Απόψεις|04.07.2021 10:03

Στου δρόμου τα μισά (;)

Άκης Γεωργακέλλος

Δυο χρόνια μετά τις εκλογές του 2019 –κι έχοντας φτάσει στο θεωρητικό μέσον της κυβερνητικής θητείας- είναι σύνηθες να γίνεται αποτίμηση του κομματικού ανταγωνισμού. Για να αναλυθεί σε σωστές βάσεις, όμως, το πού βρίσκονται οι πολιτικοί πρωταγωνιστές, είναι χρήσιμο να δούμε πρώτα τι θέλουν σήμερα οι πολίτες.

Η ελληνική κοινωνία έχει σωρεύσει κόπωση από την πολυετή κρίση, τις επακόλουθες έντονες και φορτισμένες πολιτικές αντιπαραθέσεις και, βέβαια, την πανδημία και την αντιμετώπισή της. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της, αποζητά πια ηρεμία και αίσθηση κανονικότητας. Έχει επιστρέψει στην περίοδο που αποστρέφεται την πολιτική τοξικότητα. Θέλει να νιώσει αισιοδοξία. Και από τους πολιτικούς προσδοκά κυρίως διαχειριστική επάρκεια, να δείχνουν ότι ξέρουν τι κάνουν και ότι μπορούν να φέρουν αποτελέσματα.

Κίνδυνος αλλά και ευκαιρία για την κυβέρνηση η υγειονομική κρίση

Για την κυβέρνηση της ΝΔ, το ότι της έτυχε να αντιμετωπίσει αυτή την υγειονομική κρίση, αποτέλεσε κίνδυνο αλλά και ευκαιρία. Αυτό, λοιπόν, είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της κυβέρνησης στο οποίο αξίζει να σταθούμε: Ότι έχει εμπεδώσει την αίσθηση πως μπορεί να χειρίζεται κρίσεις. Καθοριστικό ρόλο έχει παίξει το πολύ ισχυρό αποτύπωμα των πρώτων θετικών εντυπώσεων από το χειρισμό της πανδημίας, αλλά και της κρίσης στον Έβρο. Τόσο ισχυρό, που έκτοτε αν και έχει αμφισβητηθεί –έντονα σε κάποιες περιπτώσεις- μέχρι σήμερα δεν έχει ανατραπεί. Σε αυτό συμβάλλει και η πορεία των εμβολιασμών και της «ευχάριστης έκπληξης» που αποτέλεσε για πολλούς πολίτες η σύγχρονη και αποτελεσματική οργάνωσή τους.

Έως σήμερα, η αντιμετώπιση της πανδημίας έχει φέρει περισσότερα θετικά παρά αρνητικά στην κυβέρνηση, την έχει βοηθήσει να «αγοράσει χρόνο», αλλά και έχει λειτουργήσει ως δικαιολογία για ελλείμματα ή παραλείψεις της.

Το δεύτερο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό είναι ότι η ΝΔ, από την πρώτη μέρα διακυβέρνησής της, ελέγχει απόλυτα την ατζέντα. Βάζει θέματα και τα υλοποιεί –σε μια σειρά από κυβερνητικούς τομείς. Αυτό τη βοήθησε να επανακάμψει μετά από όσες κρίσεις έχει αντιμετωπίσει ως τώρα.

Το τρίτο σημείο, είναι βέβαια η επιλογή της προσωποπαγούς δόμησής της πάνω στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού. Πολιτικά και επικοινωνιακά. Αυτή η επιλογή αξιοποιεί την ευρεία δημοσκοπική υπεροχή του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα. Ταυτόχρονα, όμως, δεν τον «προστατεύει» και μπορεί να οδηγήσει σε μια υπερέκθεση που μελλοντικά ίσως κοστίσει.

Οι τρεις λόγοι που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να προκαλέσει φθορά στη ΝΔ

Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εμφανές πως ούτε φθορά στην κυβέρνηση προκαλεί με την αντιπολίτευσή του, ούτε χώρο υποδοχής για τους δυσαρεστημένους από την πολιτική της αποτελεί. Θα αποτελούσε στατική ανάλυση να θεωρηθεί ότι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ, όμως αυτή είναι η κατάσταση σήμερα. Κυρίως για τρεις λόγους:

Πρώτον, γιατί δεν έχει ξεπεράσει τα αίτια που τον οδήγησαν στην εκλογική ήττα. Δεύτερον, γιατί στο κρίσιμο θέμα της πανδημίας, δεν πέτυχε να δώσει την αίσθηση ότι «θέλει να βάλει πλάτη». Και τρίτον, γιατί αυτή τη φορά δεν έχει διαβάσει σωστά την κοινωνική τάση. Ρέπει στην υπερβολή περιχαρακώνοντας τον σκληρό πυρήνα του, αλλά δεν απευθύνεται εκτός των τειχών του. Δεν μιλάει στην πλειοψηφία που θέλει σιγουριά, όχι να βγει στο δρόμο.

Δύο τρόποι υπάρχουν να ανακάμψει: Ή να δημιουργηθεί ένα νέο κύμα κοινωνικής οργής το οποίο θα εκφράσει. Ή να μετεξελιχθεί οριστικά σε ένα μετριοπαθές, ψύχραιμο κεντροαριστερό κόμμα. Προς το παρόν, όμως, δείχνει να μην έχει αποφασίσει αν θέλει να μετεξελιχθεί ή όχι –άρα δεν ξέρουμε και αν μπορεί.

Στην πράξη, τελικά, και τα δύο κόμματα πολώνουν. Όμως το ένα εμπνέει την αίσθηση ότι αποζητά την κανονικότητα, το άλλο ότι αποζητά νέα αναταραχή. Έτσι, υπερισχύει αυτό που έχει πιο καθαρό αφήγημα και καβαλάει το κύμα της κοινωνίας. (Όπως συνέβαινε και παλαιότερα, αλλά αντίστροφα.)

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η ΝΔ επιδιώκει στρατηγικά την αντιπαραβολή της εικόνας της με την προηγούμενη κυβέρνηση. Για να το πούμε με ένα παράδειγμα, στα μάτια πολλών πολιτών, δεν υπάρχει πιο ισχυρή εικόνα υπέρ της ΝΔ από την σκεπτικιστική για τα εμβόλια τοποθέτηση του πρώην Αν.Υπουργού Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ.

Έτσι, έχουμε το όχι σύνηθες φαινόμενο, δύο χρόνια μετά τις εκλογές η ΝΔ να έχει διευρύνει δημοσκοπικά τη διαφορά της από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα, τα άλλα κόμματα δείχνουν επίσης δημοσκοπική σταθερότητα. Μετά από χρόνια μεγάλης ρευστότητας, τώρα το πολιτικό σκηνικό παρουσιάζει μικρή κινητικότητα. Η εικόνα αυτή είναι σταθερή, αλλά είναι πρόωρο και επιπόλαιο να χαρακτηριστεί παγιωμένη.

Δεν είναι όλα ρόδινα, δεν είναι όλα μαύρα

Γιατί ασφαλώς δεν είναι ούτε όλα ρόδινα για τη ΝΔ, ούτε όλα μαύρα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κυριότερο πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι ότι για κάθε κρίση που αντιμετωπίζει, ξοδεύει πολιτικό κεφάλαιο. Τα αρνητικά προστίθενται, λειτουργούν διαβρωτικά και είναι πιθανό να έχουν σωρευτικά αποτελέσματα κάποια στιγμή.

Επιπλέον, ορισμένες κοινωνικές ομάδες θεωρούν ότι θίγονται από κυβερνητικές επιλογές. Ενώ όλο και πιο έντονα η ΝΔ αντιμετωπίζει και ένα δομικό πρόβλημα: Το ρήγμα της με τις νέες ηλικίες. Έχει χάσμα πολιτικό, ψυχική απόσταση και έλλειψη συναισθηματικών ταυτίσεων. Συνεπώς το πρόβλημα δεν λύνεται μόνο με επικοινωνιακή διαχείριση. Αντιθέτως, χρειάζεται στρατηγική αντιμετώπιση, αλλιώς θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες.

Από τη δική του πλευρά, ο κ.Τσίπρας έχει επιδείξει ανθεκτικότητα σε βάθος χρόνου και ηγείται ενός κόμματος με έντονα αρχηγοκεντρικά χαρακτηριστικά. Αν υπάρξει πιο έντονη κυβερνητική φθορά, σχεδόν νομοτελειακά θα αρχίσει να αποτελεί ξανά εναλλακτική λύση για ευρύτερο μέρος του εκλογικού σώματος. Και όσο πλησιάζουν οι εκλογές, τόσο θα αυξάνει τη συσπείρωσή του.

Ποιες είναι οι πιο κρίσιμες παράμετροι για το μέλλον; Πρώτα απ’όλα, η πορεία της πανδημίας –συν το ενδεχόμενο νέο δίπολο «εμβολιασμένοι-αντιεμβολιαστές». Το υγειονομικό θέμα παραμένει αποφασιστικής σημασίας για τους πολίτες, αλλά πλέον δεν είναι το μόνο που τους απασχολεί. Ακόμα πιο σημαντική κι από την αντιμετώπιση της πανδημίας, είναι η αντιμετώπιση των οικονομικών της επιπτώσεων. Εκεί θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό το παιχνίδι. Και στην ανάπτυξη, στους πόρους που θα διοχετευτούν στην αγορά (Ταμείο Ανάκαμψης, νέες επενδύσεις, έργα υποδομών, νέα ΚΑΠ κλπ) που όμως είναι κρίσιμο το πώς θα διαχυθούν και πότε θα φτάσουν στην τσέπη του απλού πολίτη. Κρίσιμα ζητήματα αποτελούν και η εξωτερική πολιτική σε μια δύσκολη περίοδο, η διαχείριση της καθημερινότητας και –όλο και περισσότερο- η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας.

Στην παρούσα φάση, πάντως, ο κ.Μητσοτάκης ελέγχει το παιχνίδι και διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων. Έχει όλα τα δεδομένα για να αποφασίσει τις επόμενες κινήσεις και αν πράγματι η κυβέρνησή του βρίσκεται στου δρόμου τα μισά ή θα προκηρύξει εκλογές νωρίτερα. Αλλά αυτή, είναι μια άλλη συζήτηση…

εκλογέςΣΥΡΙΖΑΝέα Δημοκρατίαεκλογές 2019