Απόψεις | 23.06.2022 08:10

Ακρίβεια, πληθωρισμός, ενεργειακό: Το κατώφλι μίας νέας κρίσης διαρκείας; Μύθος ή πραγματικότητα;

Κατερίνα Ανδρικοπούλου-Σακοράφα

Με τις ανατιμήσεις σε ρεύμα, καύσιμα και τρόφιμα να έχουν οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού με ποσοστό 11,3%, από τους υψηλότερους της Ευρωζώνης, νούμερο που είχαμε να δούμε από το 1994  και με τις  προβλέψεις να δείχνουν αυξητικές τάσεις έως και τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, εύλογα γεννιέται το ερώτημα: «Μήπως βρισκόμαστε ακόμα μία φορά στο κατώφλι μιας νέας οικονομικής κρίσης μεγάλης διαρκείας;» Συνυπολογίζοντας και τις συνέπειες της πανδημίας στην οικονομία (2020-2022), αλλά και τα χρόνια της οικονομικής κρίσης  (2009-2018), καθώς και το γενικότερο κλίμα οικονομικής αστάθειας σε όλη την Ευρώπη, απόρροια γεωπολιτικών και λοιπών εξελίξεων, γίνεται ακόμα πιο εύλογο το ανωτέρω ερώτημα.

Ο πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας, επιτάχυνε πλήθος γεωπολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, ενώ παράλληλα ανέδειξε τρωτά σημεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί κρίσιμων θεμάτων, όπως την εξάρτηση της Ε.Ε. από το ρωσικό αέριο, την έλλειψη εναλλακτικών σχεδίων και πολιτικής για την κοινή προμήθεια ενέργειας, την έλλειψη κοινής στρατηγικής για την αντιμετώπιση μιας οικονομικής κρίσης που «χτυπά» την πόρτα σε πλήθος κρατών-μελών μέσω της ακρίβειας σε βασικά αγαθά, καθώς και την έλλειψη σχεδίου για την αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης επισιτιστικής, αλλά και μεταναστευτικής κρίσης. 

Με την τιμή της βενζίνης να «φλερτάρει» με το ποσό των 3 ευρώ / λίτρο, τις αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος να φτάνουν έως και το  80% και τις αυξήσεις σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο να φθάνουν το 172% και 65% αντίστοιχα, μπορεί να αναλογιστεί κανείς το μέγεθος του προβλήματος, καθώς οι τιμές αυτές επηρεάζουν άμεσα ένα πλήθος βασικών αγαθών.

Με τους μισθούς στα ίδια επίπεδα, η πλειοψηφία των  Ελλήνων βρίσκεται σε οικονομική ασφυξία. Τo 32,5% των νοικοκυριών χρωστάει στις εταιρείες ηλεκτρισμού, με πάνω από ένα εκατομμύριο ανεξόφλητους λογαριασμούς, που με μαθητική ακρίβεια θα οδηγήσουν σε διακοπές ρεύματος για πολλούς από τους συμπολίτες μας που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. To 50% των επιχειρήσεων έχει υποστεί μείωση τζίρου (ΕΛΣΤΑΤ), ενώ τα πράγματα είναι ακόμα πιο δυσοίωνα για αυτές που «χτυπήθηκαν» την περίοδο της πανδημίας 

Η κυβέρνηση δια στόματος Πρωθυπουργού, αλλά και κεντρικών στελεχών της «πανηγυρίζει» για την έξοδο της χώρας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, δηλώνοντας ότι η οικονομία βαίνει προς το καλύτερο, ότι η  χώρα μας περιλαμβάνεται σε αυτές με τα φθηνότερα τιμολόγια ρεύματος, χωρίς να αναφέρει ότι έχει και τους χαμηλότερους μισθούς. «Χρυσώνει» το χάπι αναφέροντας διά στόματος Άδωνι Γεωργιάδη ότι δεν έχουμε τα ακριβότερα καύσιμα στην Ε.Ε. «αν αφαιρέσουμε τους φόρους» και άλλες παρόμοιες δηλώσεις που δεν ανταποκρίνονται στην κατάσταση της πραγματικής οικονομίας.

Χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, ένωσαν τις δυνάμεις τους, διεκδίκησαν και εξασφάλισαν ειδική άδεια από την Ε.Ε. να διαχειρίζονται τις δικές τους τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς σύμφωνα με την Ε.Ε. έχουν σχετικά υψηλό μερίδιο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό τους μείγμα και πολύ λίγες διασυνδέσεις με άλλα μέρη του δικτύου της Ε.Ε., ενώ οι ίδιες χώρες έχουν ήδη επιβάλλει δωδεκάμηνο πλαφόν στις τιμές φυσικού αερίου σε εθνικό επίπεδο.

Στην Ελλάδα πληθαίνουν οι φωνές εντός και εκτός πολιτικού χώρου που ζητούν τη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης καυσίμων (ΕΦΚ), τη μείωση του ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης, με την κυβέρνηση να απαντά ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο, ενώ αναφέρει ότι θα ήταν επιζήμιες για την οικονομία και θα άρουν τη δυνατότητα της να μπορεί να επανέρχεται με έκτακτα μέτρα ανακούφισης όπως για παράδειγμα οι επιδοτήσεις για το ρεύμα (Power pass) και τη βενζίνη (fuel pass).

Κατ’ ουσία αυτό συμβαίνει αφενός γιατί ακόμα και μετά τη λήξη του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας (επίσημα λήγει στις 20 Αύγουστου), συνεχίζουμε να είμαστε υπό καθεστώς εποπτείας με αυστηρότατους δημοσιονομικούς στόχους και αφετέρου γιατί η κυβέρνηση έως τώρα αδυνατεί να επανέλθει με ένα πλήρες πλάνο ισοδύναμων μέτρων που αφενός δε θα εκτροχιάσει τη χώρα από τους δημοσιονομικούς στόχους, ενώ από την άλλη θα θέσει τις βάσεις για την στήριξη της πραγματικής οικονομίας τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα. Χωρίς ένα πλήρες πλάνο, τα έκτακτα μέτρα τύπου voucher, είναι σαν να προσπαθείς να σβήσεις πυρκαγιά στο δάσος ρίχνοντας νερό με το ποτήρι.

Καταρχάς απαιτείται δυναμική αξίωση εξαίρεσης από κάποια μέτρα που επιβάλλει η επιτήρηση και οι όροι της ΕΕ, αλλά και μεγαλύτερη ευελιξία, όταν μάλιστα η χώρα δοκίμασε το «αποτυχημένο φάρμακο» τα χρόνια της κρίσης, όπου οι αυστηρότατες δημοσιονομικές πολιτικές έφεραν τα αντίθετα αποτελέσματα, όπως παραδέχθηκε και το ΔΝΤ δια στόματος Paul Thomsen που έκανε λόγο “για «ατυχείς χειρισμούς», ομολογώντας ότι υποτίμησε “κατά πολύ τις επιπτώσεις που θα είχαν οι συνταγές του ΔΝΤ στην ελληνική οικονομία”. 

Περαιτέρω η αξίωση από την Ε.Ε. για την αποσύνδεση της τιμής του από αυτήν της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και της επιβολής πλαφόν στις τιμές φυσικού αερίου, έστω και με ημερομηνία λήξης, είναι υψίστης σημασίας. Η Γερμανία, δε μας κάνει εντύπωση, μαζί με την Ολλανδία, απορρίπτουν αυτή την παρέμβαση, καθώς όπως προφασίζονται, φοβούνται ότι οι προμηθευτές αερίου θα μπορούσαν να αναζητήσουν άλλους πελάτες, αν  η τιμή που θα ορίσουν αποδειχθεί πολύ χαμηλή. Επιχείρημα που φυσικά δε θα είχε βάση αν η Ε.Ε. είχε καταλήξει ήδη στους τρόπους για την κοινή προμήθεια φυσικού αερίου για όλα τα κράτη-μέλη.

Σε εθνικό επίπεδο, απαιτείται η λήψη άμεσων και ριζοσπαστικών μέτρων. Η κατάργηση της καταχρηστικής ρήτρας αναπροσαρμογής, για την οποία μάλιστα ήδη έχει κατατεθεί αγωγή από τον ΙΝΚΑ, είναι ενέργεια που θα έπρεπε ήδη να είχε δρομολογηθεί με κατάθεση σχετικού προς ψήφιση νομοσχεδίου. Απαραίτητη είναι και η μείωση του ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης, στην οποία έχουν ήδη προβεί 11 χώρες στην Ευρώπη, αλλά και η δημιουργία μιας ευρύτερης διαβαθμισμένης κλίμακας ΦΠΑ όπου σε αυτές με μεγάλο ποσοστό θα περιλαμβάνονται τα είδη πολυτελείας (σκάφη, πολυτελή αυτοκίνητα κλπ), ενώ για τα βασικά είδη θα πρέπει το πόσο να είναι το ελάχιστο δυνατό.

Άλλα μέτρα θα μπορούσαν να είναι η επιβολή έκτακτου φόρου αλληλεγγύης για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα στις εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας που με τη σειρά του θα επιδοτεί τις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες, εντατικότεροι έλεγχοι για φαινόμενα αισχροκέρδειας όχι μόνο στα πρατήρια, αλλά και σε βασικά αγαθά, καθώς και φοροελαφρύνσεις για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής. Από το πλάνο δε θα πρέπει να λείπει και η στήριξη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με μέτρα όπως 120 δόσεις για την επιστρεπτέα προκαταβολή, μείωση του μη μισθολογικού κόστους κλπ. Ο  ΕΦΚ, που ήρθε με το πρώτο μνημόνιο, μαζί με τους λοιπούς φόρους αποτελούν το μισό σχεδόν της τιμής που πληρώνουμε για καύσιμα. Η μείωση του έστω και έμμεσα δεν παύει να είναι μονόδρομος.

Επιπροσθέτως απαιτείται άμεση αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος που εξακολουθεί να βασίζεται στα δεδηλωμένα εισοδήματα της μικρομεσαίας τάξης (υπαλλήλων, ελεύθερων επαγγελματιών κλπ), έχοντας ακόμα σοβαρότατες ελλείψεις στην πάταξη της φοροδιαφυγής και της είσπραξης φόρων από έχοντες και κατέχοντες. Η εξέλιξη  και η αξιοποίηση του ψηφιακού κράτους ήταν ραγδαία σε επίπεδο ψηφιοποίησης, όμως θα πρέπει να αποτελέσει και βασικό εργαλείο για την εφαρμογή ενός δικαιότερου, αρτιότερου και πιο αξιοκρατικού φορολογικού συστήματος με περισσότερες φορολογικές βαθμίδες με βάση το προφίλ του κάθε φορολογούμενου, όπου σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη πάταξη της φοροδιαφυγής και την ορθή αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψής και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ)  θα δημιουργήσει τον πολυπόθητο δημοσιονομικό χώρο για τη θεσμοθέτηση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αλλά και για περισσότερες μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της πραγματικής οικονομίας, την εξασφάλιση βιώσιμων λύσεων, αλλά και αξιοβίωτου παρόντος και μέλλοντος για όλους τους συμπολίτες μας.

Οικολόγοι Πράσινοιτρόφιμαενέργειακαύσιμα