Απόψεις|14.06.2021 08:56

Ώρα για ουσιαστικό διάλογο και δεσμεύσεις από Τουρκία

Ράνια Σβίγκου

Η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν γίνεται εν μέσω μιας κρίσιμης συγκυρίας, όχι μόνο για τις ελληνοτουρκικές, αλλά και για τις αμερικανοτουρκικές και ευρωτουρκικές σχέσεις.

Διότι, κατά τη  συνάντηση  του νέου Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν με τον πρόεδρο της Τουρκίας,  στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ, αναμένεται να διαμορφωθεί ένα νέο πλαίσιο στις σχέσεις των δύο χωρών, αναφορικά με τον ρόλο που διεκδικεί η Τουρκία, σε μια γεωπολιτική σκακιέρα που εκτείνεται από την Ανατολική Μεσόγειο, τη Λιβύη και τη Συρία, μέχρι τον Καύκασο, την Ουκρανία, αλλά ακόμα και το Αφγανιστάν. Και, φυσικά, θα συζητηθεί, κυρίως, η ειδική σχέση που επιδιώκει τα τελευταία χρόνια, η γειτονική μας χώρα, με τη Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο, κύρια επιδίωξη του Μπάιντεν είναι η «επιστροφή» της Τουρκίας σε μια πορεία συμβατή με τους αμερικανικούς σχεδιασμούς και προτεραιότητες. Έχουν αλλάξει πολλά, από την εποχή της διακυβέρνησης Τράμπ, κι αυτό το γνωρίζει η τουρκική πλευρά – εξ ου και η στάση αναμονής που κράτησε, τους τελευταίους μήνες.  

Ταυτόχρονα,  με ορόσημο την επικείμενη Σύνοδο Κορυφής, στο επίκεντρο των ευρωτουρκικών συζητήσεων θα βρεθεί η αναθεώρηση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, το προσφυγικό, αλλά και η άρση ή μη της υποχρέωσης θεωρήσεων.  Πρόκειται για κρίσιμα ζητήματα, κάποια από τα οποία θα επηρεάσουν την πληττόμενη, αυτήν την εποχή, τουρκική οικονομία. 

Όπως αποδεικνύουν τα παραπάνω, αλλά και μια σειρά από εξελίξεις, όπως η συνάντηση  του τούρκου προέδρου με τον Μακρόν, με τον οποίο είχαν συγκρουστεί σφόδρα, κατά το πρόσφατο παρελθόν,  η Τουρκία είναι κάθε άλλο παρά απομονωμένη. Αντίθετα, διεκδικεί δυναμικά ένα νέο ρόλο σε ένα διεθνές, διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, ακολουθώντας μια συνολική και συγκροτημένη στρατηγική, αλλά και ελισσόμενη, ανάλογα με τη συγκυρία.

Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν θα πρέπει να επιδιώκει, απλώς, κάποιους ήρεμους θερινούς μήνες, χωρίς ένταση και προκλητικές κινήσεις, από την πλευρά της Τουρκίας. Δεν θα πρέπει να χαμηλώσει τον πήχη, συζητώντας,  μόνο οικονομικής και εμπορικής φύσης ζητήματα με την γειτονική χώρα, χωρίς να θέλει να εισχωρήσει στα μεγάλα και σημαντικά.

Δεν είναι καιρός για αυταπάτες, για αναβλητικότητα και για επικοινωνιακή διαχείριση. Τώρα είναι η ευκαιρία, η Τουρκία να πιεστεί για έναν ουσιαστικό διάλογο. Σε αντίθετη περίπτωση, από μια τυπική συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, που γίνεται μόνο για να γίνει, ο μόνος κερδισμένος θα είναι ο τούρκος πρόεδρος, ο οποίος θα μπορεί να προβληθεί, ιδίως στην Ε.Ε., ως αυτός που επιδιώκει τον διάλογο. 

Η συγκυρία είναι τέτοια για να ανοίξει ένας ουσιαστικός ελληνοτουρκικός διάλογος, για τις διερευνητικές, για τα στρατιωτικά Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, για τα ζητήματα της ασφαλείας/εγγυήσεων στο Κυπριακό. Διάλογος με συγκεκριμένες δεσμεύσεις, από την πλευρά της Τουρκίας.  Διότι, τώρα, που η Τουρκία αναμένει την νέα πολιτική Μπάιντεν, και συζητά μια νέα σχέση με την ΕΕ, μπορεί η ελληνική πλευρά να επιδιώξει και να αποσπάσει τουρκικές δεσμεύσεις.

Χρειάζονται διπλωματικές πρωτοβουλίες

Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία χρειάζονται διπλωματικές πρωτοβουλίες, μια ενεργητική, πολυδιάστατη και φιλειρηνική εξωτερική πολιτική, όπως αυτή που εφάρμοζε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, από το 2015 μέχρι το καλοκαίρι του 2019.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έχει καταθέσει μια πρόταση για το τι θα μπορούσε να κάνει η ελληνική κυβέρνηση, για να εκμεταλλευθεί το παράθυρο ευκαιρίας που διανοίγεται αυτή την περίοδο, για μια ειρηνική και αμοιβαία επωφελή σχέση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, από το Φόρουμ των Δελφών, όσο και ο Γιώργος Κατρούγκαλος, μιλώντας για ένα «Ελσίνκι plus»,  πρότειναν η Ελλάδα να αγωνιστεί, στο πλαίσιο της ΕΕ, ώστε να συνδεθεί η προοπτική αναθεώρησης της τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας με την προοπτική της προσφυγής στη Χάγη,   για την επίλυση της διαφοράς μας σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Εάν και όταν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις, να μην τεθεί σε ισχύ η τελωνειακή ένωση,  αν δεν έχει ταυτόχρονα σταλεί το συνυποσχετικό στη Χάγη. Πρόκειται φυσικά για μια μακρόχρονη διαδικασία, αλλά τώρα ανοίγεται μια ευκαιρία για να δρομολογηθεί. Εξαιτίας της σημερινής κατάστασης της τουρκικής οικονομίας, μια συμφωνία δισεκατομμυρίων, αποτελεί ένα σαφές κίνητρο για την Τουρκία, να αποδεχθεί μια παραπομπή στη Χάγη  που δεν θα περιλαμβάνει βέβαια ζητήματα δήθεν γκρίζων ζωνών και αποστρατιωτικοποίησης νησιών.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση της ΝΔ, με την αντιφατική, αλληλοσυγκρουόμενη, χωρίς σχέδιο και στρατηγική εξωτερική πολιτική της, δεν έχει δώσει ως τώρα δείγματα γραφής που να οδηγούν προς την κατεύθυνση ενός ουσιαστικού  ελληνοτουρκικού διαλόγου. Αυτό που δείχνει να αποζητά, ο κ. Μητσοτάκης, είναι απλώς, να μη βρει μπροστά του  άλλη μια περίοδο κρίσης. Πρόκειται για τη συνέχιση της γραμμής της ακινησίας και της αναβλητικότητας που έχει επικρατήσει εδώ και χρόνια στη ΝΔ, με δεδομένο ότι η σαμαρική πτέρυγά της  εκφράζει τη γραμμή «κανένας διάλογος με πειρατές».

Ο κ.Μητσοτάκης οφείλει να αντιληφθεί ότι η  κατάσταση στην περιοχή μας, δεν επιτρέπει παλινωδίες,  αδράνειες και χρονοτριβές. Η δε εξωτερική πολιτική της χώρας δεν μπορεί να υποτάσσεται στο εσωκομματικό παιχνίδι της ΝΔ. Η επιστροφή στην πολυδιάστατη, ενεργητική εξωτερική πολιτική είναι αναγκαία και επιτάσσει συγκεκριμένες διπλωματικές κινήσεις, στόχους και βήματα.

Ας ελπίσουμε ότι, σε ένα τέτοιο πλαίσιο στρατηγικής θα ενταχτεί και η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν. Διότι, σε αντίθετη περίπτωση, μόλις ξεκαθαρίσει το αμερικάνικο και ευρωπαϊκό τοπίο, οι κίνδυνοι θα είναι μεγάλοι.

Κυριάκος ΜητσοτάκηςΣΥΡΙΖΑελληνοτουρκικάΡετζέπ Ταγίπ Ερντογάν