Απόψεις|16.07.2024 08:00

Ο νέος ρεαλισμός, το νέο Κυπριακό και οι νέοι απορριπτικοί

Αδάμος Ζαχαριάδης

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από τον «μαύρο Ιούλιο» της Κύπρου. Μισός αιώνας από το πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών και τη διπλή τουρκική εισβολή, που ήρθαν ως επακόλουθο των όσων διαδραματίζονταν στο νησί από τη δεκαετία του 1950.

Πέντε δεκαετίες και δεκάδες προσπάθειες λύσης, όλες αποτυχημένες. Αν, όμως, όλα αυτά τα χρόνια, κάτι παραμένει ίδιο είναι οι δύο σχολές σκέψης γύρω από τον τρόπο προσέγγισης του Κυπριακού προβλήματος. Οι λεγόμενοι «απορριπτικοί» και όσοι παραδοσιακά στήριζαν τις προτάσεις για λύση.

Οι δύο σχολές σκέψεις και μια «νέα» προσέγγιση

Η μία είναι εκείνη που στο όνομα ενός «πατριωτισμού» απορρίπτει όλες τις μέχρι τώρα προτάσεις επίλυσης και η άλλη εκείνη που υποστηρίζει ότι ακόμα και μια λύση με προβλήματα είναι προτιμότερη από τη διαιώνιση του status quo, η οποία αναπόφευκτα οδηγεί σε οριστική διχοτόμηση. Μολονότι ανάμεσα στις δύο αυτές σχολές μπορεί να διακρίνει κανείς ανά διαστήματα διαφορετικές αποχρώσεις, εκατέρωθεν στρεβλώσεις ή τυφλές εξιδανικεύσεις, δεν παύουν να διαγράφουν τον βασικό διαιρετικό πυρήνα δύο αντιθετικών πολιτικών προσανατολισμών για το Κυπριακό.

Πενήντα χρόνια μετά και σχεδόν επτά χρόνια μετά την τελευταία σοβαρή προσπάθεια επίλυσης και το ναυάγιο στο Κρανς Μοντανά, εμφανίζεται στον δημόσιο διάλογο και ένα τρίτο ρεύμα. Το ρεύμα που αυτοαποκαλείται «νέος ρεαλισμός» και κάνει λόγο για «νέο κυπριακό πρόβλημα». Τι υποστηρίζουν οι πρεσβευτές του συγκεκριμένου ρεύματος; Ουσιαστικά ότι με το πέρασμα των χρόνων, τα τετελεσμένα είναι πλέον μη αναστρέψιμα και ότι η όποια λύση προταθεί θα είναι επιζήμια για την ελληνοκυπριακή κοινότητα (προτιμούν βέβαια των όρο «κυπριακός ελληνισμός»). Προσθέτουν ότι η διπλωματική αναγνώριση των κατεχομένων από φιλικές προς την Τουρκία χώρες είναι θέμα χρόνου, ότι η Άγκυρα δεν έχει, πλέον, κανένα λόγο να επιθυμεί λύση γιατί δεν υπάρχει κάποιο αντάλλαγμα για αυτήν και υπογραμμίζουν ότι λόγω του συνεχιζόμενου εποικισμού, η τουρκοκυπριακή κοινότητα έχει μετατραπεί σε μειοψηφία στο βόρειο τμήμα του νησιού.

Προτείνουν, λοιπόν, να μην επικεντρώνουμε τις προσπάθειες σε αναζήτηση λύσης, αλλά να αφοσιωθούμε στην «οικονομική, στρατηγική και διπλωματική θωράκιση της Κυπριακής Δημοκρατίας» και να επιδιώξουμε μία «μικρή λύση», η οποία, λένε, μπορεί να είναι η συμφωνία για επιστροφή της κλειστής πόλης της Αμμοχώστου, με αντάλλαγμα τη μερική άρση του αποκλεισμού των κατεχομένων *.

Τίποτα το «νέο» δεν κομίζουν αυτές οι ιδέες. Πρόκειται ουσιαστικά για μια κεκαλυμμένη μορφή του ρεύματος της απόρριψης. Ο «νέος ρεαλισμός» είναι ο φερετζές του απορριπτισμού. Όταν οι θιασώτες του λένε «ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας» εννοούν ύπαρξη δύο ελληνικών κρατών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε διεθνείς φορείς και οργανισμούς. Όταν λένε για επιστροφή της Αμμοχώστου, αποκρύπτουν ότι υποστήριζαν ότι η Τουρκία μπλοφάρει, όταν έλεγε μετά το Κρανς Μοντανά ότι θα ανοίξει μέρος της κλειστής πόλης. Όπως, βέβαια, και το ότι μία άλλη κατεχόμενη πόλη, η Μόρφου, χάθηκε οριστικά το 2004. Όταν μιλάνε για ενίσχυση της ενεργειακής συνεργασίας με χώρες της περιοχής, κάνουν ότι δεν βλέπουν πως χωρίς λύση στο Κυπριακό, αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί. Όταν υποστηρίζουν ότι η Τουρκία δεν έχει, πλέον, κανένα λόγο να επιθυμεί λύση του Κυπριακού, κάνουν ότι ξεχνάνε πως το 2004 που η Άγκυρα είχε την προοπτική της Ευρώπης αυτοί αντέτειναν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι ισχυρότερη ως μέλος της ΕΕ.  Κι κυρίως όταν σηκώνουν το σκιάχτρο των τετελεσμένων, αποκρύπτουν ότι για αυτά ακριβώς προειδοποιούσαν όσοι τα προηγούμενα χρόνια υποστήριζαν ότι ακόμα και μια ατελής λύση θα ήταν προτιμότερη από την παρατεταμένη στασιμότητα.

Μισό αιώνα μετά το 1974, η νέα αυτή έκφανση του απορριπτισμού έρχεται να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα της εισβολής και της κατοχής, εδραιώνοντας μια για πάντα την παραμονή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο. Το τραγελαφικό, μάλιστα, είναι ότι πρόκειται για την ίδια σχολή σκέψης που απέρριπτε προτάσεις για σύσταση τουρκοκυπριακών καντονίων τη δεκαετία του 1960. Απέρριψε όλα τα σχέδια λύσης, όλες τις μορφές πιθανής διακυβέρνησης και σήμερα παρουσιάζεται έτοιμη, στο όνομα ενός τάχα μου ρεαλισμού, να αποδεχθεί ένα τουρκοκυπριακό κράτος στον βορρά.

Να αγαπήσουμε την Κύπρο

Προφανώς και σήμερα τα δεδομένα είναι δυσμενέστερα από ό,τι ήταν παλιότερα. Έτσι συμβαίνει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ιστορικά. Όμως προτάσεις για «μικρές λύσεις», «βελούδινα διαζύγια» και βήμα-βήμα διευθετήσεις οδηγούν σε οριστική και ουσιαστική διχοτόμηση της Κύπρου. Αλήθεια ποιο είναι το απτό συμφέρον μιας τέτοιας προοπτικής;

Αν και ακούγεται τετριμμένο, σήμερα, βρισκόμαστε ενώπιον σκληρών και δύσκολων αποφάσεων. Στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή», ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης προέβη σε μία σημαντική ιστορική παραδοχή.  «Ούτε εμείς ούτε οι Τουρκοκύπριοι αγαπήσαμε την Κυπριακή Δημοκρατία το 1960. Την προσεγγίσαμε, ακόμη και σε επίπεδο ηγεσίας, ως ένα μεταβατικό στάδιο για την επίτευξη άλλου στόχου», είπε. Πενήντα χρόνια μετά, οι Κύπριοι καλούνται να «αγαπήσουν την Κύπρο». Κι αυτό σημαίνει ένα διζωνικό, δικοινοτικό, ομόσπονδο κράτος, όπου ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι θα είναι ουσιαστικά ισότιμοι συνεταίροι. Είναι αλήθεια ότι οι νέες γενιές Κυπρίων δεν έχουν ζήσει ποτέ μαζί. Δεν έχουν όμως και τα βιώματα των προγόνων τους. Και ζουν σε μια εποχή όπου οι ιδεολογικές, κοινωνικές και πολιτικές διαχωριστικές είναι πολύ πιο έντονες και συγκεκριμένες από ό,τι οι εθνικισμοί. Μόνο μία λύση μπορεί να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την ευημερία στο νησί. Η διαιώνιση μιας υποβόσκουσας έντασης μπορεί μόνο να πυροδοτήσει νέες συγκρούσεις.

* Μάνος Καραγιάννης (Καθημερινή, 14/7/24)

Νίκος ΧριστοδουλίδηςΤουρκίαΚύπροςΚυπριακόΕρσίν Τατάρ