Απόψεις|16.01.2022 09:41

Η Μαρία των Βαλκανίων σώθηκε. Η ψυχική ασθένεια δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την κρατική αδιαφορία

Κωνσταντίνα Γογγάκη

Η Μαρία των Βαλκανίων σώθηκε. Την δημοσίευσή μου στο «Έθνος» την Τρίτη 11 Ιαν. 2022 με τίτλο «Η άστεγη Μαρία των Βαλκανίων και η απάνθρωπη Αθήνα» ακολούθησαν μια σειρά από αντιδράσεις και κινήσεις. Τα μηνύματα ανθρωπιάς ήταν πολλά. Μια άγνωστη γυναίκα λόγου χάρη μου πρότεινε να την φιλοξενήσει στο φτωχικό τροχόσπιτο που μένει η ίδια και να μοιράζεται μαζί της ένα πιάτο φαΐ! Μια υπηρεσία στην οποία απευθύνθηκα μου είπε ότι θα την δεχόταν εάν πήγαινε η ίδια εκεί να ζητήσει στέγη. Πώς να πάει όμως; Δεν είχα φαίνεται καταστήσει σαφές ότι η Μαρία ήταν εντελώς κατάκοιτη. Ότι πεσμένη σε μιαν άκρη στις απολήξεις του Κολωνακίου, έτρωγε κι έπινε λίγο νερό αν της άφηναν, και ζητιάνευε μόνο τσιγάρα, τα οποία άναβε ξαπλωμένη, με τρεμάμενο χέρι, και τα πέταγε αναμμένα, με κίνδυνο ακόμη και να καεί ζωντανή.

Από την πλευρά του Δήμου Αθηναίων, ανεπίσημα, έλαβα το μήνυμα ότι «η άστεγη αυτή δεν επιθυμεί να μετακινηθεί, και ο Δήμος της παρέχει βοήθεια στο μέτρο που τους επιτρέπει». Δεν είναι, όμως, μια μικροαστική, και καθωσπρεπική άποψη αυτή; Ένας άνθρωπος με ψυχική διαταραχή, που έχει πέσει διαλυμένος στο πεζοδρόμιο, που έχει γίνει ένα με τα σκουπίδια, και που δεν σηκώνεται ούτε για να ουρήσει και να αφοδεύσει αλλά ουρεί πάνω του, μπορεί να συνδιαλλαγεί ορθολογικά με τον Δήμο για την τύχη του;

Αν ήταν ένας άνθρωπος που είχε επίγνωση της κατάστασής του, θα είχε φτάσει σ’ αυτά τα όρια της εξαθλίωσης; Σαν τραυματισμένα αγρίμια οι άνθρωποι αυτοί βρίσκουν μια γωνιά και σωριάζονται, μαζί με τα υπολείμματα της ύπαρξής τους. Ο δικός τους απροσδιόριστος κόσμος νιώθει ασφάλεια εκεί, με τα λίγα απομεινάρια του εαυτού τους. Δυσπιστούν ή φοβούνται τους άλλους, και δεν είναι εύκολο να τους πλησιάσεις και να σε εμπιστευθούν.

Όμως, τι διάολο, κάνουν οι κοινωνικές υπηρεσίες; Ποιος είναι ο ρόλος των ειδικών, των κοινωνικών λειτουργών, των ψυχολόγων, των ψυχιάτρων, αν όχι να τους προσεγγίσουν και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους; Δεν θα πρέπει να τους εξηγήσουν τους κινδύνους για τη ζωή τους και σταδιακά να τους πείσουν να τους ακολουθήσουν; Δεν είναι δα και τόσο ακατόρθωτο! Εμένα, τότε, που δεν είμαι και ειδικός, πώς με εμπιστεύτηκε η Μαρία; Πώς έδειχνε την χαρά της για έναν καφέ ή έκανε σαν παιδί για τις καραμέλες; Πώς όταν τη ρωτούσα τι ήθελε, ήξερε να απαντήσει «σάντουιτς, ζεστό», ή «παλτό, μεγάλο»; Μήπως, απλούστατα, ένιωσε ότι δεν επρόκειτο για μια τυπική επαγγελματική διεκπεραίωση ενός βαριεστημένου υπαλλήλου, αλλά ήταν αληθινή η συμπόνια μου;

Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, η άρνηση για μετακίνηση ορισμένων «δύσκολων περιστατικών» (όπως χαρακτήρισαν την Μαρία), να συνιστά το άλλοθι για την ανυπαρξία του Δήμου. Δεν επιτρέπεται να εγκαταλείπει τον δύσπιστο στη μοίρα του, διαγράφοντάς τον από τον χάρτη. Αφήνεις κάποιον να αυτοκτονήσει όταν αρνείται τη ζωή; Δεν προσπαθείς να τον αποτρέψεις, και να του προβάλεις μια διέξοδο; Δεν υπάρχουν φορές που μια ψυχική κατάπτωση εναλλάσσεται με μια καλύτερη διάθεση; Δεν υπάρχουν άνθρωποι που έφτασαν μέχρι το χείλος του γκρεμού, αλλά βρήκαν τη δύναμη να ζήσουν;

Η δυσκολία «κοινωνικοποίησης» και «ένταξης» ενός ανθρώπινου αγριμιού είναι αναμενόμενη. Η αντιμετώπιση, όμως, θα έπρεπε, να είναι διαφορετική. Το πλησίασμα ενός τέτοιου ευαίσθητου ανθρώπου απαιτεί επαφή προσωπική, και όχι απρόσωπη, ώστε ειδικός και άστεγος να αποκτήσουν μια αμοιβαιότητα μεταξύ τους. Η επικοινωνία προσβλέπει στην πειθώ - όχι σε εξαναγκασμό ή βία - και σε μια συναισθηματική ωριμότητα. Ωστόσο, η βασικότερη προϋπόθεση είναι το άοκνο και αυθεντικό ενδιαφέρον του εκάστοτε Δημάρχου για εμπνευσμένη και εμπνευστική λειτουργία των κοινωνικών δομών, ώστε αυτές να είναι αφενός εγρηγορούσες και αφετέρου αποτελεσματικές.

Ακόμη και στην περίπτωση που ένας άστεγος αρνείται να φιλοξενηθεί στην δομή, ο Δήμος ενδιαφέρεται γι’ αυτόν! Δεν τον αφήνει να πεθάνει νηστικός και αβοήθητος μέσα στις αφοδεύσεις του. Δεν τον παρατάει χωρίς νερό, χωρίς έναν υπνόσακο, άρρωστο, ώσπου να πεθάνει. Δεν τον τιμωρεί, εμμέσως, για την άρνησή

του. Αλλά πάει κάθε μέρα να του δώσει φαγητό, κι ό,τι χρειαστεί, και να δει αν ζει ή πέθανε. Η άρνηση ενός άστεγου να στεγαστεί δεν απαλλάσσει, συνεπώς, τον Πόντιο Πιλάτο από τις ευθύνες του. Ο Δήμος και η πολιτεία οφείλουν να είναι παρόντες, ακόμη κι όταν αρνείται να τους ακολουθήσει. Ο «αρνητής» της στέγης είναι ασθενής, και έτσι, ως ασθενής, πρέπει να αντιμετωπίζεται. Η ψυχική του νόσος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως ανάχωμα για την αναλγησία του κράτους.

Η Μαρία των Βαλκανίων σώθηκε. Έπρεπε όμως πρώτα να πειστεί για να φύγει από εκεί, πριν πεθάνει από την παγωνιά του χειμώνα. Απευθύνθηκα παντού, και εξάντλησα κάθε επιχείρημα, αρνούμενη να πιστέψω τη μεγάλη δυσκολία που συνεπάγεται η προσπάθεια ενός ανθρώπου στην Ελλάδα του 2022 να βοηθήσει έναν άστεγο. Τηλεφώνησα και στον ίδιο τον Δήμαρχο, αλλά δεν μου απάντησε. Ίσως είναι θυμωμένος μαζί μου.

Προσπαθώντας, πάντως, για την Μαρία, συνειδητοποίησα τη μεγάλη δύναμη που διαθέτει ένας Δήμαρχος, και μάλιστα στην Αθήνα και στην κρίση. Πόσους ανθρώπους θα μπορούσε να βοηθήσει. Πόση δυστυχία να παρηγορήσει. Αυτός, ακριβώς, ο ανθρωπιστικός, θα άξιζε στην κρίσιμη αυτή περίοδο να αποτελέσει τον ουσιαστικό ρόλο ενός Δημάρχου. Η προσφερόμενη ανθρωπιά, η αλληλεγγύη θα έδινε νόημα στην θητεία του. Κρίνοντας όμως απ’ τα πεπραγμένα του για τον Περίπατο, το Σύνταγμα και την Πανεπιστημίου, μάλλον δεν έχει συνειδητοποιήσει την αξία της ανακούφισης του ανθρώπινου πόνου που τόσο ξεχειλίζει στην πόλη. Οι προσπάθειές μου για τη Μαρία με οδήγησαν στο ΚΥΑΔΑ (Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης Δήμου Αθηναίων). Γνώριζαν την περίπτωση, αλλά επειδή η ίδια είχε αρνηθεί να μετακινηθεί, την είχαν αφήσει στο έλεος του καιρού. Ωστόσο η επιμονή μου τους ευαισθητοποίησε, και μου υποσχέθηκαν ότι θα στείλουν ομάδα να την προσεγγίσει εκ νέου. Μίλησα και στην ίδια τη Μαρία για ένα χώρο στο Δήμο, αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι κατανοούσε πλήρως τα λόγια μου. Είχα αρχίσει να απελπίζομαι, όταν, χτες, στις 4 παρά τέταρτο που πήγα να τη βρω, βρέθηκα μπροστά σε μια απρόσμενη σκηνή: Η Μαρία ήταν όρθια, λίγο πιο πέρα από τη θέση της, τυλιγμένη με μια κουβέρτα, ξυπόλητη, με τα πόδια πρησμένα και κόκκινα. Γύρω της ήταν μια ομάδα του Δήμου, νέα παιδιά, και της ζητούσαν να τους ακολουθήσει στη δομή. Τα άτομα αυτά της μιλούσαν γλυκά, ήσυχα, για τη ζεστασιά που θα είχε αν πήγαινε μαζί τους. Δεν την είχα ξαναδεί όρθια. Ήταν αναστατωμένη, δεν ξέρω αν με γνώρισε. Ήμουν συγκινημένη, και η παρουσία μου λίγο την αποδιοργάνωνε. Τα ρούχα της ήταν μούσκεμα, έχοντας απορροφήσει το χρώμα και την οσμή από τα ούρα και τα κόπρανά της. Η θλιβερή εικόνα μιας σπαραγμένης ανθρώπινης υπάρξεως.

Ήταν, όμως, όρθια. Θα την έπλεναν, θα της έδιναν ρούχα, θα έμενε σε έναν στεγασμένο χώρο, και δεν θα πέθαινε από τη βροχή και το κρύο. Τελικά δεν ήταν τόσο δύσκολο να την πείσουν, η ομάδα αυτή τα κατάφερε και την πήραν μαζί τους. Είδα το βανάκι με τη Μαρία των Βαλκανίων, τη φίλη μου, να απομακρύνεται… Πίσω της, η γωνιά της έμεινε ανάκατη, γεμάτη με σκουπίδια και ακαθαρσίες. Παρέμεινα εκεί για ώρα, κοιτώντας τον ήλιο που έδυε, και δεν ήξερα αν έπρεπε να χαμογελάσω ή να κλάψω…

αλληλεγγύηΠρόνοιαάστεγοιειδήσεις τώραΚολωνάκι