Απόψεις|08.11.2023 07:05

Στεγαστική κρίση: Ραγδαία αύξηση των τιμών ενοικίασης και πώλησης - Μείωση της ιδιοκατοίκησης κατά 102.695 κατοικίες

Θεμιστοκλής-Ανδρέας Μπάκας

Το κόστος στέγασης προβληματίζει πλέον το σύνολο των χωρών της Ευρώπης. Σύμφωνα με την Eurostat, μεταξύ του 2010 και του δεύτερου τριμήνου του 2022, τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 21% στην Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με τη Eurostat.

Σταθερά αυξανόμενα τα ενοίκια στην Ε.Ε

Το δεύτερο τρίμηνο του 2023, τα ενοίκια στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά 0,7% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Τα ενοίκια ήταν κατά 3% ακριβότερα κατά μέσο όρο σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους. Οι αριθμοί δείχνουν έναν σταθερά αυξανόμενο ρυθμό ανά τρίμηνο. Το τελευταίο τρίμηνο του 2022 τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 2,5% ετησίως και το πρώτο τρίμηνο του 2023 αυξήθηκαν κατά 2,9%. 

Πολλές χώρες της Ευρώπης εφαρμόζουν διευρυμένες πολιτικές στέγασης δημιουργώντας κοινωνικές κατοικίες εδώ και δεκαετίες, ενώ, λόγω των συνθηκών που διαμορφώθηκαν ιδιαίτερα από το 2018-2019, έχουν προβεί σε υιοθέτηση νέων μέτρων με στόχο την αναχαίτιση του κόστους στέγασης. 

Παράλληλα, εκτός των νέων στεγαστικών πολιτικών που εφαρμόζουν, επέβαλαν πλαφόν στις αυξήσεις των ενοικίων λόγω ραγδαίας αύξησης του πληθωρισμού και παράλληλα ενέταξαν νέα σχέδια στεγαστικής πολιτικής στο Ταμείο Ανάκαμψης.  

Ραγδαία αύξηση των ενοικίων στην Ελλάδα - ένας μισθός το κόστος στέγασης

Στη χώρα μας η συσσωρευτική αύξηση των ενοικίων από το 2018 έως και το 2022, κυμάνθηκε από 37,2% έως και 42,1% αν αφορά κατοικία κατάλληλη για οικογένεια. Υψηλότερες αυξήσεις, καταγράφονται κυρίως σε μικρότερα ακίνητα κατάλληλα για φοιτητές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία, οι ζητούμενες τιμές μίσθωσης φοιτητικής κατοικίας ή/και κατοικίες κατάλληλα για νέους αυξήθηκαν κατά 53% στην Αθήνα και στη Πάτρα όπου καταγράφεται η 2η μεγαλύτερη αύξηση το 49,23% το χρονικό διάστημα 2017-2022, ενώ τη φετινή χρονιά καταγράφεται επιπλέον μεσοσταθμική αύξηση της τάξεως του 8%-12%. Το 2022, η αύξηση των ζητούμενων μισθωμάτων για ακίνητα κατάλληλα για οικογένειες κυμάνθηκε μεσοσταθμικά στο 10%, από 3% έως 7% που καταγράφηκε το 2021. Ενώ, το τρέχον έτος αναμένονται νέες αυξήσεις μεσοσταθμικά της τάξεως του 6%-10%. 

Το κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτιναχθεί σε τέτοια επίπεδα που αγγίζει το 60%-70% του μέσου μηνιαίου μισθού και αν πρόκειται για οικογενειακή κατοικία το σύνολο ενός «καλού» μισθού. Μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας αναγκάζεται να κάνει περικοπές ακόμη και σε βασικές ανάγκες του. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 76,9% των ενοικιαστών, εφόσον πληρώσουν τα έξοδα του σπιτιού, κάνει περικοπές στα βασικά αγαθά ή λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τρίτους.

Σύμφωνα με την Eurostat, η χώρα μας είναι πρωταθλήτρια στο κόστος στέγασης στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης,  τόσο για όσους ζουν στα αστικά κέντρα όσο και για εκείνους που ζουν σε αγροτικές περιοχές. Παράλληλα, το 36,9% των Ελλήνων ζουν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Οι καθυστερήσεις σε λογαριασμούς στεγαστικών δανείων, ενοικίων ή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας είναι μια άλλη ένδειξη ότι το κόστος στέγασης μπορεί να είναι πολύ υψηλό. 

Ραγδαία αύξηση των τιμών πώλησης - στο +71,1% η Αττική

Μεταξύ του 2010 και του δεύτερου τριμήνου του 2023, οι τιμές πώλησης των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 46% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τη Eurostat. Στη χώρα μας οι τιμές πώλησης των κατοικιών αυξήθηκαν από το 2017 έως και το δεύτερο τρίμηνο του 2023 κατά 71,1% στην Αττική και κατά 53,8% Πανελλαδικά. Σε πολλές περιπτώσεις οι τιμές πώλησης στην Αττική, είναι μειωμένες κατά 5,3% σε σχέση με το 2008 που αποτελεί τη χρονιά με το υψηλότερο σημείο τιμών. 

Σημαντικός παράγοντας στην ραγδαία αύξηση των τιμών πώλησης, αποτελεί το συνεχώς αυξανόμενο κόστος κατασκευής. Το κόστος κατασκευής από 1.000€/τμ -1.200€/τμ χωρίς να υπολογίζεται το κόστος του οικοπέδου πριν μερικά χρόνια, πλέον,  αγγίζει τα 1.500€/τμ -1.700€/τμ, δηλαδή μια αύξηση κατά 50%-60%.  

Μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος 

Σε αντίθεση με την ραγδαία αύξηση των ζητούμενων τιμών πώλησης και ενοικίασης, σύμφωνα με την Eurostat, οι Έλληνες είχαν το πέμπτο χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα το 2022, υψηλότερο μόνο από αυτό ορισμένων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. 

Σύμφωνα με στοιχεία το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων ανερχόταν σε 10.841 μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), υψηλότερο μόνο από το αντίστοιχο των Βούλγαρων (9.671 PPS), των Σλοβάκων (9.826), των Ρουμάνων (10.033) και των Ούγγρων (10.217).

Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα απέχει πολύ από τον μέσο όρο της Ε.Ε. που ανήλθε πέρυσι στα 19.083 ευρώ ή 18.706 PPS.

Τη στιγμή που το 26,3% του πληθυσμού το 2022,  βρέθηκε σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).

Μείωση της ιδιοκατοίκησης κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες 2019-2022

Σε αντίθεση με την αύξηση τόσο των ενοικίων, όσο και των τιμών πώλησης, η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα καταγράφει μείωση κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2022. Η μείωση αυτή αντιστοιχεί σε 102.695 κατοικίες (3.949.900 το στεγαστικό απόθεμα το 2019 – Eurostat). Ένα μεγάλο μέρος των άνωθεν κατοικιών μπορεί να «χάθηκαν» λόγω της έναρξης των πλειστηριασμών, καθώς και λόγω της πανδημικής κρίσης. Παράλληλα, μέρος ιδιοκτητών ακινήτων με οφειλές σε τραπεζικά ιδρύματα θέλησαν να εξοφλήσουν το ποσό οφειλής πουλώντας την ιδιοκτησία τους, επιλέγοντας να προβούν σε μίσθωση κατοικίας. Παράλληλα, ένα μέρος των ιδιοκτητών μπορεί να επέλεξαν να εκμεταλλευτούν τα ακίνητά τους μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης ή/και να πουλήσουν την κατοικία τους λόγω της αύξησης των τιμών πώλησης και να στραφούν στο ενοίκιο. 

Η μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας τείνει να ενταθεί περαιτέρω, λόγω της «απελευθέρωσης» των πλειστηριασμών ακόμη και για οφειλές κάτω των 30.000€, αλλά παράλληλα, ενδεχομένως να μην «καλυφθεί» η μείωση από νέους ιδιοκτήτες. 

Στη 20η Θέση η Ελλάδα στο ποσοστό ιδιοκατοίκησης ανάμεσα σε 33 χώρες της Ευρώπης το 2021

Ο μύθος ότι η Ελλάδα διαθέτει το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ευρώπη καταρρίπτεται σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. H Ελλάδα για το έτος 2021 κατατάσσετε στην 20η θέση ανάμεσα σε 33 χώρες της Ευρώπης χάνοντας την 19η θέση που κατείχε το 2020 και την 17η θέση που κατείχε το 2019. Ενώ, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία για το έτος 2022, καταγράφεται νέα μείωση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες. Η χώρα μας καταγράφει μείωση κατά 2,6 μονάδες του ποσοστού ιδιοκατοίκησης εντός της τελευταίας τριετίας (2019-2022).

2022: Χαμηλότερο το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ακόμη και από τα χρόνια των μνημονίων

Η Ελλάδα μπορεί να βγήκε από τα μνημόνια, αλλά, απ΄ ότι φαίνεται, τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης επιστρέφουν σε ποσοστά χαμηλότερα και από τα μνημονιακά χρόνια. 

Το 2019 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ήταν 75,4%, το 2020 κυμάνθηκε στο 73,9%, το 2021 στο 73,3%  και το 2022 στο 72,8%. Δηλαδή, η ιδιοκατοίκηση στη χώρα μας μειώθηκε κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2022. 

Το 2022, είναι η πρώτη χρονιά που καταγράφουμε ποσοστό ιδιοκατοίκησης μικρότερο και από τα χρόνια των μνημονίων σύμφωνα με τον άνωθεν πίνακα. 

Τις δύσκολες χρονιές για την Ελληνική οικονομία και κατ΄επέκταση για το σύνολο των πολιτών, όπως το 2016, 2017 και το 2018, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ήταν 73,9% , 73,3% και 73,9% αντίστοιχα. 

Στην χώρα μας δεν έχει καταγραφεί μικρότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης από το 2005 έως και σήμερα. 

Η μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2022, σε απόλυτα νούμερα, αντιστοιχεί περίπου σε 102.695 κατοικίες (3.949.900 το στεγαστικό απόθεμα –Eurostat 2019).

Σύμφωνα με τα άνωθεν δεδομένα, τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης στην εγχώρια κτηματαγορά, όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ, η αναστολή του Φ.Π.Α 24% στην οικοδομή, η δωρεάν (αφορολόγητες) γονικές παροχές (οι συγγενείς πρώτου βαθμού: σύζυγοι, παιδιά, παππούδες, εγγόνια και γονείς) ως 800.000 ευρώ για σπίτια και μετρητά, φαίνεται να μην «λειτούργησαν» ώστε να καταγραφεί αύξηση ή/και να αποτελέσουν ανάχωμα της μείωσης του ποσοστού ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας. 

Άμεση η ανάγκη ενός ολοκληρωμένου σχεδίου στεγαστικής πολιτικής 

Στη χώρα μας, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης, η αύξηση του κόστους κατασκευής που πιέζει αυξητικά τις τιμές πώλησης, η αύξηση των επιτοκίων στεγαστικών δανείων, η ραγδαία αύξηση των ενοικίων, το κόστος ενέργειας και γενικότερα η αύξηση του κόστους διαβίωσης, συρρικνώνει τα διαθέσιμα εισοδήματα.

Απαιτείται να λάβουμε σοβαρά υπόψη και να κατανοήσουμε ότι το προσαυξημένο κόστος στέγασης δεν αφορά πλέον αποκλειστικά τα κατώτερα οικονομικά στρώματα που βρίσκονται κοντά στον κίνδυνο φτώχειας ή/τα ευάλωτα οικονομικά νοικοκυριά ή μόνο τους νέους ηλικιακά, πλήττει και άτομα των οποίων τα εισοδήματα είναι, αφενός υψηλότερα, αφετέρου όμως, πολύ χαμηλά για να μπορούν να στεγαστούν υπό τις συνθήκες της ιδιωτικής αγοράς.

Οι οικονομικές προκλήσεις στη παγκόσμια κοινότητα καθώς και στη χώρα μας βρίσκονται προ των πυλών και απαιτούνται άμεσα διευρυμένες πολιτικές στέγασης, πολιτικές με διεύρυνση των δικαιούχων, με στόχο την αναχαίτηση του κόστους την επόμενη ημέρα και τη προσβασιμότητα σε αγορά κατοικίας, αλλά, παράλληλα και πολιτικές με υλοποίηση 2-3 ετών, που θα στοχεύουν στην εξάλειψη ιδίων δεδομένων στο μέλλον, καθώς και μέτρα που θα «προστατεύουν» την ιδιοκτησία υπό συνθήκες μη υγιούς οικονομικού περιβάλλοντος.

Μέτρα που θα ελαφρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό της οικογένειας που μισθώνει τη κύρια κατοικία της, που πληρώνει ενοίκιο για τον φοιτητή της αλλά δεν δικαιούται το φοιτητικό επίδομα, στους νέους έως 39ετών που δεν εμπίπτουν στο άνωθεν πρόγραμμα διότι έχουν υψηλότερες αποδοχές, που θέλουν να αγοράσουν σπίτι αλλά δεν διαθέτουν το ποσοστό της ιδίας συμμετοχής (δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις) που ζητούν τα τραπεζικά ιδρύματα, τον 26χρονο του 2009 και πλέον 40χρονο που χάνει το όριο ηλικίας για ένα μόλις έτος. Μέτρα που θα διευρύνουν τους δικαιούχους.

Η δημιουργία μέτρων φθηνού δανεισμού και μάλιστα μικρής κλίμακας με βάση την ανάγκη του σήμερα, δεν μπορούν να αποτελούν την ναυαρχίδα στεγαστικών πολιτικών μιας χώρας που είναι πρωταθλήτρια του κόστους στέγασης, που απαιτείται ένας ολόκληρος μισθός για τη μίσθωση οικογενειακής κατοικίας, που το 36,9% των Ελλήνων ζουν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, αλλά ένα από τα πολλά μέτρα ενός ολοκληρωμένου σχεδίου στεγαστικής πολιτικής – κάτι που δεν ισχύει στη χώρα μας. 

Μη ξεχνάμε ότι η χώρα μας είναι από τις λίγες χώρες της Ε.Ε που δεν διαθέτει κοινωνικές κατοικίες (όχι εργατικές).Η κοινωνική κατοικία αντιπροσωπεύει μορφές παρεμβάσεων- κατασκευή, ρυθμιστικά μέτρα κλπ., της εθνικής κυβέρνησης ή/και των τοπικών αρχών στην αγορά κατοικίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση όλων.

Η παροχή της στέγης αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας και υπάγεται στον τομέα της κρατικής κοινωνικής πολιτικής.

 Η γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση στις 20/2/2020 της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Καθολική πρόσβαση σε στέγαση αξιοπρεπή, βιώσιμη και οικονομικά προσιτή σε μακροπρόθεσμη βάση) με εισηγητή τον Raymond HENCKS , οι στεγαστικές πολιτικές των κρατών μελών δεν μπορούν να περιορίζονται στο αποκλειστικό στόχο να βοηθήσουν τα ευάλωτα άτομα να βάλουν «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους», πρέπει να μεριμνούν για την προσαρμογή της κατοικίας στην κατάσταση της οικογένειας και για τη βελτίωση της ποιότητας της κατοικίας, ιδίως μέσω της αναβάθμισης των υφιστάμενων κατοικιών, δηλαδή να εξασφαλίζουν αξιοπρεπή και προσιτή στέγη σε όλους τους πολίτες, εκεί όπου διαπιστώνονται τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές ανάγκες.

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (UN-Habitat) για το δικαίωμα στη στέγαση 

Ο καθένας έχει ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στη στέγαση, το οποίο διασφαλίζει την πρόσβαση σε ένα ασφαλές, κατοικήσιμο και οικονομικά προσιτό σπίτι. Η στέγαση είναι κάτι περισσότερο από μια στέγη, είναι η ευκαιρία για καλύτερες ζωές και καλύτερο μέλλον. 

Μέχρι το 2030, το UN-Habitat υπολογίζει ότι 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι, περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, θα χρειάζονται πρόσβαση σε επαρκή στέγαση. Αυτό μεταφράζεται σε ζήτηση για 96.000 νέες προσιτές και προσβάσιμες κατοικίες κάθε μέρα. 

ενοίκιαΕυρωπαϊκή ΈνωσηEurostatειδήσεις τώρα