Απόψεις|03.10.2022 15:14

Το γαλατικό χωριό: Η ελληνική οικονομία δεν είναι εξαίρεση βαδίζει προς την ύφεση

Γιάννης Μπράχος

Αύξηση κατά 3,5 δισ. ευρώ εμφάνισε το πρώτο εξάμηνο του 2022 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και διαμορφώθηκε σε 10,8 δισ.€, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας. Η επιδείνωση αυτή οφείλεται στο έλλειμα του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών λόγω μεγαλύτερης αύξησης των εισαγωγών από εκείνη των εξαγωγών.

Το πρωτογενές έλλειμα στον κρατικό προϋπολογισμό αναμένεται το 2022 να περιορισθεί στο 2% του ΑΕΠ εξαρτώμενο από την ενεργειακή κρίση. Όμως η σημαντικότερη ένδειξη για το επίπεδο διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Οι χώρες με ισχυρό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχουν οικονομία εξαγωγική, δηλαδή διαθέτουν ισχυρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, αντίστοιχα οι χώρες με επίμονα συνεχή ελλείματα είναι χώρες με διαρθρωτικά προβλήματα και ανταγωνιστικά μειονεκτήματα.

Η Ελλάδα είναι χαρακτηριστική περίπτωση της δεύτερης κατηγορίας χωρών, καθώς όταν αυξάνεται  το ΑΕΠ παρατηρείται επιδείνωση του δείκτη ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών/ΑΕΠ, όπως το 2020 σε -6.6% και το 2021 σε -5.9% με σημαντικά πρωτογενή ελλείμματα στον προϋπολογισμό, παρόμοιο με το -6.5% του 2010. Συγκριτικά την τετραετία 2016-2019 ο μέσος όρος του αντίστοιχου δείκτη ετησίως ήταν πέριξ του 2% με χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης και πρωτογενή πλεονάσματα. 

Το συμπέρασμα από αυτά τα στοιχεία είναι ότι παρά τα τρία προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, τα οποία παρόλο που μείωσαν τους πραγματικούς μισθούς κατά 30% δεν κάλυψαν το ανταγωνιστικό έλλειμα της οικονομίας. Το έλλειμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι δομικό και όχι απλά πρόβλημα κόστους εργασίας. Η δομή της οικονομίας, με την κυριαρχία κλάδων μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, απέτρεψε την μείωση των τιμών παραγωγού παρά την μείωση των μισθών.

Ο δομικός μετασχηματισμός της οικονομίας υπερβαίνει τον πολιτικό χρόνο διακυβέρνησης. Καθώς προέχει η επανεκλογή του κυβερνώντος κόμματος επιλέγεται η αποπολιτικοποίηση της οικονομικής διαχείρισης εις βάρος της μεταρρύθμισης του παραγωγικού προτύπου.

Η αντιμετώπιση των σημερινών διαδοχικών κρίσεων επιβάλλει την επαναπολιτικοποίηση της οικονομικής διαχείρισης, με στόχο την αλλαγή της παραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας, ώστε να περιορισθεί το έλλειμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όσο δεν ανοίγει δημόσια η συζήτηση για την δομή της ελληνικής οικονομίας, τόσο οι κυβερνήσεις θα προβάλλουν επιλεκτικά «δείκτες επιτυχίας», συντηρώντας την οικονομική δυσπραγία για την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών.

Το επόμενο διάστημα, η ύφεση στην ευρωζώνη θα επιδεινώσει την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, καθώς θα οδηγήσει σε περαιτέρω συμπίεση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.

Η ΕΚΤ αναγκαστικά προχώρησε στην μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων από την έναρξη της νομισματικής ένωσης, αυξάνοντας μετριοπαθώς και τα τρία βασικά επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης, ενώ η ισοτιμία €/$ κυμαίνεται πέριξ του 0.96, όταν το φθινόπωρο του 2021 κυμαινόταν στο 1.16 και με την έναρξη της ουκρανικής κρίσης στο 1.12. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ η αύξηση των επιτοκίων δεν θα καθορίσει την πορεία της ύφεσης στην ευρωζώνη, θα επηρεάσει όμως τα επιτόκια δανεισμού ιδιαίτερα σε υπερχρεωμένες χώρες και επιχειρήσεις. Τα επιτόκια στην πραγματικότητα αντιδρούν στο επίπεδο των τιμών και αυτό συναρτάται και με την ανταγωνιστική θέση κάθε χώρας. 

Σε αυτό το δυσμενές ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον η κυβέρνηση παρουσιάζει εξωραϊσμένη την κατάσταση της οικονομίας, εν μέσω προεκλογικού χρόνου, με υποσημειώσεις πραγματισμού, ώστε να προβάλλει ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη. Στην πραγματικότητα η οικονομία ούτε αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς, ούτε καταρρέει, όμως αυτό που δείχνουν τα στοιχεία είναι στασιμότητα.

Το επικοινωνιακό αφήγημα υποστηρίζει, ότι η αύξηση του ΑΕΠ, οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών και μάλιστα καινοτόμων προϊόντων, την ώρα που το εμπορικό έλλειμμα εκτινάχθηκε τον Ιούλιο του 2022 στα 14.7 από 6.44 δισ.€ σημειώνοντας αύξηση 77.9%.

Ενώ, η Ευρώπη εισέρχεται σε ύφεση, η εκτιμώμενη αύξηση του ΑΕΠ 2.1% το 2023 είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο σενάριο, ακόμα και αν συνεχισθεί η ρήτρα διαφυγής. Η αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να επιτευχθεί μόνο με εκτροχιασμό στο πρωτογενές έλλειμα του προϋπολογισμού. 

Εν μέσω ενεργειακής και γεωπολιτικής αστάθειας, η τρέχουσα οικονομική πολιτική υπονομεύει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η υπερπροβολή του κινδύνου γεωπολιτικής σύγκρουσης με την Τουρκία μπορεί να συσπειρώνει το κομματικό ακροατήριο, αλλά υπονομεύει τις επενδύσεις και τον τουρισμό.

Η επερχόμενη ύφεση στην ευρωπαϊκή οικονομία καθιστά αναγκαία την άμεση ενίσχυση καινοτόμων επενδύσεων στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή, ώστε να υποκατασταθούν κατά το δυνατόν οι εισαγωγές και να τονωθούν οι εξαγωγές διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών.

Ο «εκδημοκρατισμός» της οικονομικής πολιτικής με έμφαση στην αντιμετώπιση των ανισοτήτων, όχι μέσω επιδομάτων, αλλά με στήριξη δημοσίων και ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων, θα επανέφερε σε πρώτο πλάνο την πολιτική στην οικονομία.

Η εικόνα της Ελλάδας ως αυτόνομο γαλατικό χωριό με ανάπτυξη εν μέσω ευρωπαϊκής ύφεσης και άνθηση επενδύσεων είναι προεκλογικό αφήγημα. Το γαλατικό χωριό μπορεί να κάνει την έκπληξη μόνο με διαφορετική οικονομική πολιτική αναδιάρθρωσης του παραγωγικού μοντέλου.

Η χώρα χρειάζεται αναπροσανατολισμό των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων σε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, την εφαρμογή δίκαιου, απλοποιημένου και σταθερού φορολογικού συστήματος και τις μεταρρυθμίσεις για ταχύτατη απονομή της δικαιοσύνης. Η ανάδειξη νέου παραγωγικού υποδείγματος είναι το μαγικό φίλτρο του γαλατικού χωριού.

συναλλαγέςΑΕΠΕνεργειακή κρίσηειδήσεις τώραΤαμείο Ανάκαμψηςέλλειμμα