Απόψεις|19.09.2023 14:05

«Τις πταίει;» - Σκέψεις για τις εκλογές της αυτοδιοίκησης

Γιώργος Λυσαρίδης

Στις αρχές του επόμενου μήνα ο καθένας μας θα περάσει το κατώφλι του εκλογικού του κέντρου για να επιλέξει με την ψήφο του αυτούς στους οποίους θα αναθέσει τη διαχείριση των «κοινών» της περιοχής του για την επόμενη αυτοδιοικητική θητεία.

Οι εκλογές συνιστούν την κορυφαία έκφραση της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, συγχρόνως όμως αποτελούν και τη μεγάλη δοκιμασία του. Γιατί «εκλέγω» σημαίνει «ξεχωρίζω ανάμεσα σε πολλά, το καλύτερο». Για να ξεχωρίσω, όμως, πρέπει να γνωρίζω τι πραγματικά ζυγίζει το καθένα, τι αξίζει, πόσο είναι επαρκές και κατάλληλο για τον αντικειμενικό σκοπό της εκλογής, δηλαδή την άσκηση της εξουσίας, τη διακυβέρνηση του τόπου, την αντιμετώπιση των προβλημάτων του. Πρώτιστη, λοιπόν, ευθύνη του κάθε πολίτη είναι να ζυγίσει καλά τον κάθε υποψήφιο, με το δικό του ανεπιτήδευτο ζύγι και όχι κάποιο άλλο, «πειραγμένο» από παραπλανητική ενημέρωση ή προπαγάνδα που τον κρατάει στο σκοτάδι και τον κάνει να βλέπει πρόσωπα και καταστάσεις με παραμορφωτικούς φακούς.

Γιατί τότε είναι που ο ψηφοφόρος δεν αποφασίζει ως ενεργός πολίτης, αλλά ως ενεργούμενο. Ο Θουκυδίδης έγραφε «...βουλεύσαι δ΄αν βέλτιστον τους ξυνετούς, κρίναι δ’ ακούσαντας τους πολλούς», δηλαδή «οι συνετοί είναι οι πιό άξιοι για να δίνουν συμβουλές, αλλά οι πολλοί είναι οι πιό άξιοι για να κρίνουν, αφού όμως πρώτα διαφωτισθούν». Και ο Αριστοτέλης (στα «Ηθικά Νικομάχεια»»), «χρη τον δάμον αυτόν ορώντα αιρείσθαι πάντας τους εύνους αυτώ», δηλαδή «πρέπει ο δήμος (ο λαός), αφού εξετάσει προσεκτικά, να διαλέξει εκείνους που θα είναι πραγματικά ωφέλιμοι γι’ αυτόν».

Aν, λοιπόν, δεν αυθυποβληθεί ο πολίτης στη βάσανο της (επί)γνωσης για το διακύβευμα της επιλογής του, τότε ο ίδιος αποδεικνύεται ανεύθυνος και η ψήφος του όχι μόνο άστοχη, αλλά και επιζήμια. Γιατί δημοκρατία σημαίνει και ευθύνη. Όχι, φυσικά, μόνον εκείνων που ελέγχονται, αλλά και εκείνων που ελέγχουν.

Είναι, επίσης, πολύ σημαντικό να έχει ο πολίτης συνείδηση της αξίας της ψήφου του, ώστε να την τιμά και να μη την ευτελίζει. Και, βέβαια, να την εκφράζει ελεύθερα και χωρίς δισταγμούς και αναστολές. Όταν ο Αριστοτέλης (στα «Πολιτικά»), έγραφε «δύο γαρ εστιν οίς η δημοκρατία δοκεί ωρίσθαι, τω το πλείον είναι κύριον και τη ελευθερία», δηλαδή «δύο είναι τα γνωρίσματα που καθορίζουν τη δημοκρατία, η κυρίαρχη εξουσία του λαού, του πλήθους, της πλειοψηφίας και η ελευθερία», δεν εννοούσε ασφαλώς πως «το πλήθος» (πρέπει να) είναι ελεύθερο μόνο στις πράξεις του, αλλά και στις κρίσεις του, ιδιαίτερα μάλιστα για εκείνους που «άρχουν» στο όνομά του. Άλλωστε, χωρίς την ελευθερία επίκρισης, μηδενική αξία έχει και ο έπαινος.

Σχετική και η αναφορά του επιφανούς Γάλλου συνταγματολόγου Burdeau, «Ο λαός δεν είναι ένας ηγεμόνας που παραιτείται, ούτε ένας βουβός που μόνο συγκατανεύει. Είναι ένας αφέντης που διατάζει». Το επίγραμμα του Eπίμαρχου «νάφε και μέμνασ’ απιστείν», δηλαδή «να παραμένεις νηφάλιος και να θυμάσαι να δυσπιστείς», σε ελεύθερη μετάφραση «να μη δέχεσαι άκριτα το κάθετι, αλλά να εξετάζεις νηφάλια και προσεκτικά την αλήθεια του», καθώς και το λατινικό απόφθεγμα “de omnibus dubitandum” («για όλα να αμφιβάλλεις»), δείχνουν τον ορθό τρόπο σκέψης και κρίσης. Δεν πρέπει οι πολίτες να ξεχνούν ποτέ αυτό που είχε πει ο Αισχίνης: «πονηρά φύσις, εξουσίας επιλαμβανομένη, δημοσίας απεργάζεται συμφοράς», ότι δηλαδή, «όταν αναλάβουν την εξουσία άνθρωποι με κακό χαρακτήρα, τότε προκαλούν συμφορές στο κοινωνικό σύνολο». Καμία σκοπιμότητα δεν πρέπει να κάνει τον πολίτη να απεμπολεί το δικαίωμα της κρίσης (και της κριτικής) για τα πρόσωπα  που ασκούν τη διοίκηση ή διεκδικούν αυτή την «εξουσία». Σε αντίθετη περίπτωση, και ο ίδιος θα εισπράξει τα επίχειρα της κακής επιλογής του.

Η αδιαφορία και η απάθεια για τα κοινά, συνιστούσαν όνειδος στην αντίληψη περί «δήμου» και «πολιτείας» των αρχαίων Ελλήνων. Για διάφορους λόγους, αντικειμενικούς ή/και υποκειμενικούς, στις μέρες μας υπάρχει απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών.  Απογοήτευση, θυμός, αποστροφή. Όμως, οι αφορισμοί και η αδράνεια δεν προσφέρουν λύση στο πρόβλημα. Αντίθετα, το γιγαντώνουν. Και δημιουργούν, ολοένα και χειρότερους κυβερνήτες. Υπερόπτες, με την αίσθηση του απυρόβλητου στην κριτική και με ψευδαίσθηση μεγαλείου, αφήνονται ανέλεγκτοι σε λαϊκισμό και δημαγωγία, εθίζονται στην εξουσία και συμπεριφέρονται με αλαζονεία, απροκάλυπτη ή υποκρυπτόμενη υπό τον μανδύα της σεμνοτυφίας. Άφρονες καθώς είναι πολλοί από αυτούς, δεν γνωρίζουν πως η σεμνότητα και η ταπεινοφροσύνη είναι που δίνουν αξία στους ίδιους και στα έργα τους. Παραβιάζουν τη σοφή προτροπή του αρχαίου Έλληνα τραγικού ποιητή Αγάθωνα «τον άρχοντα τριών δεί μέμνησθαι, πρώτον μεν ότι ανθρώπων άρχει, δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει και τρίτον ότι ουκ αεί άρχει».

Δηλαδή, «ο άρχοντας (κυβερνήτης) πρέπει να έχει τρία πράγματα κατά νου, πρώτον ότι κυβερνά ανθρώπους, δεύτερον ότι κυβερνά σύμφωνα με τους νόμους και τρίτον ότι δεν θα κυβερνά παντοτινά». Kαι, επίσης, το του Μενάνδρου «αρχής τετευχώς, ίσθι ταύτης άξιος», δηλαδή «όταν αποκτήσεις εξουσία, φρόντισε να φανείς αντάξιός της». Σε αυτούς, αλλά και στο λαό όταν είναι άβουλος, απευθύνεται ο Ευριπίδης (στην «Ανδρομάχη»), όταν λέγει, «Σεμνοί δ’ εν αρχαίς ήμενοι κατά πόλιν φρονούσι δήμου μείζον, όντες ουδένες. Οι δ’ εισίν αυτών μυρίω σοφώτεροι, ει τόλμα προσγένοιτο βούλησίς θ’ άμa», δηλαδή «Μεγαλόπρεποι, θρονιασμένοι στα αξιώματα οι ηγέτες της πόλης θαρρούν πως είναι ανώτεροι από το λαό, ενώ είναι τιποτένιοι. Οι άλλοι είναι μύριες φορές σοφότεροι, μόνο που τους λείπει η θέληση και η τόλμη».

Ίσως είναι χρήσιμο να γνωρίζουν τα παραπάνω, τόσο οι «ηγέτες», νυν και επίδοξοι, όσο και ο «κυρίαρχος» λαός.

Και κάτι τελευταίο, όποιος αναρωτιέται «τις πταίει, οι ψηφοφόροι ή οι εκλεγμένοι ηγέτες;» επιχειρεί μια λογική λαθροχειρία, γιατί συνειδητά αποκλείει ένα τρίτο (και πιθανότερο) ενδεχόμενο, να «πταίουν» και οι δύο...

αυτοδιοικητικές εκλογέςειδήσεις τώρα