Απόψεις | 20.05.2024 09:36

Η ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, η βιώσιμη ανάπτυξη και η Εθνική κυριαρχία

Χάρης Τοπαλίδης

Σε προηγούμενο άρθρο εξετάστηκε η αρχιτεκτονική του νέου παραγωγικού μοντέλου της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας αναφορικά με τη σύνδεση των υπερεθνικών στοχεύσεων με τις εθνικές προτεραιότητες.

Η ανάπτυξη και οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις στο πλαίσιο της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης

Η ψηφιακή και πράσινη οικονομία, λόγω της τεχνογνωσίας και του μεγάλου μεγέθους των κεφαλαίων και που απαιτούνται για τις επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας και των υφιστάμενων μονοπωλιακών νομικών ρυθμίσεων για τη διάχυση της γνώσης, εμφανίζεται μέχρι σήμερα διεθνώς σε κάθε κλάδο, ως ένας περιθωριακός θύλακας πρωτοπορίας στις παρυφές της συμβατικής (βιομηχανικής) οικονομίας ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων και των εργαζομένων παραμένει αποκλεισμένη από τη συμμετοχή στο γίγνεσθαι και τους καρπούς της.

Η καθήλωση της νέας οικονομίας σε απομονωμένους εσωστρεφείς θύλακες των τοπικών οικονομιών, υπό τον έλεγχο επιχειρηματικών, τεχνολογικών και χρηματοπιστωτικών ελίτ (λίγων μεγάλων παγκόσμιων επιχειρήσεων και μερικών start ups στην περιφέρειά τους) θεωρείται πηγή της οικονομικής στασιμότητας και της επιδείνωσης της οικονομικής ανισότητας στις ΗΠΑ και στις χώρες του ΟΟΣΑ, με πιο εξέχον παράδειγμα την συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Επιπρόσθετα η συσσώρευση τεράστιων τεχνολογικών δυνατοτήτων και μέσων της βιομηχανίας του θεάματος και της ενημέρωσης στα χέρια αυτής της υπερεθνικής ελίτ, έχει επιτρέψει τη χειραγώγηση της δημόσιας σφαίρας και έχει θέσει σε κίνδυνο τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Οι ελίτ αυτές (big tech, big pharma κλπ) είναι σήμερα περισσότερο διασυνδεδεμένες υπερεθνικά μεταξύ τους, παρά με τις τοπικές οικονομίες στις οποίες δραστηριοποιούνται. Με την απεριόριστη πρόσβαση που εξασφαλίζουν στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου αλλά και με τον έλεγχο που ασκούν σε κρίσιμους  κρατικούς θεσμούς, Οργανισμούς και πολιτικές, συνιστούν σήμερα μια αφανή εξουσία σε υπερεθνικό επίπεδο.

Από γεωπολιτική άποψη, η νέα ιεράρχηση της σημασίας των παραγωγικών δυνάμεων όπως αποτυπώνεται στο νέο παραγωγικό μοντέλο, αλλάζει τη σημασία των γεωγραφικών παραγόντων και τη φύση των στρατηγικών συμφερόντων των χωρών που απορρέουν από αυτούς, σε σχέση με τη μεταπολεμική συγκυρία. Η υποβάθμιση της οικονομικής σημασίας των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πόρων μιας χώρας, όπως π.χ. το απόθεμά της σε μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους, έναντι της τεχνολογίας και η αντίστοιχη υποβάθμιση της εργασίας π.χ. το απόθεμά της σε φτηνή εργασία, έναντι του κεφαλαίου, δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων στις οποίες στηρίζονταν το συγκριτικό οικονομικό πλεονέκτημα των αναπτυσσόμενων χωρών, πλήττει την ανταγωνιστική τους θέση στη διεθνή οικονομία και τις υποβαθμίζει έναντι των αναπτυγμένων. Ιδιαίτερα η πολιτική της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά και το γεγονός ότι η νέα οικονομία απαιτεί περισσότερη ενέργεια από τη βιομηχανική, καθιστά την ενέργεια σπάνιο παραγωγικό πόρο, όπως εύγλωττα υποδηλώνει η έκρηξη των τιμών στις διεθνείς ενεργειακές αγορές.

Με την έννοια αυτή η παραγωγή και η εξόρυξη ενέργειας που θεωρείται πράσινη (κατά την Ε.Ε. και η πυρηνική και το φυσικό αέριο) αλλά και ο έλεγχος της διέλευσής της από αγωγούς μέσω των χωρών, αποκτά μια αναβαθμισμένη σημασία για την ενεργειακή τους ασφάλεια και είναι κρίσιμη για τη θέση τους στο υπό διαμόρφωση νέο διεθνές οικονομικό σύστημα. Συνεπώς, οι παρατηρούμενες σήμερα διεθνώς τάσεις αναθεωρητισμού των μεταπολεμικών συνθηκών και συνόρων έχουν κατά κύριο λόγο ως υπόβαθρο τις γεωγραφικές συνέπειες που επιφέρει η ριζοσπαστική ενεργειακή αναδιάταξη σε παγκόσμια κλίμακα, που υπαγορεύει το νέο παραγωγικό μοντέλο. Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να αναζητηθεί η θεμελιώδης αιτία των υπό εξέλιξη περιφερειακών πολέμων και κυρίως της σύγκρουσης Ρωσίας - Δύσης, και ειδικότερα στη  διαφοροποίηση των στρατηγικών συμφερόντων των δύο πλευρών: στην πρώτη επιβάλλει τον αναθεωρητισμό της (όπως και στην περίπτωση της Τουρκίας) και στη δεύτερη τη στρατιωτική ακόμη και γεωγραφική αναζωογόνηση του ΝΑΤΟ.

Τι να κάνουμε: Υπάρχει ενναλακτική πολιτική;

Ανάμεσα στις σειρήνες του μεταεθνικού αστερισμού και στις κραυγές της εθνικιστικής υστερίας ο Οδυσσέας κλονίζεται, αλλά δεν χάνει την εμπιστοσύνη του στην πρόοδο, ως κοινό (κοινωνικό) αγαθό που συμβαδίζει με τη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Τι σημαίνει αυτό το πρόταγμα για την επιδίωξη της ειρήνης και της βιώσιμης ανάπτυξης σήμερα;

Όπως έχει γίνει σαφές, η εισαγωγή και η κυριαρχία μιας υπερεθνικής διάστασης στην ανάπτυξη, όπως αποτυπώνεται στο νέο παραγωγικό μοντέλο, δεν υπαγορεύεται από μια διεθνιστική, περιβαλλοντικά φιλική, προσέγγιση στο ζήτημα της παραγωγικότητας και της κλιματικής κρίσης, αλλά από τη συσσώρευση τεράστιου ιδιωτικού πλούτου και δύναμης στα χέρια μιας υπερεθνικής ελίτ, που δεν ελέγχεται από καμία δημοκρατική εξουσία, και την ανάγκη προβολής, στη βάση αυτή, μιας νέας στρατηγικής ηγεμονίας από τις ΗΠΑ.

Οι αλλεπάλληλες κρίσεις στην πορεία της μετάβασης υποδηλώνουν ότι το νέο παραγωγικό μοντέλο εγείρει απειλές, τόσο στο πεδίο της ασφάλειας για την ειρήνη όσο και στο πεδίο της οικονομίας, για την περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα της ανάπτυξης. Απαιτείται επομένως η ρύθμισή του. Μια τέτοια ρύθμιση πρέπει να αφορά κυρίως την επιθετικότητα με την οποία έχει σχεδιαστεί να επιβληθεί η ηγεμονία του κεφαλαίου, μέσω της αποκλειστικής προσφυγής στην τεχνολογία για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, τόσο στις οικονομίες της Δύσης όσο και έναντι των χωρών του Νότου. Υπάρχουν και πολιτικές έντασης εργασίας που υπηρετούν άριστα τον ίδιο στόχο οι οποίες έχουν αγνοηθεί και μπορούν να αναχαιτίσουν τις υπό εξέλιξη κρίσεις. Επίσης υπάρχουν πολιτικές που διευκολύνουν τη μαζική πρόσβαση εργαζομένων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε επιχειρηματικά κεφάλαια για την παραγωγή καινοτομίας, αλλά και για την ευρεία διάχυση της γνώσης, που είναι εκτός των κυρίαρχων θεωρήσεων.

Από την άλλη η βίαιη μετάβαση στο νέο παραγωγικό μοντέλο, όπως υπογραμμίζεται από τις πολιτικές του μεγάλου μετασχηματισμού, του εναγκαλισμού του κράτους από τις μεγάλες επιχειρήσεις και την πτώση της μεσαίας τάξης, οδηγεί σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τις δυνάμεις της εργασίας και με τις παλιές βιομηχανικές οικονομικές δυνάμεις όπως π.χ. τις εταιρίες πετρελαίου, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις ΗΠΑ. Η σύγκρουση Τράμπ-Μπάιντεν που μαίνεται στα όρια του εμφυλίου πολέμου, αντανακλά τη σύγκρουση μεταξύ των μέχρι σήμερα χαμένων και των κερδισμένων της μετάβασης, των παλιών και των νέων παραγωγικών δυνάμεων και σηματοδοτεί ένα αδιέξοδο στο εσωτερικό των ΗΠΑ που δεν θα ξεπεραστεί ανεξάρτητα από την έκβαση της εκλογικής μάχης. Ακόμη και αν η ηγεμονική αναβάθμιση του ρόλου του κεφαλαίου, όπως επιχειρείται με το νέο παραγωγικό μοντέλο, υπηρετεί την ανάγκη άσκησης της ηγεμονίας των ΗΠΑ έναντι των ανταγωνιστών της στο Νότο στις σύγχρονες συνθήκες, οι εξελίξεις υποδηλώνουν, με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, ότι η στρατηγική αυτή, με τις εντάσεις και τον ανταγωνισμό που εισάγει, δεν φαίνεται να στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα. Το αδιέξοδο αυτό φαίνεται να το αντιλαμβάνεται ο τρίτος υποψήφιος Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Robert Kennedy Jr, ο οποίος προτείνει ως διέξοδο μια ατζέντα ρύθμισης του νέου παραγωγικού μοντέλου, που συμπεριλαμβάνει, την εγκατάλειψη των πολέμων, την ανόρθωση της μεσαίας τάξης, την αντιμετώπιση της διαφθοράς των κρατικών οργανισμών από τις μεγάλες επιχειρήσεις, την κατάργηση του κράτους Επιτήρησης, την αποκατάσταση της ελευθερίας του λόγου κλπ.

Στο σημείο καμπής στο οποίο φαίνεται να βρίσκεται σήμερα η μετάβαση στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία κάθε άλλο παρά πρέπει να αποκλείεται η περαιτέρω ενίσχυση των κινδύνων που εγείρονται για την ειρήνη και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Για την Ελλάδα η διαπίστωση αυτή, επιτάσσει ως πρώτη προτεραιότητα την άσκηση πολιτικών θωράκισης της κυριαρχίας, των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, και της οικονομίας της, έστω στο πλαίσιο των υπερεθνικών της δεσμεύσεων αλλά με έλεγχο των ανισορροπιών και στρεβλώσεων που εισάγει το νέο παραγωγικό μοντέλο – εμμονή στο κράτος δικαίου και στην κοινωνική συνοχή, αλλά και την ενεργή συμβολή της στις διεθνείς διεργασίες για τη ρύθμιση του νέου παραγωγικού μοντέλου.

ανάπτυξηπράσινη ανάπτυξηειδήσεις τώραειδήσειςΕυρωεκλογέςΕυρώπηευρωεκλογές 2024