Απόψεις|25.03.2019 16:23

Σύνορα, όρια και εθνικές ταυτότητες στα Βαλκάνια

Newsroom

Του Βασίλη Νιτσιάκου

Είναι αναµφισβήτητο γεγονός ότι η τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα µάς επιφύλασσε τεράστιες ανατροπές, ιδιαίτερα στον ανατολικό και τον νοτιοανατολικό ευρωπαϊκό χώρο, µε παγκόσµιες βέβαια διαστάσεις και συνέπειες, καθώς κατέρρευσε ένα κοινωνικοπολιτικό σύστηµα και µαζί του η παγκόσµια ισορροπία, που επί χρόνια συντηρούνταν και αναπαραγόταν µε τον «Ψυχρό Πόλεµο». Η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισµού» στη Νοτιοανατολική Ευρώπη έφερε στο προσκήνιο, έπειτα από σχεδόν µισό αιώνα, ζητήµατα που φαίνεται ότι δεν είχαν επιλυθεί από αυτά τα καθεστώτα, στην καλύτερη περίπτωση είχαν σκεπαστεί κάτω από το χαλί µιας σοσιαλιστικής ιδεολογίας που προέτασσε, υποτίθεται, τον ταξικό παράγοντα του εθνικού. 

Η κατάρρευση των καθεστώτων σήµανε επί της ουσίας αν όχι και την κατάρρευση των συνόρων, το άνοιγµά τους µε πολλούς τρόπους, νόµιµους και µη. Αυτό το άνοιγµα των συνόρων σήµανε µε τη σειρά του εκ των πραγµάτων την επανεµφάνιση ζητηµάτων σχετικών µε τα όρια των εθνικών ταυτοτήτων, ένα θέµα που συνδέεται µε το ιστορικό υπόβαθρο της συγκρότησης, εξέλιξης και «αποκρυστάλλωσής» τους, και συνεπώς εγείρει και ζητήµατα σχέσεων ανάµεσα στα εθνοτικά όρια και τα εθνικά σύνορα, και κατά συνέπεια και αναγνωρισµένα και µη θέµατα µειονοτήτων.

Αυτή η µεγάλη ανατροπή επανέφερε το ζήτηµα της ρευστότητας των εθνοτικών ορίων και ταυτοτήτων σε σχέση µε τα υπαρκτά έθνη-κράτη αλλά και αυτά που διεκδικούν στο νέο πλαίσιο αυτόνοµη κρατική υπόσταση, όπως είναι η περίπτωση οµόσπονδων κρατών της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το ζήτηµα, λοιπόν, των ορίων και των συνόρων κατέστη κεντρικό σηµείο αναφοράς της µεγάλης κρίσης που διέρχεται η περιοχή, η οποία κρίση δεν περιορίζεται στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων και των διπλωµατικών διαπραγµατεύσεων, αλλά οδηγεί και σε αιµατηρούς πολέµους µε διαστάσεις εθνοκάθαρσης.

Αυτό το συµβολικό σύνορο που δεν έχει να κάνει µε τη διαφορά αυτή καθαυτήν, αλλά µε τη χρήση της από τις οµάδες, προκειµένου να συγκροτήσουν µια ταυτότητα σε σχέση µε µια ετερότητα, δηλαδή σε σχέση µε έναν «άλλον», µε τον οποίον συνδέονται µε γειτνίαση και δεν επιθυµούν την ταύτιση µαζί του, αλλά τη διαφοροποίηση. Ετσι, οι όποιες πολιτισµικές διαφορές ή οµοιότητες µπορεί να τονίζονται ή να παραβλέπονται ανάλογα µε τον προσανατολισµό των οµάδων και τις σχέσεις που αναπτύσσονται κάθε φορά. Η ιστορική πραγµατικότητα που περιγράψαµε πιο πάνω συνέπεσε βέβαια µε µια άλλη, καθοριστικής σηµασίας για τα θέµατα που µας απασχολούν, διαδικασία, αυτή της παγκοσµιοποίησης.

Εννοείται βέβαια ότι δεν πρόκειται για µια απλή σύµπτωση, αλλά για δύο φαινόµενα άρρηκτα δεµένα µεταξύ τους µε σχέση αιτιότητας. Στην όλη συζήτηση περί παγκοσµιοποίησης αναπτύχθηκε µια ρητορική για έναν κόσµο δίχως σύνορα, για απο-εδαφοποιηµένες ταυτότητες, για υπερεθνικούς οργανισµούς, για κυβερνοχώρους, εν πάση περιπτώσει για έναν κόσµο όπου τα σύνορα παίζουν έναν όλο και πιο ασήµαντο ρόλο, έναν κόσµο όπου υποτίθεται ότι άνθρωποι, κεφάλαια, πολιτισµικά αγαθά κ.λπ. κυκλοφορούν διασχίζοντας τα σύνορα δίχως προβλήµατα.

Κάτι τέτοιο αποτελεί τη µία όψη του ζητήµατος και αφορά βεβαίως συγκεκριµένες κοινωνίες και κοινωνικές τάξεις. Υπάρχει και η άλλη όψη, ωστόσο, όπου στη θέση των συνόρων που ανοίγουν χτίζονται τείχη όχι µόνο µεταφορικά αλλά και πραγµατικά, τα οποία απαγορεύουν τη µετακίνηση συγκεκριµένων ανθρώπων και τη µεταφορά «αγαθών» από µια επικράτεια σε µια άλλη.

Μπορεί τα ορατά σύνορα να είναι διαπερατά, αλλά δηµιουργούνται νέοι µηχανισµοί και τεχνικές συγκρότησης συµβολικών συνόρων, δηλαδή ορίων, µε βάση τα οποία προκύπτουν νέες ταξινοµήσεις και ιεραρχήσεις, που σηµαίνει και νέες απαγορεύσεις και αποκλεισµοί που είναι πιο αποτελεσµατικοί και από τους φράχτες ή τα τείχη... Στο πλαίσιο µιας τέτοιας κατάστασης πραγµάτων µπορεί να φανταστεί κανείς τι συµβαίνει στα Βαλκάνια µετά το 1989, όταν καταρρέουν τα καθεστώτα, ανοίγουν τα σύνορα, αµφισβητούνται οι προηγούµενες αρχές οργάνωσης των κοινωνιών, αναθεωρούνται τα ζητήµατα των εθνικών σχέσεων και καθίσταται µεγάλο ζητούµενο ο επαναπροσδιορισµός των ταυτοτήτων, που θέτει µε τη σειρά του όχι µόνο ζητήµατα επαναπροσδιορισµού των ορίων, αλλά (σε ακραίες περιπτώσεις) ακόµα και επαναχάραξης των συνόρων.

Το σύνορο µπορεί γεωγραφικά να είναι περιθωριακό, αλλά συµβολικά, δηλαδή σε ό,τι αφορά στη συγκρότηση και αναπαραγωγή των συλλογικών ταυτοτήτων, ιδιαίτερα των εθνικών, είναι κεντρικής σηµασίας. Είναι εκεί που γίνεται η συνάντηση µε τον «άλλον» και κατά συνέπεια εκεί πρέπει να δοθεί η έµφαση στην ταυτότητα σε σχέση µε την ετερότητα, στο όµοιο απέναντι στο διαφορετικό, στην «αυθεντικότητα» απέναντι στο αλλότριο. Υποσηµείωση: Τα ζητήµατα αυτά θίγονται στον συλλογικό τόµο «Τα πολλαπλά σύνορα ενός µεταβαλλόµενου κόσµου», που κυκλοφορείται από τις Εκδόσεις Κριτική.

Ο Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων και διδάκτορος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήµιο Κέµπριτζ

Βαλκάνια