Απόψεις|07.05.2022 17:16

Η σύγκρουση Ρωσίας - Δύσης, η ενεργειακή κρίση και η πράσινη μετάβαση

Χάρης Τοπαλίδης

Η σύγκρουση  Ρωσίας – Δύσης στο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία, ανέδειξε με τον πιο εμφατικό τρόπο τις ιστορικές αλλαγές που επιφέρει η 4η Βιομηχανική επανάσταση στο φάσμα των διαθέσιμων φυσικών πόρων ως συντελεστών της παραγωγής και στο μίγμα της αποδοτικής αξιοποίησής τους στην οικονομία. Η εξελισσόμενη ενεργειακή κρίση, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων της Δύσης στη Ρωσία, ρίχνει τώρα άπλετο φως σε πτυχές της επιχειρούμενης αναδιάρθρωσης της παραγωγικής διαδικασίας στο πλαίσιο της μετάβασης προς την οικονομία της γνώσης (πράσινη οικονομία) που διέλαθαν προηγουμένως της προσοχής στη δημόσια συζήτηση για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.

Οι χρηματοοικονομικές κυρώσεις

Ειδικότερα, το νέο παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας της γνώσης που προωθείται στις Δυτικές οικονομίες και εδράζεται στις τεχνολογίες της 4ης Βιομηχανικής επανάστασης, αποσκοπεί σε μια παγκόσμια οικονομία που θα χαρακτηρίζεται μεν από μεγαλύτερα επίπεδα παραγωγικότητας από το βιομηχανικό (τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης) αλλά και κυρίως δε, από χαμηλότερες εκπομπές επιβλαβών αερίων και χαμηλότερες εισροές μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων ανά μονάδα παραγωγής (τεχνολογίες βελτίωσης της αποδοτικότητας των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων). Οι νέες τεχνολογίες είναι μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου από τις βιομηχανικές: απαιτούνται περισσότερα κεφάλαια και λιγότερη εργασία για την παραγωγική λειτουργία τους σε σχέση με τις βιομηχανικές. Κατά συνέπεια η μετάβαση στο νέο παραγωγικό μοντέλο προϋποθέτει τη διαρκή αύξηση του διαθέσιμου κεφαλαίου στην οικονομία, σε σχέση με τις βιομηχανικές συνθήκες, στόχος που προωθήθηκε με την παγκοσμιοποίηση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου.

Με τον τρόπο αυτό κατέστη εφικτή η ιλιγγιώδης αύξηση της χρηματοοικονομικής μόχλευσης του κεφαλαίου, που έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα (π.χ. στη Γερμανία 32:1), μέχρι τουλάχιστον την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, που εξυπηρέτησαν αυτή την αναγκαιότητα. Η μετάβαση στην πράσινη οικονομία συνδέεται επομένως - από χρηματοοικονομική άποψη - στενά με μια παγκοσμιοποιημένη αγορά καθώς άλλωστε το πρόβλημα της υπερφόρτωσης της φέρουσας χωρητικότητας του πλανήτη είναι διεθνές και όχι εθνικό, ανεξάρτητα αν η συμβολή των επί μέρους χωρών σε αυτήν είναι εντελώς άνιση. Συμπεραίνεται λοιπόν, κατ΄ αρχήν, ότι οι Δυτικές χρηματοοικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία, αν δεν επιτύχουν τον σκοπό τους χωρίς να θίγουν μεσοπρόθεσμα την χρηματοοικονομική πορεία της παγκοσμιοποίησης, θα πλήξουν περαιτέρω, μετά τις συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, το ρυθμό της μετάβασης στην πράσινη οικονομία, γεγονός που ήδη προεξοφλείται από σημαντικούς παίκτες όπως π.χ. η Blackrock. Άλλωστε η πράσινη μετάβαση άρχισε να σχηματοποιείται και να επιταχύνεται μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989, συνιστώντας ενδεχόμενα έναν από τους λόγους της κατάρρευσής της (αδυναμία ανταπόκρισης στις κεφαλαιοδοτικές απαιτήσεις της μετάβασης).   

Οι ενεργειακές κυρώσεις

Η επιβράδυνση εντούτοις του ρυθμού της πράσινης μετάβασης γίνεται ήδη εμφανής από τις συνέπειες της εξελισσόμενης με πρωτοφανή ένταση ενεργειακής κρίσης στη Δύση – με ότι αυτό συνεπάγεται για την ευημερία της - λόγω των ενεργειακών κυρώσεών της στη Ρωσία (αναστολή λειτουργίας αγωγού Nord Stream II, περιορισμός ή εμπάργκο εισαγωγών πετρελαίου, μείωση εξάρτησης από εισαγωγές φυσικού αερίου και προσπάθεια απεξάρτησης). Λόγω των κυρώσεων οι  χώρες της Ε.Ε. υποχρεώνονται βραχυπρόθεσμα, αφενός, να διαφοροποιήσουν τις πηγές τροφοδοσίας τους αυξάνοντας δυσβάστακτα το κόστος της ενέργειας – λόγω του μεταφορικού κόστους και του κόστους της αβεβαιότητας στις ενεργειακές αγορές - και, αφετέρου, να προσφύγουν με μεγαλύτερη ένταση στις όποιες δικές τους πηγές ορυκτών καυσίμων, όπως ο γαιάνθρακας, αναστέλλοντας τα φιλόδοξα σχέδιά τους για γρήγορη απεξάρτηση από αυτά. Μεσοπρόθεσμα επιταχύνουν τις πολιτικές τους για την ανάπτυξη πράσινης ενέργειας.  

Η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και η ενεργειακή κρίση

Η μείωση της εξάρτησης της ανάπτυξης από τα ορυκτά καύσιμα είναι σημαντικός πυλώνας της πράσινης μετάβασης: αφενός, γιατί η καύση τους συνδέεται κυριαρχικά με το πρόβλημα των εκπομπών και η χρήση τους με αυτό της ανάλωσης μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων που δεν είναι απεριόριστοι. Αφετέρου όμως, έχει και μεγάλη γεωπολιτική σημασία, καθώς η Δύση γενικά και η Ευρωπαϊκή Ένωση ειδικότερα στερούνται – στη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών της - φυσικούς (ενεργειακούς) πόρους,  τους οποίους πρέπει να εισάγουν από τρίτες χώρες πλούσιες σε αυτούς όπως η Ρωσία και άλλες αναπτυσσόμενες κατά βάση οικονομίες.

Κατά συνέπεια, η ενεργειακή απεξάρτησή τους από τα ορυκτά καύσιμα – όπως π.χ. με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με πυρηνική ενέργεια, με συνθετικά καύσιμα – δεν ανταποκρίνεται απλά στην ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζει την οικονομική ηγεμονία τους έναντι των τρίτων χωρών που είναι πλούσιες σε μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους μεταξύ αυτών και της Ρωσίας. Η ταχύτητα της απόκτησης, με την έννοια αυτή, γεωπολιτικού πλεονεκτήματος από τη Δύση, εξαρτάται από το ρυθμό της πράσινης μετάβασης που καθορίζει και τον χαρακτήρα της ανατροπής (επιθετικό ή όχι) των ήδη υφιστάμενων γεωπολιτικών ισορροπιών δύναμης.

Όπως ήδη επιβεβαιώνεται από τα νέα παγκόσμια υποδείγματα παραγωγής και εμπορίου, ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας έχει ήδη αλλάξει σε σχέση με τον παραδοσιακό κανόνα του συγκριτικού πλεονεκτήματος: οι αναπτυγμένες (Δυτικές) οικονομίες εξειδικεύονται πλέον σε υπηρεσίες και αγαθά υψηλής προστιθέμενης αξίας γνώσης (τεχνολογίας έντασης κεφαλαίου) και χαμηλής περιεκτικότητας σε φυσικούς πόρους ενώ οι αναπτυσσόμενες οικονομίες σε υπηρεσίες και βιομηχανικά αγαθά που διακρίνονται από χαμηλή προστιθέμενη αξία (έντασης εργασίας) και μεγάλη περιεκτικότητα σε φυσικούς πόρους.

Η στρατηγική αναβάθμιση της σημασίας της τεχνολογίας βελτίωσης της αποδοτικότητας των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων για την παραγωγική διαδικασία – αναπτυσσόμενο συγκριτικό πλεονέκτημα της Δύσης, σε σχέση με τους μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους - παραδοσιακό συγκριτικό πλεονέκτημα της Ρωσίας, που διαρκώς διευρύνεται στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, αλλάζει επομένως ραγδαία τα γεωοικονομικά συμφέροντα των δύο πλευρών. Η  πορεία της απεξάρτησης της Δύσης από τα ορυκτά καύσιμα, αποσταθεροποιεί έτσι τους υφιστάμενους γεωπολιτικούς συσχετισμούς δύναμης με τη Ρωσία, όπως διαμορφώθηκαν στη βιομηχανική εποχή και αποκρυσταλλώθηκαν ειδικότερα μετά το 1989. Η εκδήλωση της σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας – Δύσης κατ’ εξοχήν στο πεδίο της ενέργειας εντάσσεται κατά συνέπεια στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης και καθορίζεται από το ρυθμό της και, κυρίως, από τη διάρθρωση του νέου παραγωγικού μοντέλου και ειδικότερα από τη στήριξή του στη στρατηγική αναβάθμιση της σημασίας της τεχνολογίας έναντι των φυσικών πόρων στην παραγωγική διαδικασία.

Η ενέργεια στο νέο παραγωγικό μοντέλο

Εντούτοις η διάσταση της εξελισσόμενης ενεργειακής κρίσης επιτείνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι η ενέργεια στην πράσινη οικονομία καθίσταται ακόμη πιο σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη από ότι ήταν για τη βιομηχανική. Τούτο γιατί το νέο παραγωγικό μοντέλο έχει μεγαλύτερη εξάρτηση από την ενέργεια σε σχέση με το βιομηχανικό, ως συνέπεια της στρατηγικής αναβάθμισης του κεφαλαίου έναντι της εργασίας, από την οποία αυτό χαρακτηρίζεται, σε σχέση με το βιομηχανικό. Καθώς στηρίζεται στις τεχνολογίες έντασης κεφαλαίου της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, όπως της τεχνητής νοημοσύνης, που υποκαθιστούν την εργασία με ακόμη μεγαλύτερους ρυθμούς από τις βιομηχανικές, η πράσινη οικονομία θα απαιτεί ολοένα περισσότερη ενέργεια από τη βιομηχανική (η παραγωγική ενέργεια που παρείχε η εργασία αντικαθίσταται σε μεγάλο βαθμό από την ενέργεια που χρειάζονται οι μηχανές για τη λειτουργία τους). Κατά συνέπεια η αύξηση της ζήτησης για ενέργεια και το αυξημένο κόστος κεφαλαίου που συνεπάγεται σε αυτή τη φάση της μετάβασης η μετατροπή της σε πράσινη, σε συνδυασμό με τη διαρκή υποβάθμιση της θέσης της εργασίας και μείωσης του εισοδήματός της, που απορρέει από την αρχιτεκτονική του νέου παραγωγικού μοντέλου, συνιστούν μια δομική και όχι συγκυριακή πηγή της ενεργειακής κρίσης και προοιωνίζονται μια μονιμότερη κατάσταση ενεργειακής φτώχιας για τις Δυτικές κοινωνίες.

Η ρύθμιση της πράσινης μετάβασης

Συμπερασματικά, η σύγκρουση Ρωσίας – Δύσης και η εξελισσόμενη ενεργειακή κρίση φέρνουν στο φως τις υφιστάμενες ανισορροπίες στη δομή του νέου παραγωγικού μοντέλου που απειλούν την ειρήνη και τη βιωσιμότητα της πράσινης οικονομίας, όπως αυτή σχεδιάστηκε. Το νέο παραγωγικό μοντέλο δεν είναι καρπός μιας αιφνίδιας ευαισθητοποίησης για την περιβαλλοντική καταστροφή που προκαλούσε η βιομηχανική παραγωγή αλλά της αναγκαιότητας υπέρβασης των περιβαλλοντικών εμποδίων που εγείρονταν στην οικονομική μεγέθυνση λόγω της κλιματικής κρίσης. Ο πολιτικός σχεδιασμός της δομής του θα πρέπει να αναζητηθεί κατά συνέπεια στις παραγωγικές αναγκαιότητες, στις συνθήκες της φιλελεύθερης ηγεμονίας, και όχι στις οικολογικές ευαισθησίες. Όπως υποδηλώνουν οι τρέχουσες ιστορικές εξελίξεις, οι συνθήκες επιβάλλουν σήμερα τη ρύθμιση της δομής του για τη βιώσιμη αντιμετώπιση των μεγάλων κρίσεων που έχουν ανακύψει.

Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης, η επίλυση της σύγκρουσης Ρωσίας – Δύσης με ένα συμβιβασμό και όχι με ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα και η μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, συμπεριλαμβάνει τη ρύθμιση της πράσινης μετάβασης έτσι ώστε να αποτελέσει ένα πλαίσιο συμπεριληπτικής ανάπτυξης σε εθνική και σε διεθνή κλίμακα και όχι το όχημα μιας συγκεντρωτικής κεντρικά σχεδιασμένης «μεγάλης επανεκκίνησης» χωρίς κοινωνικές και εθνικές αναφορές. Στον πυρήνα αυτής της ρύθμισης βρίσκεται η αναδιάρθρωση του νέου παραγωγικού μοντέλου με την αποκατάσταση στη δομή του μιας νέας ισορροπίας στις σχέσεις κεφαλαίου – εργασίας και τεχνολογίας – φυσικών πόρων, με κριτήριο την αντιμετώπιση της πίεσης της κλιματικής κρίσης και με πολιτικές έντασης εργασίας. Η ιστορική εμπειρία των συνεπειών της αποτυχίας της πολιτικής ρύθμισης του βιομηχανικού παραγωγικού μοντέλου στην περίοδο του μεσοπολέμου του 20ου αιώνα είναι ακόμα νωπή και απευκταία και έχει όνομα: Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.  

πράσινη ανάπτυξηπόλεμοςειδήσεις τώραΡωσίαΟυκρανία