Απόψεις | 04.07.2021 10:04

Δυο + πόσα χρόνια κυβέρνηση Μητσοτάκη;

Γιώργος Σεφερτζής

Με την απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών να αποτιμά, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, θετικά την πρώτη διετία της διακυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αλήθεια ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολίτευσης ένα κυβερνών κόμμα φθάνει στην μέση του εκλογικού κύκλου χωρίς να υφίσταται την φυσική φθορά της εξουσίας και την ανάλογη μείωση της εκλογικής του επιρροής.

Είναι, ωστόσο, επίσης αλήθεια ότι δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο κυβέρνησης που να άσκησε την εξουσία υπό τις πρωτοφανείς συνθήκες που επικράτησαν σχεδόν αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019.  

Η ΝΔ τις κέρδισε με μια διαφορά 8 περίπου μονάδων, την μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί στα ελληνικά εκλογικά χρονικά μετά τις εκλογές του Απριλίου 1990, οπότε και άρχισαν να μειώνονται σταδιακά τα αθροίσματα του παλιού δικομματισμού. 

Την διαφορά αυτή φάνηκε στην συνέχεια να διευρύνει διαχειριζόμενη επιτυχώς δυο μείζονες κρίσεις. 

Στην αρχή ήταν η κρίση του προσφυγικού που μετεξελίχθηκε σε κρίση του μεταναστευτικού για να κορυφωθεί με την κρίση ασφαλείας που προκάλεσαν τα γεγονότα στον Έβρο οδηγώντας στην οξύτερη και διαρκέστερη μετά το 1974 ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κρίση αυτή συσπείρωσε ανακλαστικά το εκλογικό σώμα γύρω από την νεοεκλεγμένη κυβέρνηση.  (rally around the flag). 

Το ίδιο συνέβη και με την υγειονομική κρίση που προκάλεσε η εξάπλωση του covid 19. Προ του "αόρατου εχθρού" οι πολίτες συσπειρώθηκαν και πάλι σε ένα ιδιότυπο rally around the flag. Ο πολιτικός χρόνος πάγωσε. Το εκλογικό εκκρεμές ακινητοποιήθηκε. Η εξέλιξη της πανδημίας και οι επιπτώσεις της στην ζωή των ανθρώπων μονοπώλησαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. 

Όσο και αν η διαχείριση της πανδημίας αποτέλεσε για την κυβέρνηση μια δύσκολη δοκιμασία που, πέρα από τις επιτυχίες της αρχικής φάσης, δεν ήταν τελικά άμοιρη αστοχιών που θα μπορούσαν να έχουν υψηλό πολιτικό και κοινωνικό κόστος, της έδωσε ταυτόχρονα την δυνατότητα να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων μη αφήνοντας στην αντιπολίτευση πολλά περιθώρια αμφισβήτησης της κυριαρχίας της. 

Πολύ δε περισσότερο που η μεν αξιωματική αντιπολίτευση αναλωνόταν σε μια ανέξοδη, εν πολλοίς αποσπασματική και ως επί το πλείστον εσωκομματικής κατανάλωσης κριτική χωρίς συγκεκριμένη στρατηγική στόχευση και πειστικές εναλλακτικές προτάσεις ικανές να ανανεώσουν την εικόνα και το αφήγημά της ενόψει της μεταπανδημικής εποχής, η δε ελάσσων αντιπολίτευση αδυνατούσε να επωφεληθεί του γεγονότος ότι ο "νέος δικομματισμός" δεν είχε σε καμμία περίπτωση την πολωτική δυναμική που είχε αποκτήσει στην μεταπολίτευση ο "παλιός" επιτρέποντας επί σαράντα και πλέον χρόνια στο δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ να δεσπόζει της πολιτικής σκηνής συρρικνώνοντας στο ελάχιστο τον ζωτικό χώρο των αντιδικομματικών  δυνάμεων.

Ενώ, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε τουλάχιστον να σταθεροποιήσει τα ποσοστά του μη αφιστάμενος των τελευταίων εκλογικών επιδόσεών του, στον χώρο του Κέντρου, όπου αυτοτοποθετείται ιδεολογικά η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, παρέμεινε (παραδόξως;) το μεγάλο κενό  η πλήρωση του οποίου εξακολουθεί να βρίσκεται σε εκκρεμότητα. 

Αποτελεί το διακύβευμα του εσωκομματικού ανταγωνισμού που ήδη αναπτύσσεται στους κόλπους του ΚΙΝΑΛ ενόψει της εκλογής της νέας ηγεσίας του. Θα αποτελέσει όμως σίγουρα και το μείζον διακύβευμα του γενικότερου κομματικού ανταγωνισμού ενόψει των επόμενων εθνικών εκλογών.  

Προς το παρόν η ηγεμονία που ασκεί η πολιτική προσωπικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη στον μεσαίο χώρο, καθώς και η υπεροχή του τελευταίου ως προς την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, επιτρέπουν στο κυβερνών κόμμα να επιδεικνύει μια πρωτοφανή αντοχή της στην φθορά του χρόνου.

Το ερώτημα είναι αν αποδειχθεί εξίσου ανθεκτικό όταν ο πολιτικός χρόνος αρχίσει να επιστρέφει στην κανονικότητα φέρνοντας στην επιφάνεια τα πραγματικά προβλήματα, τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις πολιτικές συγκρούσεις που η διπλή υγειονομική και γαιοπολιτική κρίση των δυο τελευταίων ετών ανέστειλαν μαζί με τις μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί προεκλογικά η ΝΔ. 

Από την δρομολόγηση τους πάντως θα εξαρτηθεί η βιωσιμότητα της ανάπτυξης αλλά και η ομαλότητα της μετάβασης από την εποχή που τελείωσε με την εξάπλωση της πανδημίας στην εποχή που αρχίζει επιβάλλοντας την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. 

Αν η κοινή γνώμη δεν έδειξε να συγκινείται ιδιαιτέρως με την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να μετατρέψει σε "μητέρα όλων των μαχών" την ψήφιση του νέου εργασιακού νομοσχεδίου, αυτό δεν προδικάζει αναγκαστικά και την στάση που θα κρατήσει απέναντι και σε μεταρρυθμίσεις που θα πλήττουν  στον σκληρό τους πυρήνα τα "κεκτημένα" της προπανδημικής περιόδου αρχής γενομένης από την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. 

Μπορεί σήμερα η πλειοψηφία της να εμφανίζεται πεπεισμένη για την υπεροχή του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα, ταυτόχρονα όμως τα ποσοστά των πολιτών που πιστεύουν ότι κανένας από τους δυο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους δείχνουν και πάλι να παίρνουν την ανιούσα. 

Ο δείκτης αυτός δεν συνιστά άμεση απειλή για την διατήρηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Είναι όμως από αυτούς που συνήθως προειδοποιούν για μεταβολές πολιτικού κλίματος και εκλογικών συμπεριφορών. Ιδιαίτερα όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις διαφοροποίησης των πολιτικών προτιμήσεων μεταξύ των μεγαλύτερης και νεότερης ηλικίας ψηφοφόρων.  

Κυριάκος Μητσοτάκηςεκλογέςεκλογές 2019Αλέξης Τσίπρας