Απόψεις | 06.01.2021 15:13

Η μεγάλη κοινωνική ανοχή προς ορισμένους σύγχρονους αθλητές ενισχύει τον ναρκισσισμό τους

Κωνσταντίνα Γογγάκη

Αντίθετα προς ό,τι ίσχυε στη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας, η κοινωνική ανοχή προς τους σύγχρονους αθλητές είναι μάλλον χαλαρή και ιδιότυπη. Αυτό, βέβαια, είναι αποτέλεσμα μιας γενικότερα χαλαρωμένης ηθικής συνείδησης που διαπιστώνεται και πιστώνεται στην σύγχρονη παγκόσμια και την ελληνική κοινωνία, η οποία εντοπίζεται σε όλους τους κοινωνικούς τομείς, επομένως και στον αθλητισμό. Έτσι, αντί να γεννιούνται και να προβάλλονται μέσα από τον αθλητισμό υψηλού ήθους κοινωνικά πρότυπα, αντιθέτως, σε ορισμένες περιπτώσεις, δημιουργούνται κάποια πρότυπα σαθρά, αποστεωμένα από κοινωνικές ευαισθησίες, και εγκλωβισμένα στο δέρμα που τους περιτυλίγει.

Το ήθος, η ολοκληρωμένη προσωπικότητα, ο σεβασμός προς την πόλη και το γένος αποτελούσαν ανυπέρβλητες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί ως αξία ένας αθλητής κατά την αρχαιότητα. Οι αθλητές της αρχαίας Ελλάδας δεν ήταν άτομα που περιέφεραν με αλαζονεία το σαρκίο τους, δεν ήταν άρπαγες μιας στιγμιαίας διασκέδασης, δεν υποτιμούσαν ή αγνοούσαν όλους τους άλλους, για να ικανοποιήσουν το στιγμιαίο εγώ τους. Αντιθέτως, ήταν μέτοχοι ενός πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που δεν περιοριζόταν στην σωματική τους απόδοση (δεν υπήρχε η «επίδοση» στην αρχαιότητα), αλλά επεκτεινόταν στην όλη πνευματική ατμόσφαιρα της αρχαίας Ολυμπίας.

Ο αγώνας ήταν ένας άθλος. Και αποτελούσε το απαύγασμα της φυάς του αθλητή, η οποία δεν ήταν μόνο το ωραίο του παράστημα, αλλά και η φύση, το εκ φύσεως πνεύμα του (Πίνδαρος, Ολυμπιόνικος, 9.100). Ο αθλητής τιμούσε την πατρίδα του, δείχνοντας ότι όπως πάλευε στο άθλημά του, με τον ίδιο τρόπο θα πολεμούσε και στον πόλεμο εάν χρειαζόταν να προστατέψει την πόλη του. Είχε ασκηθεί στην εγκράτεια και τη σωφροσύνη, και δεν έπαιρναν τα μυαλά του αέρα επειδή κέρδιζε μια νίκη, κατά παράφραση του Ηροδότου (5.71). Έτσι, ήταν άξιος ο θαυμασμός και η αναγνώρισή τους. Μόνο κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όταν επήλθαν ο εκφυλισμός της σωματικότητας, οι μονομαχίες και οι άγριες θηριομαχίες, και διαλύθηκε το κλασικό μέτρο, ο αθλητής έχασε την αξία του, ώστε ο Γαληνός, ως γιατρός των μονομάχων, να συνδέσει τη λέξη αθλητής με τη λέξη άθλιος (Γαληνός, Προτρεπτικός επί Τέχνας, 11)

Αυτές οι λέξεις, βέβαια, δεν συνδέονται. Ο «αθλητής» προέρχεται από τις ομηρικές λέξεις άθλα και αθλέω-ώ που έχει την έννοια του αγώνα, του μόχθου και του κατορθώματος (Ομήρου, Ιλιάς, Ψ 259, Οδύσσεια, θ 164). Σήμερα, όμως, έχοντας πολύ απομακρυνθεί από τις εποχές εκείνες, ο αθλητισμός, και ειδικά ο «υψηλός», έχει αποκτήσει άλλο περιεχόμενο. Μέσω της τεχνολογίας, της επίδοσης και της απόλυτης εξειδίκευσης, έχει προσλάβει έναν άκρως εμπορικό χαρακτήρα. Μια ολόκληρη βιομηχανία έχει εισχωρήσει στον αθλητισμό, και διαχειρίζεται τον αθλητή σαν μετοχή του χρηματιστηρίου, καλλιεργώντας έτσι και τον αυτοθαυμασμό του.

Είναι δύσκολο ένας αθλητής, με τα εκατομμύρια που χορεύουν γύρω του, με τόσες χορηγίες, διαφημιστικές εταιρείες, αγοραπωλησίες του αθλητικού έργου και προβολή του ως κοινωνικού προτύπου να μην την «ψωνίσει». Το life-style του «πουλάει», και ο αθλητής, μέσα στον επίγειο πλούτο του, τα ζει όλα, χωρίς κρατήματα. Μην έχοντας και την ανάλογη παιδεία, καθώς επένδυσε στη σωματική του επίδοση μόνο, διαχειρίζεται τη φήμη του βουλιάζοντας μέσα της χωρίς λογισμό. Σε πολλές περιπτώσεις η εξέλιξη είναι δυσάρεστη, καθώς γίνεται άπληστος, και τίποτα δεν μπορεί πια να τον ικανοποιήσει. Ο ναρκισσισμός τον οδηγεί σε ασυγκράτητο βίο και σε άκρατο εγωισμό. Έχοντας την αλαζονεία του μικρομεγαλισμού και της παντοδυναμίας, οδηγείται σε αλλεπάλληλες αθλιότητες, βλέποντας τους άλλους, τους συνετούς, σαν μιάσματα.

Υπάρχουν, βέβαια, και αθλητές που διαθέτουν παιδεία, ταπεινοφροσύνη και την κατάλληλη εγκράτεια. Που κατανοούν ότι ο ρόλος τους ως κοινωνικά πρότυπα επιβάλλει μια λελογισμένη στάση ζωής, ώστε δικαίως οι νέοι να τους θαυμάσουν ή και να τους μιμηθούν. Που δεν καταφεύγουν σε ύβρεις, σε χυδαιότητες, σε προκλήσεις και σε ακρότητες. Που σκέφτονται πριν μιλήσουν, και σιωπούν αντί να λένε καινοφανείς δικαιολογίες κι ανοησίες. Που συναισθάνονται την ύπαρξη των ανθρώπων που υποφέρουν. Που δεν είναι μοναχοφάηδες στη χλιδή τους, αλλά προβαίνουν και σε κάποια σημαντική φιλανθρωπία. Που δεν ασχολούνται μόνο με την ικανοποίηση του καπρίτσιου τους, αλλά διαθέτουν και μια κοινωνική ευαισθησία. Που οι επιλογές τους όχι μόνο δεν έχουν ως βάση την ατομική τους καλοπέραση, αλλά και το να μη θέσουν τους άλλους σε κίνδυνο. Και, που τους ενδιαφέρει να μείνουν αντάξιοι του ρόλου τους ως πρότυπα. Αλλά αυτοί είναι λίγοι.

Γιατί, όμως, το κοινωνικό περιβάλλον είναι τόσο ανεκτικό απέναντί τους; Γιατί τους νομιμοποιεί, προσφέροντάς τους άφεση αμαρτιών για το κάθε παράπτωμα; Γιατί με το πέρασμα του καιρού αμβλύνεται τόσο η μνήμη, και τους συγχωρούν, και κραυγάζουν και πάλι για το αθλητικό τους επίτευγμα; Έχουν τόση ανάγκη τη διατήρηση των ψεύτικων προτύπων; Στην αρχαιότητα, σε κάθε παράβαση του ήθους και του «ευ» αντιδρούσαν ακαριαία, με την τιμωρία του αθλητή, αποκαλύπτοντας την ύβριν και δείχνοντας ότι εκεί υπήρχαν και ίσχυαν ηθικοί κανόνες. Η σύγχρονη κοινωνία, αντίθετα, μπορεί τον κώνωπα να τον διυλίζει, αλλά τον ελέφαντα τον καταπίνει, εάν αυτός διαθέτει φήμη και πλούτο. Η αναγνώριση της αξίας κάποιου συνδέεται επίσης και με το ρεκόρ των γκολ, των σουτ, των σετ, των σερβις, των σκορς. Μια τέτοια αξιολογία, ωστόσο, είναι γελοία και επικίνδυνη, καθώς αλλοιώνει, και στη συνέχεια αλλοτριώνει, τις αυθεντικές αξίες, αντικαθιστώντας τες με τα επίπλαστα πρότυπα που αγαπούν τον εαυτό τους.

Το σύστημα αξιών της κοινωνίας είναι αυτό, εν τέλει, που έχει πλέον αντικαταστήσει τις αληθινές αξίες με ανούσιες, όπως αυτές του ανταγωνισμού, της ματαιοδοξίας, του ατομισμού, του πλουτισμού, της προβολής. Υπάρχει μια παγιωμένη και σιωπηλή αποδοχή εκείνου που θεωρείται ότι διαθέτει μια πολιτική, οικονομική, αθλητική δύναμη, μια μορφή εξουσίας, όπως θα έλεγε ο Νίτσε, και που ανήκει επομένως στην κοινωνική «ελίτ». Η κοινωνική αυτή ελίτ είναι πέρα και έξω από τις ηθικές νόρμες, και, απαλλαγμένη από τις δεσμεύσεις, έχει δικαίωμα να ικανοποιεί  κάθε καπρίτσιο της, περιφρονώντας επιδεικτικά τις κοινωνικές συνθήκες και τις ανάγκες.

Ένα αξιακό σύστημα της κοινωνίας, που δέχεται από τα προβεβλημένα του πρόσωπα να απουσιάζει η κοινωνική ευαισθησία, είναι ένα νοσηρό σύστημα, που πρέπει να αλλάξει. Αντί η κοινωνία να εθίζεται σε πρότυπα επιτυχίας, θα πρέπει καλύτερα να μάθει να αναζητά και να διαμορφώνει πρότυπα αξίας! Οφείλει, επομένως, να καλλιεργήσει μια καταγγελτική στάση και μια άμυνα απέναντι σε συμπεριφορές που υποτιμούν την αξία της κοινωνικής συλλογικότητας. Και ο ουσιαστικός μοχλός, ο οποίος μπορεί να ανατρέψει τις παρηκμασμένες νοοτροπίες και την εκτροφή ναρκισσιστικών συνειδήσεων, ανασταίνοντας τις αυθεντικές αξίες, είναι μόνο ένας: Η παιδεία.

Έλληνες αθλητές