Απόψεις|30.11.2022 14:00

Τα κόκκινα δάνεια απειλούν την κοινωνική συνοχή

Γιάννης Μπράχος

Αναμφισβήτητα η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει ισχυρό τραπεζικό τομέα, ενώ η εξυγίανση του κλάδου συμβάλλει στη βελτίωση της απόδοσης του τραπεζικού τομέα. Ο τραπεζικός κλάδος ως συνδετικός κρίκος της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, βρέθηκε στην καρδιά της κρίσης χρέους του 2010. Σήμερα η αβεβαιότητα για τον πληθωρισμό, τη νομισματική πολιτική, τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, τον κίνδυνο απότομης ανατιμολο?γησης των περιουσιακών στοιχείων, την γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση, επιβάλλει αφενός την θωράκιση του τραπεζικού τομέα και αφετέρου την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

Παρά ταύτα, οι τράπεζες ενώ συναγωνίζονται σε διθυράμβους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ακολουθούν πολιτική επιτοκίων οιονεί συνθηκών πιστωτικής στασιμότητας και αβεβαιότητας στην οικονομία και στις επιχειρήσεις. Τούτων λεχθέντων, υπενθυμίζεται η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος από τους φορολογούμενους.

Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες με κεφαλαιοποίηση 11,26 δισ.€ έχουν ενισχυθεί από το κράτος, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, με ποσό άνω των 110 δισ.€ (3 ανακεφαλαιοποιήσεις-αναβαλλόμενος φόρος-Ηρακλής), συμβάλλοντας στο δημόσιο χρέος των 393,5 δισ.€. Η πολιτική στήριξης των τραπεζών οδήγησε σε καθαρά κέρδη 2,5 δισ.€ των τραπεζών, το εννεάμηνο του 2022. Τα δε κέρδη των τραπεζών συνδέονται με τα υψηλά bonus των τραπεζικών στελεχών, τα οποία θα ενδιέφερε την κοινή γνώμη να δημοσιοποιηθούν.

Σήμερα συντελείται νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με χρήματα των πολιτών:

  • Με την διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων στο 0,04% (πληθωρισμός 10%).
  • Με την σταθερή αύξηση των προμηθειών χρήσης καρτών και των επιτοκίων χορηγήσεων.
  • Με την πιστωτική επέκταση (νέα δάνεια) χωρίς προβλέψεις.
  • Με τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.
  • Με τη διαχείριση του «Ταμείου Εγγύησης Επιχειρήσεων COVID-19» και των κονδυλίων του «Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».

Η κυβέρνηση έχει διαμορφώσει θεσμικό πλαίσιο προστασίας των τραπεζών, όμως απουσιάζει η προστασία της πρώτης κατοικίας ευάλωτων νοικοκυριών, ενώ αποδυναμώνει το σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Η κυβέρνηση υιοθέτησε τον πτωχευτικό νόμο 4738/2020 και με το νόμο 4972/2022 το ΤΕΚΕ (οργανισμός για την προστασία των καταθέσεων και μέρος του διχτυού ασφάλειας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας) επέστρεψε στις τράπεζες 2.5 δισ.€, τα οποία προορίζονταν για την προστασία των καταθετών.

Η κυβέρνηση νομοθέτησε την ασυλία τραπεζικών στελεχών, ώστε να προχωρήσουν οι διαγραφές χρεών σε δάνεια χαμηλής ή μηδενικής εξασφάλισης, ενώ διευκολύνεται η χορήγηση νέων δανείων, χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις και προβλέψεις.

Η αδύναμη κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών δεν έχουν βελτιωθεί, παρά τις ενισχύσεις, με τα επιτόκια δανείων στην Ελλάδα παραμένουν μακρά τα υψηλότερα στην ευρωζώνη. Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα επιτόκια στεγαστικών δανείων: Ελλάδα 3.5%, Πορτογαλία 1.9%, Ιταλία 1.85%, Γαλλία 1.63%, μέσος όρος ευρωζώνης 2.2%.

Οι κυβερνητικές προτροπές στις τράπεζες για μέτρα προστασίας των δανειοληπτών, «μυρίζει» προσυνεννόηση κυβέρνησης-τραπεζών, προκειμένου να ανακοινωθούν περιορισμένα μέτρα προεκλογικού χαρακτήρα, με την επιδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό ευάλωτων δανειοληπτών, ώστε να προστατευθούν τα κέρδη των τραπεζών.

Η πιστωτική επέκταση στηρίχθηκε στις εγγυήσεις που δόθηκαν λόγω πανδημίας, μέσω του προγράμματος του «Ταμείου Εγγύησης Επιχειρήσεων COVID-19» και του «Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», προσφέροντας σημαντικά έσοδα στις τράπεζες. Όμως, τα νέα δάνεια πρέπει να χορηγούνται με τις αναγκαίες προβλέψεις στον ισολογισμό για νέα κόκκινα δάνεια και με τήρηση ισότιμης πρόσβασης στις μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις.

Στο διάστημα Μαρτίου 2020-Δεκεμβρίου 2021, η αύξηση των καταθέσεων κατά 38 δισ.€, λόγω της κρατικής στήριξης την περίοδο πανδημίας (με νέο δανεισμό), αύξησε την κερδοφορία των τραπεζών, οι οποίες προτίμησαν τα επιτόκια καταθέσεων της ΕΚΤ, αντί να ενισχυθεί η ρευστότητα στην οικονομία.

Σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η αποκλιμάκωση του αποθέματος Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) στις τράπεζες  είναι ιδιαιτέρα σημαντική (Ιούνιος 2022: 10,1%), παρότι το ποσοστό? παραμένει πολλαπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2022: 1,8%).

Η μεταφορά? όμως των κόκκινων δανείων εκτός τραπεζικού? τομέα δεν σημαίνει εξάλειψη του χρέους από? την οικονομία. Το χρέος παραμένει, αλλά το διαχειρίζονται οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ).

Τον Ιούνιο του 2022, τα συνολικά ανοίγματα που διαχειρίζονται οι ΕΔΑΔΠ είναι 92,7 δισ.€, χωρίς τους μη λογιστικοποιημένους τόκους και διαγραφές. Το πρώτο εξάμηνο του 2022, παρουσιάστηκε αύξηση των αποπληρωμών, ρευστοποιήσεων εξασφαλίσεων και διαγραφών των ανοιγμάτων που διαχειρίζονται οι ΕΔΑΔΠ, για τις Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις.

Το διάστημα 2019-Ιούνιο 2022 πωληθήκαν στη δευτερογενή αγορά δάνεια συνολικής αξίας 1,15 δισ.€, (εν μέρει με χρηματοδότηση από τις τράπεζες κατά το πρότυπο «Πάτση»;), σε Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, με τον δανειολήπτη να μην γνωρίζει τον κάτοχο του δανείου του και ποιο τίμημα έχει καταβάλει.

Παρά ταύτα, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών είναι χαμηλή, καθώς τον Ιούνιο του 2022, οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενές φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) ανέρχονταν σε 14 δισ.€, δηλαδή το 58% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων.

Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) 2,2 δισ.€ το 2022, προστέθηκαν στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, αντιπροσωπεύοντας το 9% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων.

Στο πλαίσιο αυτό, η παρέμβαση υπέρ των πολιτών προϋποθέτει την άρση της ασυλίας των τραπεζιτών, την νομοθέτηση της ενημέρωσης του δανειολήπτη ΜΕΔ για τον κάτοχο του δανείου του και τον servicer, με δικαίωμα προαίρεσης του δανειολήπτη στο δάνειο του σε τιμή ανώτερη μεν της πώλησης από την τράπεζα, με μικρό όμως περιθώριο κέρδους του νέου κατόχου του δανείου.

Τα τραπεζικά κέρδη οφείλουν να επιστρέψουν στον προϋπολογισμό με αποπληρωμή μέρους του οφειλόμενου αναβαλλομένου φόρου, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών.

Η ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους θα επιτευχθεί με την ενίσχυση της εποπτείας και της διαφάνειας των τραπεζών και της δευτερογενούς αγοράς, αποκαθιστώντας τον ανταγωνισμό στον τραπεζικό κλάδο, ώστε να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η πολιτική οφείλει να απαντήσει στην πρόκληση της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής, όχι ο Άρειος Πάγος.

δανειολήπτεςκόκκινα δάνειατράπεζεςδάνειαεπιχειρηματικά δάνειαειδήσεις τώρα