Απόψεις | 03.08.2024 12:00

Μία μέρα στο καφενείο του Ευθύμη

Άντζελα Ζιούτη

«Έναν ελληνικό καφέ γλυκύ βραστό» παρήγγειλε ο πελάτης και κάθισε δίπλα στο παράθυρο του καφενείου. Στην ίδια θέση πάντα. Και παρά δίπλα ο Ευθύμης. Το αφεντικό του μαγαζιού. Ένας μποέμ τύπος γύρω στα σαράντα πατέρας κιόλας δύο παιδιών που έτρεξε γρήγορα πίσω από τον πάγκο να βράσει τον καφέ για τον κυρ – Γιάννη. Σταθερός πελάτης. Πρωί, βράδυ εκεί. Βρέξει, χιονίσει. Τώρα πια έχει βγει στην σύνταξη.

Σαράντα χρόνια δούλεψε σκληρά στην Γερμανία. Έφυγε κι αυτός στη δεκαετία του εξήντα στα νιάτα του – τότε που έστυβε την «πέτρα και έβγαζε νερό» – μαζί με έναν ακόμη συγχωριανό του τον Θάνο για να πιάσουν το όνειρο. Τα παιδιά του, τα πάντρεψε όλα, έχει και εγγόνια Δόξα τον Θεό, καλοπαντρεύτηκαν και πήγαν στα νοικοκυριά τους. Ο ένας ο γιος του ο Χάρης είναι στρατιωτικός, μήνας, μπαίνει, μήνας βγαίνει η καραβάνα γεμίζει. Αν κι αυτουνού τον μισθό με την κρίση τον κουτσουρέψανε για τα καλά …. Τσίμα, τσίμα πλέον τα φέρνει βόλτα. Ο άλλος ο γιος του ο Γιώργος δούλευε σε ένα ίντερνετ καφέ. Πάει, έκλεισε κι αυτό σαν πολλά άλλα μαγαζιά. Άνεργος τρία χρόνια τώρα ψάχνει στις αγγελίες για μια δουλειά του ποδαριού. Ας είναι καλά, η σύνταξη του κυρ – Γιάννη που τσοντάρει καμιά φορά τον μήνα για τα έξοδα. Ρεύμα, νερό, θέρμανση.

Πενήντα χρόνια παλιό είναι αυτό το στενόμακρο καφενείο του Ευθύμη. Ο αέρας μυρίζει καπνό μπερδεμένο με τα χνώτα των θαμώνων, ο ήχος από τα ζάρια στο τάβλι μπερδεύεται με τα τραγούδια του Μάλαμα και του Καζαντζίδη που βγαίνουν από τα ηχεία. Στους τοίχους του έχει γραφτεί όλη η ιστορία του τόπου. Σε αυτούς τους τοίχους έχουν γραφτεί και οι ζωές των ανθρώπων του. Όπως στο καφενείο Πανελλήνιον στην Άμφισσα, όπου γυρίστηκε μια σκηνή από τον Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ή σε αυτό του Φορλίδα στον Λαύκο του Πηλίου που λειτουργεί ανελλιπώς από ο 1785. Το παλιότερο στην Ελλάδα κι εκεί μάλιστα σύχναζε ο Παπαδιαμάντης.

Ο κυρ – Γιάννης τα απογεύματα παίζει και χαρτιά στο καφενείο, αν συμπληρωθεί το καρέ της παλιοπαρέας. Πότε πρέφα, πότε ξερή, πότε βίδα. «Άντε να παίξουμε κανένα μπουρλότ να ξεχαστούμε λίγο….», λέει και μισογελάει. «Πήγαμε εμείς το ‘60 στην Γερμανία για μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά μας και τώρα, τα παιδιά μας πάνε και αυτά στην Γερμανία» συμπλήρωσε μελαγχολικά.

«Και τι θα κάνουμε δηλαδή εμείς οι νέοι εδώ;» πετάχτηκε από πίσω ο είκοσι οκτάχρονος Τάκης. «Εγώ ξέρω να περνάω πλακάκια, αυτή είναι η δουλειά μου και η οικοδομή πάνε χρόνια που έχει σταματήσει. Πλέον για μας δουλειά έχει μόνο στο Κοιμητήριο για να φτιάχνουμε μνήματα… αλλά κι εκεί πέσανε όλοι τελευταία για το μεροκάματο». Ο κυρ – Γιάννης σήμερα ήθελε να κεράσει.

«Ευθύμη, δώσε από ένα τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο στα τραπέζια από μένα» είπε κι έδειξε με το χέρι του στο βάθος του καφενείου. Πριν από δύο μέρες πήρε τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων και ήταν όλα καθαρά. Λίγο χοληστερίνη ανεβασμένη, αλλά για τα εβδομήντα τρία του χρόνια, αυτό να είναι το κακό. Μετά πλήρωσε τα τσίπουρα. Και τον καφέ. Χθες έδωσε 1,5 ευρώ. Σήμερα η απόδειξη έγραφε 2,5. Ανατίμηση. Έτσι ξαφνικά. Αν και γλυκύς βραστός του φάνηκε πολύ πικρός τελικά.