Απόψεις|14.03.2024 06:45

H λογοκρισία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Κάτι τρέχει, στο «βασίλειο της ελευθερίας του λόγου» -τις ΗΠΑ

Έλσα Δεληγιάννη

Δεν πρόκειται περί  ευφημισμού. Η ελευθερία του λόγου, βρήκε πράγματι στις ΗΠΑ ιστορικά την πιο απόλυτη της έκφραση, μέσα από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, όπου χαρακτηρίστηκε ως Προπύργιο  των υπολοίπων ελευθεριών και, ιδίως, μέσα από την πρώτη Αναθεώρηση του Αμερικανικού Συντάγματος, το γνωστό 1st Amendment, (1η Τροποποίηση) το οποίο  όρισε, με  τον πιο απόλυτο τρόπο, ότι «το Κογκρέσο δεν θα υιοθετήσει κανένα νόμο που να περιορίζει την ελευθερία του λόγου ή του Τύπου».

Στις ΗΠΑ, λοιπόν, η ελευθερία του λόγου, σε ατομικό επίπεδο, αλλά και μέσω της ελευθερίας του Τύπου και της προστασίας από κάθε μορφή λογοκρισίας, συνέβαλε στη συγκρότηση ενός Τύπου ισχυρού κι αχειραγώγητου απέναντι στην πολιτική εξουσία, που έχει να επιδείξει μέσα στο χρόνο, σημαντικά παραδείγματα δημοσιογραφικής αντίστασης σε κάθε μορφής λογοκρισία, αποκάλυψης σκανδάλων και της διαπλοκής της πολιτικής εξουσίας με την οικονομική. Η φράση «κανένας νόμος» ερμηνεύτηκε βέβαια, μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, με τόσο απόλυτο τρόπο, που  ο νομοθέτης δυσκολεύτηκε για πολύ καιρό να επιβάλει νόμους για τα εγκλήματα του Τύπου, αλλά και να ρυθμίσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό στο πεδίο των ΜΜΕ. Βεβαίως, η ιστορία των ΗΠΑ απαριθμεί και πολλά παραδείγματα λογοκρισίας, όπως το κάψιμο των βιβλίων του?Wilhelm Reich μεταξύ 1956 και 1960, που θεωρήθηκε ως το πλέον σκοτεινό παράδειγμα λογοκρισίας στη σύγχρονη εποχή. Ωστόσο, η ακτινοβολία της ελευθερίας του λόγου και της αρχής της 1ης Τροποποίησης δεν αναιρέθηκε ποτέ και συνέχιζε παρόλες τις αντιφάσεις της να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του δημόσιου πολιτισμού τους.

Κίνδυνοι προ των πυλών 

Την αυγή της μεταψυχροπολεμικής εποχής και, ιδίως, από τα τέλη του 20ου αιώνα  μια επικίνδυνη στροφή άρχισε να συντελείται στις ΗΠΑ, στο πεδίο της ελευθερίας του λόγου: στο πλαίσιο μιας διευρυνόμενης τάσης για πολιτική ορθότητα, με την έννοια της μορφής ελέγχου της σκέψης, στην κατεύθυνση της συμμόρφωσης της στις απαιτήσεις ομάδων πίεσης-, τάση την οποία ο Umberto Eco έφτασε να χαρακτηρίσει  ως μια νέα μορφή?φονταμενταλισμού, η ελευθερία του λόγου των πολιτών, φαίνεται να ασφυκτιά κάτω από την μπότα της λογοκρισίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ). Και ενώ τα δίκτυα αυτά υποτίθεται ότι ήρθαν για να δώσουν βήμα στον πολίτη για να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του, νέα εμπόδια άρχισαν να υψώνονται μέσα από την λογοκρισία που ασκούν τα τελευταία σε αγαστή πάντα συνεργασία με την Διοίκηση των ΗΠΑ, στην έκφραση και στις ιδέες των πολιτών.   

Οι πρώτες ενδείξεις  της νέας αυτής μορφής λογοκρισίας, που συνδέεται με την διευρυνόμενη τάση για πολιτική ορθότητα, εμφανίστηκαν την εποχή Προεδρίας Μπους, λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου2001, με τις ευθείες παρεμβάσεις και απαγορεύσεις της Διοίκησης, στο πλαίσιο του πολέμου του Ιράκ για θέματα τρομοκρατίας και εθνικής ασφάλειας. Στη συνέχεια, οι παρεμβάσεις επεκτάθηκαν σε δημοσιεύματα   που το περιεχόμενό τους ενέπιπτε στις κατηγορίες των ποινικώς κολάσιμων πράξεων, (πχ πορνογραφικό υλικό), ενώ λίγο λίγο, το πεδίο της λογοκρισίας περιέλαβε, όλες τις αντίθετες με το κυρίαρχο αφήγημα και με την επιβεβλημένη άνωθεν «πολιτική ορθότητα» απόψεις, θέματα κλιματικής κρίσης,  θέματα ιατρικής φύσης ιδίως την περίοδο της πανδημίας, μέσα από τον γενικόλογο και με χαρακτήρα Δούρειου ίππου, όρο της “misinformation’, που κατά κόρον επικαλούνται οι εταιρίες των ΜΚΔ ως πρόσχημα για το κλείσιμο λογαριασμών και την απαγόρευση δημοσιεύσεων χρηστών που δεν απηχούν  το κυρίαρχο αφήγημα. 

Οι νόμοι που έχουν υιοθετηθεί  στις ΗΠΑ υπαγορευόμενοι από την πολιτική ορθότητα, (πρόκειται για Οργουελικού τύπου ντιρεκτίβες για το πώς πρέπει κανείς να συμπεριφέρεται, ή να εκφράζεται), είναι αμείλικτοι. Πέρα από τα κοινωνικά δίκτυα, η κατάσταση φαίνεται να έχει ξεφύγει και στις δημόσιες υπηρεσίες και στα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπου άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους αν έχουν αντίθετη άποψη ή, αν απλώς εκφέρουν μια φράση που προκάλεσε “δυσφορία” .  Τούτο ακριβώς είναι το φαινόμενο της κουλτούρας της ακύρωσης (cancel culture), που, με τη σύγχρονη εκδοχή της σημαίνει τον κοινωνικό στιγματισμό και αποκλεισμό προσώπων ή συλλογικοτήτων, λόγω, μη πολιτικά ορθών θέσεων, απόψεων, ακόμη και σκέψεων. Και βέβαια, η λογοκρισία βρήκε πρόσφορο έδαφος στο πεδίο των ΜΚΔ.   

Η παγκόσμια λογοκρισία των ΜΚΔ 

Την εποχή της παγκοσμιοποίησης και των ΜΚΔ, με τον πιο φυσικό τρόπο, η πολιτική ορθότητα με όλες τις παραπάνω επικίνδυνες για τον δημόσιο διάλογο συνέπειες, εξήχθη και στην Ευρώπη. Εξήχθη στην κυριολεξία, μια και η λογοκρισία πραγματοποιείται μέσω των αμερικανικών κοινωνικών δικτύων, που είναι εταιρίες αμερικανικού δικαίου, οι οποίες, ωστόσο, έχουν ορίσει και τοπικούς δήθεν ανεξάρτητους “ fact checkers” για να πραγματοποιούν μέσω φιλτραρίσματος  την βρώμικη εργασία της λογοκρισίας ενάντια στους συμπολίτες τους. 

Η ΕΣΔΑ, είναι βέβαια κάθετη σχετικά με το θέμα της λογοκρισίας απαγορεύοντας κάθε παρέμβαση «δημοσίων αρχών» στην ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου, μια φράση που μάλιστα, ερμηνεύεται διασταλτικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μια και  καλύπτει την λογοκρισία που μπορεί να ασκείται από «πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ασκούν εξουσία, ιδίως οικονομική». Με τον τρόπο αυτό απαγορεύεται κάθε προληπτικός έλεγχος των προϊόντων της σκέψης και του λόγου (πριν αυτά δουν το φως της δημοσιότητας. Στις ΗΠΑ βέβαια, η έννοια της λογοκρισίας ερμηνεύεται πιο στενά, μια και καλύπτει μόνο την διοίκηση, ενώ η κάθε ιδιωτική εξουσία παραμένει ανεξέλεγκτη στο πεδίο αυτό. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, στο βαθμό που το φιλτράρισμα και η λογοκρισία, πραγματοποιούνται σε ευρωπαϊκό έδαφος, το αμερικανικό δίκαιο δεν θα είχε κανένα λόγο εφαρμογής σε περίπτωση που ένας πολίτης από την Ευρώπη που λογοκρίθηκε με οποιοδήποτε τρόπο από τα ΜΚΔ, προτίθετο να στραφεί δικαστικά εναντίον τους . 

Επίσης, σε Ευρώπη και Αμερική, το σκεπτικό, ότι η ελευθερία του λόγου έχει θεσπιστεί, ιδίως για να προστατέψει τις ιδέες που ενοχλούν και δυσαρεστούν, γιατί αυτό απαιτεί η ανεκτικότητα σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι κοινό και αποτελεί τον πυρήνα της προστασίας.  

Στο παραπάνω πλαίσιο, μια σειρά από υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πρόκειται να κριθούν οριστικά, εντός του 2024. (https://firstamendment.mtsu.edu/article/social-media/).  Η έκβασή τους είναι κομβική για το μέλλον της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά και της δημοκρατίας όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα.  

Πόσο μακριά μπορούν, λοιπόν, να φτάσουν οι εταιρείες ΜΚΔ, στην κατάργηση περιεχομένου και χρηστών για λόγους «παραπληροφόρησης»; 

Οι υποθέσεις αποκαλύπτουν τις προθέσεις  

Η πρώτη σειρά υποθέσεων αφορά νομοθεσίες που υιοθέτησαν η Φλόριντα και το Τέξας. Οι δυο Πολιτείες ψήφισαν παρόμοιους νόμους που απαγορεύουν στις εταιρείες ΜΚΔ, να χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες τους με βάση τις δικές τους πολιτικές απόψεις και να προβαίνουν σε δυσμενή διάκριση, μεταξύ των απόψεων των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών, λογοκρίνοντας δημοσιεύματα και κλείνοντας λογαριασμούς των τελευταίων.  Οι εταιρείες ΜΚΔ υποστήριξαν ενώπιον του δικαστηρίου, πως το φιλτράρισμα περιεχομένου, είναι μια μορφή συντακτικής κρίσης, που προστατεύεται από την Πρώτη Τροποποίηση και, πως «όπως η κυβέρνηση δεν μπορεί να αναγκάσει μια εφημερίδα να δημοσιεύσει κάτι, δεν μπορεί να αναγκάσει τις εταιρείες ΜΚΔ να επιτρέπουν συγκεκριμένο περιεχόμενο στις πλατφόρμες τους». Το Εφετείο έκρινε, ότι οι εταιρείες ΜΚΔ είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, που έχουν δικαίωμα Πρώτης Τροποποίησης να εποπτεύουν και να επιμελούνται το περιεχόμενο που διαδίδουν στις πλατφόρμες τους. Δηλαδή, στην ουσία,  το δικαστήριο χαρακτήρισε τις εταιρίες ΜΚΔ ως εταιρίες που εμπίπτουν στην έννοια του «Τύπου», κάτι που είναι πρωτάκουστο, μια και παραδοσιακά, οι τελευταίες χαρακτηρίζονται από το δίκαιο, ως πάροχοι περιεχομένου. 

Ευτυχώς, λίγους μήνες αργότερα, το 5ο Εφετείο των ΗΠΑ ακύρωσε μια προκαταρκτική διαταγή από ένα τοπικό δικαστήριο που είχε εμποδίσει την θέση σε εφαρμογή του παρόμοιου νόμου του Τέξας, με το σκεπτικό, ότι οι εταιρείες ΜΚΔ λειτουργούν ως «κοινοί πάροχοι», όπως μια εταιρεία τηλεφωνίας, και ως εκ τούτου, είναι δυνατή η ρύθμιση με νόμο των διακρίσεων που διαπράττουν, απέρριψε δε, «την ιδέα ότι οι εταιρείες έχουν ένα ελεύθερο δικαίωμα στην Πρώτη Τροποποίηση να λογοκρίνουν αυτά που λένε οι πολίτες» στις πλατφόρμες τους. Στην ουσία, ο λόγος και η έκφραση των πολιτών είναι που τυγχάνουν της προστασίας της 1ης Τροποποίησης στο πεδίο των ΜΚΔ, και όχι η δραστηριότητα των εταιριών . 

Η  δεύτερη υπόθεση αφορά την προκαταρκτική διαταγή υπέρ του Ρόμπερτ Κένεντυ Jr, υποψήφιου για την προεδρία των ΗΠΑ, που εκδόθηκε από Ομοσπονδιακό δικαστήριο σχετικά με την αγωγή του, εναντίον του Λευκού Οίκου και άλλων ομοσπονδιακών υπηρεσιών, καθώς ο ομοσπονδιακός δικαστής έκρινε, ότι η κυβέρνηση «διαπλέκεται με τη λειτουργία των εταιρειών ΜΚΔ και θολώνει τα όρια μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής δράσης». Η αγωγή αφορούσε λογοκρισία επικριτικών δηλώσεων του RFK Jr, για τα εμβόλια του COVID-19 στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η διαταγή απαγόρευσε  στους κατηγορούμενους  (Λευκό Οίκο, Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων -CDC- και το FBI) - να αναλάβουν ενέργειες για να εξαναγκάσουν τις εταιρείες ΜΚΔ να αφαιρέσουν ή να καταστείλουν περιεχόμενο που περιέχει προστατευμένη ελευθερία του λόγου. (https://www.theepochtimes.com/us/federal-judge-hands-rfk-jr-a-win-in-lawsuit-accusing-biden-admin-of-censoring-covid-19-vaccine-info-5588172?utm_source=ref_share&src_src=ref_share&utm_campaign=rtbn-cc&src_cmp=rtbn-cc

Στην αγωγή του ο μεν RFK Jr υποστήριξε ότι οι κατηγορούμενοι τον έβλαψαν λογοκρίνοντάς τον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εμποδίζοντάς τον να συλλέγει ειδήσεις σχετικά με το εμβόλιο και να τις μεταδίδει στους εκατοντάδες χιλιάδες ακολούθους του, ενώ η οργάνωση Children's Health Defense, ο έτερος ενάγων, ότι τα μέλη της στερήθηκαν πληροφορίες και ιδέες, σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εναλλακτικών θεραπειών για τον COVID-19.  Ο δικαστής στην απόφασή του καθόρισε, επίσης, ότι οι ενέργειες της κυβέρνησης Μπάιντεν αντιπροσώπευαν «ουσιαστικό κίνδυνο βλάβης» για τον RFK Jr και τους άλλους ενάγοντες, «διότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους πάνω σε εκατομμύρια ανθρώπους για να καταστείλουν εναλλακτικές απόψεις ή μετριοπαθές περιεχόμενο, με το οποίο δεν συμφωνούν, επηρεάζοντας μέχρι και τα αποτελέσματα των επερχόμενων εθνικών εκλογών του 2024». Δήλωσε δε, ότι ο RFK Jr έχει αποδείξει (σε συνδυασμό και με μια δεύτερη υπόθεση του, την υπόθεση Missouri vs. Biden -για την οποία επίσης εκδόθηκε προσωρινή διαταγή τον Ιούλιο 2023, υπέρ του RFK Jr για παρόμοια περιστατικά), ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δείξει «προθυμία να εξαναγκάσει» ή τουλάχιστον να δώσει σημαντική ενθάρρυνση στις εταιρείες ΜΚΔ, να καταστείλουν την ελευθερία του λόγου όσον αφορά τα εμβόλια για τον COVID-19, τις εθνικές εκλογές, τις τιμές του φυσικού αερίου, την κλιματική αλλαγή, το φύλο. (Τα ασφαλιστικά μέτρα παραμένουν σε εκκρεμότητα μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης Missouri v. Biden, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ). 

Κίνδυνοι για την δημοκρατία και το κράτος δικαίου σε παγκόσμια κλίμακα 

Η επιδίωξη όμως καταστολής της ελευθερίας του λόγου για τα παραπάνω θέματα, όπως ανιχνεύεται από τον Αμερικανό δικαστή, δηλαδή για θέματα ουσιώδη της δημοκρατικής λειτουργίας, της δημόσιας υγείας, της κοινωνικής οργάνωσης και εν γένει για θέματα που βρίσκονται στην καρδιά της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης την οποία διερχόμαστε, υποδηλώνει ακριβώς ότι ο τρόπος με τον οποίο αυτή έχει σχεδιαστεί και προωθείται,  εγείρει σοβαρούς κινδύνους για τη Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου. Προκύπτει μάλιστα από τις αποφάσεις αυτές, κάτι το οποίο μας είναι ιδιαίτερα γνώριμο, στην παρούσα συγκυρία, και φαίνεται πως αφορά σε μεγάλο βαθμό τον δυτικό κόσμο συνολικά: παρατηρείται ένας αδιάκοπος σφετερισμός εξουσίας (hi jacking), μέσα από την συστηματική απομάκρυνση των απανταχού πολιτικών εξουσιών, από τους συνταγματικούς κανόνες και λειτουργίες και την κατάλυση του κράτους Δικαίου. Μήπως λοιπόν, οι συνεχείς συνταγματικές εκτροπές που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην χώρα, από τις παρακολουθήσεις μέχρι την ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων κατά παράβαση του άρθρου 16 Συντ. κι από την λίστα Πέτσα, μέχρι τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης στην δικαστική εξουσία και στον τρόπο διαχείρισης των ευθυνών της από το έγκλημα των Τεμπών δεν είναι κάτι συγκυριακό αλλά κάτι πολύ πιο σοβαρό στο οποίο θα έπρεπε κάθε πολίτης να ενσκήψει με προσοχή, πέρα από στενά πολιτικές και κομματικές πεποιθήσεις; Και μήπως η ευθεία βολή κατά της ελευθερίας του λόγου ως προπύργιου των υπολοίπων ελευθεριών δεν είναι τυχαία;

ΗΠΑΕγκλήματαsocial mediaελευθερία του Τύπουειδήσεις τώρα