Απόψεις|09.04.2019 18:51

Α, ρε Μυρσίνη Λοΐζου, πόσο δίκιο είχες…

Νίκος Τζιανίδης

«Σαν βγεις στον πηγαιμό... για ένα χαρτάκι, να εύχεσαι να ’ναι μικρός ο δρόμος... Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα της γραφειοκρατίας, των δημοσίων υπηρεσιών, την αδιαφορία μη φοβάσαι...».

Περιμένοντας ώρες ατέλειωτες στην ουρά, το «παίζω» Καβάφης για να μην εκραγώ.

Πάνε κοντά σαράντα μέρες που άφησε τον ανελέητο και μάταιο κόσμο ο πατέρας μου κι εγώ, του πατέρα μου γιος, παλεύω με Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες για να τακτοποιήσω τα τυπικά επακόλουθα.

Και κει πάνω σκέπτομαι: Μωρέ καλά έκανε η Μυρσίνη Λοΐζου και άφησε τη σύνταξη της μάνας της να τρέχει…

Στην αρχή μαζεύεις τα δικαιολογητικά για να διακόψεις τη σύνταξη του αποδημήσαντος. Πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών. Υπομονή καμιά εικοσαριά μέρες για να εκδοθεί.

- Ο Δήμος της Αθήνας έχει τρεξίματα αυτή την εποχή, δικαιολογήθηκαν…

Μετά αναζητάς τα γραφεία όπου πρέπει να καταθέσεις τον όγκο των δικαιολογητικών που συναγωνίζονται σε σελίδες το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι.

Από όροφο σε όροφο αδειανό, επιτέλους βρίσκεις άνθρωπο πρόθυμο να σε ακούσει, δίχως να σε κοιτάξει στα μάτια.

Στις δημόσιες υπηρεσίες, άλλωστε, ποτέ δεν σε κοιτούν στα μάτια. Πάντα στα χέρια…

- Θέλω να διακόψω τη σύνταξη του πατέρα μου, πού πηγαίνω;

- Δικηγόρος ο συχωρεμένος;

- Αερολιμενάρχης…

- Ααα, τότε θα πετάξετε για άλλο κτίριο (χιούμορ). Στην Κάνιγγος, παρακαλώ. Εδώ άλλες υπηρεσίες.

Στην είσοδο της Κάνιγγος, «Κύκλωπας» άγριος ο επί των πληροφοριών, φουρτουνιάζει και ανταριάζει το πλήθος των ανθρώπων που εκλιπαρούν για μια του λέξη…

Πλάι μου μαυροφόρα απελπισία αναζητά Bic και πρόθυμο κατατοπισμένο, για να συντάξει την αίτηση.

«Δεν ξέρω τι να γράψω. Πέθανε ο άντρας μου και έχω πελαγώσει...». Ποιος ξέρει και ποιος νοιάζεται;

Χάος, ένταση και απανθρωπιά.

«Ούτε να πεθάνουμε δεν μπορούμε» φωνάζει... κλακαδόρος από την ουρά της ουράς και ανάβει το φιτίλι.

Αλυσιδωτές εκρήξεις και ο «Κύκλωπας» γίνεται «Κανένας».

Η σύνταξη του πατέρα, με τα πολλά, διακόπτεται και από εκεί αρχίζει η οδύσσεια: η μεταβίβαση στη μητέρα μου.

Ααααλλα χαρτιά και επιπλέον συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο.

Η μητέρα κατάκοιτη, αδυνατεί να μετακινηθεί και να επισκεφθεί τις… εξωτικές δημόσιες υπηρεσίες μας.

Οι τράπεζες θέτουν ειδικούς όρους στο πληρεξούσιο για να ανοιχτεί νέος λογαριασμός. Η υπηρεσία ζητά πρώτο όνομα σε βιβλιάριο καταθέσεων το όνομα της μητέρας για να μεταβιβάσει τη σύνταξη.

- «Μα ο πατέρας που είναι πρώτος στο βιβλιάριο πέθανε, δεν θεωρείται πρώτη τώρα η μητέρα;»...

- Δεν έχει σημασία!

Μικρή σημασία έχουν όλα, αρκεί να χτυπηθεί ο ασφαλισμένος σαν το καράβι του Οδυσσέα στη μανιασμένη θάλασσα της τυπολατρίας και της τρικυμισμένης δημόσιας διοίκησης.

Από γραφείο σε γραφείο και από τον άγριο Ποσειδώνα στο νησί των Λωτοφάγων, και από εκεί ξανά στον Πολύφημο, και ξανά στη θάλασσα, και άντε κολύμπι σε νερά έντασης και εκνευρισμού.

Και στο τέλος;

- «Σε κάνα χρόνο, αν βγει η σύνταξη της μαμάς, να είστε ευτυχής»…

Και κάποτε φτάνεις στην Ιθάκη.

Και έτσι σοφός που έγινα με τόση πείρα, ήδη το κατάλαβα καλά τι σημαίνει να ζεις σ’ ένα κράτος που είναι «απαγορευτικό» και να πεθάνεις ακόμα.

Α, ρε Μυρσίνη Λοΐζου, λάθος μου που σε κατέκρινα…

Στην εποχή του Διαδικτύου εμείς ακόμα ταξιδεύουμε με πιρόγες πάνω σε θολά ποτάμια δαιδαλώδους γραφειοκρατίας.

Ντροπή!

διακοπή σύνταξης θανόντοςΜυρσίνη Λοΐζου