Απόψεις | 08.01.2022 17:00

Οι στάχτες της Άνγκελα Mέρκελ

Νίκος Κουλούσιος

* Γράφουν οι Νίκος Κουλούσιος και Τόμας Γιουνγκ

Όταν η Άνγκελα Μέρκελ εισήλθε στην ενεργό πολιτική στις αρχές της δεκαετίας του 90, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πως θα γινόταν Καγκελάριος της Γερμανίας για δεκαέξι συναπτά έτη, ενώ παράλληλα θα κρατούσε τον τίτλο της πιο ισχυρής γυναίκας πολιτικού στον κόσμο. Μπορεί η ανέλιξή της στην πολιτική να ήταν εντυπωσιακή και γρήγορη, τα γερμανικά ΜΜΕ όμως, πριν αναλάβει τα ηνία της Καγκελαρίας, θεωρούσαν τη Μερκελ τον περίγελο της εγχώριας πολιτικής σκηνής. Έπειτα, τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Η ισχυρά κυρία “γύρισε” το παιχνίδι και κατάφερε να γίνει (και να παραμείνει) η δημοφιλέστερη γερμανίδα πολιτικός καθ’ όλη τη διάρκεια της 16χρονης θητείας της. Παρ’ όλο το γόητρο που αποπνέει, αν κάποιος ήθελε να περιγράψει τις θέσεις της στα επιμέρους ζητήματα ή να αναδείξει το έργο που προσέφερε τα 16 χρόνια που κυβερνά, με δυσκολία θα έβρισκε τις λέξεις για να το πράξει. Έφτασε τόσο ψηλά ώστε να θεωρείται η ηγέτιδα της Ευρώπης και από τους βασικότερους παίκτες στη διεθνή πολιτική σκακιέρα. Έχει αποσπασει τα εύσημα πολλών για τις δυνατότητες της να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τις κρίσεις. Τί εχει όμως πραγματικά πετύχει κατά την διαχείριση των κρίσεων αυτών;

Μέχρι να κατακτήσει το αξίωμα της Καγκελαρίας, η Μέρκελ δεν απολάμβανε την εύνοια των γερμανικών ΜΜΕ. Τα πρώτα σημάδια αλλαγής του κλίματος αυτού ήρθαν κατά τη σύνοδο κορυφής των G8 που έγινε το 2007 στη Γερμανία και στην οποία οικοδέσποινα ήταν η ίδια η Καγκελάριος. Το ηγετικό της ανάστημα προκάλεσε έκπληξη και θέτικες εντυπώσεις σε πολλούς αρχηγούς κρατών. Είναι η πρώτη γυναίκα πολιτικός, μετά την Θάτσερ, που στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων σε τόσο σημαντικά διεθνή φόρα. Σε εκείνη τη σύνοδο των G8 εισηγήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία να ρυθμίσουν και να ελέγξουν αποτελεσματικότερα τις αγορές. Οι δύο δυνάμεις αρνήθηκαν να το πράξουν. Ένα χρόνο μετά, το 2008, η χρηματοπιστωτική κρίση έσκασε με πάταγο στις δύο πευρές του Ατλαντικού και η Μέρκελ έμελλε να δοκιμαστεί για πρωτη φορά ως Καγκελάριος στη διαχείριση κρίσεων.

Η κρίση του ευρώ

Όταν ξεσπασε η κρίση, οι σοσιαλιστές του SPD στη Γερμανία, που κατείχαν το υπουργείο οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού υπό την Μέρκελ, απαίτησαν να μη χάσει κανένας εργαζόμενος τη δουλειά του. Ένας τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να πληρώνει το γερμανικό κράτος ένα μερος του μισθού του εργαζόμενου, μέχρι να περάσει η κρίση. Στόχος όλων ήταν να αποφευχθεί η πρωτόγνωρη οικονομική ύφεση και να αποτραπεί η άνοδος της ανεργίας. Το μέτρο με το οποίο το κράτος συνεπικουρεί το μισθό των εργαζομένων, καθώς και άλλα δημοσιονομικά μέτρα με σκοπό την αντιμετώπιση της κρίσης, πάρθηκαν με πρωτοβουλία των σοσιαλιστών και πολλές ευρωπαϊκές χώρες έσπευσαν να τα υιοθετήσουν. Ποιος όμως πιστώθηκε την όποια επιτυχημένη έκβαση των μέτρων αυτών; Η όποια επιτυχία πιστώθηκε στην Καγκελάριο και όχι στους σοσιαλιστές που εμπνεύστηκαν και πρότειναν τα συγκεκριμένα μέτρα. Αυτό το μοτίβο του “άλλος προτείνει μέτρα και άλλος πιστώνεται την επιτυχία τους” έμελλε να ακολουθήσει τις κυβερνήσεις συνασπισμού υπό τη Μερκελ σε όλα τα χρονια της θητείας της.

Μέσα στην Ένωση τώρα, ο Γάλλος Πρόεδρος Σαρκοζί είχε προτείνει μία ευρωπαϊκή λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης, που θα έβλεπε την επίλυσή της ως μία κοινή υπόθεση. Κατά τη Μέρκελ όμως, η κρίση ήταν μια υπόθεση που αφορούσε το κάθε κράτος ξεχωριστά και δεν έχρηζε κοινής αντίδρασης. Και κάπως έτσι, η Ευρώπη βρέθηκε να υπνοβατεί την ωρα που η κρίση του Ευρώ θέριευε. Όταν οι διεθνείς αγορές άρχισαν να ποντάρουν στην χρεοκοπία χωρών όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, το Ευρώ βρέθηκε ένα βήμα πριν από την πλήρη αποτυχία. Η Ελλάδα μπήκε στο στόχαστρο πολλών εταίρων, με πρόσχημα τα Greek statistics και την κατακόρυφη αύξηση του χρέους. Αρχικά, η Άνγκελα Μέρκελ ήταν αντίθετη στο σχέδιο σωτηρίας της Ελλάδας. Η αρχική σκληρή στάση της Καγκελαρίου βρήκε σθεναρούς υποστηρικτές στα γερμανικά ΜΜΕ, ενώ και οι ίδιοι πολίτες έδειχναν να συμφωνούν με τη ρητορική της Καγκελαρίου. Βέβαια, η Μέρκελ απέφυγε να εξηγήσει με σαφήνεια στην γερμανική κοινή γνώμη γιατί η διάσωση της Ελλάδας ήταν προς το συμφέρον των Γερμανών. Η διασωση της Ελλάδας πλασαρίστηκε ως ένα γενναίο φιλοδώρημα προς τον “κακό μαθητή” της ΕΕ. Κι αυτό γιατί η Μέρκελ απέκρυψε την αλήθεια, ότι σώζοντας τις ελληνικές τράπεζες, επιβίωσαν και οι γερμανικές και ευρωπαϊκές τράπεζες, που είχαν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κρίση του Ευρώ. Έκτοτε, πολλοί είναι εκείνοι (ανάμεσα τους και ο Γιερούν Ντάισελμπλουμ) που παραδέχτηκαν αυτό που τότε ειρωνεύονταν. Η ίδια η Καγκελαριος, στην τελευταία επίσκεψη της στην Ελλάδα, παραδέχτηκε ότι ζήτηθηκαν υπερβολικές θυσίες από τους Έλληνες. Βέβαια, μεγάλο μερος της γερμανικής κοινής γνώμης ακόμα δυσκολεύεται να αποδεχθεί το γεγονός πως η Γερμανία ωφελήθηκε πολλαπλώς και απο τη δημιουργία, αλλά και από την κρίση του Ευρώ. Σε αυτό συνέβαλε και η Μέρκελ, που στην ουσία θα περάσει στην ιστορία ως η πολιτικός που βάφτισε ψευδώς την επίλυση της κρίσης ως πράξη αλληλεγγύης με αποδέκτες τα Ευρωπαϊκά κράτη που βρέθηκαν στη δίνη του δημοσιονομικού κυκλώνα, και ιδιαίτερα την Ελλάδα. Από την άλλη, δεν ήθελε να πετάξει την Ελλάδα έξω από τη ζώνη του ευρώ, όπως επιθυμούσε ο υπουργός οικονομικών της Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Οπότε, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, θα μπορούσε να της πιστώσει κανείς το ότι κράτησε την ΕΕ ακέραια για όλο το διάστημα της θητείας της.

Κανείς δεν μπορεί να της αρνηθεί ότι χειρίστηκε μια μεγάλη κρίση, αλλά με τί κόστος; Με την “πολύ προσεκτική” και “βήμα-βήμα” στάση της η Μερκελ στην ουσία παρέτεινε την κρίση του Ευρώ. Όλα τα μέτρα για τη λεγόμενη διάσωση των χρεωμένων χωρών λαμβάνονταν την τελευταία στιγμή. Δεν υπήρχε μια ξεκάθαρη στρατηγική, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η κρίση του Ευρώ να κρατήσει περισσότερο από όσο χρειαζόταν. Αν η Μέρκελ έπαιρνε πιο γενναίες αποφάσεις εξαρχής, η κρίση δε θα διαρκούσε για χρόνια. Από τις απαρχές του το Ευρώ, ως κοινό νόμισμα, ήταν ένα πρότζεκτ μεγαλόπνοο και υπερφιλόδοξο. Η Μέρκελ θα λέγαμε πως έσωσε το Ευρώ αλλά μόνο μέχρι την επόμενη κρίση. Δεν το θωράκισε για το μέλλον, ως όφειλε. Δεν προχώρησε, για παράδειγμα, στην έκδοση ευρω-ομολόγου. Κατανοητόν για τους Γερμανούς ίσως, αν και δεν ήταν μόνο οι Γερμανοί που αντιτάχθηκαν στο ευρω-ομόλογο. Χωρίς τα ευρω-ομόλογα, το κοινό νόμισμα έχει κοντά ποδάρια. Με πράξεις ή παραλείψεις της η Μέρκελ συνέβαλε στο να μη νιώθουν οι 19 χώρες της ευρωζώνης το ευρώ ως κοινό νόμισμα, αλλά ως συνάλλαγμα. Είναι σαν να δημιουργήθηκαν 19 διαφορετικά Ευρώ, με συνέπεια το ελληνικό Ευρώ για παράδειγμα να έχει μικρότερη αξία από το γερμανικό ή το ολλανδικό Ευρώ. Τα ευρω-ομόλογα θα έκαναν όλα τα μέτρα λιτότητας να μοιάζουν απολύτως περιττά. Η λιτότητα ως δόγμα δεν απέφερε τους αναμενόμενους καρπούς. Έγινε όμως η αιτία να συσσωρευτεί ακόμα μεγαλύτερο χρέος στις νότιες ευρωπαϊκές χώρες, με τρανταχτό παράδειγμα την Ελλάδα. Η λιτότητα ευθύνεται και για την άνοδο της ανεργίας στη γηραιά ήπειρο. Και γενικότερα η Ευρωζώνη ειχε πολύ χαμηλές επιδόσεις όσο αφορά την ανάπτυξη, σε σχεση με άλλες υπερδυνάμεις όπως η Κίνα ή οι ΗΠΑ. Όταν ξέσπασε η πανδημία του κορονοϊού, η Άνγκελα Μερκελ βρέθηκε τόσο κοντά όσο ποτέ άλλοτε στην απόφαση για τα ευρω-ομόλογα. Σε αυτό συνέτεινε το ότι είχε στο πλευρό της, ως κυβερνητικούς εταίρους, τους σοσιαλιστές του SPD. Το σχέδιο παρ’ όλα αυτά μπήκε και πάλι στο συρτάρι, όταν πέρασε το σοκ από το πρώτο κύμα και η κατασταση άρχισε να ομαλοποιείται. Αυτό που κατά πολλούς θα μπορούσε να γίνει για να αντιμετωπιστεί η κρίση του ευρώ επιτυχώς, δεν εγινε ούτε με αφορμή την πανδημία.

Κατά τα άλλα, όποιος πιστεύει πως η Μέρκελ βούλιαξε μόνο τις νότιες χώρες στη λιτότητα, πλανάται πλάνην οικτράν. Η Γερμανία τελεί υπό καθεστώς λιτότητας πριν ακόμα εκλεγεί η Μέρκελ Καγκελάριος. Η λιτότητα είχε γίνει το κυρίαρχο δόγμα της γερμανικής οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής. Ήταν η Μέρκελ που εισήγαγε και προχώρησε το μέτρο που βαφτίστηκε ως “φρένο χρέους”. Το “φρένο χρέους” είναι ένα θέσφατο δημοσιονομικής πειθαρχίας που έχει ενσωματωθεί στο γερμανικό σύνταγμα και βάζει καπέλο στα ποσά που μπορεί να δανειστεί το γερμανικό κράτος. Στόχος είναι να κρατηθεί το χρέος σε διαχειρίσιμα επίπεδα, ενώ η φιλοσοφία πίσω από το μέτρο αυτό είναι ότι οι προυπολογισμοί του κράτους θα επιβάλεται να είναι ισοσκελισμένοι. Η πλειοψηφία των οικονομολόγων αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα του μέτρου και το χαρακτηρίζει μέχρι και επικίνδυνο. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι, την ώρα που εφραμόζεται το “φρένο χρέους”, η Γερμανία είναι σε θεση να δανειστεί με 0% επιτόκιο. Οι συνθήκες λοιπόν ευνοούν τον δανεισμό αλλά και τις επενδύσεις, κάτι που θα ωφελήσει όχι μόνο τη γερμανική οικονομία, αλλά και τις οικονομίες της ευρωζώνης. Παρ’ όλα αυτά, η Μερκελ υποστήριζε πάντα με σθένος το μέτρο του “φρένου χρέους”. Είναι το ίδιο μέτρο που, αυτή την περίοδο, προσπαθεί να παρακάμψει ο νέος Καγκελάριος Όλαφ Σολτς.

Η κρίση των πυρηνικών σταθμών

Η Άνγκελα Μερκελ δεν είχε πάντα τόσο αργούς ρυθμούς ως προς τη λήψη σημαντικών αποφάσεων, όπως είχε στην κρίση του ευρώ. Για παράδειγμα, η Καγκελάριος αντέδρασε σχεδόν αστραπιαία μετά το τσουνάμι στην Ιαπωνία που προκάλεσε το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό της Φουκοσίμα. Η καταστροφή που επήλθε, είχε ως αποτελεσμα μια στροφή 180 μοιρών στην πολιτική της Μερκελ ως προς τα πυρηνικά. Εν μία νυκτί έθεσε οριστικά εκτός λειτουργίας τους περισσότερους πυρηνικούς σταθμούς της Γερμανίας. Όσοι παρέμειναν σε λειτουργία, θα έκλειναν πολύ σύντομα κι έτσι η Γερμανία θα εγκατέλειπε μια και καλή τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Αυτή ήταν και η μοναδική φορά όπου η Μέρκελ πήρε μια σημαντική απόφαση τόσο βεβιασμένα. Μία απόφαση βέβαια που ήταν πλήρως εναρμονισμένη με το κοινό αίσθημα της εκλογικής της βάσης - και όχι μόνο. Από τη δεκαετία του 80, η πλειοψηφία των Γερμανών πολιτών τάσσεται κατά της χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Αν αποφάσιζε να παραμείνουν σε λειτουργία οι πυρηνικοί σταθμοί, το μέλλον της ως Καγκελαρίου θα ήταν αβέβαιο.

Η κρίση των πρώην σοβιετικών χωρών

Στην ανατολική Ευρώπη τώρα, ένα ακόμα ευρωπαϊκό κράτος φλέρταρε ανοιχτά πλέον με το χάος, η Ουκρανία. Το 2013 η ΕΕ έβαλε στο τραπέζι ένα πακέτο προτάσεων για κρατικές και εμπορικές συμφωνίες με την Ουκρανία. Οι διαπραγματεύσεις όμως δεν ευοδώθηκαν. Ο Ουκρανός πρόεδρος, απολαμβάνοντας την εύνοια του Ρώσου προέδρου Πούτιν, απέρριψε το πακέτο, θεωρώντας το ως μια απειλητική κίνηση ενάντια στη Ρωσία. Αργότερα, ο πρόεδρος Γιανουκόβιτς εκδιώχθηκε από τη χώρα, μετά από πραξικόπημα που έγινε με τις ευλογίες των Ευρωπαίων. Η Ρωσία εξέλαβε τα τεκταινόμενα ως μια επίθεση προς τη χώρα και “απάντησε” το 2014 προσαρτίζοντας τη χερσόνησο της Κριμαίας, ενώ παράλληλα υποδαύλιζε τον εμφύλιο πόλεμο στην Ουκρανία. Η Μερκελ δεν έκλεισε ποτέ τους διαύλους επικοινωνίας με τον Πούτιν, παρ’ όλο που πρότεινε ισχυρές κυρώσεις κατά Ρωσίας στους ευρωπαίους εταίρους. Μαζί με τον Πρόεδρο Σαρκοζί προσπάθησαν να διαπραγματευτούν την κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία. Τελικά η ειρήνη στην περιοχή αποκαταστάθηκε το 2015, με την Μερκελ και τον Ολάντ αυτή τη φορά να διαπραγματεύονται επιτυχώς την κατάπαυση του πυρός. Η πάγια τακτική της Μέρκελ για την επίλυση κρίσεων προέτασσε τη διαπραγμάτευση και όχι την συμπλοκή. Γνωστές είναι και οι κινήσεις της τότε Καγκελαρίου προς την κατεύθυνση της μη-εισόδου της Ουκρανίας και της Γεωργίας στην Ευρωατλαντική Συμμαχία. Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπους επιθυμούσε διακαώς να βάλει στο ΝΑΤΟ τις δύο χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία. Η Μέρκελ γνώριζε καλά πως μία τετοια εξέλιξη δεν θα γινόταν ποτέ αποδεκτή από τον Πούτιν. Επιπλέον, η Γερμανία εξαρτάται από τη Ρωσία για να εξασφαλίσει το φυσικό αέριο που κινεί τα γερμανικά νοικοκυριά και τη γερμανική βιομηχανία. Αλλά και η ΕΕ ως σύνολο συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία. Ένας πόλεμος θα είχε καταστροφικες συνέπειες για όλη τη γηραιά ήπειρο. Αυτό διαπιστώνεται και με τις πρόσφατες εξελίξεις στα σύνορα της Ουκρανίας με τη Ρωσία.

Η μεταναστευτική κρίση

Το 2015, με τη μεταναστευτική κρίση προ των πυλών της Ευρώπης, η Άνγκελα Μέρκελ κλήθηκε να λάβει μια απόφαση που, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, έμελλε να έχει το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος για την Καγκελάριο. Εκατομμύρια πρόσφυγες ξεριζώθηκαν από τη μέση ανατολή, και ιδιαίτερα από τη Συρία, με σκοπό να έρθουν στην Ευρώπη. Πολλά από τα ευρωπαϊκά κράτη αποφάσισαν να κλείσουν μονομερώς τα σύνορα τους για να αποτρέψουν την είσοδο στις μεταναστευτικές ροές. Η Καγκελαριος, κόντρα στις πρακτικές άλλων εταίρων, άνοιξε τα σύνορα της Γερμανίας και η χώρα δέχθηκε πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες στην επικράτειά της. Η ιδέα να χρησιμοποίησει στρατιωτικές δυνάμεις για να αποτρέψει το προσφυγικό κύμα, κάτι που έκαναν η Πολωνία και η Ουγγαρία, έμοιαζε σαν εφιάλτης στην Καγκελάριο. Δικαιολόγησε την κίνηση να ανοίξει τα σύνορα στους πρόσφυγες με την εξής φράση: “Έχουμε (οι Γερμανοί) καταφέρει τόσα πολλά μέχρι στιγμής, θα το καταφέρουμε και αυτό”. Όπως όμως συνέβη και με την πυρηνική ενέργεια, η μεταστροφή της Μέρκελ ήταν θεαματική. Πριν φουντώσει η μεταναστευτική κρίση, η Καγκελάριος είχε ταχθεί υπέρ μιας περιοριστικής πολιτικής ασύλου για Γερμανία και Ευρώπη. Πολλαπλές και αλγινές εντυπώσεις προκάλεσαν τότε οι δηλώσεις της για το τέλος της πολυπολιτισμικότητας. Λίγες μόνο εβδομάδες πριν ανοίξει τα σύνορα σε ενα εκατομμύριο πρόσφυγες, βρέθηκε να εξηγεί απο τηλεοράσεως σε ένα νεαρό κορίτσι από την Αίγυπτο τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να παραμείνει στη Γερμανία. Μέσα σε διάστημα εβδομάδων, η Μέρκελ μεταμορφώθηκε από παγερή πολιτικός σε Μαμά Τερέζα. Έχοντας δεχθεί στη χώρα ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, στη συνέχεια προσπάθησε να έρθει σε συμφωνία με τους υπόλοιπους εταίρους στην ΕΕ για την επίλυση του μεταναστευτικού. Στόχος της ήταν να επωμιστούν όλοι οι εταίροι ισάξια την ευθύνη της αποδοχής προσφύγων στις χώρες τους. Οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες όμως αρνήθηκαν να δεχθούν έστω και έναν πρόσφυγα. Το μόνο στο οποίο μπορούσε να συμφωνήσει σύσσωμη η Ευρώπη ήταν το να κρατηθούν οι πρόσφυγες μακριά από τις ακτές της. Μεσα σε αυτό το σφιχτό πλαίσιο, η Καγκελάριος διαπραγματεύτηκε τη γνωστή σε μας συμφωνία αντιμετώπισης του προσφυγικού με την Τουρκία. Η συμφωνία που τελικά επετεύχθη προέβλεπε για την Τουρκία 6 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως σε βοήθεια από την ΕΕ και το δικαίωμα να ταξιδεύουν οι Τούρκοι πολίτες χωρίς βίζα στην Ευρώπη. Η Τουρκία υποσχέθηκε ως αντάλλαγμα να κρατήσει τους πρόσφυγες μακριά από την γηραιά ήπειρο.

Το μερκελίζειν εστί βραδέως εγχειρείν και γλώττης κρατείν

Η Άνγκελα Μέρκελ ήταν η πρώτη Καγκελάριος που κατάφερε να αναδείξει και επισήμως τη Γερμανία ως κυρίαρχη ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης. Οι προκάτοχοί της κρατούσαν τα ηνία της ΕΕ από κοινού με τη Γαλλία. Παράλληλα, η Μέρκελ ήταν η πρώτη Καγκελάριος που κλήθηκε να χειριστεί μια διευρυμένη Ένωση. Πρόσφατα παραδείγματα των προκλήσεων που έφερε στην επιφάνεια η διεύρυνση της ΕΕ αποτελούν η Ουγγαρία και η Πολωνία. Δικαιολογημένα θα μπορούσε κάποιος να μεμφθεί την Μέρκελ για το ότι δεν στηλίτευσε ποτέ ευθέως τις συγκεκριμένες χώρες, ούτε καν εμμέσως, μέσα από τη ρητορική της. Οι δύο αυτές χώρες απομακρύνονται συνεχώς από τα ιδεώδη και τις αξίες της ΕΕ, ενώ παραμένουν μέλη της Ενωσης. Στις αρχές του 2021, ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε δήλωσε πως αν η ομοφυλοφιλία δεν γίνει αποδεκτή στην Ουγγαρία, η χώρα καλό είναι να αποχωρήσει από την ΕΕ. Η Άνγκελα Μέρκελ δεν έκανε πότέ κάτι ανάλογο, αν και είχε μεγαλύτερη επιρροή στην Ένωση από ότι είχε ποτέ ο Ολλανδός πρωθυπουργός. Οι επικριτές της δεν της το συγχωρούν αυτό, αλλά και την υπερσυντηρητική δήλωση πως “γάμος είναι όταν ζουν μαζί ένας άνδρας και μία γυναίκα”. Από την άλλη, ήταν η Μέρκελ που έσπασε την κομματικη γραμμή στο θέμα της θεσπισης του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών στη Γερμανία. Αυτό το μπρος-πίσω θυμίζει τη στάση της Καγκελαρίου και στο θέμα των προσφύγων και στο θεμα των ευρω-ομολόγων. Οι πολιτικές που προώθησε και αφήνει ως παρακαταθήκη είναι ένα περίεργο μείγμα εκσυγχρονιστικών αλλά και οπισθοδρομικών στοιχείων.

Πρέπει όμως να κατανοήσουμε πως η Μέρκελ δεν είναι από τη στόφα του πολιτικού που θα βγει μπροστά και με σθένος θα κάνει τολμηρές δηλώσεις και ρηξικέλευθες καινοτομίες. Είναι πάντοτε μαζεμένη, μετρημένη, μεθοδική και αποφεύγει τα μεγάλα λόγια, ακόμα ακόμα και τις πολλές και διεισδυτικές συνεντεύξεις. Δεν ενεπλάκη προσωπικά ποτέ σε σκάνδαλα. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που την έκαναν τόσο δημοφιλή στον γερμανικό λαό. Ως γενική αρχή και πάγια τακτική αποφεύγει να σχολιαζει τα επίμαχα και αιχμηρά ζητήματα. Είναι η τακτική που ακούει στο όνομα “ασύμμετρη αποστράτευση” και την οποία εφάρμοζε προεκλογικά και μετεκλογικά. Απώτερος στόχος της τακτικής αυτής είναι να μη δίνονται λαβές στην αντιπολίτευση να χρησιμοποιεί τα λεγόμενά της Καγκελαρίου εναντίον της. Χαρακτηριστικό της διαπραγματευτικής της μεθόδου ειναι η ικανότητα να κάνει ένα βήμα πίσω όταν το κρίνει αναγκαίο. Η μετριοφροσύνη της μεταφράζεται από πολλούς και ως ατολμία. Μία νέα λέξη εμφανίστηκε το 2015 στο γερμανικό λεξιλόγιο της νεολαίας. Το ρήμα merkeln/μερκελίζω σημαίνει αδυνατώ να λάβω αποφάσεις ή να πω ξεκάθαρα τη γνώμη μου.

Πρωταρχική πολιτική στόχευση της Καγκελαρίου ήταν να κρατηθεί η ΕΕ ενωμένη. Το σλόγκαν της “αν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει και η ΕΕ” αντηχεί ακόμα στα αυτιά των Γερμανών πολιτών. Πολλοί είναι αυτοί που της πιστώνουν τη λεγόμενη διάσωση του Ευρώ. Με τον πραγματισμό και τις κινήσεις της διασφάλιζε πάντα την επίτευξη συμβιβασμού σε ότι αφορούσε τον προυπολογισμό της ΕΕ. Στα αρνητικά της καταλογίζουν το ότι δεν προχώρησε παρακάτω το πολιτικό εγχείρημα που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν άγρυπνη φρουρός του κατεστημένου, αλλά δεν είχε όραμα για την επόμενη μέρα της ΕΕ. Ο διάδοχος της Άνγκελα Μέρκελ στην Καγκελαρία, ο Όλαφ Σολτς φαίνεται να συνεχίζει στα ίδια βήματα που χάραξε η προκατοχός του. Η μέθοδος και προσέγγισή του στα πράγματα προσομοιάζει αρκετά με το προσωπικό στυλ της Μέρκελ. Γι’ αυτό και εκλέχθηκε από τον γερμανικό λαό. Στα μάτια του είδαν έναν άξιο συνεχιστή του έργου και της παρακαταθήκης της πρώην Καγκελάριου. Αυτό που μένει να αποδειχτεί, και στο οποίο ελπίζουν και οι ψηφοφόροι του Σολτς, είναι το αν ο νέος Καγκελάριος θα έχει μια πιο στρατηγική ματιά και αντίληψη των θεμάτων. Γιατί, καλή και χρυσή η χρηστή διαχείριση μιας κρίσης, αλλά αυτό που απαιτείται για τα επόμενα χρόνια είναι η δυνατότητα και διορατικότητα ενός ηγέτη να προλαμβάνει τις κρίσεις πριν αυτές ξεσπάσουν.

ΓερμανίακαγκελάριοςΆνγκελα Μέρκελ