Απόψεις|29.12.2021 08:00

Το ασήκωτο βάρος των Χριστουγέννων για τις γυναίκες που κλείνουν τα μάτια των γονιών μας

Νίκος Τζιανίδης

Κάθε Κυριακή τις βλέπεις εκεί στο κέντρο της Αθήνας, στα στενά της οδού Ζήνωνος, κάτω από την Ομόνοια κρατώντας μια χαρτόκουτα, τυλιγμένη σφιχτά· μέσα της κλείνουν μια κονσέρβα νοσταλγίας και μικρά μικρά σακουλάκια δακρύων: Να ταξιδέψουν στην πατρίδα τους, στη Γεωργία

Στέλνουν κομμάτια ψυχής και αγκαλιές εβαπορέ σε όσους έχουν αφήσει πίσω… Είναι οι γυναίκες, οι προπομποί των ψυχών, οι γυναίκες που τραβούν το κουπί στην Αχερουσία, είναι αυτές οι γυναίκες, που με ευλάβεια και δέος σκύβουν πάνω από τα παγωμένα μέτωπα των γερόντων μας, τους ασπάζονται και τους ησυχάζουν τα βλέφαρα, όταν φτερουγίζουν σαν τρομαγμένα πουλιά που αναζητούν το φως στο επέκεινα…
Είναι οι γυναίκες από την Τιφλίδα, από το Κουταΐσι, από το Γκόρι, το Ζουγκντίνι. Οι Γεωργιανές, που άφησαν τους δικούς τους γονείς να σιγοσβήνουν στη σκιά του Καυκάσου κι ήρθαν στον τόπο μας, για να ζεστάνουν τις οικογένειες τους με τα δικά μας καυσόξυλα αμεριμνησίας…

Κάποτε οι σύζυγοι, κόρες, οι νύφες, οι εγγονές ακόμα, παράστεκαν τους γέροντες μας ίσαμε το ξόδι τους, με τα κεφάλια σκυμμένα ν’ αφουγκράζονται την ανάσα τους και με τα αφτιά τεντωμένα να ακούνε τα σβησμένα «θέλω» τους. Τώρα, τέτοιοι άνθρωποι μόνο σε αετοφωλιές του τόπου μας και σε υπόγειες ζωές κατατρεγμένες. Τώρα έχουμε λεφτά… Μας έχουν μείνει κάτι ψιλά ακόμα από τα κόπια του πατέρα μας. «Νοικιάζουμε» κύριες από τη Γεωργία, την Αλβανία, τη Βουλγαρία, την Αρμενία για να γροικούν τις τελευταίες κουβέντες των δικών μας και να μας τις μεταφέρουν όταν γυρίζουμε από τα ρεβεγιόν… Να κλείνουν τα μάτια των γονιών μας και να μας δείχνουν τις έσχατες εικόνες τους από το τάμπλετ της μνήμης τους… Κι εμείς, ήσυχοι πως κάναμε το χρέος μας να συνεχίζουμε τη φαιδρή ζωή μας.

Γιατί, βρήκαμε εκτός από τους Πακιστανούς που σχίζουν τις παλάμες τους για να μας οργώνουν τα χωράφια, τους Ινδούς που ψεκάζουν με δηλητήρια τα πνευμόνια τους για να προστατεύουν τις καλλιέργειές μας, τους Αλβανούς που μας χτίζουν τα σπίτια φθηνά, τις Αλβανίδες που μας τα καθαρίζουν, τους Πολωνούς που μας μερεμετίζουν τις αυλές και τους Αιγύπτιους που νετάρουν τα δίχτυα της τρυφηλότητάς μας, βρήκαμε και τις Κυρίες, που τους ζαλώνουμε το άχθος της ψυχής μας: Είναι βαρύ το φορτίο του να κρατάς μια γερόντισσα, που παραδέρνεται στα απόκρημνα της ζωής με τα κουρασμένα μπράτσα σου από τα ψώνια στο The Mall και με χείλη που τρέμουν από απραξία, να φθάνει η στιγμή να δώσεις τον αληθινό τελευταίο ασπασμό… Τούτο το Θείο καθήκον το αγγαρεύτηκαν οι Κυρίες από τη Γεωργία!

Η κυρία Νίνο, η κυρία Μαρίνα, η Ναταλί, η Χριστίνα. Είναι και κόρες και νύφες και αδερφές και μάνες για εκείνους τους γερόντους, που έχουν γυρίσει το ρολόι του νου στα παιδικά, τα βρεφικά τα χρόνια και ούτε μιλούν, ούτε περπατούν, ούτε αυτοεξυπηρετούνται, ούτε καλά καλά βλέπουν. Μόνο που κάποιες φορές κάτι περνάει μπροστά από το θολό το βλέμμα τους και αρθρώνουν ένα όνομα, που τους κρατάει ζωντανούς: «Νίκο;»... Κι είναι η Νίνο… Εκείνη που τους κράτησε να μην γκερμιστούν, εκείνη που άκουσε τα παράπονά τους, εκείνη που θα τους αγκαλιάσει και θα τους ανοίξει το φως του παραδείσου, όταν όλα γύρω σβήσουν.

Κι εμείς, θα κάνουμε ένα μεγάλο κύκλο πριν πάμε στο σπίτι, όταν κληθούμε για το μοιραίο, γιατί δεν θέλουμε να παραδεχτούμε το τέλος. Και σαν φθάσουμε θα δακρύσουμε σιγαλά και θα ρυθμίσουμε τις λεπτομέρειες του ταξιδιού.
Κι έπειτα θα καθίσουμε στον καναπέ, θλιμμένοι, και έξω θα βρέχει παιδικά Χριστούγεννα και μέσα μια ψυχή θα πασχίζει να ακουστεί φωνάζοντας «σ’ αγαπώ», αλλά δεν θα την καταλαβαίνουμε γιατί θα το έχει μάθει πια στα Γεωργιανά: miq’ varkhar… ή κάπως έτσι…

Και μετά, ανοίγεις το παράθυρο και βλέπεις μακριά το άδοξο τέλος μιας ζωής και μόνο τότε καταλαβαίνεις - αργά πια - πού κοιτάζουν τ’ αντεστραμμένα μάτια των νεκρών: Αναζητούν τους απόντες!
Χλωμιάζεις – αργά πιά – και θυμάσαι τότε που σ’ όλα τα πρόσωπα άγγιζες την έγνοια της μάνας σου, όταν ξυπνούσε τα βράδια κι ερχότανε στις μύτες των ποδιών να δει αν είσαι σκεπασμένος. Και τώρα, η Γεωργιανή κυρία πλάι σου, σου λέει «σκεπάσου», αλλά η απουσία κρυώνει πολύ και από μόνες τους οι αναμνήσεις, δεν ζεσταίνουν πια…

Για μια ψυχή που έφυγε και μιαν άλλη που στάθηκε στα δύσκολα, ατσάλι... 

ΧριστούγενναθάνατοςΓεωργίαμετανάστεςεργαζόμενοι μετανάστεςγέροιγονείς