Απόψεις|19.09.2024 16:29

Μεταναστευτικό: Τείχη που «ανεπαισθήτως μας έκλεισαν από τον κόσμον έξω»

Βασιάννα Κωνσταντοπούλου

Μια νέα φάση έχει ξεκινήσει στο προσφυγικό εδώ και τουλάχιστον μία τριετία, όταν χώρες της Ευρώπης –με πρώτες τη Δανία, την Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο–  άρχισαν να επεξεργάζονται σχέδια ανάθεσης της διαδικασίας ασύλου σε τρίτες χώρες, όπως η Ρουάντα.

Στην πρώτη του εμφάνιση στην Ευρώπη, το συγκεκριμένο μοντέλο είχε θεωρηθεί μια ακραία μεταναστευτική πολιτική μεμονωμένων κρατών, αμφίβολης εφαρμοσιμότητας στην ΕΕ. Eνώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνείς οργανισμοί είχαν από τότε αντιδράσει, επισημαίνοντας τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του διεθνούς δικαίου και του εδαφικού ασύλου που σηματοδοτούσε μια τέτοια στροφή.

Έκτοτε, η φιλοσοφία της ταχείας διαλογής των προσφύγων και μεταναστών στα σύνορα έχει σε μεγάλο βαθμό εμποτίσει και τη νέα Συμφωνία της ΕΕ, παρά τους ανθρωπιστικούς κινδύνους που συνεπάγεται.

Σε αυτό το τοπίο, οι αντιδράσεις που έχει προκαλέσει η πρόσφατη απόφαση της Γερμανίας να εφαρμόσει αυστηρότερους ελέγχους στα σύνορά της μοιάζει να συνδέονται περισσότερο με την αυτονόμησή της από τις προσπάθειες μιας κοινής ευρωπαϊκής  απάντησης στο μεταναστευτικό-προσφυγικό και λιγότερο με τον ίδιο τον προσανατολισμό της.

Για λόγους που συνδέονται είτε με τις πιέσεις που ασκεί η ακροδεξιά άνοδος είτε με τις αμιγείς ιδεολογικές τοποθετήσεις κυβερνήσεων, το σιδερένιο πρόσωπο απέναντι στη μετανάστευση φαίνεται ότι είναι πια μια κυρίαρχη επιλογή στο εσωτερικό της ΕΕ. Την ίδια ώρα, οποιαδήποτε συζήτηση περί ένταξης συρρικνώνεται ανησυχητικά.

Ποιοι είναι οι φόβοι και οι δυναμικές που ανακινούνται;

Φυσικά, κάτι τέτοιο αποτελεί μια πολιτική απόφαση. Τι συμβαίνει, όμως, στο μικρο-επίπεδο των υπαρκτών κοινωνικών μονάδων –της γειτονιάς, του σχολείου, της δουλειάς–  όπου η μετανάστευση υπάρχει και θα εξακολουθήσει να υπάρχει; Ποιοι είναι οι φόβοι και οι δυναμικές που ανακινούνται, όταν διαφορετικές ταυτότητες καλούνται να αλληλεπιδράσουν, να οσμωθούν και να συνυπάρξουν; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να επεξεργαστεί κανείς αυτούς τους φόβους και τις αγωνίες, με έναν τρόπο που υπηρετεί την ευζωία όλων των μελών μιας κοινότητας;

Αυτή η έμφαση στις διαδικασίες ουσιαστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ γηγενούς και μεταναστευτικού πληθυσμού, η μελέτη, η κατανόηση και η διαβουλευτική εργασία πεδίου με τις αγωνίες των ανθρώπων είναι ο χαμένος κρίκος των κυρίαρχων πολιτικών για το προσφυγικό.

Όπως φαίνεται και από ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης ψυχοκοινωνικής έρευνας, οι προκαταλήψεις των ανθρώπων απέναντι στη μετανάστευση –που σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτούν την άνοδο της ακροδεξιάς– δεν έχουν πάντα το πρόσωπο ιδεολογικά συγκροτημένου ρατσισμού, μολονότι και αυτό το στοιχείο είναι υπαρκτό.

Συχνά, πρόκειται για ένα είδος απώθησης προς τη μετανάστευση, που τροφοδοτείται από συναισθήματα δυσφορίας, αμηχανίας και άγχους απέναντι σε έναν κόσμο που αλλάζει, που είναι ρευστός και αβέβαιος και που δεν συμβαδίζει με όσα γνώριζαν. Που δεν συμβαδίζει με ό,τι αποτελεί την προσίδια, οικεία τους ταυτότητα.

Για αυτές ακριβώς τις προκλήσεις μιας «αλλαγής ταυτότητας» που κινητοποιούνται από την φυλετική, πολιτισμική ή θρησκευτική αλληλεπίδραση μέσα σε καθημερινές κοινότητες ανθρώπων, μίλησε πρόσφατα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διάλεξη που οργάνωσε ο Κλάδος Πολιτικής Ψυχολογίας της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, ο Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, Κλίφορντ Στίβενσον.

Εστιάζοντας στο μικροκοινωνιολογικό επίπεδο των γειτονιών του Μπέλφαστ –όπου προτεστάντες, καθολικoί αλλά και πρόσφυγες και μετανάστες καλούνται να συνυπάρξουν– ο Καθηγητής Στίβενσον σημείωσε ότι αυτή η προσπάθεια συνύπαρξης αποτελεί μια πρόκληση για την ψυχολογική μονάδα που αποτελεί η γειτονιά των ανθρώπων. Μια πρόκληση, που μπορεί να συμβάλει στην συλλογική ανθεκτικότητα αυτής της μονάδας, αλλά και να προκαλέσει συγκρούσεις.

Μολονότι, η έρευνα που μας παρουσίασε αφορούσε τις πολύ ειδικές συνθήκες του ιρλανδικού προβλήματος, με τους διαχωρισμούς και τις προσπάθειες συμφιλίωσης που αυτό επέφερε, το παράδειγμά του εμπεριέχει πολύ χρήσιμα συμπεράσματα και για τη διαπολιτισμική συμβίωση που κινητοποιεί το προσφυγικό.

Η ένταξη και η ενσωμάτωση δεν είναι απλώς λέξεις ή ευχολόγια

Όπως σημείωσε ο ίδιος, σε μια στιγμή όπου διαφορετικές εθνικές, πολιτισμικές ή θρησκευτικές ομάδες καλούνται να συνυπάρξουν όλες οι πλευρές βιώνουν μια μετάβαση ζωής. Κάτι από την προγενέστερη πραγματικότητα χάνεται ή καλείται να μετασχηματιστεί – μια αλλαγή, που όπως πολλές από τις μεταβάσεις στις ζωές μας, δεν είναι πάντα εύκολη.

Έτσι, τα νέα μέλη μιας κοινότητας αλλά και οι μόνιμοι κάτοικοι μοιράζονται την κοινή αβεβαιότητα μιας σημαντικής αλλαγής. Ωστόσο, το περιεχόμενο των φόβων και της αγωνίας που βιώνει η κάθε πλευρά δεν είναι το ίδιο. Για τους νεοεισερχόμενους/ες οι δυσκολίες της ένταξης και της διαφοράς τους από τον περίγυρο αποτελεί μια πρωταρχική πηγή άγχους, την ώρα που για τους μόνιμα διαμένοντες ανακύπτουν αγωνίες διατήρησης της συνοχής της κοινότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο, αναφάνηκε ότι υπάρχουν δραστηριότητες και διεργασίες –με χαρακτηριστικές αυτές που αφορούν την ανατροφή των παιδιών– όπου η διαπολιτισμική επαφή και αλληλεπίδραση είναι εφικτή και μπορεί να κατοχυρωθεί, συμβάλλοντας συνολικά στην ευζωία των μελών της κοινότητας.

Η έρευνα της ομάδας του Καθηγητή Στίβενσον έχει τη σημασία της γιατί ακριβώς αναδεικνύει ότι η ένταξη και η ενσωμάτωση δεν είναι απλώς λέξεις ή ευχολόγια. Προϋποθέτουν μελέτη των κοινοτήτων, κατανόηση των ανησυχιών και των προβλημάτων τους, αναγνώριση ότι χρειάζονται πολιτικές σε μικροκοινωνικό επίπεδο, ικανές να διευκολύνουν τις κοινωνικές αλλαγές και μεταβάσεις.

Με άλλα λόγια, έναν προσανατολισμό διαφορετικό από αυτόν των τειχών. Που αν οι άνθρωποι και οι κοινότητες υιοθετούσαμε απέναντι σε κάθε αλλαγή ή μετάβαση ζωής, όσο προστατευτικός κι αν μοιάζει στην αρχή, κινδυνεύει, όπως λέει ο ποιητής, «ανεπαισθήτως να μας κλείσει από τον κόσμον έξω».*

* Παράφραση του στίχου του ποιήματος του Κωνσταντίνου Καβάφη, Τα τείχη.   

μεταναστευτικόπρόσφυγεςΓερμανίαειδήσειςειδήσεις τώρα