1.Εισαγωγή
Τον Σεπτέμβρη του 1970, μεσούσης της Χούντας, εκεί, στον απότομο ερχομό του φθινοπώρου, η Κέρκυρα συγκλονίστηκε από ένα αποτρόπαιο για την εποχή νέο. Ένα παληκάρι της, 22 χρονών, ο Κώστας Γεωργάκης, που σπούδαζε στη Γένοβα της Ιταλίας, είχε αυτοπυρποληθεί στο κέντρο της πόλης, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την ανελευθερία της στρατιωτικής Χούντας.
Δεν θυμάμαι, μαθήτρια τότε, τα ακριβή γεγονότα. Άλλωστε, λόγω της δικτατορίας, ελάχιστα αληθινά στοιχεία έφταναν στ’ αυτιά μας. Και αυτά κρυφά, ψιθυριστά, ενέχοντας πολλούς κινδύνους. Θυμάμαι όμως που συναντούσα τον πάντα θλιμένο πατέρα του, και εκείνην, την μαυροντυμένη μάνα του, με τα μαύρα γυαλιά. Σιγοψιθυριζόταν οτι της είχαν χυθεί τα μάτια από το πολύ κλάμα! Η ιατρική διατύπωση είναι οτι είχε πάθει αποκόλληση αμφιβληστροειδούς χιτώνα, για τον ίδιο λόγο...
Η σκηνή του αυτοπυρπολημένου νέου με κυνηγούσε ακατάπαυστα, και επηρέασε βαθιά την όποια στάση όλων μας απέναντι στην Χούντα. Πολύ μετά την Μεταπολίτευση έτυχε να διοριστώ στο ίδιο Γυμνάσιο (Καστελλάνων Μέσης Κερκύρας) που υπηρετούσε η αδελφή του Κώστα Γεωργάκη, η Κατερίνα. Μια ζεστή και πονεμένη προσωπικότητα, με μόρφωση και μεγάλη αξιοπρέπεια. Ένιωθα τον εσωτερικό πόνο της, αλλά δεν τολμούσα τότε να μιλήσω γι’ αυτόν...
Φέτος, το καλοκαίρι, μετά από πολλά χρόνια που μεσολάβησαν, την αναζήτησα για να μου δώσει ορισμένα στοιχεία για τη ζωή του αδελφού της, γνωρίζοντας την στενή, σχεδόν ταυτοτική σχέση που είχε με τον περίπου συνομίληκο Κώστα. Η Κατερίνα, που ετοιμάζει την έκδοση βιβλίου με όλα τα βιογραφικά δεδομένα του αδελφού της, μου μιλούσε ήσυχα και γλυκά γι’ αυτόν, σε μια πλημμύρα αναμνήσεων και συναισθημάτων, σαν να μην έχει φύγει ποτέ από κοντά της. Τα στοιχεία αυτά παραθέτω σε τούτο το άρθρο ηθικού χρέους και τιμής, με την υποσημείωση οτι προέρχονται από το πιο κοντινό του πρόσωπο, με το οποίο μεγάλωσαν μαζί. Και τα παραθέτω με σεβασμό και συγκίνηση, επειδή η ξεχασμένη μνήμη των λαών έχει σαν αποτέλεσμα να μην υπάρχει μέλλον.
2. Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια
Ο Κώστας γεννήθηκε στην Κέρκυρα, κατακαλόκαιρο του 1948. Ήταν ένα ζωηρό και χαρούμενο παιδί, γεμάτο ευαισθησίες, που τις μοιραζόταν στενά με την Κατερίνα. Ο πατέρας τους, κύριος Σπύρος, που δεν τον είχε αφήσει ο δικός του πατέρας να πάει στο Σχολαρχείο, γράφτηκε σε αυτό αργότερα, κρυφά απ’ τους γονείς του, ενώ μετέπειτα άνοιξε εμποροραφείο στην Οβριακή. Διάβαζε πολύ, έμαθε ξένες γλώσσες και μετέδωσε πολλές γνώσεις στα παιδιά του. Λόγου χάρη. όταν αυτά έγιναν περίπου 7 ετών, τα πήγε στην Αθήνα, στην Ακρόπολη, και μετά στην Πνύκα, όπου τους μίλησε συγκινημένος για τον τόπο της Δημοκρατίας. Εξάλλου, τα μεσημέρια τους αφηγείτο τις ιστορίες της Οδύσσειας, εξάπτοντας τόσο την παιδική τους φαντασία, ώστε εκείνα, τυλιγμένα με σεντόνια και υφάσματα, αναζητούσαν ή και παρίσταναν τους Λαιστρηγόνες και τους Κύκλωπες...
Κατά τον ίδιο τρόπο, άκουγαν με προσήλωση από τον πατέρα τους τούς Μύθους του Αισώπου, ή άλλες αφηγήσεις της ελληνικής μυθολογίας. Μια φορά τα δυο παιδιά θέλησαν να παραστήσουν τον Δαίδαλο και τον Ίκαρο, και να πετάξουν, με αποτέλεσμα να πέσουν και να γεμίσουν γρατσουνιές ή καρούμπαλα. Ή, προσωποποιώντας το ποίημα «Ο βράχος και το κύμα» του Βαλαωρίτη, ο Κώστας αναπαρίστανε τον βράχο και η Κατερίνα το κύμα...
Αργότερα, στην εφηβεία, η Κατερίνα ανακάλυψε τον Καβάφη, και μύησε τον αδερφό της στα μυστικά του. Έμειναν, μάλιστα και κάποιες ενοχές στην ίδια, καθώς αργότερα η προφητική εκείνη φράση του Κώστα «Ήρθε η ώρα να πω το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι», βασιζόταν ακριβώς στο ποίημα εκείνο, της μεγάλης άρνησης, του Αλεξανδρινού ποιητή, Che fece …il gran rifiuto.
Ο Κώστας, μεγαλώνοντας στην Κέρκυρα, ήταν πολύ καλός μαθητής, με ανήσυχο πνεύμα και γεμάτος ενδιαφέροντα. Έμαθε θεωρία Μουσικής στη Φυλαρμονική ‘Μάντζαρος’, ξένες γλώσσες, κιθάρα, ντραμς, και αργότερα έφτιαξε το μουσικό συγκρότημα Greens. Επίσης, με την υποστήριξη καθηγητή του Σκαφιδά, εξέδιδε εφημερίδα, η οποία μετέπειτα εξελίχτηκε στο περιοδικό «Λογοτεχνικοί Ορίζοντες». Στο περιοδικό αυτό κατέγραφε, μαζί με άλλους, τους πρώτους του λογοτεχνικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς. Όταν, όμως, η Χούντα θέλησε να το λογοκρίνει, η ομάδα του περιοδικού δεν το δέχτηκε, και αποφάσισαν να το κλείσουν.
3. Η αντιστασιακή δράση και τα φοιτητικά χρόνια
Αμέσως μετά την επιβολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, ο Κώστας Γεωργάκης, μαζί με μια ομάδα νέων, έφτιαξαν με γομολάστιχα προκηρύξεις εναντίον της δικτατορίας, τις οποίες πέταξαν κρυφά στο Παλαιό Φρούριο, όπου τότε ήταν οι στρατιώτες. Συχνά, εξέφραζε την κριτική του, μη συμβιβαζόμενος με το πολιτικό καθεστώς που παρεμπόδιζε την ελευθερία. Έλεγε, χαρακτηριστικά, στον πατέρα του: «Δέκα εκατομμύρια Έλληνες, και δεν κάνετε τίποτα, αλλά αφήνετε μια χούφτα Ελλήνων να στερούν την ελευθερία!». «Τι μπορώ να κάνω εγώ, ένας ράφτης!», απαντούσε ο πατέρας του.
Οι πολιτικές αντιδράσεις του Κώστα, όμως, που ολοένα και δυνάμωναν, είχαν ανησυχήσει τον πατέρα του, ο οποίος φοβόταν για την ζωή του γιού του. Έτσι, δεν συμφώνησε με την επιθυμία του Κώστα να φύγει για σπουδές στην Αθήνα, φοβούμενος οτι εκεί, όπου υπήρχε ήδη έντονη αντιχουντική δραστηριότητα, ο νέος θα εμπλέκετο χειρότερα και θα κινδύνευε. Και, ο κυρ-Σπύρος, πήρε την βαθιά, μοιραία ίσως, απόφαση, να τον στείλει να σπουδάσει στη Γένοβα, που όμως ως τραγική σύμπτωση, θα καθόριζε δραματικά τη ζωή του παιδιού του.
Ως εκ τούτου, το καλοκαίρι του 1967, έφυγαν, ο μπαμπάς και ο Κώστας υπό τη συνοδεία της Κατερίνας - που την ήθελε πάντα κοντά του για την Ιταλία. Και μετά από ένα μεγάλο ταξίδι καραβιού (Πρίντεζι) και τρένου, έφτασαν στη Γένοβα. Σκοπός του πατέρα ήταν να απομακρυνθεί ο μαχητικός νέος από τα γεγονότα στην Ελλάδα. Η Γένοβα, όμως, τότε είχε αναπτύξει πολιτικές οργανώσεις και αντιχουντικά κινήματα....
Ο Κώστας, γράφτηκε στη σχολή των Μηχανικών, αλλά μετέφερε στη συνέχεια τις σπουδές του στην Γεωλογία. Εργάστηκε για κάποιες ώρες στην ελληνική πρεσβεία. Παράλληλα, όμως, συνεργάστηκε με τις οργανώσεις κατά της Χούντας, διαδραματίζοντας έναν ουσιαστικό ρόλο. Ο ίδιος ήταν μέλος της ΕΔΗΝ, της Νεολαίας της Ενώσεως Κέντρου, αλλά επικοινωνούσε με τον Ανδρέα Παπανδρέου, το ΠΑΚ Ιταλίας και με άλλους αντιστασιακούς. Η συνεργασία, γινόταν, ωστόσο, με απόλυτα κρυφούς και συνομωτικούς όρους, ακόμη και με την αδελφή του, καθώς οι χαφιέδες παραμόνευαν παντού, και η χούντα ήταν αμείλικτη στις τιμωρίες όσων διαφωνούσαν με το πολιτικό καθεστώς της.
Στη Γένοβα ο Κώστας Γεωργάκης συγκρούεται ανοιχτά με τους «φοιτητές» που είχε σκόπιμα εμφυτεύσει η χούντα στα ιταλικά πανεπιστήμια, και οι οποίοι είχαν φτιάξει τη δική τους οργάνωση, την «Λέγκα». Η αποκάλυψη ή η προδοσία της ταυτότητάς του έγινε με αφορμή την συνέντευξη που έδωσε, ανώνυμα, κατά της δράσης της Χούντας. Η συνέντευξη δόθηκε στον Ντομένικο Γκράσι και στη Μαρία Γκράτσια Λίτσο στο περιοδικό «SiglaΑ», στις 26 Ιουνίου 1970, με την διαβεβαίωση οτι δεν θα αποκαλυφθεί η ταυτότητά του.
Ο Γεωργάκης αποκαλύπτει με συγκεκριμένα στοιχεία, οτι η Χούντα των Αθηνών έχει διεισδύσει με ανθρώπους της και έχει διαβρώσει τις ελληνικές φοιτητικές οργανώσεις στην Ιταλία. Επίσης, αποκαλύπτει τα μεγάλα χρηματικά ποσά που έπαιρναν οι πληροφοριοδότες του φασιστικού καθεστώτος από το ελληνικό προξενείο στην Ιταλία. Η ταυτότητά του, όμως, αποκαλύφτηκε και από την κερκυραϊκή προφορά του, καθώς ήταν γνωστός και ως Κερκυραίος που σπούδαζε στη Γένοβα. Την προδοσία ακολούθησαν οι «κλήσεις» του από την ιταλική Ασφάλεια.
Ο Κώστας Γεωργάκης γνώριζε, πλέον, οτι τον παρακολουθούσαν συστηματικά. Εξάλλου, είχαν αρχίσει ήδη να καλούν στην Αστυνομία της Κέρκυρας και τα μέλη της οικογένειάς του, κάτι που προβλημάτισε πολύ τον ίδιο, επειδή δεν ήθελε να τους εμπλέξει. Οι συνθήκες σχημάτιζαν γύρω του έναν ασφυκτικό κλοιό. Η ιταλική Αστυνομία τον πίεζε βασανιστικά. Μέθοδός της ήταν το ξύλο. Την τελευταία φορά του είχαν ρίξει τόσο ξύλο, που σώθηκε παρά τρίχα.
Ως συνέπεια της αντιδικτατορικής του δράσης του πήραν το διαβατήριο, διακόπηκε το έμβασμα σπουδών του και επίσης η αναβολή της στρατιωτικής του θητείας, Η επικοινωνία με τους δικούς του ήταν δύσκολη, και πάντα λογοκριμένη. Ο Κώστας Γεωργάκης πιεζόταν αφάνταστα. Την ίδια περίοδο ο πατέρας του του έστειλε ένα γράμμα, στο οποίο τον ενημέρωνε για το γεγονός οτι η Αστυνομία στην Κέρκυρα τους καλούσε συστηματικά και τους απειλούσε. Ο κυρ-Σπύρος έστειλε αυτό το γράμμα για να τον συνετίσει. Ίσως, όμως, δεν έπρεπε καν να το στείλει, γιατί αυτό τον επιβάρυνε ιδιαίτερα, καθώς ένιωθε οτι, εκτός από τον ίδιο, απειλούνται ή κινδυνεύουν οι οικείοι του για τις δικές του επιλογές.
4. Η αυτοπυρπόληση
Ο Κώστας Γεωργάκης ήταν μόλις 22 χρονών. Ήταν όμορφος, αρεστός στα κορίτσια και αγαπούσε τη ζωή. Από άποψη σπουδών βρισκόταν ήδη στο τρίτο έτος, και είχε περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου εξαμήνου. Δεν είχε λόγο να πεθάνει. Ως ένδειξη διαμαρτυρίας, όμως, για τον ασφυκτικό περιορισμό της ελευθερίας, επέλεξε μια αυτοθυσιαστική πράξη. Λίγο πριν, έγραψε ένα γράμμα στον πατέρα του, όπου ανέφερε εκείνη την απλή αλλά συγκλονιστική του φράση: «Ο γιος σου δεν είναι ήρωας, είναι ένας άνθρωπος σαν τους άλλους, ίσως μάλιστα να φοβάμαι και λίγο περισσότερο… Φίλα τη γη μας για μένα».
Είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση. Εκείνη τη νύχτα χάρισε στο κορίτσι του τη Ροζάνα το μπουφάν του, και βγήκε έξω, στο σκοτάδι. Με το μικρό του αμάξι έφτασε στις 3.30 τα χαράματα, ξημερώνοντας η 19η Σεπτεμβρίου 1970, στην Πλατεία «Ματεότι» της Γένοβας.
Κρατώντας τρία μπιτόνια γεμάτα βενζίνη, κατευθύνθηκε προς τα σκαλιά του Παλάτσο Ντουκάλε, στο οποίο στεγάζονταν τότε τα δικαστήρια της πόλης. Άνοιξε τα μπουκάλια και πότισε με τη βενζίνη τα ρούχα του. Ύστερα άναψε ένα σπίρτο...
Και έγινε δάδα, που φώτισε την άγρια νύχτα. Αυτόπτες μάρτυρες εκείνη τη στιγμή στην πλατεία ήταν μόνο μια ομάδα οδοκαθαριστών, που έσπευσαν προς το μέρος του. Η φωτιά τύλιξε αμέσως το σώμα του, αλλά ο ίδιος μέσα απ’ τις φλόγες φώναζε: «Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα». Οι οδοκαθαριστές που έτρεξαν κοντά του, βρήκαν τα παπούτσια του να βγάζουν καπνούς... Την άλλη μέρα, το μεσημέρι, στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε, άφησε την τελευταία του πνοή.
Τα άγρια χαράματα της ίδιας νύχτας, λίγο πριν φέξει, έγινε ένα τηλεφώνημα στο σπίτι του στην Κέρκυρα, στο οποίο απάντησε η αδελφή του Κατερίνα. Κάποιος ειδοποίησε οτι ο Κώστας είχε δήθεν ένα αυτοκινητικό ατύχημα, και ήταν τραυματισμένος. Ο πατέρας, αλαφιασμένος, ετοιμάστηκε αμέσως, και πρόλαβε το πρώτο πλοίο. Καθ’ οδόν στο μακρύ ταξίδι έμαθε το θάνατο του γιου του, που είχε συμβεί λίγες ώρες πριν φτάσει εκεί. Δεν τον πρόλαβε ζωντανό. Τον είδε νεκρό. Για την ακρίβεια είδε ό,τι έμεινε από αυτόν...
Κι εκεί, στο μεγάλο νεκροταφείο της Γένοβας, οι φίλοι του έθεσαν τη σορό του σε λαϊκό προσκύνημα. Έκτοτε, στο μέρος της θυσίας του, στην κεντρική πλατεία Ματεότι της Γένοβα, υπάρχει αφιερωμένη στη μνήμη του μια μαρμάρινη στήλη με την ιταλική επιγραφή: «Στον νεαρό Έλληνα Κωνσταντίνο Γεωργάκη που θυσίασε τα 22 χρόνια του για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία της πατρίδας του. Όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι σκιρτούν μπροστά στην ηρωική του χειρονομία. Η Ελεύθερη Ελλάδα θα τον θυμάται για πάντα. 19 Σεπτεμβρίου 1970».
5. Η επίδραση που άσκησε η αυτοθυσιαστική του πράξη
Η είδηση της αυτοπυρπόλησης ως ένδειξη διαμαρτυρίας στο τυραννικό καθεστώς, έγινε γνωστή αμέσως στην Ελλάδα, καθώς δύο ιταλικές εφημερίδες πρόλαβαν και εκδόθηκαν το ίδιο πρωί που διεπράχθη η ενέργεια αυτή. Η Χούντα, όμως, φοβούμενη την έκρηξη της λαϊκής οργής, απέκρυψε κι αποσιώπησε πλήρως το τραγικό περιστατικό. Έτσι, η σορός του νέου παρέμεινε στον νεκροθάλαμο του νοσοκομείου της Γένοβα επί μακρόν, φυλαττόμενη με βάρδιες από φοιτητές και συναγωνιστές του, για τον φόβο της κλοπής της.
Η μεταφορά της σορού στην Κέρκυρα επιτράπηκε, εν τέλει, μετά από καθυστέρηση τεσσάρων μηνών. Το άψυχο σώμα του νέου μεταφέρθηκε, κρυφά, με το πλοίο «Αστυπάλαια», τον Ιανουάριο του 1971. Οι οικείοι του πήγαν στο τελωνείο και παρέλαβαν το «πακέτο». Σε όλη τη διαδρομή, από το τελωνείο, υπήρχαν αστυφύλακες με πολιτικά, που επιτηρούσαν την πορεία... Στην κηδεία, ύστερα, οι αγαπημένοι φίλοι υποβάσταζαν το φέρετρό του. Το πρόσωπό του είχε μείνει άθικτο απ’ τη φωτιά. Τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Κερκύρας, στη Γαρίτσα, σκεπασμένος από τα δάκρυα των ανθρώπων του.
Η Κ.Σ του «Ρήγα Φεραίου», την 19η Σεπτεμβρίου 1970 εξέδωσε την εξής ανακοίνωση: «Τιμάμε το υψηλό πνεύμα θυσίας του συναγωνιστή φοιτητή Κωνσταντίνου Γεωργάκη , συμβολή της Αντίστασης των φοιτητών στον αγώνα του ελληνικού λαού για την απελευθέρωση από το καθεστώς της Δικτατορίας. Η αγωνιστική παράδοση του Ελληνικού Φοιτητικού Κινήματος συνεχίζεται... Θα συνεχίσουμε τον Αγώνα! Θα νικήσουμε!».
Και όντως. Ήταν ακριβώς στο μεταίχμιο, τρία χρόνια μετά το πραξικόπημα της Χούντας, και τρία χρόνια πριν από την κατάρρευσή της από το κοινωνικό και το φοιτητικό κίνημα. Σε μια στιγμή που οι ξένοι σιωπούσαν και οι Έλληνες φοβούνταν να αντιδράσουν. Η πράξη του Γεωργάκη αποτέλεσε μια σπαρακτική κραυγή ενός νέου, που ακούστηκε παντού. Τόσο στο εσωτερικό, όπου έγινε σύμβολο για τους φυλακισμένους κρατούμενους και για κάθε αντιστασιακό, όσο και στο εξωτερικό, που γνωστοποίησε το τυραννικό καθεστώς της Ελλάδας.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Κώστας Γεωργάκης αποφάσισε να αντισταθεί στην τρομοκρατία του χουντικού καθεστώτος, φανερώνει την απόλυτη ανιδιοτέλεια της πράξης του. Η θυσία του, δικαίως, χαρακτηρίστηκε ως μία από τις κορυφαίες πράξεις αντίστασης εναντίον της Χούντας, μαζί με την απόπειρα κατά του Γεώργιου Παπαδόπουλου από τον Αλέκο Παναγούλη και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τέθηκε, έτσι, στο κάδρο των ηρώων, μαζί με τον Σπύρο Μουστακλή και με τους άλλους γενναίους αντιχουντικούς ήρωες.
Ο Γιάννης Ρίτσος, συγκινημένος, του αφιέρωσε τα ποιήματα Ι-ΙΙΙ της συλλογής Νύξεις, ενώ πολλές πνευματικές ή πολιτικές προσωπικότητες, όπως ο Βασίλης Βασιλικός, η Αμαλία Φλέμινγκ, ο Βάσος Λυσσαρίδης (Πρόεδρος του Κινήματος Σοσιαλδημοκρατών Κύπρου, ΕΔΕΚ) τον τίμησαν με τα λόγια τους.
Και ο Νικηφόρος Βρεττάκος έγραψε για εκείνον:
Ντύθηκες γαμπρός
φωταγωγήθηκες σαν έθνος.
Έγινες ένα θέαμα ψυχής
ξεδιπλωμένης στον ορίζοντα.
Είσαι η φωτεινή
περίληψη του δράματος μας,
τα χέρια μας προς την Ανατολή
και τα χέρια μας προς τη δύση.
Είσαι στην ίδια λαμπάδα τη μία
τ’ αναστάσιμο φως
κι ο επιτάφιος θρήνος μας.
(Στο "Τα Ποιήματα, Η θέα του κόσμου", τομ. 2ος , σ. 359. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο "ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ 1967-1970", 1972).
Προς τιμήν του ήρωα Κώστα Γεωργάκη, στήθηκε ανδριάντας σε κεντρική πλατεία της πόλης της Κέρκυρας, η οποία φέρει και το όνομά του, φιλοτεχνημένος από τον γλύπτη Δημ. Κορρέ. Κάθε φορά που περνάω από κει και βλέπω τον νέο, που δεν άνθισε, αλλά έμεινε ως αιώνιος ανθός, τον ρωτάω: «Κώστα Γεωργάκη, δικαιώθηκε, άραγε, η μεγάλη θυσία σου;».