Απόψεις|17.01.2021 18:19

Σοφία Μπεκατώρου, με αφορά αυτό που κατήγγειλες και όχι πότε το κατήγγειλες

Αθανασία Κουλέτα

Μέσα σε μόλις δύο ημέρες, έχουμε μάθει δύο πράγματα σε αυτή τη χώρα, εξίσου προβληματικά (αν μη τι άλλο). Αρχικά, γίναμε κοινωνοί των όσων πρωτοφανών (για τα ελληνικά αθλητικά δεδομένα) αποκάλυψε η Σοφία Μπεκατώρου, σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη πριν από 23 χρόνια, από μεγαλοπαράγοντα της Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, ενώ στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλες παρόμοιες καταγγελίες από αθλήτριες. Έπειτα, μάθαμε και κάτι ακόμα. Μάθαμε ότι τα θύματα βίας και σεξουαλικής κακοποίησης δεν μπορούν να μιλάνε για την τραυματική εμπειρία τους όποτε εκείνα νιώσουν έτοιμα. Όχι. Γιατί εάν το κάνουν αυτό, τότε η μαρτυρία τους στην καλύτερη «είναι ετεροχρονισμένη και άρα νομικά έωλη», στη χειρότερη και πιο σκοτεινή εκδοχή των όσων ακούστηκαν και γράφτηκαν τελευταία, είναι «ύποπτη» και χρήζει αμφισβήτησης

Ένα από τα βασικά ερωτήματα που έκαναν τον γύρο του διαδικτύου, λοιπόν, αυτές τις ημέρες, αναφορικά με την κακοποίηση που κατήγγειλε η Σοφία Μπεκατώρου, είναι «γιατί τώρα». Γιατί, δηλαδή, μια επιζώσα σεξουαλικής βίας βρήκε το θάρρος να μιλήσει τώρα και όχι τότε που της συνέβη ό,τι της συνέβη. Για κάποιους ανθρώπους εκεί έξω, εν προκειμένω, το θέμα έπειτα από όσα έγιναν γνωστά, είναι εν ολίγοις όχι ότι μια γυναίκα που κατά τα λεγόμενά της έζησε τη φρίκη και άντεξε, βρήκε τη δύναμη να μιλήσει ανοιχτά για αυτήν, να κάνει την αρχή και να σπάσει τη σιωπή που την έτρωγε σαν σαράκι στην ψυχή, αλλά ο χρόνος που το έκανε

Έπειτα, αναρωτιούνται, κάποιοι, πώς γίνεται να περνούν δεκαετίες, να υπάρχουν από φήμες έως σοβαρές ενδείξεις για τη δράση ανθρώπων σε συγκεκριμένους χώρους και, ωστόσο, να μην μιλούν όσες και όσοι υφίστανται την κακοποίηση, να σωπαίνουν τόσο οι ίδιες και οι ίδιοι, όσο και εκείνοι που έχουν αντιληφθεί τι συμβαίνει. Δεν ξέρω εάν οι συγκεκριμένοι που έχουν αυτές τις απορίες είναι όσο εκτός πραγματικότητας δείχνουν να είναι ή απλώς καμώνονται. Η σεξουαλική κακοποίηση και η κακοποίηση συνολικά βρίσκει πρόσφορο έδαφος όπου υπάρχει ο φόβος. Ο φόβος της επιβίωσης, της απώλειας εργασίας, της απώλειας μιας πολλά υποσχόμενης επαγγελματικής σταδιοδρομίας, της αποδοχής της αλήθειας από τους άλλους. Παράλληλα, αυτός ο φαύλος κύκλος σιωπής συμβαίνει επειδή μια κυρίαρχη αντίληψη για τις επιτυχημένες γυναίκες είναι πως πρέπει κάτι να «έδωσαν» ή «πρέπει κάτι να δώσουν» για να καταφέρουν αυτή την επιτυχία, επειδή μια άλλη κυρίαρχη αντίληψη για τα θύματα κακοποίησης είναι πως «τα ήθελαν και τα 'παθαν» κι επειδή γενιές και γενιές ανδρών μεγαλώνουν με τη νοοτροπία «είσαι κάτι παραπάνω από τη γυναίκα γιατί έτσι». Γενικώς, όσο τα μυαλά παραμένουν τέτοια, αυτό συμβαίνει και θα συμβαίνει.

Κι ενώ η Σοφία Μπεκατώρου αποφάσισε να σπάσει αυτόν τον κύκλο της έμφυλης βίας και της κατάχρησης εξουσίας, κάποιοι άνθρωποι αντί να της δώσουν το χέρι, αντί να ακούσουν την ιστορία της, είχαν σαν από πάντα έτοιμο ένα «αλλά». Τα θύματα κακοποίησης κουβαλούν, πέρα από την ίδια την εμπειρία τους, την ενοχή εάν έφταιξαν κάπου, την ενοχή γιατί δεν αντέδρασαν, την ενοχή γιατί δεν μίλησαν. Ενοχές που στην ουσία, καλλιεργούν και διαιωνίζουν τέτοια «αλλά».  Και, καθώς άλλη λογική εξήγηση δεν μπορώ να βρω γι' αυτή την παρά φύση τάση του ανθρώπου να αμφισβητεί τον πόνο και να νιώθει πως παίρνει πόντους, θέτοντας ερωτήματα εκεί όπου θα έπρεπε να σταθεί με ενσυναίσθηση και αποδοχή,  καταλήγω ξανά και ξανά σε αυτή τη φράση του Αλμπέρ Καμύ, που την αφιερώνω εξαιρετικά σε όλους τους «γιατί τώρα»: «Μια από τις χειρότερες αιτίες εχθρότητας είναι η λύσσα και η ποταπή επιθυμία να δεις να υποκύπτει, αυτός που τολμάει να αντιστέκεται σ’ αυτό που σε συνθλίβει». 

σεξουαλική κακοποίησηΣοφία Μπεκατώρουβιασμός