Απόψεις|13.09.2021 08:51

Μίκης: «Αρνιόταν να 'χει σκέψη που σωπαίνει»

Γιάννης Γεωργάκης

Δεν αρμόζουν κλάματα για τον Μίκη. Έζησε όπως αντιλαμβανόταν το νόημα της ζωής. Με αγάπη για τον άνθρωπο, αγώνα για ελευθερία, αέναη προσπάθεια για πνευματική ανάταση και υπερηφάνεια για την πατρώα γη. Η διαδρομή του υπήρξε διαρκής ανήφορος, διανθισμένος με σημαίες και ταμπούρλα, όπως ακριβώς την οραματίστηκε ο ποιητής. Για τον Μίκη, οι λέξεις τιμή, υπόληψη, υπερηφάνεια, ήταν «ο σκοπός, η δικαιολογία της ζωής». Αν και μεγαλοφυής με ότι καταπιανόταν, έζησε με υποδειγματική απλότητα. Λάτρεψε ο,τιδήποτε αγάπησε ο λαός, στην υπηρεσία του οποίου ανάλωσε αστείρευτες πνευματικές και μυϊκές δυνάμεις.

Το έργο του Μίκη είναι ύμνος στις πανανθρώπινες αξίες. Την ελευθερία, τα δικαιώματα, την ειρήνη, τη δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία, την εργασία, τον πολιτισμό. Όσοι προσπάθησαν να τον εντάξουν σε καλούπια, οριοθετώντας αξίες, περιορίζοντας δραστηριότητες, αμφισβητώντας την ειλικρίνεια της σκέψης, τοποθετώντας εμπόδια στη σχέση του με τους απανταχού «αδικημένους», βρήκαν απέναντί τους έναν φιλοσοφημένο ιστορικό, με ιδέες που πατούσαν σε ό,τι ωραιότερο είχε δημιουργήσει διαχρονικά ο ανθρώπινος πολιτισμός. Κουλτούρα, έλεγε, «είναι η συμμετοχή σε μια ομαδική κίνηση …είναι η θέση μας απέναντι στη ζωή …πρόκειται για την ηθική, πνευματική και αισθητική συμπεριφορά του ατόμου μπροστά στα προβλήματα που του θέτουν η ζωή, η ιστορία, η σκέψη».

Ο Μίκης οραματίστηκε μια κοινωνία με κατοχυρωμένο το δικαίωμα στην εργασία, την υγεία, την παιδεία, που θα πολιτεύεται με δικαιοσύνη, ισότητα, ειρήνη και θα τοποθετεί στην κορυφή της πυραμίδας τον πολιτισμό και την επιστήμη. Πρότυπό του δεν ήταν «του κισσού το πλάνο ψήλωμα, σε ξένα αναστηλώματα δεμένο». Ανδρώθηκε σε εποχή εθνικών και εμφύλιων διχασμών, χωρίς να κρυφτεί. Ούτε αξιοποίησε προς ίδιον όφελος το ταλέντο με το οποίο η φύση τον προίκισε. Ήθελε να ανεβαίνει μαζί με το λαό. Για το δίκιο, την ελευθερία, την ανεξαρτησία, βρέθηκε ακόμη και στα χαρακώματα. Οι νότες του γράφτηκαν με ψυχή και με καημό για τον διχασμένο ελληνισμό.

Ύμνησε τους ψαράδες «που αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά τους». Τον εργάτη που μοχθούσε «για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι». Τους καταδικασμένους να ζουν «σε μικρά κι ανήλιαγα στενά». Ονειρεύτηκε «μια όμορφη πόλη» με «φωνές μουσικές» και πάντα αγωνιούσε για τους θλιμμένους έως ότου αυτοί βρουν συντροφιά και στρωμένο τραπέζι.

Ο Μίκης αρνιόταν «να χει σκέψη που σωπαίνει περιμένοντας μάταια τον καιρό». Τον εκνεύριζε η ρηχότητα των συμπερασμάτων. Η οξύτητα της κριτικής όξυνε τη σκέψη του. Ήθελε λόγο πνευματώδη και ενωτικό που να αγγίζει την καρδιά. Να βγάζει το μυαλό από τον λήθαργο. Να δημιουργεί όραμα. Δεν είδε την πολιτική ως επάγγελμα, αλλά «ως καθήκον του πολίτη προς την πολιτεία και πέρασμα από το εγώ στο εμείς». Δεν συμβιβάστηκε με την ιδέα «οι άλλοι να κρατάνε τα σχοινιά», διαφεντεύοντας «τη δική τ(μ)ου γη και το νερό».

Ο Μίκης είδε το λειτούργημα του καλλιτέχνη ως ανάγκη να εμπνεύσει στις δύσκολες στιγμές, να ενώσει, να δώσει πνευματική τροφή. «Όταν ο λαός και το έθνος δοκιμάζονται από βαθιές ιστορικές κρίσεις, τότε ο εκπρόσωπος της κουλτούρας γίνεται μαχητής, γίνεται Φεραίος, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Σικελιανός, παλεύει μαζί με το λαό» έλεγε. Κι όταν οι υποτελείς σκέφτονταν με τις κάνες των τανκς, εκείνος καλούσε σε επιστράτευση για «να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα, να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τον κόσμο».

Δεν λύγισε και τη ζωή αψήφησε

Ο Μίκης δεν κιότεψε, δεν λύγισε και τη ζωή αψήφησε, φωνάζοντας με τη δύναμη της ψυχής του «αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο». Στα στερνά του θυμήθηκε μόνο τα μεγάλα, αφήνοντας να διαφανεί ότι με τα ελάσσονα, συνήθως ασχολούνται όσοι αναζητούν … του κισσού το πλάνο ψήλωμα. Ακόμη και στη συνάντηση με βετεράνους ποδοσφαιριστές όλων των χρωμάτων το 2003, ξεκίνησε την ομιλία του λέγοντας πόσο χαρούμενος αισθανόταν που τους έβλεπε ενωμένους και μονιασμένους. Δυο λέξεις χαραγμένες στο DNA του, με τις οποίες πορεύθηκε ως μουσικός, πολιτικός, φιλόσοφος, άνθρωπος. Δεν έβγαζε το λιοντάρι που κρύβει το μυαλό, ακόμη κι όταν ο πόνος σε φυλακές και εξορίες, ήταν αβάσταχτος. Φιλοσοφώντας τη ζωή απεφάνθη ότι το μυαλό σώζει αλλά και καταστρέφει τον άνθρωπο, επειδή «συνυπάρχουν σε αυτό τα πιο αντίθετα πράγματα» θεωρώντας ως το πιο άσχημο και επικίνδυνο «την αθεράπευτη δίψα για δύναμη, κυριαρχία, εξουσία, βία».

Ο Μίκης υπέγραφε με την ψυχή του, οτιδήποτε με το οποίο καταπιανόταν. Προχωρούσε μόνο αν τη στιγμή που διάβαζε το ποίημα, ηχούσαν μέσα του χαρμόσυνες καμπάνες. Στις αίθουσες και τα στάδια, δεν εργαζόταν. Λειτουργούσε. Στο λειτούργημα του καλλιτέχνη έβλεπε τον δάσκαλο που στις δύσκολες στιγμές δίνει πνευματική τροφή στους μαθητές. Μαχόταν με ο,τιδήποτε τον προίκισαν οι γονείς, το περιβάλλον, η φύση, η πατρώα γη. Την τέχνη, το λόγο, τη μουσική, την πολιτική. Προσπάθησε να πει στο λαό ότι «αυτός είναι το κέντρο της ζωής, η φύτρα της, πηγή κάθε ωραίου και αληθινού». Θεωρούσε τις απαιτήσεις του, μέτρο αγάπης κι έλεγε ότι μόνο ο λαός κρίνει το έργο καθενός, το αποδέχεται ή το απορρίπτει, το κάνει να γίνει ή να μην γίνει αθάνατο.

Είναι μεγάλος ο καημός της απώλειάς του Μίκη, αλλά μόνο χαρούμενα τραγούδια του αρμόζουν. Τον αντρειωμένο δεν τον κλαις. Ούτε τον χαμηλώνεις, αναζητώντας μπόι. Δεν τον διεκδικείς με πρόθεση να τον στερήσεις από τον άλλον. Αντλείς έμπνευση από το έργο του, επιδιώκεις να ακολουθήσεις το παράδειγμά του, αγωνίζεσαι για την ανάταση της πατρίδας, το θρίαμβο της ελευθερίας, τη συνύπαρξη των λαών, την απογείωση του πνεύματος, την αποθέωση της τέχνης, την εξύψωση του πολιτισμού.

Ο Μίκης γνώριζε ότι «τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους» και πως «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ». Κι επειδή η ζωή έχει ακόμη και πισωγυρίσματα, φρόντισε να μας «ψάλλει» «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική, μη παρακαλώ σας μη, λησμονάτε τη χώρα μου».

Μίκης Θεοδωράκης