Απόψεις|06.12.2023 11:45

Η ελληνική οικονομία πατά (επιτέλους) γερά στα πόδια της

Θεόδωρος Γ. Καράογλου

Η άσκηση υπεύθυνης, σοβαρής και αποδοτικής οικονομικής πολιτικής, με έντονα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά και πραγματική κοινωνική διάσταση, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Προϋποθέτει σχέδιο, στοχοπροσήλωση και επιμονή στις μεταρρυθμίσεις, γιατί στους δείκτες της αντανακλάται η πρόοδος του κράτους σε διάφορους τομείς και δραστηριότητες της καθημερινότητας.

Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεού μας από τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch, αποτελεί μεγάλη εθνική επιτυχία. Και αυτό για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί λειτουργεί ως ψήφος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και δεύτερον, διότι δίνει σημαντική επενδυτική ώθηση στις αναπτυξιακές προοπτικές της.

Αυτές αποτυπώνονται στον προϋπολογισμό του 2024, ο οποίος είναι ο πρώτος που κατατίθεται μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, παρά το γεγονός ότι καταρτίστηκε υπό το βάρος των πρωτοφανών φυσικών καταστροφών του καλοκαιριού. Ωστόσο, είναι προφανές ότι πλέον η ελληνική οικονομία πατά γερά στα πόδια της. Ήδη "τρέχει" με τον τρίτο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καταγράφει ρεκόρ άμεσων επενδύσεων. Την ίδια στιγμή, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ξεχωρίζουν η μείωση της ανεργίας στα προ κρίσης επίπεδα, το πρωτογενές πλεόνασμα που ξεπέρασε τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος και η μείωση του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ της χώρας.

Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να ασκήσουμε αναπτυξιακή πολιτική που να συνδυάζει τη δημοσιονομική σοβαρότητα με την κοινωνική ευαισθησία. Στο πλαίσιο αυτό, τη νέα χρονιά συνεχίζουμε τις παρεμβάσεις για τη στήριξη του εισοδήματος των πολιτών, αυξάνοντας τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων για πρώτη φορά μετά από 14 χρόνια, αυξάνοντας τις συντάξεις κατά 3% για δεύτερη συνεχή χρονιά, αυξάνοντας το αφορολόγητο 1.000 ευρώ για τις οικογένειες με παιδιά και επεκτείνοντας το επίδομα μητρότητας στους 9 μήνες για τις αυτοαπασχολούμενες γυναίκες, ελεύθερες επαγγελματίες και αγρότισσες.

Επιπρόσθετα, μονιμοποιούμε την απαλλαγή των πρώην δικαιούχων του ΕΚΑΣ από τη φαρμακευτική δαπάνη, καταργούμε τη μείωση 30% επί των συντάξεων για τους απασχολούμενους συνταξιούχους και ξεπαγώνουμε τις τριετίες για τους μισθωτούς.

Με λίγα λόγια, επιστρέφουμε στην κοινωνία το μέρισμα της παραγόμενης ανάπτυξης, αφού η αύξηση στους δημοσίους υπαλλήλους αφορά περίπου 660.000 συμπολίτες μας, ενώ εκείνη των συντάξεων επηρεάζει θετικά 1.800.000 συνταξιούχους χωρίς προσωπική διαφορά ή με προσωπική διαφορά έως 10%. Και όλα αυτά αυξάνοντας τα δημόσια έσοδα κατά 9,1% δίχως να αυξηθούν οι φορολογικοί συντελεστές.

Γίνεται επομένως κατανοητό, πως ο προϋπολογισμός του 2024 κλείνει οριστικά τον κύκλο της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας και ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο προκλήσεων. Προφανώς, δομικά ζητήματα συνεχίζουν να υφίστανται και χρήζουν βελτιώσεων, όμως η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στο σημεία που κοιτάζει μονάχα μπροστά. Και αυτό είναι κατάκτηση κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδας, μέσα από κόπους και θυσίες χρόνων.

ανάπτυξηοικονομίαειδήσεις τώραπροϋπολογισμός