Απόψεις|15.04.2022 11:24

Οι πολύχρωμες επαναστάσεις και η αντίληψη της πολιτικής πραγματικότητας στη Ρωσία

Αγαθάγγελος Γκιουρτζίδης

Οι πολύχρωμες επαναστάσεις είναι μια από τις πιο έντονες πτυχές στη σχέση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, που εκλαμβάνεται από τη Ρωσία ως παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις ανεξάρτητων κρατών και ως καταπάτηση στη σφαίρα επιρροής της.

Για να κατανοήσει κανείς τη φύση αυτής της σύγκρουσης, πρέπει να την εξετάσει όχι ως αντιπαράθεση μεταξύ κρατών, όπως συνέβη τον 18ο και 19ο αιώνα, αλλά ως συνέχεια της αντιπαράθεσης μεταξύ δύο αντίθετων πολιτικών συστημάτων: της Δημοκρατίας και της μη δημοκρατίας.

Μιλώντας για τη δημοκρατία, πρέπει να κάνουμε αναφορά στην προέλευσή της. Η αθηναϊκή δημοκρατία κατέχει εξαιρετική θέση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι τα εκλεγμένα και συστηματικά εναλλασσόμενα από τους πολίτες κρατικά όργανα: όπως η Βουλή, η Ηλιαία και ο Άρχοντας. Ο πιο αδύναμος κρίκος αυτής της δημοκρατικής τριάδας ήταν οι άρχοντες, οι οποίοι, λόγω της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης απέναντι στους πειρασμούς της εξουσίας, με διάφορα προσχήματα, ασκούσαν πίεση και βία στους δημοκρατικούς θεσμούς, δηλαδή στο Δικαστήριο και το Κοινοβούλιο για να κρατήσουν την εξουσία πέρα από τον καθορισμένο χρόνο. Τέτοιοι άρχοντες μεταμορφώνονταν σε τύραννους. Σήμερα για τον χαρακτηρισμό τέτοιου τύπου αρχόντων στη Δύση χρησιμοποιείται ο πολιτικά ορθός όρος «αυταρχικός ηγέτης».

Με την πτώση της αθηναϊκής δημοκρατίας και στη συνέχεια τον εκφυλισμό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας σε αυτοκρατορία, η δημοκρατία, ως πολιτικό σύστημα, εξαφανίστηκε από τον παγκόσμιο χάρτη για πολλούς αιώνες. Από τον 11ο αιώνα, μεμονωμένες εκδηλώσεις δημοκρατίας έχουν παρατηρηθεί στη Δυτική Ευρώπη, αλλά όχι περισσότερο. Ο δρόμος της Ευρώπης προς τη δημοκρατία ήταν μακρύς και σκληρός.

Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση (1789-1799) έγινε η πιο σημαντική καμπή σε αυτό το δρόμο. Μισό αιώνα αργότερα, μια σειρά επαναστάσεων ξέσπασε σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, που ονομάστηκε «Άνοιξη των Εθνών» (1848-1849). Η κύρια απαίτηση αυτού του κινήματος ήταν ο εκδημοκρατισμός των κρατικών δομών, αλλά λόγω του γεγονότος ότι οι παλιές αυταρχικές ιδέες ήταν πολύ ισχυρές, οι επαναστάσεις σκληρά κατεστάλησαν. Η Ευρώπη δεν μπόρεσε να τινάξει από πάνω της, τις αλυσίδες της τυραννίας.

Αυτός ο «γόρδιος δεσμός» κόπηκε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μοναδικότητα του οποίου έγκειται στο γεγονός ότι σε αυτόν συμμετείχαν πέντε αυτοκρατορίες - Αυστροουγγρική, Γερμανική, Οθωμανική, Ρωσική και Βρετανική. Ως αποτέλεσμα αυτού του πολέμου, τέσσερις από αυτές τις αυτοκρατορίες έπαψαν να υπάρχουν και η πέμπτη μπήκε στη φάση της ραγδαίας παρακμής. Ποτέ πριν ή μετά, η ιστορία δεν γνώρισε τέτοια πτώση. Όταν κατέρρευσε ο απολυταρχισμός, πάνω στα ερείπια του, σαν φοίνικας, αναβίωσαν δύο αυτοκρατορίες, που ήταν γεννήματα δύο αντίθετων ιδεολογιών - του κομμουνισμού και του φασισμού.

Παράλληλα με τις εξελίξεις στη Γηραιά Ήπειρο, στο Νέο Κόσμο – τη Νέα Ευρώπη, δηλαδή την Αμερική η οποία απελευθερώθηκε από την αγγλική αποικιοκρατία το 1776, τέθηκε νέα πολιτική, με βάση στις αρχές της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού. Στις αρχές του 20ού  αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες σε λιγότερο από ενάμιση αιώνα εξελίχθηκαν ήδη σε παγκόσμια δύναμη.

Έτσι, μετά από περισσότερα από 2000 χρόνια κυριαρχίας των απολυταρχικών μοναρχικών συστημάτων στην παγκόσμια σκηνή κυριάρχησαν η δημοκρατία, ο κομμουνισμός και ο φασισμός, που εκπροσωπούνται από τις ΗΠΑ, την ΕΣΣΔ και την Ευρώπη αντίστοιχα. Η κάθε μία  απ’ αυτές, διεκδικούσε την παγκόσμια κυριαρχία. Το 1945 η δημοκρατία και ο κομμουνισμός συνασπίστηκαν και ανέτρεψαν το φασισμό.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι, παρ’ όλες τις προσπάθειες, η ηπειρωτική Ευρώπη δεν μπόρεσε να εξελιχθεί σε δημοκρατία από μόνη της. Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε στις χώρες του δυτικού μπλοκ από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενώ στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, η ΕΣΣΔ καθιέρωσε κομμουνιστικό καθεστώς. Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ οικοδομούσαν έναν νέο κόσμο, ο καθένας κατά τη δική του εικόνα και ομοίωση, ξεκινώντας έναν σκληρό αγώνα για την εγκαθίδρυση και την κυριαρχία των πολιτικών τους συστημάτων σε όλο τον κόσμο.

Το πρώτο πεδίο μάχης ήταν η Κορέα (1950-1953), όπου κανένα από τα μέρη δεν κατάφερε να κερδίσει, με αποτέλεσμα η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ να χωρίσουν την Κορέα σε βόρεια και νότια. Ο δεύτερος μεγάλος αγώνας έγινε στο Βιετνάμ (1965-1973) και έληξε με ήττα των Η.Π.Α. Η σειρά της ΕΣΣΔ να γευτεί την πίκρα της ήττας ήρθε στο Αφγανιστάν (1979-1989).

Όμως ο παρονομαστής στην αντιπαράθεση μεταξύ των δύο συστημάτων ήταν η «βλάβη του συστήματος» μέσα στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, όταν ξέσπασαν το 1956 η Ουγγρική εξέγερση και το 1968 η Άνοιξη της Πράγας. Και στις δύο περιπτώσεις παρατηρούνται προσπάθειες υλοποίησης μεταρρυθμίσεων που στόχευαν στον εκδημοκρατισμό, οι οποίες έληξαν με την εισβολή της ΕΣΣΔ. Ο κομμουνισμός έδειξε το ολοκληρωτικό του πρόσωπο και ξεκαθάρισε ότι δεν δέχεται καμία εκδήλωση της Δημοκρατίας. Προφανώς, αυτά τα γεγονότα έδωσαν ώθηση στις Ηνωμένες Πολιτείες να επανεξετάσουν τον τρόπο της διεξαγωγής του αγώνα, δηλαδή να εστιάσουν την προσοχή στη συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών.

Η Εξέγερση της Ουγγαρίας και η Άνοιξη της Πράγας ήταν οι πρόδρομοι του «Φθινοπώρου των Εθνών», των αντικομμουνιστικών επαναστάσεων στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που έλαβαν χώρα το φθινόπωρο του 1989. Ένα προς ένα, τα φιλοσοβιετικά κομμουνιστικά καθεστώτα της Πολωνίας, της Ανατολικής Γερμανίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας έπεσαν με φόντο την Περεστρόικα στην ΕΣΣΔ.

Το «Φθινόπωρο των Εθνών» ακολούθησε η «Τραγουδιστή επανάσταση» στις βαλτικές δημοκρατίες, κύριος στόχος της οποίας ήταν ο εκδημοκρατισμός και η αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της Λετονίας, της Λιθουανίας και της Εσθονίας.

Το 1991, το προπύργιο του κομμουνισμού έπεσε. Η ΕΣΣΔ έπαψε να υπάρχει και διαλύθηκε σε ανεξάρτητα κράτη. Οι βαλτικές δημοκρατίες διέκοψαν αμέσως, οριστικά και αμετάκλητα όλους τους δεσμούς με τη Ρωσία, επιλέγοντας την πολιτική και στρατιωτική ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ. Οι υπόλοιπες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες σχημάτισαν την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών. Η νέα Ρωσία άρχισε να αντιλαμβάνεται την ΚΑΚ ως ζώνη της αποκλειστικής πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής της επιρροής, με αποτέλεσμα να αντιδρά έντονα και οδυνηρά σε κάθε μορφή παρέμβασης της Δύσης στις εσωτερικές υποθέσεις των χωρών της ΚΑΚ.

Η περίοδος της δεκαετίας του 1990 μπορεί να χαρακτηριστεί ως η περίοδος διαμόρφωσης δημοκρατικών συστημάτων σε όλο τον χώρο του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ. Σε κράτη που ενσωματώθηκαν στη Δύση εγκαθιδρύθηκαν υγιείς δημοκρατικοί θεσμοί. Στις χώρες που παρέμειναν στη ζώνη επιρροής της Ρωσίας, η δημοκρατία άρχισε να παίρνει ψευδοδημοκρατικές μορφές, λόγω πολιτικών χειραγωγήσεων των αρχών, οι οποίες, κατά κανόνα εξασφάλιζαν τα προσωπικά τους πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Αυτό το φαινόμενο έχει γίνει ενοποιητικός παράγοντας για τις πολιτικές ελίτ των χωρών της ΚΑΚ, καθώς τους εξασφάλιζε νομιμότητα στην διεθνή σκηνή και μη ανάμειξη της Δύσης στις εσωτερικές υποθέσεις τους.

Αυτή η κατάσταση ανταποκρινόταν στα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ρωσίας, πέραν αυτού, η Ρωσία ενήργησε ως εγγυητής της ύπαρξης αυτού του ψευδοδημοκρατικού συστήματος, το οποίο άρχισε να αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός νέου ιδεολογήματος, οι κύριες σταθερές του οποίου ήταν ένας ισχυρός άρχοντας και κυρίαρχη δημοκρατία. Το φαινόμενο του ισχυρού ηγεμόνα οδήγησε αναπόφευκτα σε μια προσωπολατρία που πήρε νέα μορφή, όπου ο ηγεμόνας μεταμορφώθηκε από εκλεγμένο αρχηγό κράτους σε κυρίαρχο μιας δημοκρατίας. Δηλαδή ο ίδιος γινόταν θεσμός της «δημοκρατίας» παίρνοντας τον έλεγχο του κοινοβουλίου και του δικαστηρίου, και «επανεκλέγοντας» τον εαυτό του στις εκλογές. Ως αποτέλεσμα, το κοινοβούλιο και το δικαστήριο συνέχισαν να υπάρχουν de jure, αλλά de facto έπαψαν να είναι ανεξάρτητα, έτσι, έπαψαν να εκπληρώνουν τον κύριο ρόλο τους, δηλαδή, τον ισορροπιστή του κρατικού πολιτικού συστήματος. Επομένως στη φράση «κυρίαρχη δημοκρατία», δεν είναι η λέξη «κυρίαρχη» επίθετο της λέξης «δημοκρατία», αλλά αντίστροφα, η λέξη «δημοκρατία» είναι επίθετο της λέξης «κυρίαρχη». Δηλαδή δεν είναι το κράτος με κυρίαρχη πολιτική, αλλά η δημοκρατία κυρίαρχου.

Αυτή η μορφή πολιτικού συστήματος, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σοβιετική δημοκρατία», ήταν αρκετά σταθερή μέχρι την Επανάσταση των Ρόδων στη Γεωργία το 2003. Η νέα πολιτική ελίτ, που φύτεψε στη Δύση, κυριολεκτικά αφάνισε τη «σοβιετική δημοκρατία».

Μετά την Επανάσταση των Ρόδων ακολούθησε η Πορτοκαλί Επανάσταση στην Ουκρανία το 2004. Το 2010, πραγματοποιήθηκε η συγκέντρωση διαμαρτυρίας του Δεκεμβρίου στη Λευκορωσία, η οποία σκληρά κατεστάλη. Τον Δεκέμβριο του 2011 έγιναν μεγάλες Διαδηλώσεις στη Μπολότναγιά στη Μόσχα που συγκλόνισαν τη Ρωσία. Το 2018, η Βελούδινη Επανάσταση έγινε στην Αρμενία. Το 2020 στη Λευκορωσία η κατάσταση με τις διαμαρτυρίες επαναλαμβάνεται, αλλά σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα.

Οι πυροκροτητές των επαναστάσεων σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ήταν η εκλογική νοθεία ή η χειραγώγηση του Συντάγματος, σκοπός της οποίας ήταν να διασφαλιστεί η διατήρηση της εξουσίας των ελίτ που αντιπροσωπεύουν την ιδεολογία της κυρίαρχης δημοκρατίας.

Στην εξωτερική πτυχή αυτών των γεγονότων, παρατηρείται σύγκρουση συμφερόντων δύο δυνάμεων - των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας. Η Ρωσία, κατά κανόνα, παίρνει πάντα το μέρος των εν ενεργεία αρχών, δηλαδή ενός στενού στρώματος της πολιτικής ελίτ, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν τους διαδηλωτές, που εκπροσωπούν τα γενικά στρώματα της κοινωνίας, δηλαδή τους «πολίτες» που αγωνίζονται για τα εκλογικά τους δικαιώματα τα οποία διασφαλίζουν τη συμμετοχή τους στην διακυβέρνηση του κράτους, δηλαδή τη δημοκρατία.

Είναι κατανοητό πως η Ρωσία προσπαθεί να υποστηρίζει τα συστήματα που είναι δομημένα κατ' εικόνα και ομοίωσή της, με ισχυρούς ηγεμόνες και κυρίαρχες δημοκρατίες. Στον ίδιο βαθμό είναι κατανοητό πως και οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν και προωθούν συστήματα δομημένα κατά την εικόνα και την ομοίωσή τους, δηλαδή τις δημοκρατίες.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η κυρίαρχη δημοκρατία, για να δυσφημήσει τη δημοκρατία στα μάτια του πληθυσμού της, εστιάζει κατά κανόνα την προσοχή του σε πτυχές της Δύσης όπως βίαιες καταστολές (Γαλλία και ΗΠΑ), παρελάσεις ομοφυλοφίλων κ.τ.λ. Αλλά για το ποιες συνέπειες θα υποστεί ένας Αμερικανός κυβερνητικός αξιωματούχος και οι φίλοι του εάν τυχών βρει κανείς στο όνομά του αδήλωτη βίλα ή παλάτι, κεφάλαια άγνωστης προέλευσης σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή ύποπτες επιχειρήσεις και ακίνητα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της συζύγου, των παιδιών ή των γονιών τους – η κυρίαρχη δημοκρατία συνήθως σιωπά.

Παραπάνω έγινε αναφορά πως ο νέος πρόεδρος της Γεωργίας ο Μιχαήλ Σαακασβίλι, ξερίζωσε τη «σοβιετική δημοκρατία» με τους θεσμούς της, μεταξύ των οποίων τα πιο γνώριμα ήταν ολοκληρωτική διαφθορά και ο νεποτισμός, και στη συνέχεια έβαλε θεμέλια των δημοκρατικών θεσμών κατά το δυτικό πρότυπο. Η αποτελεσματικότητα των δημοκρατικών θεσμών αποδείχθηκε τόσο αποτελεσματική που όταν ο Σαακασβίλι, ένας άνθρωπος που υλοποίησε  εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, που πριν απ’ αυτόν κανένας δεν θα πίστευε ότι μπορούν να γίνουν, ο ίδιος ξεπέρασε τα όρια των νόμων, έχασε τις εκλογές και επιπλέον, οδηγήθηκε σε δίκη.

Ενώπιον του δικαστηρίου λόγω υποψιών για εξωτερικές παρεμβάσεις κατά των προεδρικών εκλογών απολογήθηκε ο εν ενεργεία τότε πρόεδρος των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίον δημόσια, μπροστά στις κάμερες ανέκρινε ειδικός εισαγγελέα Robert Miller, ο οποίος διορίστηκε από τον αναπληρωτή (!) Γενικού Εισαγγελέα των ΗΠΑ. Αυτή είναι μια από τις πιο σημαντικές στιγμές σε μια δημοκρατία, όταν ο αρχηγός του κράτους και ο απλός ψηφοφόρος είναι σε ίδιο βαθμό ίσοι ενώπιον του νόμου και πέραν αυτού λογοδοτούν ενώπιον του.

Στον σύγχρονο κόσμο της ενημέρωσης και των ανοιχτών συνόρων, όπου ένα άτομο έχει την δυνατότητα να συγκρίνει και να βγάζει συμπεράσματα, σίγουρα θα συνειδητοποιήσει ότι έχει δικαιώματα και το πιο σημαντικό από αυτά είναι το δικαίωμα της εξουσίας. Και το σύστημα που εγγυάται την πραγματοποίηση αυτών των δικαιωμάτων είναι μόνο η δημοκρατία. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε διαμαρτυρίες, οι οποίες, όπως ήδη σημειώθηκε, φουντώνουν μετά από εκλογική νοθεία ή χειραγώγηση. Δηλαδή ακριβώς τη στιγμή που οι πολίτες ασκούν το δικαίωμά τους στην εξουσία και η κυρίαρχη δημοκρατία τους αγνοεί. Το παράδοξο της κατάστασης έγκειται στο γεγονός ότι οι σημερινές αρχές μιας κυρίαρχης δημοκρατίας, με την υποστήριξη της Ρωσίας, αντιλαμβάνονται αυτές τις διαδηλώσεις όχι ως αγώνα των πολιτών για τα δικαιώματα που τους στερήθηκαν, αλλά ως παρέμβαση των ΗΠΑ. Απ’ αυτήν την αντίληψη προκύπτει ένα άλλο πρόβλημα, ίσως το πιο κρίσιμο: η αποξένωση της κοινωνίας των πολιτών αυτών των χωρών από τη Ρωσία. Ως αποτέλεσμα, μετά τις επαναστάσεις, οι νέες αρχές προσπαθούν με κάθε δυνατό τρόπο να ελαττώσουν και να περιορίσουν την επιρροή της Ρωσίας.

Για παράδειγμα θα πάρουμε τη Λευκορωσία. Το 2010, η Ρωσία υποστήριξε τον Λουκασένκο. Το 2020, παρά τα προφανή προβλήματα κατά τις εκλογές, δηλαδή τις συλλήψεις και τις φυλακίσεις όλων των βασικών υποψήφιων για την προεδρία, την επακόλουθη νοθεία στην καταμέτρηση των ψήφων και τη σκληρή καταστολή των διαδηλώσεων, η Ρωσία αναγνώρισε τη νίκη του Λουκασένκο και, επιπλέον, ανακοίνωσε την ετοιμότητά της σε περίπτωση ανάγκης να του παράσχει στρατιωτική υποστήριξη.

Είναι προφανές ότι τα μαθήματα της Ουγγαρίας το 1956, της Τσεχίας το 1968, της κατάρρευσης του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1989, της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ το 1991, της Γεωργίας το 2003, της Ουκρανίας το 2004, της Αρμενίας το 2018, δεν αφομοιώθηκαν στην Ρωσία. Η ουσία του μαθήματος αυτού έγκειται στο γεγονός ότι αργά ή γρήγορα, οι δημοκρατικές δυνάμεις κερδίζουν και όχι επειδή το θέλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά επειδή το θέλουν οι πολίτες. Οι σύγχρονοι πολίτες θέλουν να ζουν μέσα στο πλαίσιο κράτους δικαίου, των πολιτικών και οικονομικών ελευθεριών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τη σειρά τους, παρέχουν υποστήριξη σε αυτούς τους πολίτες.

Έτσι, στην περίπτωση της Λευκορωσίας, αν όχι τώρα, στο εγγύς μέλλον, στην εξουσία αυτής χώρας θα έρθουν φιλοδημοκρατικές δυνάμεις. Εδώ πρέπει να αναρωτηθούμε, ποια πολιτική θα ακολουθήσουν οι νέες αρχές απέναντι στη Ρωσία, η οποία το 2010 αγνόησε τον αγώνα τους για τα δικαιώματά τους και το 2020 όχι μόνο αναγνώρισε τις ξεκάθαρα στημένες εκλογές, αλλά ήταν και έτοιμη να ασκήσει βία εναντίον τους; Η απάντηση είναι προφανής - οι νέες φιλοδημοκρατικές αρχές θα αρχίσουν να περιορίζουν την επιρροή της Ρωσίας. Αυτό θα εκφραστεί σχεδόν σε όλα, από την αλλαγή της σημαίας έως την έξοδο από την Ένωση με τη Ρωσία και την ΚΑΚ, την ενίσχυση του ρόλου της Λευκορωσικής γλώσσας, τον σχηματισμό της εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας, τον περιορισμό στη μετάδοση ρωσικών τηλεοπτικών καναλιών κ.λπ. Πώς θα αντιδράσει η Ρωσία σ’ αυτές τις ενέργειες; Η απάντηση είναι και πάλι προφανής - όπως σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, για όλα θα κατηγορήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους «ρωσοφοβικούς υπηρέτες τους» που είναι οι νέες αρχές.

Πώς γίνεται να φταίει πάντα και για όλα η Αμερική; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι σχετικά απλή. Τόσο στο σοβιετικό όσο και στο ρωσικό πολιτικό σύστημα δεν υπάρχει παράγοντας κριτικής. Σε μια δημοκρατία, αυτή η λειτουργία εκτελείται από τα αντίπαλα κόμματα που ανελέητα ασκούν κριτική το ένα στο άλλο, στο κοινοβούλιο, στα ΜΜΕ και κατά τη διάρκεια των εκλογικών εκστρατειών. Στην ΕΣΣΔ, όπως είναι γνωστό, υπήρχε μονοκομματικό σύστημα. Στη Ρωσία, μετά την αύξηση του ορίου στο 7%, κανένα από τα κόμματα που ασκούν κριτική στις αρχές δεν μπόρεσε να μπει στη Βουλή.

Η προσωπολατρία που διαμορφωνόταν γύρω από τον πρόεδρο απέκλεισε σταδιακά τυχόν απόπειρες κριτικών απόψεων ή εκτιμήσεων από το στενό κύκλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το δημόσιο μαστίγωμα του υπουργού Κούντριν, ενός από τους ισχυρότερους υπουργούς της Ρωσίας, ο οποίος δέχθηκε έντονη κριτική δημόσια από τον Πρόεδρο Μεντβέντεφ, προτρέποντάς τον με υποτιμητικό τρόπο να παραιτηθεί. Ένα άλλο ενδεικτικό παράδειγμα που εξηγεί το πρόβλημα της εξάλειψης κάθε κριτικής σκέψεις, ακούστηκε ξανά από το στόμα του Μεντβέντεφ, ο οποίος είπε: - «Αυτό που λέω εγώ αποτυπώνεται στο γρανίτη». Αυτή η φράση περιγράφει ακριβώς την ουσία της σχέσης μεταξύ προέδρου και αξιωματούχων, που αποκλείει την παραμικρή κριτική.

Η διαμόρφωση της προσωπολατρίας γύρω από τον Πρόεδρο Πούτιν έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό που έχει πάρει τη μορφή του ιδεολογήματος του Πουτινισμού, όπου ο Πούτιν παρουσιάζεται με τη μορφή ενός ανώτατου άρχοντα που επικοινωνεί εμπιστευτικά και αλληλοεπιδρά με τον βαθύ λαό. Σε αυτό το ιδεολόγημα δεν υπάρχει θέση για τέτοιες μορφές δημοκρατικών θεσμών εξουσίας όπως το δικαστήριο και το κοινοβούλιο. Όλη η εξουσία ανάγεται στον ανώτατο άρχοντα και η αξία οποιουδήποτε από τους κλάδους της εξαρτάται από τον βαθμό σύνδεσης που παρέχουν αυτά με τον ανώτατο άρχοντα.

Το παράδοξο του ιδεολογήματος αυτού είναι ότι ο ανώτατος άρχων δεν εκλέγεται από τον λαό, ούτε χρίζεται από τον Θεό. Δηλαδή, δύο παράγοντες που λειτουργούσαν σε όλη την ανθρώπινη ιστορία ως πηγές νομιμότητας της εξουσίας απουσιάζουν σε αυτή την περίπτωση. Τίθεται το ερώτημα, σε ποια βάση στηρίζεται η νομιμότητά του του άρχοντα; Πιθανόν στην βάση τη μεταβίβασης της εξουσίας από τον ανώτατο άρχοντα στον διάδοχό του, δηλαδή ένα ιδιαίτερο είδος «αυτοδημοκρατίας». Αυτή η εικασία βασίζεται στο γεγονός ότι ο σημερινός ανώτατος ηγεμόνας ήρθε στην εξουσία με αυτόν τον τρόπο. Και η έλευση του επόμενου, όπως φαίνεται, σχεδιάζεται επίσης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι όλες οι μορφές διακυβέρνησης της κοινωνίας είναι από καιρό γνωστές και περιγράφονται λεπτομερώς από τους αρχαίους φιλοσόφους. Αλλά αυτή είναι η δεύτερη προσπάθεια της Ρωσίας να δώσει στην ανθρωπότητα μια νέα μορφή πολιτικού συστήματος. Τον 20ό αιώνα η Σοβιετική Ρωσία με εντατικούς ρυθμούς σκόπευε να χτίσει τον κομμουνισμό σε όλο το κόσμο, αλλά στο τέλος, όπως αποδείχθηκε, έχτισε μια καλά γνωστή τυραννία. Στον 21ο αιώνα η Ρωσία σκοπεύει να χτίσει Πουτινισμό.

Ναι… όπως αποδείχτηκε στο περιβάλλον του ανώτατου άρχοντα δεν βρέθηκε άνθρωπός του αναστήματος του Καλλισθένη για να διαλύσει τον μύθο του Πουτινισμού, που δεν είναι παρά μια χίμαιρα του καισαρισμού και του πρωτόγονου εθνομυστικισμού. Αντίθετα, οι υψηλοί αξιωματούχοι, ο ένας μετά τον άλλον, άρχισαν να υποστηρίζουν το ιδεολόγημα του Πουτινισμού. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα, ίσως, ήταν η δήλωση του προέδρου της Ρωσικής Δούμας του Βολοντίν, ο οποίος είπε: «Υπάρχει ο Πούτιν - υπάρχει η Ρωσία, δεν υπάρχει ο Πούτιν - δεν υπάρχει η Ρωσία». Με την πρώτη ματιά, η δήλωση αυτή είναι γεμάτη πάθος, αλλά αν λάβουμε υπόψιν την ανθρώπινη πραγματικότητα, τότε μπορεί να γίνει προφητική, καθώς ο άνθρωπος είναι θνητός, τόσο σωματικά όσο και πολιτικά.

Ο ανώτατος άρχοντας θα φύγει. Αργά ή γρήγορα φυσικά ή πολιτικά, αυτό θα συμβεί. Όποιον και να ορίσει ως διάδοχο, το σύστημα της κυρίαρχης δημοκρατίας θα αποτύχει. Δεδομένου ότι η μεταφορά της εξουσίας στον διάδοχο αναπόφευκτα θα προκαλέσει διαφωνίες μεταξύ ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας και θα προκαλέσει διαμαρτυρίες. Εδώ πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη ότι η αλλαγή του ηγεμόνα στη Ρωσία στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας, κατά κανόνα, συνοδεύεται από ανατροπές. Λόγω έλλειψης κύρους ο νέος ανώτατος άρχοντας δεν θα τολμήσει να καταστείλει σκληρά τις διαμαρτυρίες, όπως συνέβαινε τον Δεκέμβριο του 1825. Και αν το αποφασίσει, αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε διχασμό της κοινωνίας. Και ακριβώς εκείνη τη κρίσιμη στιγμή θα γίνει φανερό ότι ο βαθύς λαός δεν έχει καμία σχέση με τον ρωσικό λαό.

Το ιδεολογικό κόνσεπτ του βαθέως λαού στα πλαίσια του ιδεολογήματος του Πουτινσμού παρουσιάζεται στο παράδειγμα του ελάχιστα γνωστού όρου «derin devlet» από το τουρκικό πολιτικό λεξικό. Αλλά αν το ερευνήσουμε καλά θα γίνει αντιληπτό ότι το «derin devlet» είναι ο γνωστός όρος «imperium in imperio», δηλαδή «κράτος εν κράτει». Όπως δείχνει η ιστορία στις περισσότερες φορές, πρόκειται για έναν κατασταλτικό μηχανισμό εντός του κράτους. Με βάση αυτό, ο βαθύς λαός δεν είναι σε καμία περίπτωση ο ρωσικός λαός, αλλά είναι ένα μέρος του πληθυσμού που είναι έτοιμο να γίνει ένας κατασταλτικός μηχανισμός κατά του λαού. Στην ιστορία της Ρωσίας τέτοια παραδείγματα υπήρξαν: οι οπρίτσνικ του Ιωάννη Τρομερού, οι τσεκά του Στάλιν. Σήμερα προφανώς είναι οι λεγόμενες δυνάμεις ασφαλείας.

Εκείνο το μέρος του λαού που ειλικρινώς θεωρεί τον εαυτό του ως προστάτη της πατρίδας, στην πραγματικότητα είναι άμεσα υπεύθυνοι για όλες τις μεγάλες γεωπολιτικές ήττες και καταστροφές της Ρωσίας από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: Ουγγαρία 1956, Τσεχία 1968, η κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας 1989, κατάρρευση της ΕΣΣΔ 1991, Γεωργία 2003, Ουκρανία 2004, Αρμενία 2018, Λευκορωσία 2020. Ποια χώρα είναι η επόμενη; Δεν χρειάζεται κανείς να είναι προφήτης για να απαντήσει σε αυτήν την ερώτηση - χωρίς καμία αμφιβολία, αυτή είναι η Ρωσία.

Πολύ συχνά, αναλύοντας τα γεγονότα του παρελθόντος, ο άνθρωπος λέει «εάν», αλλά, όπως είναι γνωστό, η ιστορία δεν γνωρίζει την υποτακτική κλήση. Στην πραγματικότητα, η ιστορία σε ενεστώτα χρόνο δίνει στον άνθρωπο πολύ μεγάλες ευκαιρίες, δηλαδή, με βάση την ιστορική εμπειρία, να σχεδιάσει το μέλλον, αποτρέποντας καταστροφές. Δεν είναι τυχαίο που ο Τσόρτσιλ έλεγε: «Μελετάτε την ιστορία, μελετάτε την ιστορία. Στην ιστορία είναι όλα τα μυστικά της πολιτικής προνοητικότητας». Αλλά για να γίνει αυτό δεν πρέπει να κολλάει κανείς σε φαντάσματα του παρελθόντος και να αναζητά νέα ψευδο-ιδεολογικά σχήματα. Χρειάζεται κριτική ανάλυση και αντικειμενική αξιολόγηση του παρελθόντος και του παρόντος.

Συνοψίζοντας, ας θυμηθούμε τον μεγάλο πατέρα της Δημοκρατίας, τον Έλληνα πολιτικό και νομοθέτη Σόλωνα. Όταν ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος ρώτησε τον Σόλωνα αν ήξερε κάποιον πιο ευτυχισμένο από αυτόν και δεν άκουσε το όνομά του στην απάντηση του Σόλωνα, θύμωσε. Τότε ο Σόλων απάντησε στον Κροίσο: «βασιλιά των Λυδών, ο θεός επέτρεψε σε μας τους Έλληνες να έχουμε με μέτρο όλα τα άλλα και να μετέχουμε με μετριοφροσύνη σε μια σοφία χωρίς αυθάδεια, όπως φαίνεται, λαϊκή, όχι βασιλική, ούτε και φανταχτερή? μια σοφία που, βλέποντας τη ζωή να περνάει συνεχώς από κάθε λογής μεταπτώσεις, δεν μας επιτρέπει να υπερηφανευόμαστε για τα αγαθά που έχουμε, ούτε και να θαυμάζουμε την ευτυχία ενός ανθρώπου, αφού αυτή έχει αστάθμητο παράγοντα τον χρόνο. Γιατί το μέλλον θα έρθει στον καθένα μας με ποικίλες μορφές, από όπου δεν το περιμένουμε. Σε όποιον ο θεός χάρισε την ευτυχία ως το τέλος της ζωής του, αυτόν εμείς θεωρούμε ευτυχισμένο. Το να μακαρίζουμε όμως έναν άνθρωπο που ζει ακόμη και διατρέχει κίνδυνο η ζωή του, είναι σαν να ανακηρύσσουμε νικητή και να στεφανώνουμε έναν αθλητή, που ακόμη αγωνίζεται? είναι αβέβαιο και άκυρο» .

Για τους σημερινούς κυβερνώντες, αυτό είναι ίσως το πιο επίκαιρο σημείο. Έχοντας την εξουσία, έχουν την επιλογή είτε εκμεταλλευόμενοι την εξουσία, να απολαμβάνουν τη δύναμη και τον πλούτο κατά τη διάρκεια της ζωής τους, όπως ο Κροίσος, και τελικά να μοιραστούν την επαίσχυντη μοίρα του, είτε να εφαρμόσουν την «εξουσία του νόμου» και την «ισχύ του δικαίου» διασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο, το μεγαλείο και την ευημερία της χώρας τους για αιώνες, όπως το έκανε ο Σόλων, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο την αιώνια δόξα.

Βλαντίμιρ ΠούτινΟυκρανίαΡωσίαειδήσεις τώραπόλεμος