Απόψεις|01.08.2024 08:33

Το επικαιροποιημένο στρατηγικό σχέδιο του ΥΠΕΞ για τον Απόδημο Ελληνισμό

Κώστας Καραμάρκος

Μετά τη γενική κατακραυγή της αρχικής προς διαβούλευση μπροσούρας των αρχών της χρονιάς, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη ονόμασε στρατηγικό σχεδιασμό για τον Απόδημο Ελληνισμό, εδώ και μέρες τώρα, και μέχρι την 20η Αυγούστου, το Υπουργείο των Εξωτερικών ανάρτησε πάλι στο διαδίκτυο για διαβούλευση, έναν πιο σοβαρό, πιο λεπτομερή, καθώς και πιο διευρυμένο επικαιροποιημένο στρατηγικό σχεδιασμό για την περίοδο 2024-2027, για τον Οικουμενικό Ελληνισμό.

Το νέο κείμενο διαβούλευσης αποτελεί ένα «φιλόδοξο» διακυρηκτικό λόγο, που εξακολουθεί να αγνοεί τις αληθινές δυνατότητες άσκησης ομογενειακής πολιτικής από την Ελλάδα και από τους περιορισμένου βεληνεκούς φορείς των Ομογενών και των Αποδήμων. 

Ο σχεδιασμός «οικειοποιείται» πολιτικές πρωτοβουλίες άλλων δεκαετιών των κυβερνήσεων  του ΠΑΣΟΚ (περίοδος 1985-2005).  Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, μια και το κράτος χρειάζεται να έχει συνέχεια και συνέπεια, καθώς και ειλικρίνεια προθέσεων, μαζί με τη σχετική αναγνώριση για το ποιος έκανε τι, σ’ αυτήν τη διακομματική ως τώρα πορεία για θέματα Αποδήμων και Ομογενών

Οι φιλόδοξοι διακυρηκτικοί στόχοι του στρατηγικού σχεδιασμού δύσκολα μπορούν να υλοποιηθούν σε ορίζοντα δεκαετίας ή εικοσαετίας, πόσο μάλλον κατά τη χρονική περίοδο 2024-2027, όπως αναφέρεται. Γιατί;  Επειδή τα μέσα και οι αληθινές δυνατότητες που διαθέτει η Ελλάδα, για την άσκηση μιας σοβαρής και μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τον Οικουμενικό Ελληνισμό είναι αποδεδειγμένα περιορισμένα, ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία.

Εκτίμησή μου είναι πως αυτές οι περιορισμένες δυνατότητες, ιδιαίτερα μετά από τη χαμηλή συμμετοχή των Αποδήμων και των Ομογενών στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023 και 2024 στην Ελλάδα, δεν πρόκειται να ξεπεραστούν.

Το νέο κείμενο διαβούλευσης, όπως και το προηγούμενο, είναι διαθέσιμο μόνο στην ελληνική γλώσσα.  Πράγμα που το καθιστά μη προσβάσιμο στη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικής καταγωγής κατοίκων του εξωτερικού, που δε μιλάει ή που δεν καταλαβαίνει Ελληνικά.

Επίσης, η νέα βελτιωμένη απόπειρα, δε συνοδεύεται από μια προσπάθεια ευρύτερης γνωστοποίησης της διαβούλευσης στους ελληνικής καταγωγής κατοίκους του εξωτερικού, στις χώρες μόνιμης διαμονής τους για παράδειγμα, όπως συνοδεύονταν στο πρόσφατο παρελθόν η ενημέρωση για την άσκηση εκλογικού δικαιώματος στις βουλευτικές εκλογές του 2023 και στις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024.

Ο νέος επικαιροποιημένος σχεδιασμός, ενσωματώνει σε επίπεδο διακήρυξης τουλάχιστον, μέρος των προτάσεων που υποβλήθηκαν από οργανώσεις και πολίτες στην αρχική διαβούλευση, αποδεικνύοντας πως η όποια κριτική ασκήθηκε τουλάχιστον διαβάστηκε, και στα δευτερεύοντα λήφθηκε υπόψη από τις υπηρεσίες του ΥΠΕΞ. 

Για παράδειγμα, στο νέο κείμενο του σχεδιασμού αναγνωρίζεται «η πολυεπίπεδη διαστρωμάτωση του ομογενειακού στοιχείου», γίνεται αναφορά στις νέες μορφές οργάνωσης και εκπροσώπησης της ελληνικής διασποράς, αναφέρεται η «καθιέρωση συμμετοχικών διαδικασιών με συμπερίληψη των Ελλήνων της Διασποράς στη διαβούλευση και στη λήψη αποφάσεων.».  Σύμφωνα με το σχεδιασμό, προγραμματίζονται επίσης δράσεις μαθητείας νέων της διασποράς σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς της Ελλάδας, καθώς και Ελλήνων νέων επαγγελματιών σε διασπορικούς φορείς του εξωτερικού.

Όμως, συζητώντας για 10 σημαντικά ενδεικτικά σημεία τώρα…

Ο βασικός προσανατολισμός του στρατηγικού σχεδιασμού, από το εξώφυλλο του κειμένου, μέχρι τον πυρήνα της σύλληψης και της εκτέλεσής του, παραμένει αναλλοίωτος. Το νέο προς διαβούλευση σχέδιο εξακολουθεί να αναφέρεται σε ένα κυβερνητικό όραμα και στην κεφαλαιώδη εθνική ανάγκη να υπάρχει μια σχέση των Ελλήνων του εξωτερικού με το «μητροπολιτικό κέντρο», όπως ονομάζουν την Ελλάδα.  Ελλαδοκεντρικό το πρώτο κείμενο διαβούλευσης που αντιμετώπιζε τις ελληνικές ομογένειες του εξωτερικού ως περιφέρειες ενός μητροπολιτικού κέντρου (Ελλάδα), ελλαδοκεντρικό και το επικαιροποιημένο.

Η νέα εκδοχή του στρατηγικού σχεδίου, εξακολουθεί να προτάσσει σχεδόν ως αποκλειστικό  στόχο του ΥΠΕΞ, την ενίσχυση της Ελλάδας (διεθνής εικόνα, διπλωματία, προώθηση γεωστρατηγικών συμφερόντων, ανάπτυξη ελληνικής οικονομίας, κ.α.), στο εξωτερικό.  Δεν υπάρχουν (σοβαρές) αναφορές και εξειδικεύσεις, στο πώς οι ρητορικές αναφορές περί αμφίδρομης σχέσης, μπορούν να στρέφονται και να αναδεικνύουν, μέσα από συνέργειες για παράδειγμα, και τα συμφέροντα των πολύμορφων ευρύτερων ελληνικών διασπορών της υφηλίου, στις χώρες μόνιμης διαμονής τους, αλλά και στην Ελλάδα. Ευρύτερες διασπορές που δεν ανήκουν στις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές απόδημες και ομογενειακές ελίτ, στις οποίες εστιάζει ο στρατηγικός σχεδιασμός της κυβέρνησης...

Το επικαιροποιημένο στρατηγικό σχέδιο, εξακολουθεί να έχει ως μία από τις έξι βασικές προτεραιότητές του, τη «διατήρηση και ενδυνάμωση δεσμών με εκκλησιαστικούς θεσμούς της Ορθοδοξίας ως συνεκτικού παράγοντα μητροπολιτικού κέντρου-Ομογένειας».  Αγνοώντας και πάλι, πως η Εκκλησία, όπως και οι θεσμικά συγκροτημένοι ομογενειακοί μικρόκοσμοι που αναφέρονται ως φορείς υλοποίησης του σχεδίου, δεν αφορούν και δεν επηρεάζουν τις ζωές της συντριπτικής πλειοψηφίας του Απόδημου και του Ομογενειακού Ελληνισμού που, όταν δεν ιδιωτεύει, ζει και δραστηριοποιείται πρωτίστως μέσα από τους θεσμούς των κυρίως κοινωνιών των χωρών διαμονής του.   

Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως, ένα από τα στοιχεία που ορίζουν την ελληνικότητα σύμφωνα με το στρατηγικό σχεδιασμό είναι το θρησκευτικό συναίσθημα και η ορθόδοξη χριστιανική πίστη.  Αυτή η αναφορά από ένα κοσμικό και ουδέτερο κράτος όπως η Ελλάδα, χωρίς άλλες επεξηγήσεις, πέρα από αναγνώριση του σημαντικού ρόλου της ελληνορθόδοξης εκκλησίας στο εξωτερικό, ενισχύει σημαντικά εκκλησιαστικούς ηγέτες του εξωτερικού που θεωρούν και προωθούν τους εαυτούς τους να είναι όχι μόνο θρησκευτικοί αλλά και πολιτικοί ηγέτες των διασπορικών μας κοινοτήτων. 

Βασικό εργαλείο της κυβέρνησης Μητσοτάκη και του ΥΠΕΞ στη νέα απόπειρα ελλαδοκεντρικής αναβάθμισης της σχέσης Ελλάδας-Αποδήμων και Ομογενών, εξακολουθεί να είναι η χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών, για παράδειγμα η καλύτερη διασύνδεση δρομολογείται μέσα από τη λειτουργία του ιστότοπου diaspora.gr.  Αυτά που πρωτίστως χρειάζονται όμως, είναι μια διευρυμένη στη σύλληψη, μακρόπνοη θεωρητική και πρακτική στρατηγική, μαζί με ανάλογες υποστηρικτικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, καλή στελέχωση νευραλγικών θεσμών που θα υποστηρίζουν και θα αναδεικνύουν διαχρονικά τη σχέση Ελλάδας-Οικουμενικού Ελληνισμού, καθώς και διάθεση σχετικών κονδυλίων από τον κρατικό προϋπολογισμό.  Για παράδειγμα, δε φτάνει μόνο η ύπαρξη της ψηφιακής πλατφόρμας εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας StaEllinika

Χρειάζονται και διορισμοί στο εξωτερικό εκπαιδευτικών, από την Ελλάδα ή επιτόπιου προσωπικού.  Χρειάζεται παραγωγή και χρήση στη διδαχή εκπαιδευτικού υλικού με αναφορές στα βιώματα των Αποδήμων και των Ομογενών.  Επιτυχημένες πολιτικές που υλοποιούνταν τη δεκαετία του 1980, όπως για παράδειγμα η συγγραφή σχολικών βιβλίων με ομογενειακό περιεχόμενο, δεν πρέπει να ξεχαστούν το 2024…

Βασική συνιστώσα της κυβερνητικής σχέσης με τις ελληνικές διασπορές του κόσμου, έτσι όπως αναδεικνύεται μέσα από το κείμενο διαβούλευσης, αλλά και μέσα από τις μέχρι τώρα πρακτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είναι η δικτύωση με τις επαγγελματικές, οικονομικές και κοινωνικές ελίτ των ελληνικής καταγωγής πολιτών του εξωτερικού και όχι πρωτοβουλίες αναβάθμισης της σχέσης με τις ευρύτερες «ανώνυμες»  κοινότητες των αποδήμων και των ομογενών.

Οι αναφορές του σχεδίου, ενδεικτικά παραθέτω, σε οικειοθελείς εγγραφές σε μητρώα ομογενών, ομογενειακών οργανώσεων, επιχειρήσεων, επιστημονικού δυναμικού, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, κ.α., η σύγκληση ενός Παγκόσμιου Forum των Ελλήνων της Διασποράς, με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων και ομογενειακών οργανώσεων που θα στοχεύει σε ένα γόνιμο διάλογο και στην παγκόσμια δικτύωση του Ελληνισμού, η δημιουργία Ταμείου Απόδημου Ελληνισμού, καθώς και η αναγέννηση του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ), είναι «παλιές» χρήσιμες ιδέες . 

Είναι ιδέες και δράσεις που ναι μεν μπορούν να υλοποιηθούν πιο εύκολα σήμερα, εξαιτίας των δυνατοτήτων της ψηφιακής τεχνολογίας, αλλά όταν αυτές οι δράσεις εντάσσονται μόνο σε έναν μονοδιάστατο και στενό ελλαδοκεντρικό προσανατολισμό, τότε, δεν εξυπηρετούν τις ανάγκες του ευρύτερου Οικουμενικού Ελληνισμού, αλλά και της ευρύτερης νεοελληνικής κοινωνίας.  Ανάγκες πολιτισμικές, εκπαιδευτικές, οικονομικές, κοινωνικές, κ.α.  

Όλες οι πρωτοβουλίες ταυτοτικής διασύνδεσης και διατήρησης της σχέσης με τις ελληνικές διασπορές του εξωτερικού, ιστορία, πολιτισμός, γλώσσα, κ.λπ., όλες οι συνιστώσες «ελληνικότητας» που περιγράφονται στο στρατηγικό σχεδιασμό προέρχονται και έχουν ως πηγή τους την Ελλάδα.  Στην ελληνική κυβέρνηση, αντιλαμβάνονται τους απόδημους και τους ομογενείς ως αποδέκτες «ελληνικότητας» που παράγεται πρωτίστως στην Ελλάδα και εξάγεται από αυτήν. 

Δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά, που να δείχνει πώς το ΥΠΕΞ αντιλαμβάνεται πως «ελληνικότητα» μπορεί να παράγεται και στα εξωελλαδικά κέντρα του Ελληνισμού, όπως παράγονταν και στο παρελθόν.  Διατήρηση και αναπαραγωγή παραδοσιακής και οριζόμενης εντός ελληνικής επικράτειας ελληνικότητας είναι το μοτίβο, όχι επέκταση και εμπλουτισμός της και μέσα από την αποδημική και ομογενειακή ζωή.

Ενδεικτικά «συμβολικά» δείγματα αναβάθμισης της σχέσης Ελλάδας-Αποδήμων, όπως  η καθιέρωση συγκεκριμένης ημερομηνίας εορτασμού της Ημέρας του Απόδημου, αλλά και η ψηφιακή στην αρχή δημιουργία μουσείου Απόδημου Ελληνισμού καλωσορίζονται, αλλά δεν αρκούν. 

Η αποδημική και η ομογενειακή διάσταση του Ελληνισμού χρειάζεται να γίνει μέρος της εθνικής μας αφήγησης και αντίληψης.  Με οριζόντιες πρωτοβουλίες ανάδειξής της.  Για παράδειγμα, με ενσωμάτωσή της σε όλες τις βαθμίδες του συστήματος εκπαίδευσης, ή με συμμετοχές σε όλα τα μεγάλα ιδρύματα και φεστιβάλ ανάδειξης της πολιτισμικής και ιστορικής ταυτότητας των Ελλήνων και των Ελληνίδων.

Στο θέμα της ελληνομάθειας, θετικά αποτιμάται η διακήρυξη για την ανάγκη να αναζητηθεί η δυνατότητα διδασκαλίας Ελληνικών στα κρατικά σχολεία π.χ. των ΗΠΑ και του Καναδά, εφόσον πληρούνται προϋποθέσεις, καθώς και η ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλιών έτσι ώστε να στηρίξουν οι Έλληνες επιχειρηματίες τις ελληνικές σπουδές στο εξωτερικό.  Η ιδιωτική πρωτοβουλία από μόνη της όμως, δε αρκεί να καλύψει τις υπάρχουσες πόσο μάλλον τις μελλοντικές ανάγκες.  Χρειάζεται και η οικονομική συνδρομή του νεοελληνικού κράτους, όπως παλαιότερα.  Είναι αποποίηση εθνικής ευθύνης, να ζητάς να κάνει ο ιδιωτικός τομέας της Ελλάδας, ότι δεν κάνει η ελληνική πολιτεία.

Ο στόχος της αναβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών από τις προξενικές μας αρχές, αποτιμάται θετικά.  Με την προϋπόθεση ότι θα υπάρχουν πρόνοιες και κονδύλια και για τη στελέχωσή τους.  Οι ελληνικές προξενικές αρχές του εξωτερικού όμως, οφείλουν να λειτουργούν και ως κέντρα πολιτισμού και όχι μόνο ως κέντρα «γραφειοκρατικής» εξυπηρέτησης των εκτός συνόρων Ελλήνων.  Αναρωτιέμαι πάντως, γιατί υπάρχουν αναφορές για ίδρυση Ελληνικού Ινστιτούτου Πολιτισμού στα πρότυπα του Γαλλικού ή του Γερμανικού (Goethe), όταν ήδη εδώ και δεκαετίες, υπάρχει, έστω και υποβαθμισμένο, το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού.

Η ομογενειακή πολιτική της Ελλάδας, εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια, έχει υποβαθμιστεί σημαντικά.  Οι ελάχιστες σχετικές υπηρεσίες υπολειτουργούν.  Κονδύλια για να καλυφθούν βασικές ανάγκες δεν διατίθενται.  Σοβαρή πολιτική κουβέντα και στόχευση δεν γίνεται, ούτε δημόσια, ούτε ιδιωτικά, δυστυχώς... 

Η πρώτη διαβούλευση για την αρχική μπροσούρα του ΥΠΕΞ που ονομάστηκε στρατηγικός σχεδιασμός, δεν απασχόλησε στο βαθμό που έπρεπε και χρειάζεται, τα πολιτικά κόμματα της Ελλάδας, αλλά και τους ίδιους τους Απόδημους και τους Ομογενείς.  Εύχομαι και ελπίζω να μη συμβεί το ίδιο και τώρα…

ειδήσεις τώραυπουργείο ΕξωτερικώνΈλληνες εξωτερικούΈλληνες ομογενείςαπόδημοι