Απόψεις|21.09.2024 13:52

Για την ποιότητα δικαστών και εισαγγελέων

Αντώνης Μπιλίσης

Η ποιότητα της απόδοσης του θεσμού της Δικαιοσύνης[1] σε κάθε χώρα, εξαρτάται πρωτίστως από την επαγγελματική αξιοπιστία του ανθρώπινου δυναμικού με δικαιοδοτική αρμοδιότητα που τον υπηρετεί. Οι λειτουργοί αυτοί (δικαστές και εισαγγελείς) είναι επιφορτισμένοι με ένα δύσκολο, επικίνδυνο πολλές φορές, και εξαιρετικά υπεύθυνο από τη φύση του έργο. Το οποίο ταυτόχρονα είναι κρίσιμο και για τη Δημοκρατία, καθώς προσδιορίζει την ύπαρξή της στην πράξη.

Κατά συνέπεια πρέπει να είναι καλά αμειβόμενοι και  α διαθέτουν απαραιτήτως τα εξής δύο κατά βάση στοιχεία, που συγκροτούν μια ιδιότυπη και λογοδοτούσα αριστεία[2], ήτοι: α) να είναι έντιμοι άνθρωποι και να έχουν σθένος, ώστε να μην επηρεάζει την κρίση τους η οικονομική και πολιτική ισχύς των διαδίκων και να μην καταβάλλονται από τις απειλές του οργανωμένου εγκλήματος[3] και β) να είναι ικανοί λύτες δύσκολων προβλημάτων, όπως είναι αυτά των βιοτικών σχέσεων, να τους ενδιαφέρει ειλικρινά το έργο της επίλυσής τους, και βέβαια να είναι ταυτόχρονα και καλοί νομικοί. Στα ζητήματα αυτά δεν χωρούν συμβιβασμοί καθώς τα αποτελέσματα της ανεπάρκειας μπορούν να έχουν συντριπτικές επιπτώσεις και για του πολίτες και για το πολίτευμα. Και για το λόγο αυτόν είναι απολύτως αναγκαίο να ξαναδούμε τα θεσμικά κριτήρια που απαιτούνται για την απόδοση και τη διατήρηση της δικαιοδοτικής εξουσίας στους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, ώστε να καλύπτεται  τουλάχιστον το δεύτερο παραπάνω στοιχείο, που αποτελεί και το αντικείμενο του παρόντος άρθρου.  

Αυτά είναι πρωτίστως 1. το ηλικιακό, καθώς σήμερα  οι δικαστές ανεβαίνουν στην  έδρα σε ηλικία μόλις 30 ετών και ως εκ τούτου δεν διαθέτουν συνήθως ουσιαστική πείρα ζωής, 2. της προηγούμενης επαγγελματικής εμπειρίας, καθώς σήμερα απαιτείται να έχουν ασκήσει δικηγορία μόνο για  δύο (2) χρόνια, τα οποία προφανώς δεν εξασφαλίζουν ικανότητα που να δικαιολογεί την εμπιστοσύνη για την απόδοση δικαιοδοτικής εξουσίας [4], 3. της καλής ψυχικής υγείας, ο ουσιαστικός έλεγχος της οποίας πολύ ορθά εισήχθη τον Μάιο (2024) [5], αλλά περιορίζεται μόνο στον χρόνο εισαγωγής στη σχολή Δικαστικών Λειτουργών και δεν υπάρχει πρόβλεψη επανάληψής του κάποιες φορές κατά την διάρκεια του επαγγελματικού βίου και  4. της αδιάβλητης επιθεώρησης του ήθους και του σθένους  και ειδικά του  έργου των δικαστικών λειτουργών, για την οποία υπάρχει η πρόβλεψη του άρθρου 87 παράγραφος 3 του Συντάγματος. Αυτή πανθομολογείται ότι είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτη σήμερα, μολονότι είναι απολύτως εφικτή πλέον, με τη χρήση των εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ), καθώς αυτά είναι ικανά να διασφαλίσουν αξιόπιστη και απροσωπόληπτη κρίση για την επαγγελματική επίδοση στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων. [Για το ζήτημα αυτό θα γίνει λόγος  σε επόμενο άρθρο].  

Ειδικότερα :

Η ποιότητα και η ταχύτητα της δικαιοδοτικής κρίσης είναι ευθέως ανάλογη με την κοινωνική ανάμειξη και εμπειρία των προσώπων που δικαιοδοτούν. Η προϋπόθεση αυτή ωστόσο δεν συντρέχει σήμερα καθώς οι τριαντάρηδες που ανεβαίνουν στην έδρα, έχουν ως μόνο διαπιστωμένο προσόν το πολύ πράγματι διάβασμα. Είναι δηλαδή καλοί νομικοί, αλλά αυτό καλύπτει το ένα από τα δύο εντελώς απαραίτητα εχέγγυα για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Διότι η καλή νομική κατάρτιση δεν αποτελεί κριτήριο ικανότητας ότι μπορεί αυτός που την διαθέτει να διακρίνει με ευχέρεια την πραγματικότητα και την αλήθεια, από το ψεύδος [6] στα ιστορούμενα από τους διαδίκους και τους μάρτυρες σε κάθε υπόθεση, που είναι το δεύτερο και το κύριο απαραίτητο εχέγγυο.

Η ικανότητα αυτή οικοδομείται με την πρόοδο της ηλικίας σε συνδυασμό με την ύπαρξη εργασιακού βίου, λόγω των οποίων τεκμαίρεται η πρόκτηση ικανής εμπειρίας ζωής. Κατάλληλη συνεπώς ηλικία ανάληψης δικαστικού έργου είναι αυτή που ο απόφοιτος της νομικής σχολής έχει πίσω του μια δεκαετία τουλάχιστον αποδεδειγμένου εργασιακού βίου στη δικηγορία ή σε οποιαδήποτε άλλη εργασία [7] και όχι νωρίτερα από τα 35 έτη. Στην κατεύθυνση της ικανής χρονικά προηγούμενης δικηγορικής εμπειρίας (5-10 έτη), λύνουν το πρόβλημα τα Αγγλοσαξωνικά Δίκαια (Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Κύπρος) και αρκετά από τα Ηπειρωτικά, όπως της Ολλανδίας, 6 χρόνια, του Βελγίου 5, της Γαλλίας 4.

Σημειώνεται εδώ η σημασία που έχει για όλο το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης η έκδοση μιας καλά επεξεργασμένης, (από την άποψη της εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων), απόφασης του  δικαστηρίου του 1ου βαθμού, δηλαδή  αυτού που επιλαμβάνεται πρώτο της υπόθεσης. Όσο πιο πειστική είναι, τόσο αποθαρρύνεται αυτός που έχασε τη δίκη να προσφύγει στον 2ο βαθμό δηλαδή στο Εφετείο. Και αντιστοίχως όσο πιο καλοδουλεμένη είναι η απόφαση του Εφετείου, τόσο αποθαρρύνεται αυτός που  ηττήθηκε σε αυτό να προσφύγει  στον Άρειο Πάγο.

Ο έλεγχος της καλής ψυχικής υγείας μέσω καλά σχεδιασμένων ψυχομετρικών τέστ [8], πρέπει να γίνεται όχι μόνον κατά το χρόνο ανάληψης της δικαιοδοτικής εξουσίας από τους λειτουργούς, αλλά και κατά την διάρκεια του επαγγελματικού βίου τους, ήτοι κάποιες φορές ακόμα, με βάση τις προβλέψεις  επιστήμης της ψυχιατρικής. Και τούτο διότι είναι προφανές ότι  μπορούν να ανακύψουν ψυχολογικά προβλήματα  μεταγενέστερα, λόγω των οποίων δεν δικαιολογείται, για όσο χρόνο διαρκούν, η εκφρασθείσα προηγουμένως εμπιστοσύνη για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Στις περιπτώσεις αυτές οι λειτουργοί θα πρέπει να μετακινούνται σε άλλες θέσεις του  Δημοσίου μέχρι την αποθεραπεία τους.     

Η αρχή του ελέγχου της καλής ψυχική υγείας πρέπει να διέπει και τους ενόρκους που κληρώνονται  για να ασκήσουν δικαστικά καθήκοντα στα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και στα μεικτά ορκωτά Εφετεία, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 97 του Συντάγματος. Τα δικαστήρια αυτά δικάζουν υποθέσεις σοβαρών κακουργημάτων, όπου ο νόμος παραδοσιακά εμπιστεύεται στους ενόρκους την πλειοψηφία. [4 ένορκοι 3 δικαστές]. Για τον διορισμό τους μάλιστα είναι προφανές ότι πρέπει να συντρέχουν προϋποθέσεις ανάλογες με τις παραπάνω που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς και μάλιστα επαυξημένες, καθώς δεν έχουν καμία σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου το ηλικιακό κριτήριο πρέπει  από τα 30 έτη που είναι σήμερα να  ανεβεί στα 45, με την προϋπόθεση 15ετούς τουλάχιστον αποδεδειγμένου εργασιακού βίου, ενώ πρέπει να διαθέτουν υποχρεωτικά πτυχίο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αντί δευτεροβάθμιας που προβλέπεται σήμερα.

[1] Σε αυτήν υπάγεται και η ταχύτητα έκδοσης των αποφάσεων σε εύλογο χρόνο.

[3] Το παράδειγμα  και η εμπειρία των Ιταλών Δικαστών στη σύγκρουσή τους με τη μαφία τη δεκαετία του 90 πρέπει να διδάσκεται στη Σχολή Δικαστικών Λειτουργών .

[4] Κανένας πελάτης δεν  εμπιστεύεται σοβαρή υπόθεσή του  σε τόσο άπειρους δικηγόρους . Αντικειμενικά είναι αδύνατο να τα «φέρνουν βόλτα» με τις δικές τους δυνάμεις τόσο νωρίς. 

[5]. Αρ. 28 Ν.5108/2-5-2024 ( νόμος Φλωρίδη για την ενοποίηση του 1ου βαθμού δικαιοδοσίας κλπ) που τροποποίησε το αρ. 34 παρ.2 του  Ν. 4871/2021.

[6]. « Ου γαρ διήνεγκε αληθές είναι τι λέγων ή υπάρχον εστί» (μτφ:  «γιατί δεν διαφέρει να λέμε ότι είναι κάτι αληθές από το ότι είναι υπαρκτό – πραγματικό») . Σέξτος Εμπειρικός ” ΠΡΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥΣ”.  

[7].  Οι απόφοιτοι των νομικών σχολών που  άσκησαν άλλο από το επάγγελμα του δικηγόρου αλλά πέρασαν τις δύσκολες εξετάσεις και μπήκαν στη σχολή Δικαστικών Λειτουργών, έχουν αναμφίβολα και το κριτήριο της νομικής επάρκειας και αυτό της ικανής προηγούμενης επαγγελματικής εμπειρίας. [Σημειωτέον ότι οι ένορκο στα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και Εφετεία  δικάζουν χωρίς να έχουν απολύτως καμία νομική κατάρτιση] .

[8] Κατά βάση προσωπικότητας, γνωστικών ικανοτήτων, συναισθηματικής νοημοσύνης και ψυχικής ανθεκτικότητας.

εισαγγελείςδικαστέςειδήσεις τώρα