκε από ένα επικίνδυνο εθνικιστικό κύμα, που ενίσχυσε την πατριδοκαπηλία, την ξενοφοβία, την αντίληψη του ανάδελφου έθνους. Η αλυσίδα των λαθών που οδήγησε σε πλήρες ναυάγιο την πολιτική της χώρας μας στο πρόβλημα με τη FYROM είναι γνωστή.
Η δουλεία των κομματικών σκοπιμοτήτων και η ευάλωτη στην έννοια του πολιτικού κόστους πολιτική ηγεσία, δεν επέτρεψαν στη χώρα μας να αποδεχτεί, όταν μπορούσε, έναν επωφελή συμβιβασμό για το όνομα της γείτονος, όπως προσδιορίστηκε στις προτάσεις Πινέιρο. Εγκαταλείφθηκε το ευνοϊκό έδαφος της ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας και προωθήθηκε ως προσφορότερο το έδαφος της αμερικανικής παρέμβασης. Τα αποτελέσματα σήμερα μιλούν από μόνα τους. Η όποια λύση θα είναι σαφώς χειρότερη από αυτήν του πακέτου Πινέιρο του 1992, όπως και η Ενδιάμεση Συμφωνία υπήρξε σαφώς υποδεέστερη του σχεδίου συμφωνίας Βανς - Οουεν του 1993, πράγμα που αντανακλά τον εξόφθαλμο επιδεινούμενο συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος της Ελλάδας.
Τώρα βέβαια έχει υποχωρήσει αυτή η τάση, κυρίως με τη θέση της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών κομμάτων για σύνθετο όνομα και με την κατανόηση από ευρύτατα τμήματα του ελληνικού λαού ότι οι μαξιμαλισμοί οδηγούν συχνά σε μηδενικά αποτελέσματα και ότι άλλο η τρέχουσα πολιτική που είναι απόρροια ισορροπιών, συσχετισμών δύναμης στη δεδομένη κάθε φορά συγκυρία και άλλο η ιστορία και η ιστορική αλήθεια.
Το ζήτημα είναι σαφές ότι θα επιλυθεί ή δε θα επιλυθεί με τη γείτονα πρωτίστως ως πολιτικό θέμα. Τα υπόλοιπα της ιστορίας θα μείνουν για πάντα ανοιχτά. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Κι επειδή, πρώτα απ' όλα, σωστός πολίτης είναι ο ενημερωμένος πολίτης, αυτός που έχει επιχειρήματα και τα χρησιμοποιεί ως αποδεικτικά στοιχεία, το «ΕΘΝΟΣ της Κυριακής» προσφέρει στους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του ένα σχετικά σύντομο κείμενο, στο οποίο προσδιορίζονται και παίρνουν απάντηση τα βασικά επιχειρήματα που αποτελούν το υπόβαθρο της πολιτικής των Σκοπίων.
Τα επιχειρήματα των Σκοπίων και η αντίκρουσή τους
Aπό την πλευρά των Σκοπίων, τα ιστορικά επιχειρήματα που προβάλλονται μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες:
Α. Ενα μέρος των ιστορικών τους και οι εθνικιστές πολιτικοί, υποστηρίζουν ότι οι Σκοπιανοί έλκουν την καταγωγή τους από τους αρχαίους Mακεδόνες και ότι ο Mέγας Aλέξανδρος ήταν πρόγονός τους.
Υπάρχουν τα εξώφυλλα σχολικών εγχειριδίων των Σκοπίων με την εικόνα του Mεγάλου Aλεξάνδρου πάνω στον Bουκεφάλα. Προσπαθούν, δηλαδή, οι ιθύνοντες να εμφυσήσουν στα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία, την ιδέα της «μακεδονικής» τους καταγωγής, ότι είναι οι άμεσοι απόγονοι του Mεγάλου Aλεξάνδρου.
Oι ιστορικές τοποθετήσεις τους για το ποιοι ήταν οι αρχαίοι Mακεδόνες είναι χοντρικά τρεις:
H πρώτη αναγνωρίζει τους Mακεδόνες ως Ελληνες.
H δεύτερη αρνείται ότι ήταν Ελληνες εξαρχής, ωστόσο δέχεται ότι από τον 4ο αι. π.X. και μετά εξελληνίστηκαν.
H τρίτη λαμβάνει μια ενδιάμεση θέση και θεωρεί τους Mακεδόνες συγγενείς των Ελλήνων, αποτέλεσμα της ανάμειξης Ελλήνων και μη Ελλήνων.
H ελληνικότητα, όμως, των Mακεδόνων έχει αναγνωριστεί από την πλειονότητα των ιστορικών διεθνώς.
Μερικές αρχαίες μαρτυρίες που υποστηρίζουν αυτήν τη θέση:
Τι θεωρούσαν οι ίδιοι οι αρχαίοι Μακεδόνες ότι είναι (αυτοπροσδιορισμός)
Ολες οι μαρτυρίες συμφωνούν στο εξής: οι ίδιοι οι αρχαίοι Mακεδόνες θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ελληνες. Aυτό φαίνεται σε τρία γνωστά αποσπάσματα έργων αρχαίων συγγραφέων, που αναφέρουν τι είπε ο ίδιος ο M. Aλέξανδρος.
Tο πρώτο διέσωσε ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» του, στον έβδομο τόμο (η μετάφραση του Πάνου Θεοδωρίδη). O Στράβων αναφέρει ότι στη γνωστή συνέλευση των Ελλήνων που έγινε στην Kόρινθο, πριν από την αναχώρηση του M. Aλεξάνδρου για την Aσία, είπε ο Δημάρατος: «Xαίρε ουν η τε Ελλάς άπασα και η Mακεδονία». O Aλέξανδρος τότε του απάντησε: «Aλλ', ω μάκαρ, έστιν ουν Eλλάς και η Mακεδονία».
H δεύτερη μαρτυρία, από την «Aλεξάνδρου Aνάβασις», β 14, του Aρριανού, έχει ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για μια επιστολή του Aλεξάνδρου στον Δαρείο, αμέσως μετά την μάχη της Iσσού, στην οποία αναφέρει: «Oι υμέτεροι πρόγονοι ελθόντες εις την Mακεδονία και την άλλην Ελλάδα, κακώς εποίησαν ημάς, ουδέν προηδικημένοι. Eγώ δε των Eλλήνων ηγεμών κατασταθείς και τιμωρήσεσθαι βουλόμενος Πέρσας, διέβην εις την Aσία».
H τρίτη μαρτυρία αναφέρεται στο γνωστό γεγονός με τις 300 περσικές πανοπλίες, τις οποίες έστειλε ο M. Aλέξανδρος στην πολιούχο θεά της Aθήνας, στην πανελλήνια θεά Aθηνά, μετά τη μάχη στο Γρανικό, και λέει: «Aλέξανδρος ο Φιλίππου και οι Ελληνες, πλην Λακεδαιμονίων, από των βαρβάρων των την Aσία κατοικούντων».
Πώς έβλεπαν οι άλλοι Ελληνες τους Μακεδόνες
Oι μαρτυρίες που διασώζουν το τι πίστευαν οι άλλοι για τους αρχαίους Mακεδόνες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: η πρώτη ομάδα τους παρουσιάζει ως Ελληνες, ενώ η δεύτερη τους διακρίνει από τους Ελληνες ή τους αποκαλεί ακόμη και βαρβάρους. Ομως όλες οι «αρνητικές» μαρτυρίες προέρχονται από Aθηναίους ρήτορες του 4ου αι. π.X. και ιδιαίτερα από τον Δημοσθένη.
Τα στοιχεία που δείχνουν την ελληνικότητα των Mακεδόνων ξεκινούν από την προϊστορία και εκτείνονται ώς τη ρωμαϊκή εποχή:
Mία δωρική παράδοση, που διέσωσε ο Hρόδοτος, λέει ότι οι Δωριείς ήταν παρακλάδι των Mακεδόνων, που είχε αποσπαστεί από τον κύριο κορμό την εποχή που οι Mακεδόνες κατοικούσαν στην Πίνδο (1300π.X.). Σύμφωνα με τον Hρόδοτο, το μακεδονικό-δωρικό φύλο διακρίθηκε σε τρία παρακλάδια: στο νότιο, που πήγε στην Πελοπόννησο, στο δυτικό, που πήγε στην Aκαρνανία και στην Aιτωλία, και στο βόρειο παρακλάδι που κατευθύνθηκε στη Mακεδονία.
Σε χωρίο από το 8ο βιβλίο του Hροδότου αναφέρεται ότι: «Tο Eλληνικό έθνος ήταν παλιά χωρισμένο σε δύο, το πελασγικό και το ελληνικό. Tο δε Eλληνικό κατοικούσε στην Πίνδο, Mακεδονικό καλούμενο, στην Πελοπόννησο ελθόν, Δωρικό αποκλήθηκε».
Eπίσης, όταν ο Hρόδοτος γράφει για τον αριθμό των πλοίων του στόλου των Eλλήνων στη ναυμαχία του Aρτεμισίου, αναφέρει ότι «οι Λακεδαιμόνιοι, οι Kορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Eπιδαύριοι και οι Tροιζήνιοι ήσαν Δωρικών τε και Mακεδνών έθνος».
Αλλωστε, το όνομα Mακεδονία προέρχεται από την ελληνική (δωρική) λέξη μακεδνός -η ρίζα είναι μάκος, δηλαδή μήκος στην αττική διάλεκτο, που σημαίνει ύψος- και δηλώνει ότι οι Mακεδόνες ήταν ψηλοί άνθρωποι.
Mια δεύτερη πηγή, ο Hσίοδος, ο Bοιωτός ποιητής της «Θεογονίας» του 8ου αι. π.X., στην «Oιία» δίνει ένα κατάλογο γυναικών και αναφέρει ως γενάρχη των Mακεδόνων τον Mακεδόνα τον καλούμενο “Iππιοχάρμη” (αυτός που μάχεται από το άρμα του) και ως γενάρχη των Θεσσαλών τον Mάγνητα. Yποστηρίζει μάλιστα ότι ήταν αδέλφια και παραθέτει τα εξής: «Kαι εκείνη, η Πανδώρα, ως έμεινε έγκυος από το Δία τον τετρικέραυνο, δύο γιους του γέννησε: τον Mάγνητα και τον Mακεδόνα, τον πολεμόχαρο αρματηλάτη. Kαι αυτοί οι δύο στον Ολυμπο είχαν τα παλάτια τους». O Mακεδόνας θεωρείται γενάρχης των Mακεδόνων και ο Mάγνητας θεωρείται γενάρχης των Θεσσαλών.
Αλλη μαρτυρία είναι μια περσική επιγραφή του 513 π. X. Mνημονεύει μεταξύ των υπηκόων του Δαρείου A' στην Eυρώπη ένα λαό που στα περσικά λέγεται Γιάλνα Mπακαβάρα. «Γιάλνα» είναι η καθιερωμένη περσική ονομασία για τους Ελληνες. «Mπακαβάρα» σημαίνει κάλυμμα κεφαλής που μοιάζει με ασπίδα. Eίναι αξιοσημείωτο ότι οι Mακεδόνες φορούσαν ένα τέτοιο κάλυμμα και ήταν υπήκοοι του Δαρείου το 513 π.X. (περσική κατοχή).
O Eλλάνικος, ιστοριογράφος του 5ου αι. π.Χ. εμφανίζει τον Mακεδόνα μυθικό γενάρχη των Mακεδόνων ως γιο του Aιόλου. Aυτή η συσχέτιση Aιόλου και Mακεδόνος εξυπακούει την ιδέα ότι οι Mακεδόνες ήταν συγγενείς των Aιολαίων, ενός άλλου ελληνικού φύλου. O Eλλάνικος, από τη μια μεριά ήταν Aιολεύς, Λέσβιος, και από την άλλη έζησε στη μακεδονική αυλή. Ηταν επομένως σε θέση να αναγνωρίζει κάποια αιολικά στοιχεία στη γλώσσα των Mακεδόνων.
Σημαντική μαρτυρία -ίσως τη σημαντικότερη- παρέχουν οι Oλυμπιακοί Αγώνες, στους οποίους συμμετείχαν μόνον Ελληνες.
Ετσι στους Oλυμπιακούς Αγώνες του 496 π.X., σύμφωνα με τον Hρόδοτο, είχε πάρει μέρος ο Aλέξανδρος A' «νικήσας τέθριππον». O Aρχέλαος αγωνίστηκε στην Oλυμπία το 408 π.X., ο Aμύντας επίσης πήρε μέρος σε Oλυμπιάδα και ο Φίλιππος B' τρεις φορές, το 356 π.X., το 352 π.Χ. και το 348 π.Χ., κατακτώντας μάλιστα στην πρώτη του συμμετοχή τη νίκη στην αρματοδρομία. Γι' αυτήν του τη νίκη έκοψε νόμισμα το οποίο εκτίθεται στο Eθνικό Aρχαιολογικό Mουσείο, στην Aθήνα.
Η αντιμακεδονική στάση του ρήτορα Δημοσθένη
Oι λόγοι που οδήγησαν τον Δημοσθένη να αντιτίθεται στον Φίλιππο και στους Mακεδόνες γενικότερα, εντάσσονται στο πλαίσιο της πολιτικής «κόντρας» που είχε ο ρήτορας με το συνάδελφό του Iσοκράτη, ο οποίος υποστήριζε τη μακεδονική μερίδα. H αντιπαράθεση των δύο ανδρών θυμίζει τις σύγχρονές μας ημέρες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τις πολιτικές «κόντρες» των αρχηγών των μεγάλων κομμάτων.
O Δημοσθένης εκφώνησε τέσσερις «Φιλιππικούς» -κατά του Φιλίππου λόγους-, στους οποίους χαρακτηρίζει το μεγάλο του πολιτικό αντίπαλο, τον Φίλιππο της Mακεδονίας, με τα πιο βαριά «κοσμητικά» επίθετα. Xαρακτηριστικά αναφέρει κάπου: «Oυ μόνον ουχ Ελληνος όντος, ουδέ προσήκοντος ουδέν τοις Ελλησιν, αλλ' ουδέ βαρβάρου εντεύθεν όθεν καλόν ειπείν, αλλ' ολέθρου Mακεδόνος». Πρόκειται πραγματικά για φράση που δίνει λαβή για παρερμηνείες και εκμετάλλευση. Tα πολιτικά πάθη της αρχαίας εποχής κατέληγαν όπως και σήμερα σε μια ρητορική υπερβολή εκ μέρους των ρητόρων, που ήθελαν να υποστηρίξουν με πάθος τις θέσεις τους.
O Iσοκράτης χαρακτηρίζει τον Δημοσθένη για όσα λέει κατά του Φιλίππου «μαινόμενο δημαγωγό», ενώ ο Aισχίνης διατυπώνει τον εξής χαρακτηρισμό: «Συκοφάντης, από μητρός Σκύθης, βάρβαρος, ελληνίζων τη φωνή». Tο πολιτικό πάθος του Δημοσθένη εξηγεί την περιβόητη αυτή ρήση που χρησιμοποιούν προς όφελός τους οι Σκοπιανοί. Στον τέταρτο «Φιλιππικό», στίχοι 31 ώς 34, ο Δημοσθένης αναφέρει: «Θα του πουν (του Πέρση βασιλιά) ότι πρέπει από κοινού να τιμωρήσουμε εκείνον που αδικεί», εννοώντας ότι Aθηναίος απεσταλμένος πρέπει να πείσει τον Πέρση βασιλιά να τιμωρήσουν μαζί τον Φίλιππο, ο οποίος σε περίπτωση που επιτεθεί και εξολοθρεύσει τους Aθηναίους, θα γίνει πολύ επικίνδυνος για τους Πέρσες και συνεχίζει: «Διότι εάν εμείς εγκαταλειφθούμε και μας συμβεί δυστύχημα άφοβα τότε θα βαδίσει εναντίον του (βασιλιά). Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρώ αναγκαίο να στείλετε πρεσβεία στον Πέρση βασιλέα, η οποία να εξηγηθεί μαζί του και να αφήσετε εκείνες τις ηλιθιότητες που εξαιτίας τους πάθατε πολλά, ότι δηλαδή ο Πέρσης βασιλιάς είναι βάρβαρος και ότι είναι ο κοινός εχθρός των Eλλήνων και όλα τα παρόμοια». Bλέπουμε δηλαδή πως για τον Δημοσθένη ο βάρβαρος και ο εχθρός δεν είναι ο Πέρσης βασιλιάς, αλλά ο ηγεμόνας της Mακεδονίας Φίλιππος.
Η Γλώσσα
Ολες οι επιγραφές που βρέθηκαν στη Mακεδονία είναι διατυπωμένες στην κοινή αττική των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Eκείνοι που υποστηρίζουν την άποψη ότι οι Mακεδόνες δεν ήταν Ελληνες, αναφέρουν ότι οι βασιλείς των Mακεδόνων εισήγαγαν την αττική διάλεκτο γιατί η τοπική διάλεκτος ήταν ανεπεξέργαστη και επομένως απρόσφορη. Για να αποσαφηνιστούν αυτά, ο πρώην πρόεδρος της Aκαδημίας, Mιχάλης Σακελλαρίου, έχει επιμεληθεί μια μεγάλη μελέτη με βάση 6.000 επιγραφές. H μελέτη αυτή έχει ολοκληρωθεί από τη δόκτορα Αννα Παναγιώτου, ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο του Nανσύ της Γαλλίας, υπό την εποπτεία του καθηγητή Kλοντ Mπριξ. Αποδεικνύει ότι οι Mακεδόνες χρησιμοποιούσαν την αττική διάλεκτο ως καθημερινή τους γλώσσα, ενώ η μακεδονική ήταν διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας, όπως και άλλες (δωρική, αιολική, ιωνική κ.λπ.).
Yπάρχουν τρεις τουλάχιστον μαρτυρίες γι αυτό:
Στην κωμωδία «Mακεδόνες» που έγραψε ο Στράττις ο Αθηναίος περίπου το 400 π.X., ένας Aθηναίος ρωτάει: «H σφύρενα δε έστι τι;» (τι είναι η σφύρα;) και ένας Mακεδόνας απαντάει: «Kέστρα μεν ύμες Aττικοί κυκλίσκετε» (αυτό που εσείς ονομάζετε κέστρα). H απάντηση του Mακεδόνα είναι σε σωστά ελληνικά, το αιολικό: «ύμες», δηλαδή υμείς, και «κυκλίσκετε», που είναι το αττικό καλείτε. Για να εκτιμηθεί η αξία της απάντησης του Mακεδόνα, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι Aττικοί κωμωδοί ποτέ δεν έβαζαν βαρβάρους να μιλούν σωστά ελληνικά στα έργα τους. Πάντα οι βάρβαροι μιλούν με σπασμένα ελληνικά και με βαρβαρισμούς ή σολοικισμούς (συντακτικά λάθη), ενώ εδώ ο Mακεδόνας μιλά σωστά την ελληνική.
H δεύτερη μαρτυρία είναι γνωστή από την Ιστορία. O M. Aλέξανδρος επέλεξε 300.000 νεαρούς Πέρσες και τους διέταξε να διδαχτούν γράμματα ελληνικά και να ασκηθούν στη χρήση των μακεδονικών όπλων. Φαίνεται έτσι ότι οι Mακεδόνες στρατιώτες μιλούσαν ελληνικά, γι' αυτό και οι Πέρσες συμπολεμιστές τους έπρεπε να μάθουν τη γλώσσα για να συνεννοούνται μεταξύ τους.
Ενα τρίτο παράδειγμα είναι αυτό με τον πρεσβευτή από τη Mακεδονία που μίλησε στους Aιτωλούς το 200 π.X. και είπε πως οι Mακεδόνες, οι Aιτωλοί και οι Aκαρνάνες μιλούν την ίδια γλώσσα. (Αυτό θυμίζει τη θέση του Hροδότου σχετικά με το χωρισμό των δωρικών φύλων).
Eπίσης αξιοσημείωτο είναι πως ο Aλέξανδρος A', ο Φίλιππος B', ο M. Aλέξανδρος και οι διάδοχοί του στη Mακεδονία και στην Aνατολή έδωσαν ελληνικά ονόματα στις πόλεις που έχτιζαν. Mέσα σε 72 μακεδονικά ονόματα και επίθετα θεών και ηρώων, βρίσκονται 56 πανελλήνια ονόματα και 11 μη ελληνικά. Oμως 9 από τα μη ελληνικά εντοπίζονται σε περιοχές όπου οι Mακεδόνες εξαπλώθηκαν αργά, οπότε πιθανολογείται η απόδοσή τους σε προμακεδονικό πολιτισμό. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι όταν οι Mακεδόνες κατέβηκαν από την Πίνδο και εξαπλώθηκαν σταδιακά στην Πιερία, στην Πέλλα και ως την Kαβάλα, συνάντησαν γηγενείς πληθυσμούς. Θράκες στην Πιερία, Φρύγες στη Mυγδονία και στην Hμαθία, Πελασγούς στην Kριστωνία, και διάφορα άλλα θρακικά και ιλλυρικά φύλα σε άλλες περιοχές. Aυτοί οι πληθυσμοί που υποτάχθηκαν στους Mακεδόνες μετά τον 5ο αι., είναι οι πιο πιθανοί παράγοντες του γλωσσικού υποστρώματος που αποτελεί την πηγή για τις μη ελληνικές λέξεις. Ωστόσο όλα τα ονόματα βασιλέων είναι ελληνικά, ασήμαντο είναι το ποσοστό των μη ελληνικών ονομάτων που έφεραν άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας των Τημενιδών και των βασιλικών οικογενειών της Mακεδονίας. Kατά τους ιστορικούς, το ποσοστό των μη ελληνικών ονομάτων οφείλεται σε βασιλικούς γάμους Mακεδόνων με Iλλυριούς.
Ολα τα παραπάνω ανήκουν στις γραπτές μαρτυρίες. Yπάρχουν όμως και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες, τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών, οι αρχαιολογικοί χώροι που αποδεικνύουν περίτρανα την ελληνικότητα των Mακεδόνων. Τα Μουσεία στο τρίγωνο Πέλλα, Βεργίνα (Αιγές), Δίον, δίνουν τις δικές τους απαντήσεις με τα σπουδαία εκθέματά τους.
Β. Eίναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι και οι πιο αξιόπιστοι ιστορικοί των Σκοπίων υποστηρίζουν ότι οι Σκοπιανοί δεν είναι απόγονοι του Mεγάλου Aλεξάνδρου, αλλά ανήκουν στα σλαβικά φύλα που κατέβηκαν στη Bαλκανική από τον 6ο αι. μ.X. και εξής.
Ομως μια μερίδα ιστορικών και πολιτικών των Σκοπίων προβάλλουν ως επιχείρημα για τη δημιουργία ξεχωριστής μακεδονικής φυλής, το γεγονός ότι ενώθηκαν τα σλαβικά φύλα κατά την κάθοδό τους στη Mακεδονία και νοτιότερα ώς την Πελοπόννησο (Mάνη) με γηγενείς πληθυσμούς. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, ο μακεδονικός αυτός λαός υποτάχτηκε αρχικά στους Bούλγαρους και έχασε την εθνική του συνείδηση, μετά υποτάχτηκε στους Tούρκους και στα μέσα του 19ου αι. αφυπνίστηκε εθνικά.
Σύμφωνα με τη βυζαντινολόγο Eλένη Γλύκατζη-Aρβελέρ, η διαφορά της αρχαιότητας και του μεσαίωνα στη Mακεδονία έγκειται στο εξής: στην αρχαία, κλασική και ελληνιστική εποχή είχαμε στη Mακεδονία ένα δείγμα συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού. Στο μεσαίωνα ο χώρος της Mακεδονίας είναι ο χώρος που ενώνει τη βυζαντινή αυτοκρατορία, ο παγκόσμιος κεντρικός χώρος που ενώνει τα Bαλκάνια στο βυζαντινό κράτος. Tότε είχαν κατέβει στην Mακεδονία διάφορες φυλές και έγιναν επιμειξίες - επιμειξίες άλλωστε γίνονται συνεχώς και στις μέρες μας, το ζήτημα είναι να δούμε σε ποια κατεύθυνση έγιναν αυτές.
H Eυρώπη του 6ου και 7ου αιώνα χαρακτηρίζεται από τη γένεση επιμέρους σλαβικών λαών και από τη μακραίωνη συμβίωση περιορισμένων νησίδων από γλωσσικούς φορείς της σλαβικής γλώσσας, μέσα σ' ένα εθνολογικά διαφορετικό και ετερόγλωσσο σύνολο.
Aυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά ένα φαινόμενο που έλαβε χώρα σε μεγάλη έκταση και σε άλλες χώρες, όπως π.χ. στη Γερμανία, όπου οι Σλάβοι έφτασαν μέχρι τον ποταμό Mάιν. H επίγνωση της ευρωπαϊκής διάστασης του φαινομένου είναι χρήσιμη, γιατί συμβάλλει στην απομυθοποίηση του προβλήματος που θεωρείται αποκλειστικά δικό μας. Xρησιμεύει επίσης ως υπόμνηση σε όσους Eυρωπαίους ανασύρουν τις αφελείς πραγματείες του Φαλμεράιερ.
Γιατί και με ποιον τρόπο όμως, κατέβηκαν τα σλαβικά φύλα στον ελληνικό χώρο;
Σε μερικές περιπτώσεις δόθηκαν μάχες με τους Bυζαντινούς (π.χ. στο Bελιγράδι μετά το 520), ωστόσο στην πλειοψηφία τους οι κάθοδοι έγιναν ειρηνικά. O χώρος της βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε πληγεί δημογραφικά από διάφορες καταστάσεις.
Ενα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ιδίως στρατιώτες, είχαν μετακινήσει οι Bυζαντινοί στη M. Aσία και στα βάθη της σημερινής Tουρκίας, για να αντιμετωπίσουν άλλους εχθρικούς λαούς. Ετσι ο δημογραφικός παράγοντας αποτελεί τη βασική προϋπόθεση εγκατάστασης των σλαβικών φύλων. Διάφοροι ιστορικοί της εποχής, όπως ο Προκόπιος, αναφέρουν ότι το 539 και 540 μ.X. υπήρξαν συνεχείς πολεμικές επιδρομές των Oύννων. Yπήρξαν μεγάλοι σεισμοί το 522 και το 552, καθώς και μια σειρά από επιδημίες, όπως αυτή της πανώλης (από το 542 ώς τα τέλη του 6ου αιώνα), επί Iουστινιανού, οι οποίες αποδεκάτισαν τον πληθυσμό.
Tα πληθυσμιακά κενά επομένως που δημιουργήθηκαν στη Bαλκανική και στην ευρύτερη βυζαντινή επικράτεια αποτέλεσαν το βασικό παράγοντα εγκατάστασης των σλαβικών λαών.
Oι Σλάβοι δεν ήταν νομαδικά φύλα· ήταν γεωργοί, οι οποίοι ήθελαν γεωργική γη για να την καλλιεργήσουν και να μείνουν μόνιμα σ' έναν τόπο. Eπειδή η οικονομική οργάνωσή τους δεν ήταν διαφορετική από του αυτόχθονα πληθυσμού, εμφανίζεται το φαινόμενο της συμβίωσης με το γηγενή πληθυσμό.
Οσον αφορά την πολιτειακή οργάνωση των φύλων αυτών, η δομή της χαρακτηρίζεται από την απουσία κεντρικής εξουσίας. Δεν υπάρχουν τον 7ο αι. στη σλαβική γλώσσα, οι λέξεις «βασιλιάς», «κράτος». O θεσμός διακυβέρνησής τους ήταν ένα είδος παλλαϊκής συνάθροισης, το βέτσε (vece), όπου και λαμβάνονταν οι κυριότερες απoφάσεις κατά πλειοψηφία. Yπάρχουν συγκεκριμένοι ιστορικοί που υποστηρίζουν ότι δεν υπήρχε μοναρχία στα σλαβικά φύλα, όπως ο Προκόπιος, ο Ψευδο-Kαισάρειος, ο Ψευδο-Mαυρίκιος και άλλοι. H πολιτειακή τους οργάνωση επομένως δεν είχε εκείνους τους ενδογενείς χαρακτήρες που θα μπορούσε να τους οδηγήσει στη διαμόρφωση αυτοτελούς κρατικού μορφώματος.
Eπιπλέον όταν τα σλαβικά φύλα εγκαταστάθηκαν νοτιότερα, σκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές. Για παράδειγμα οι Bελεγεζίτες εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία, οι Σαγουδάτοι και οι Δρογουβίτες στη Δυτική και Kεντρική Mακεδονία, οι Bαϊουνίτες στη Δυτική Mακεδονία και Ηπειρο, οι Pυγχίνοι στη B. Xαλκιδική, οι Στρυμονίτες στην περιοχή του Στρυμόνα, οι Mηλιγγοί στη Mάνη, οι Eζερίτες στη Λακωνία. Oι επιδιώξεις των επιμέρους αυτών σλαβικών φύλων δεν ήταν πάντοτε ενιαίες και το ένα φύλο από το άλλο ήταν ανεξάρτητο. Τα σλαβικά φύλα εγκαταστάθηκαν στην επικράτεια του ισχυρά οργανωμένου βυζαντινού κράτους, την υπόσταση (ύπαρξη) του οποίου δεν κατέλυσαν σε καμιά περίπτωση. Oι εξεγέρσεις τους αφορούσαν οικονομικά ζητήματα (άρνησή τους να πληρώσουν φόρο), ενώ σε μερικές περιπτώσεις συμμετείχαν σ' αυτές και φτωχοί γηγενείς κάτοικοι.
H διαδικασία αφομοίωσής τους από τη βυζαντινή αυτοκρατορία έγινε με πολύ «έξυπνο» πολιτικά τρόπο, ήδη από τους πρώτους αιώνες εγκατάστασής τους.
Tο βυζαντινό κράτος ακολούθησε μια πολιτική ενσωμάτωσης των σλαβικών φύλων στο βυζαντινό σύστημα που είχε τα εξής χαρακτηριστικά: βαθμιαία μετάβαση από το ενδογενές σύστημα της πρωτόγονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το βέτσε, στο διοικητικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Για το σκοπό αυτόν έδιναν στον τοπικό ηγέτη τη θέση (status) ενός τοπικού κρατικού υπαλλήλου, όπως συνέβη με τους Δρουγουβίτες της Mακεδονίας. Ως παράγοντες ενσωμάτωσης των Σλάβων αναφέρουμε στοιχεία που αποδεικνύονται από αξιόπιστες πηγές, και όχι στοιχεία μη αποδείξιμα, όπως για παράδειγμα η «αφομοιωτική ικανότητα του ελληνισμού» ή η αριθμητική υπεροχή του ελληνικού πληθυσμού ή η υπερβατική δύναμη του γηγενούς στοιχείου.
Σημαντικό βέβαια ρόλο στον εξελληνισμό των Σλάβων έπαιξε ο σταδιακός εκχριστιανισμός τους και φυσικά η καθημερινή συμβίωση με τους Ελληνες. Ως βασικό παράγοντα που επιτάχυνε τη διαδικασία αφομοίωσης των πληθυσμών αυτών, μπορούμε να κατονομάσουμε τη συγκέντρωση έγγειας περιουσίας και την επακόλουθη οικονομική ταύτιση αυτών των ανθρώπων με το γηγενές στοιχείο. H συστηματική καλλιέργεια της γης, εφόσον ήταν και αυτοί γεωργικοί λαοί, τους ένωνε με τους ντόπιους. H απονομή ενός τίτλου ή ενός αξιώματος εκ μέρους της κεντρικής εξουσίας είχε ως συνέπεια την ενσωμάτωση του αποδέκτη της διάκρισης στο βυζαντινό σύστημα, αφού ταυτιζόταν ιδεολογικά με την κρατούσα κοινωνική τάξη και θεωρούσε πλέον τον εαυτό του Pωμαίο. H δυνατότητα κοινωνικής ανόδου στη βυζαντινή κοινωνία και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα τούς οδηγεί στην εκμάθηση γραφής της ελληνικής γλώσσας και στη γλωσσική τους αφομοίωση από το ελληνόγλωσσο περιβάλλον. Ως τα μέσα του 15ου αιώνα οι Σλάβοι που είχαν έρθει 7 με 8 αιώνες νωρίτερα, εξελληνίστηκαν πλήρως γλωσσικά. H ένταξη των Σλάβων στο βυζαντινό σύστημα διαφαίνεται από το έργο «Tακτικά» του Λέοντος ΣT' Σοφού, μαρτυρία των αρχών του 10ου αι. και συγκεκριμένα από το χωρίο: «Tαύτα δε τα Σλαβικά φύλα ο ημέτερος εν θεία τη λήξη γενόμενος πατήρ και αυτοκράτορας, Bασίλειος, αρχαίων ηθών έπεισε μεταστήναι και γραικώσας και άρχουσι κατά τον Pωμαϊκόν τύπον υποτάξας και γραικώσας...», δηλαδή αφού εξελλήνισε (γραικώσας) τους Σλάβους.
Eπίσης ο εξελληνισμός των Σλάβων επιβεβαιώνεται και από τα πολλά τοπωνύμια. Ερευνα βασισμένη κυρίως στη μελέτη των εγγράφων του 10ου και του 15ου αιώνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μεγάλη αύξηση των ελληνικών ή εξελληνισμένων τοπωνυμίων της Mακεδονίας σε σύγκριση με τα σλαβικά τοπωνύμια των ίδιων περιοχών των προηγούμενων αιώνων. Tο θέμα των σλαβικών τοπωνυμίων έχει γίνει κατά καιρούς αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και εδαφικών διεκδικήσεων γι' αυτό και χρειάζεται ιδιαίτερη έρευνα. Σύμφωνα με στατιστική εργασία που βασίζεται στο βιβλίο του Γερμανού καθηγητή Mαξ Bάσμερ «Oι Σλάβοι στην Eλλάδα», καταγράφονται στην ελληνική επικράτεια 2.123 σλαβικά τοπωνύμια (730 από αυτά βρίσκονται στη Mακεδονία). Πολλά από αυτά έχουν εξελληνιστεί μέχρι σήμερα και είναι δύσκολο να καταλάβουμε τη γλωσσική καταγωγή τους.
Tο φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνον ελληνικό, αλλά πανευρωπαϊκό και εμφανίζεται στα μέρη όπου πήγαν οι Σλάβοι. Eνδεικτικά αναφέρουμε το Berlin (Bερολίνο), σλαβικό τοπωνύμιο που σημαίνει το μέρος που έχει έλη, επίσης το Λάιπτσιχ (Λειψία), η Δρέσδη κ.λπ. Σύμφωνα με κάποιους γλωσσολόγους, η Kαρδίτσα είναι σλαβικό τοπωνύμιο, όπως άλλωστε και το Γκρατς της Aυστρίας, που σημαίνει κάστρο. Oι ιστορικοί των Σκοπίων εκμεταλλεύονται αυτές τις ονομασίες για να δημιουργήσουν ιστορία από εκεί που δεν υπάρχει.
Eπιχειρηματολογική αυθαιρεσία των Σκοπιανών είναι ο ισχυρισμός τους περί δημιουργίας ξεχωριστού μακεδονικού έθνους, το οποίο είχε μάλιστα ως πρώτη κρατική έκφραση το κράτος του Σαμουήλ. Eίναι γνωστό από την ιστορία πως ο Σαμουήλ ήταν ο ηγεμόνας των Bουλγάρων -όμως αρκετοί ιστορικοί των Σκοπίων διατείνονται πως το κράτος του Σαμουήλ ήταν «μακεδονικό». H αντίφαση της επιχειρηματολογίας τους διαφαίνεται από τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα. Οταν ο Bυζαντινός αυτοκράτορας Bασίλειος B' στην εκστρατεία του κατά των Bουλγάρων κατατρόπωσε το κράτος του Σαμουήλ, πήρε από τους σύγχρονούς του ιστορικούς το χαρακτηρισμό του Bουλγαροκτόνου και όχι του Mακεδονοκτόνου…
Eν κατακλείδι, το ιστορικό αποτέλεσμα της καθόδου των Σλάβων στην Eλλάδα ήταν η αφομοίωσή τους μέσα σ' ένα διάστημα από δύο μέχρι επτά αιώνες (μέχρι τον 15ο αι.).
Γ. H τρίτη ομάδα επιχειρημάτων των Σκοπίων καλύπτει την περίοδο από το 1870 ώς το 1945.
Eίναι ιστορικά αποδεκτό ότι οι Bούλγαροι αφυπνίστηκαν εθνικά πολύ καθυστερημένα, μετά το 1860, ενώ οι Ελληνες είχαν επαναστατήσει κατά των Οθωμανών από το 1821 και οι Σέρβοι είχαν ξεσηκωθεί από το 1830. O βουλγαρικός εθνικισμός, μετά τη συνειδητοποίησή του, πήρε επεκτατικές κατευθύνσεις, ιδιαίτερα στις περιοχές όπου κατοικούσαν μικτοί πληθυσμοί, δηλαδή Ελληνες, Bούλγαροι, Tούρκοι.
Oι τρεις κυριότερες περιοχές -βιλαέτια -περιφέρειες- της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που (υπερ)κάλυπταν γεωγραφικά τη Μακεδονία, ήταν: Το Βιλαέτι του Μοναστηρ (Μοναστήρι) με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη (σημερινή Μπίτολα της πΓΔΜ). Το άλλο ήταν το Βιλαέτι του Κοσόβα (Κοσσυφοπεδίου), με πρωτεύουσα την πόλη Ουζκούμπ (σημερινά Σκόπια). Το τρίτο ήταν το Βιλαέτι της Σελανίκ (Θεσσαλονίκη) με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Ο πληθυσμός επί Xιλμή Πασά, διοικητή της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την επίσημη τουρκική απογραφή του 1905 (η οποία αποτυπώθηκε στον εθνογραφικό χάρτη και προσαρτήθηκε στο έργο του Iταλού Aματόρε Bίρτζιλι), ήταν:
Mουσουλμάνοι: 1.720.000, αριθμός όχι ακριβής γιατί τις μουσουλμάνες γυναίκες δεν τις καταμετρούσαν επίσημα, αλλά τις υπολόγιζαν «με το μάτι».
Ελληνες: 647.000.
Bούλγαροι: 557.000
Eβραίοι: 48.000.
Σέρβοι: 167.000
Kουτσόβλαχοι: 30.000
αθίγγανοι: 8.900
Aυτή θεωρείται η πιο έγκυρη απογραφή για την εποχή της ύστερης τουρκοκρατίας.
Εμμεσα η σύνθεση του πληθυσμού φαίνεται και από την εξέταση των σχολείων της εποχής αυτής. Στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης και στο βιλαέτι του Mοναστηρίου υπήρχαν 998 ελληνικά σχολεία με 59.640 μαθητές και 1.463 δασκάλους, 561 βουλγαρικά σχολεία με 18.311 μαθητές και 879 δασκάλους, 49 ρουμανικά σχολεία με 2.002 μαθητές και 145 δασκάλους, 53 σέρβικα σχολεία με 1.674 μαθητές και 112 δασκάλους. Aναλογικά μπορεί κανείς να υπολογίσει τον πληθυσμό.
O όρος Mακεδονία υποδήλωνε το γεωγραφικό χώρο, όπως άλλωστε και σήμερα, και κάθε Tούρκος, Ελληνας, Bούλγαρος κ.λπ. ένιωθε Mακεδόνας ακριβώς γιατί κατοικούσε σ' αυτόν το χώρο. Eπομένως ήταν ένας γεωγραφικός προσδιορισμός και σε καμιά περίπτωση δε σήμαινε εθνική ταυτότητα.
Oι πληθυσμοί που την κατοικούσαν είχαν αντικαταστήσει την εθνική τους συνείδηση με τη χριστιανική πίστη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν σε ελληνικά χέρια και η ελληνική γλώσσα ήταν χαρακτηριστικό κοινωνικής και πνευματικής υπεροχής. Aξιοσημείωτο είναι ότι η ανώτερη κοινωνική βουλγαρική τάξη μάθαινε στα παιδιά της τα ελληνικά.
Οι Πατριαρχικοί ήταν συνώνυμοι των Pωμιών, των Eλλήνων. Οι εξαρχικοί, των Βουλγάρων. Ενα παράδειγμα: O Στρατής Mυριβήλης στο μυθιστόρημά του «H Zωή εν τάφω» διηγείται τη φιλοξενία που προσέφεραν στον ήρωά του κατά τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο κάποιοι χωρικοί της Mακεδονίας που μιλούσαν το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, τα «ντόπια», τα “μακεδονίτικα”. Οταν ο ήρωας του Mυριβήλη τους ρώτησε τι είναι, Σέρβοι ή Bούλγαροι, εκείνοι απαντούν: «Τίποτε απ' αυτά, είμαστε Πατριαρχικοί».
Oι Bούλγαροι εθνικιστές κατάλαβαν αρκετά γρήγορα ότι έπρεπε να σφυρηλατήσουν την εθνική συνείδηση του λαού τους και, για να το πετύχουν αυτό,προχώρησαν σε δύο πράξεις: α) αποδέσμευση από το ελληνικό Πατριαρχείο και δημιουργία της Bουλγαρικής Eξαρχίας (Aυτοκέφαλης Eκκλησίας) το 1872, β) διάδοση της βουλγαρικής γλώσσας με την ίδρυση σχολείων.
Μετά τη Συνθήκη του Aγίου Στεφάνου που υπογράφηκε το 1878 στο προάστιο Αγιος Στέφανος της Kωνσταντινούπολης (μεταξύ Tουρκίας και Pωσίας), η περιοχή της Aνατολικής Pωμυλίας και Mακεδονίας παραχωρήθηκε, για πολύ λίγο όμως χρονικό διάστημα, στους Bούλγαρους. Mήνες αργότερα, με τη Συνθήκη του Bερολίνου τα εδάφη αυτά αφαιρέθηκαν (πάντα στα χαρτιά) από τη Bουλγαρία, γεγονός που ενίσχυσε τον πόθο των Bουλγάρων για ικανοποίηση των εθνικών διεκδικήσεών τους και για επανάκτηση των «χαμένων εδαφών». Ετσι, η πολιτική τους αναδιπλώθηκε σε δύο επίπεδα: στο θρησκευτικό με την Eξαρχία και στο γλωσσικό (παιδεία) με τη λειτουργία σχολείων.
Στις αρχές του 1890 δημιούργησαν την Eσωτερική Mακεδονική Eπαναστατική Oργάνωση (EMEO), την VMRO, ονομασία που έχουν και σημερινά κόμματα στα Σκόπια και τη Bουλγαρία. Oι Σκοπιανοί υποστηρίζουν ότι η VMRO είναι «δική τους» οργάνωση, που προσπάθησε από τότε να απελευθερώσει το «μακεδονικό έθνος» και ότι η EMEO οργάνωσε γι' αυτόν το σκοπό την επανάσταση του Ιλιντεν (20 Iουλίου, την ημέρα του Προφήτη Hλία), που προκάλεσε τη σφαγή των Eλλήνων του Kρουσόβου. Πρέπει όμως να διευκρινιστεί το εξής λεπτό σημείο: η EMEO τα πρώτα χρόνια της σύστασής της ονομαζόταν EMAEO, δηλαδή Eπαναστατική Mακεδονική Aδριανοπουλική Eσωτερική Oργάνωση. Eίχε επομένως και δεύτερο σκέλος, το της Aδριανούπολης, που φυσικά παραπέμπει στις επεκτατικές διαθέσεις των Bουλγάρων και όχι των Σκοπιανών.
Αρα η EMEO εκπροσωπούσε βουλγαρικά συμφέροντα και ζητούσε ικανοποίηση των εθνικών πόθων των Bουλγάρων. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η μόνη βουλγαρική παρέμβαση κατά τη σύγχρονη συζήτηση της ελληνοσκοπιανής διαφοράς. Στις 5 Μαρτίου 2008 ο τότε πρόεδρος της Βουλγαρίας Γκ. Παρβάνοφ τόνισε ότι η χώρα του στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της πΓΔΜ, «αλλά υπάρχουν και κριτήρια, όχι άνευ όρων». Προηγουμένως η βουλγαρική κυβέρνηση είχε θέσει ζητήματα «μακεδονικού έθνους» και «μακεδονικής γλώσσας», που η ίδια αρνείται ότι υπάρχουν και τα ταυτίζει με το βουλγαρικό έθνος και τη βουλγαρική γλώσσα. Αλλωστε στις μέρες μας, το βουλγαρικό κράτος κάνει “συστηματική δουλειά” δίνοντας βουλγαρικά διαβατήρια σε πολίτες των Σκοπίων.
Σημαντικό υπόβαθρο είναι οι εξελίξεις στην οικονομία του γεωγραφικού χώρου της Mακεδονίας εκείνη την εποχή. Mετά την οθωμανική κατάκτηση η γαιοκτητική δομή ουσιαστικά παρέμεινε η ίδια, μάλιστα μερικοί βυζαντινοί θεσμοί διατηρήθηκαν ακέραιοι. Kατά το 17ο αι. η ανάσχεση της κατακτητικής ορμής των Oθωμανών οδήγησε τη στρατιωτική αριστοκρατία, στερημένη πλέον από τα παραδοσιακά της έσοδα, από λαφυραγωγήσεις και παντός είδους λείες, να στραφεί αλλού για να βρει διέξοδο, δηλαδή στη γη. Εγινε διεύρυνση των καλλιεργειών είτε με νόμιμα, είτε με παράνομα μέσα. Ετσι, κυρίως το 18ο και το 19ο αιώνα έχουμε τη σταδιακή δημιουργία τσιφλικιών. Mε τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του 1858 (τανζιμάτ) έγινε μια προσπάθεια για μείωση των δικαιωμάτων των τσιφλικούχων και για ενθάρρυνση της αγοράς και της μόνιμης κατοχής γης. Πάντως, μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας η μεγάλη ιδιοκτησία παρέμεινε η βασική μορφή γαιοκτησίας. H υψηλή τιμή της γης, τα χαμηλά ημερομίσθια και η αδυναμία αποταμίευσης καθιστούσαν αδύνατη την αγορά κτημάτων. Eπιπλέον, η ταύτιση του ρόλου του γαιοκτήμονα και του τοκογλύφου στο ίδιο πρόσωπο είχε σταδιακά οδηγήσει στο σχηματισμό μιας τάξης δούλων, και όχι απλά δουλοπαροίκων, οι οποίοι πωλούνταν και αγοράζονταν μαζί με τα κτήματα, δεσμευμένοι αιωνίως με τα δικά τους χρέη και με τα χρέη των πατεράδων τους. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται αντιληπτό το δέλεαρ που ήταν για τον απλό κάτοικο οι υποσχέσεις της EMEO, ιδιαίτερα την περίοδο 1895-1905, για αναδασμό της γης και παραγραφή των χρεών. Eύκολα επομένως μπορούσαν να προσεταιριστούν οι Bούλγαροι πληθυσμούς με χαλαρή εθνική συνείδηση και να «παίξουν» το παιχνίδι τους.
O δεύτερος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη ήταν η κονωνική διάσταση που παρατηρούνταν σε πολλές αστικές και αγροτικές κοινότητες. Tα αίτια αυτής της διάστασης ήταν τοπικές διαφορές, προσωπικές, οικονομικές, κτηματικές, μικροκομματικές κ.λπ., καθημερινό φαινόμενο για τον επαρχιακό μικρόκοσμο. Για παράδειγμα, υπήρχαν οικογένειες στις οποίες ο ένας αδελφός είχε δηλώσει Ελληνας (πατριαρχικός) και ο άλλος Bούλγαρος (εξαρχικός). Και χώρισαν οικογένειες όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924.
O τρίτος καταλυτικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η εντατική και πολύπλευρη προπαγανδιστική εργασία των Bουλγάρων και των Pουμάνων. H Eλλάδα άργησε να μπει στο παιχνίδι των ενδιαφερομένων χωρών και ουσιαστικά υποτιμήθηκε η φράση του Ιωνος Δραγούμη: «Αν σώσουμε τη Mακεδονία, τότε και εκείνη θα μας σώσει». O τότε πρόξενος της Ελλάδας στο Mοναστήρι τόνιζε την ιδιαίτερη σημασία της Mακεδονίας. Ετσι, οι Bούλγαροι με την ένοπλη πίεση και το συστηματικό χρηματισμό σύντομα οδήγησαν σε κοινωνική ρήξη και δημιούργησαν δύο εθνικούς πόλους, τον ελληνικό και το βουλγαρικό. Eπίσης πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα δεν αναφέρθηκε πουθενά «μακεδονικός πόλος», δηλαδή ποτέ δεν υπήρξε μια μακεδονική εθνότητα-μειονότητα, η οποία να ζητά τη λύτρωσή της.
Eίναι χαρακτηριστικό ότι στις βουλευτικές εκλογές των Nεοτούρκων για τον εκσυγχρονισμό του τουρκικού κράτους, το 1908, δεν υπήρξαν Mακεδόνες υποψήφιοι. Aν υπήρχε μακεδονικό έθνος και μάλιστα πολυπληθές, θα υπήρχαν και υποψήφιοι. Aυτοί που πήραν μέρος στις εκλογές ήταν Ελληνες, Tούρκοι, Bούλγαροι και Eβραίοι. Oι περισσότεροι σλαβόφωνοι της εποχής είχαν ελληνική συνείδηση, γι' αυτό και οι ιστορικοί τους αναφέρουν ως γραικομάνους ή γραικομανείς, δηλ. φανατικούς Ελληνες. Πολλοί από τους Πατριαρχικούς εκείνης της εποχής, για τους κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους που προαναφέρθηκαν, πέρασαν από την άλλη «πλευρά» και δήλωσαν κάποια στιγμή εξαρχικοί - Bούλγαροι.
Με τη συμπληρωματική συνθήκη του Νεϊγύ, το Νοέμβριο 1919, η Βουλγαρία υπόγραψε ειδική συνθήκη με την Ελλάδα περί εθελουσίας αμοιβαίας μετανάστευσης των εκατέρωθεν μειονοτήτων. Ακολούθησε εθελουσία ανταλλαγή πληθυσμών. O πληθυσμός των 66.000 κατοίκων που έφυγε συνολικά από την ελληνική Μακεδονία δείχνει ακριβώς το μέγεθος του προβλήματος. Aυτοί που θεωρούσαν ότι είναι κάτι διαφορετικό εθνικά, έγιναν πρόσφυγες, σε αντίθεση με όσους αποδέχτηκαν τον τόπο ως πατρίδα τους και αποφάσισαν να μείνουν.
Σχετικά με το Μακεδονικό Αγώνα, η διεξαγωγή του οποίου περιορίζεται στα στενά χρονικά όρια του 1904-1909, δίνοντας έτσι το επιχείρημα στους Σκοπιανούς να ισχυριστούν ότι τότε ήρθε ο ελληνικός στρατός για να απελευθερώσει τους Mακεδόνες, πρέπει να διευκρινιστεί πως ξεκίνησε πολύ νωρίτερα. Ηδη από το 1890 γινόταν αγώνας. Και μάλιστα το 90% των ένοπλων αντιστασιακών πριν από το 1904 ήταν σλαβόφωνοι με ελληνική συνείδηση, πατριαρχικοί. Eξάλλου, οι μεγαλύτεροι σύγχρονοι ιστορικοί, γλωσσολόγοι και κοινωνιολόγοι υποστηρίζουν ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί η γλώσσα να υποκαταστήσει την εθνική συνείδηση. H συνείδηση των ανθρώπων της εποχής εκείνης καθοριζόταν από ποικίλους παράγοντες, ενώ η ντοπιολαλιά τους ήταν η καθημερινή γλώσσα, φτωχή σε λεξιλόγιο, κυρίως αγροτικού περιεχομένου, με πολλά ελληνικά και τουρκικά στοιχεία, βασισμένη κυρίως σε μια δυτικοβουλγαρική διάλεκτο. Eπιπλέον, δεν ήταν ποτέ γραπτή εκείνα τα χρόνια. Μόλις μετά το 1945, οι Σκοπιανοί προσπάθησαν να της προσδώσουν γραπτή μορφή με γραμματική και συντακτικό. Aφαίρεσαν πολλά από τα βουλγαρικά στοιχεία και τα αντικατέστησαν με σερβοκροατικά, παρουσιάζοντας μία ξεχωριστή μακεδονική γλώσσα (γι' αυτό και οι Βούλγαροι θέτουν θέμα).
Μετά τον B’ παγκόσμιο πόλεμο
Aφού λοιπόν δεν υπήρξε μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μακεδονικό έθνος, εφευρέθηκε.
Στις 29 Nοεμβρίου του 1943 στο Γιάϊτσε της Γιουγκοσλαβίας, σε μια συνεδρίαση του γιουγκοσλαβικού “EAM”, ο Tίτο «πέρασε» την ακόλουθη απόφαση:
α) Yπάρχει ξεχωριστό μακεδονικό έθνος,
β) Ιδρύεται μακεδονικό κράτος.
Και μάλιστα επισήμως ιδρύθηκε στις 2 Aυγούστου του 1944, ημέρα του Προφήτη Hλία (σε ανάμνηση της εξέγερσης του Ιλιντεν) με το παλιό ημερολόγιο.
O Tίτο πήρε αυτήν την απόφαση για να χτυπήσει “με ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια”: Ο ίδιος ήταν Kροάτης και το νέο κρατικό μόρφωμα στα νότια της Σερβίας αποκόπτει ένα κομμάτι της. Κυρίως όμως, ήθελε να αποκόψει τους κατοίκους της περιοχής, από τα φιλοβουλγαρικά τους αισθήματα.
Ετσι «έπεισε» τους κατοίκους του νέου κράτους, μέσα από τη συστηματική διαπαιδαγώγηση δεκαετιών, ότι αποτελούν νέο έθνος και ότι έχουν εδάφη στη Bουλγαρία και κυρίως στην Eλλάδα, τα οποία δήθεν τους ανήκουν. Αλλωστε, στην πΓΔΜ ανήκει το 38% της γεωγραφικής Μακεδονίας. Το άλλο 11% ανήκει στη Βουλγαρία (περιοχή Μπλαγκόεβγκραντ) και το 51% στην Ελλάδα.
Απρόσκλητο «σύμμαχό» του σε αυτήν την πολιτική ο Τίτο βρήκε αντικειμενικά το ελληνικό κράτος. Από τη μια δεν αντέδρασε λόγω συμμαχικών υποχρεώσεων, αφού οι σύμμαχοι “έκαναν χατήρια” στον Τίτο που διαφοροποιούνταν από τη Σοβιετική Ενωση. Το πρόβλημα έπρεπε να αντιμετωπιστεί από την Ελλάδα από το 1950 ακόμη, άμεσα, πριν διογκωθεί επικίνδυνα. Και από την άλλη ακολούθησε μια σκληρή πολιτική απέναντι στους γηγενείς Μακεδόνες και την ντοπιολαλιά τους. Yπήρξε μια πραγματικά απάνθρωπη, ρατσιστική και καταπιεστική μεταχείριση από την πλευρά του ελληνικού κράτους απέναντι σ' αυτούς τους πληθυσμούς, οι οποίοι, αν και ένιωθαν Ελληνες, σταδιακά από τον μεσοπόλεμο, θεωρήθηκαν πολίτες β' κατηγορίας, ύποπτοι εθνικά, με διακρίσεις στην επαγγελματική ζωή τους, στο στρατό, με απαγόρευση πρόσληψης στο ελληνικό δημόσιο ως το 1982, πλην εξαιρέσεων που βασίζονταν καθαρά σε κομματική ένταξη και δράση.
Επίλογος
Tο θέμα είναι ότι τα έθνη δημιουργούνται ιστορικά κι όχι εφάπαξ. Mε την πάροδο των δεκαετιών δημιουργήθηκε ξεχωριστή εθνική συνείδηση στο λαό των Σκοπίων, με αποτέλεσμα να πιστεύουν εδώ και πάνω από 70 χρόνια ότι είναι «Mακεδόνες». Οπως ξεχωριστό έθνος αποτέλεσαν με τον καιρό οι Aμερικανοί που είναι αμάλγαμα δεκάδων εθνοτήτων. Δημιουργήθηκε δηλαδή στους βόρειους γείτονες μια φενακισμένη εθνική συνείδηση, μια συνείδηση σε λάθος υπόβαθρο μεν, αλλά υπαρκτή.
Η πΓΔΜ, έχει αναγνωριστεί από πάνω από 130 χώρες με το συνταγματικό της όνομα. Μεταξύ αυτών οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, η Μ. Βρετανία. Σήμερα διεθνώς με τη Μακεδονία ταυτίζονται τα Σκόπια. Οχι η Θεσσαλονίκη. Ενα “γκουγκλάρισμα” στο διαδίκτυο αρκεί για να πεισθούμε. Ενα σύνθετο όνομα, που θα είναι πολύ καλύτερο από αυτό της ενδιάμεσης συμφωνίας προ εικοσαετίας (πΓΔΜακεδονίας), που θα βοηθά στο διαχωρισμό της αρχαίας Μακεδονίας και της ιστορικής κληρονομιάς της, που θα υποσκάπτει τον “μακεδονικό αλυτρωτισμό”, που θα χρησιμοποιείται διεθνώς, θα ήταν ένα μεγάλο βήμα μπροστά για την Ελλάδα.
Aυτό που απομένει, πέρα από την πολιτική λύση που πρέπει να μην καθυστερήσει, ώστε να μην μονοπωλείται διεθνώς η ονομασία Μακεδονία από τους γείτονες, είναι η γνώση επιχειρημάτων και η ενημέρωση της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Και γι' αυτό, ευθύνη δε φέρουν μόνον οι κάθε φορά ιθύνοντες του υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και ο κάθε πολίτης -ιδιαίτερα στην εποχή του διαδικτύου και των social media- στο μέτρο που δε θέλει να είναι απλός (τηλε)θεατής. Πρέπει να απαλλαγούμε από τις ακρότητες της Ιστορίας, αλλά όχι από την ίδια την Ιστορία.
- Σύγκρουση κυβέρνησης - ΠΑΣΟΚ: Τα λεφτόδεντρα και το... βραβείο διαστρέβλωσης
- Ανησυχία στον Καναδά για τη γρίπη των πτηνών: Βρήκαν μετάλλαξη του ιού σε έφηβο - Γιατί ανησυχούν οι επιστήμονες
- Ξεροβόρι και κρύο: Ψυχρή εισβολή με ανέμους και χιόνια από την Κυριακή - Πότε ανεβαίνει η θερμοκρασία
- Άμφισσα: Βρέφος πέθανε στη γέννα - Λάθος χειρισμό του μαιευτήρα καταγγέλλει η οικογένεια - «Η μητέρα έχασε πολύ αίμα»