Απόψεις|20.02.2019 14:25

Αδύνατη η ανάπτυξη µε κόκκινα δάνεια

Μάκης Αποστόλου

Σε πρόσφατη κουβέντα που είχαµε µε µέλη του διοικητικού συµβουλίου του Βιοτεχνικού Επιµελητηρίου Αθηνών (ΒΕΑ) επιβεβαιώθηκε ότι και στο µικρό επιχειρείν ο µεγαλύτερος «βραχνάς» των επιχειρήσεων -εκτός από τα µεγάλα φορολογικά και ασφαλιστικά βάρη- παραµένουν τα κόκκινα δάνεια και γενικότερα τα προβλήµατα τα οποία εξακολουθεί να αντιµετωπίζει ο εγχώριος χρηµατοπιστωτικός τοµέας.

Για τον λόγο αυτόν δροµολογείται άµεση συνάντηση της διοίκησης του Επιµελητηρίου µε την Ελληνική Ενωση Τραπεζών, βάζοντας δύο βασικά ζητήµατα στο τραπέζι:

  • την προστασία όσων µικροµεσαίων επιχειρηµατιών και ελεύθερων επαγγελµατιών έχουν ενεχυριάσει το σπίτι τους για τη λήψη τραπεζικού δανείου προκειµένου να χρηµατοδοτήσουν τις ανάγκες της επιχείρησής τους και
  • τον διαχωρισµό του ΑΦΜ της επιχείρησης από το ΑΦΜ του επιχειρηµατία. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στον νέο νόµο που βρίσκεται υπό διαµόρφωση για τα κόκκινα δάνεια και την προστασία της πρώτης κατοικίας των δανειοληπτών, το Επιµελητήριο -το οποίο αριθµεί περί τα 45.000 µέλη- έχει ζητήσει από το οικονοµικό επιτελείο να ληφθεί ειδική µέριµνα για όσους επιχειρηµατίες έχουν ενεχυριάσει το σπίτι τους για τη λήψη δανείου για την εξασφάλιση της βιωσιµότητας της επιχείρησής τους.

Ακόµη, το ΒΕΑ θα προτείνει νέα νοµοθετική ρύθµιση µε την οποία θα γίνεται διαχωρισµός του ΑΦΜ της επιχείρησης από το ΑΦΜ του φυσικού προσώπου-επιχειρηµατία, ώστε η δυσµενής κατάσταση της επιχείρησης να µην παρασύρει και τις οικογένειες των επιχειρηµατιών. Η εξεύρεση της καλύτερης δυνατής λύσης στο θέµα των κόκκινων δανείων -τα οποία ανέρχονται σε περίπου 85 δισ. ευρώ- εκτιµάται ότι θα δώσει ουσιαστική ώθηση στην ελληνική οικονοµία, προσδοκώντας πολύ υψηλότερους ρυθµούς από τα επίπεδα του 2% και πιο συγκεκριµένα ανάπτυξη άνω του 4%, νούµερα απαραίτητα για να είναι βιώσιµη η πορεία της χώρας µας και µετά το 2022.

Μέχρι τότε, σύµφωνα και µε την PwC, η εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους δεν θα έχει ουσιαστικό πρόβληµα, ακόµη και χωρίς την πρόσβαση της χώρας στις αγορές, καθώς θα ψάχνουµε περί το 1,5 δισ. ευρώ ετησίως.

Στο διάστηµα ωστόσο από το 2022 µέχρι το 2028 θα χρειαστεί να αποπληρώσουµε δόσεις συνολικού ύψους 75 δισ. ευρώ, ήτοι θα πρέπει να βρίσκουµε 11-15 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση από τις αγορές.

Με δεδοµένες τις ανάγκες αυτές, θα πρέπει, πρώτον, να µειώσουµε δραστικά το κόστος κεφαλαίου και, δεύτερον, να αντιµετωπιστεί το θέµα των προβληµατικών δανείων, ώστε να αρχίσει να µπαίνει «φρέσκο» χρήµα στην πραγµατική οικονοµία. Και βέβαια, σε όλο αυτό το διάστηµα η Ελλάδα πρέπει να έχει παρουσία στις διεθνείς αγορές, διεκδικώντας συνεχώς χαµηλότερα επιτόκια δανεισµού ώστε την κρίσιµη στιγµή να µπορεί να δανειστεί σε... βιώσιµα επίπεδα.

κόκκινα δάνειαΕΒΕΑχρέος