Απόψεις|22.09.2024 07:20

Για την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων

Αντώνης Μπιλίσης

Κάθε διαφορά που έρχεται στα δικαστήρια προς κρίση, μετά από αίτημα φυσικού ή νομικού προσώπου, περιλαμβάνει τα λεγόμενα «ουσιώδη  για την έκβαση της δίκης ζητήματα», τα οποία έχει υποχρέωση να εξετάσει το αρμόδιο δικαστήριο προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του. Και το Σύνταγμα ( αρ. 93 παρ. 3 Σ) επιβάλλει το αυτονόητο για μια Δημοκρατική Πολιτεία, ήτοι να έχει αυτή «ειδική και εμπεριστατωμένη» αιτιολόγηση, που όταν δεν διαπιστώνεται καθίσταται (η απόφαση) ακυρωτέα. Υποχρεώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαστή σε δημόσια λογοδοσία που απευθύνεται τόσο προς τους διαδίκους, όσο - και κυρίως-  προς την κοινωνία των πολιτών και δεν επαφίεται σε κάποιου είδους αυθεντία του. Γιατί η κοινωνία είναι που του εμπιστεύτηκε την δικαιοδοτική εξουσία μέσω των πολιτειακών θεσμών της, και αυτός οφείλει να την δικαιολογεί, με τις αιτιολογήσεις που περιλαμβάνονται στις αποφάσεις του, οι οποίες πρέπει να υπηρετούν την αρχή της διαφάνειας.  

Έτσι, για να είναι αξιόπιστη η αιτιολόγηση στη συνείδηση των πολιτών, υπέρ των οποίων υπάρχει το σύστημα της απονομής της Δικαιοσύνης, πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνον τα περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ως αληθή, αλλά και τους λόγους που αυτό πείσθηκε για την αλήθειά τους[1]. Αυτό είναι η πεμπτουσία στην οποία στηρίζεται όλο το σύστημα και δεν υπάρχει περίπτωση να δικαιολογεί το δικαστήριο την εμπιστοσύνη των διαδίκων και της κοινωνίας και  να απολαμβάνει σεβασμού η απόφαση που εκδίδει, αν λείπει η κατ’ αυτόν τον τρόπο αιτιολόγηση.

Παρ’ ολ’ αυτά  όμως, και παρά το γεγονός ότι η Συνταγματική αυτή  υποχρέωση των  δικαστικών λειτουργών περιλαμβάνεται επιπλέον και στους Κώδικες Πολιτικής, Ποινικής και Διοικητικής Δικονομίας[2], τα πρωτοβάθμια δικαστήρια και τα Εφετεία πολύ συχνά δεν την εκπληρώνουν. Έτσι στις αποφάσεις  των πολιτικών δικαστηρίων (και αναλόγως των ποινικών και διοικητικών), βλέπουμε εκτεταμένες αναφορές των νομικών στοιχείων της υπόθεσης[3], τις οποίες ακολουθεί γενική αναφορά κατ’ είδος των αποδεικτικών μέσων που εισφέρθηκαν, καθώς και η φράση ότι το δικαστήριο τα  έλαβε όλα υπ’ όψιν του «χωρίς να παραλείψει κανένα». Και στη συνέχεια, περιλαμβάνεται απλή παράθεση των περιστατικών που έγιναν (η δεν έγιναν) δεκτά ως αληθή, χωρίς  να υπάρχει ειδική αναφορά στα αποδεικτικά μέσα και στα πορίσματά τους από τα οποία πείστηκε το δικαστήριο, για έκαστο ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα, μετά και από την απαραίτητη στάθμιση με τα  αντίπαλα, αν  εισφέρθηκαν τέτοια.

Η κατ’ αυτόν τον τρόπο τυποποιημένη αιτιολόγηση ωστόσο, παγίως γίνεται δεκτό από τον Άρειο Πάγο ότι καλύπτει την απαίτηση του αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος[4] . Το ανώτατο αυτό Δικαστήριο ερμηνεύοντας το νόμο κρίνει σταθερά  ότι : « … μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε …»[5]. Δηλαδή αυτό που ενδιαφέρει του πολίτες και μπορεί να δικαιολογήσει (ή όχι) την εμπιστοσύνη, έχει τεθεί ερμηνευτικά εκποδών. Είναι συνεπώς καιρός να νομοθετηθεί ρητά η παραπάνω υποχρέωση των δικαστηρίων ώστε να μην αποτελεί το ζήτημα αντικείμενο ερμηνείας. Και πρόσθετος κρίσιμος λόγος είναι το γεγονός ότι η ορθή αιτιολόγηση αποτελεί το μόνο στοιχείο ουσιαστικού ελέγχου της αξιοπιστίας των αποφάσεων και παρεπομένως και της επαγγελματικής επάρκειας των δικαστικών λειτουργών, το οποίο μπορεί να είναι ευχερώς μετρήσιμο από τους Επιθεωρητές τους.    

Τέλος πρέπει να σημειωθεί και η αλήθεια ότι με την κρατούσα εκδοχή διευκολύνονται οι προχειρότητες και οι αυθαιρεσίες, όταν υπάρχουν, διότι καθίστανται αθέατες αφού καλύπτονται από την συγκεκριμένη τυποποίηση της αιτιολόγησης. Έτσι δεν είναι δυνατή και η όποια νόμιμη επίπτωση, σε όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν σωστά την, εξαιρετικά υπεύθυνη, δουλειά τους. Επιπλέον δε, απαξιώνεται  και αδικείται το έργο των πολλών καλών Δικαστών που μοχθούν για να αιτιολογούν σωστά τις αποφάσεις τους[6], ώστε να είναι ξεκάθαρες και αξιόπιστες, με περαιτέρω δύο πολύ δυσμενή αποτελέσματα: α) το να μην διακρίνεται το γεγονός αυτό ως παράγοντας για την υπηρεσιακή τους εξέλιξη, (σχεδόν όλοι - πλην των κραυγαλέων περιπτώσεων - κρίνονται ως άριστοι σήμερα από την Επιθεώρηση)  και β) να δημιουργείται  αντικίνητρο για την φιλοτιμία που επιβάλλεται να υπάρχει σε ένα τόσο σοβαρό λειτούργημα.  

Για να σταματήσει η τακτική αυτή λοιπόν, επιβάλλεται να συμπληρωθούν οι υφιστάμενες διατάξεις για την αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων  στην Πολιτική, την Ποινική και Διοικητική Δικονομία,  ώστε να καταστεί ξεκάθαρο ότι για να ξεφύγει κάθε τελεσίδικη απόφαση πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου από τον έλεγχο του Αρείου Πάγου  (και αντιστοίχως επί διοικητικών αποφάσεων τον έλεγχο του ΣτΕ), θα πρέπει ν’  αναφέρει ρητά:  α) τα αμφισβητούμενα ουσιώδη ζητήματα που ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης και τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των αντιδίκων, για έκαστο από αυτά, β)  τα αποδεικτικά μέσα και τα πορίσματά τους από τα οποία πείστηκε ο Δικαστής, δηλαδή σχημάτισε τη «δικανική του πεποίθηση», (την κρίση του), για κάθε ένα από τα ζητήματα αυτά και γ) στην περίπτωση της ελεύθερης εκτίμησης των  αποδεικτικών μέσων[7], και τους λόγους (δηλαδή τις σκέψεις)  που τον οδήγησαν στο σχηματισμό της, μετά την σύγκριση και στάθμιση των αντίπαλων εφόσον  υπάρχουν. Αν η απόφαση δεν αιτιολογείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται λόγος αναίρεσής της και μπορεί να ακυρωθεί από τον Άρειο Πάγο ή το ΣτΕ αντίστοιχα.

Στην κατεύθυνση αυτή ήδη υπάρχει, στο πεδίο της ποινικής δίκης στο οποίο εφαρμοστέα είναι η αρχή της ηθικής απόδειξης ως μέσο σχηματισμού της δικανικής πεποίθησης των δικαστών[8], το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου αρ. 177 Κ.Π.Δ., που αναφέρει ρητά την υποχρέωσή τους να αιτιολογούν « … πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποια αποδεικτικά μέσα και με ποιους συλλογισμούς σχημάτισαν την δικανική τους κρίση…».  Το εδάφιο τέθηκε με την εισαγωγή του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  (Ν.4620/2019 )  και απηχεί τη βασική αρχή του τρόπου  αιτιολόγησης. Χαρακτηριστικό είναι ότι αυτή εισήχθη για πρώτη φορά στην ποινική δικονομία του 1834 (!!!), καθώς αμέσως µετά την καθιέρωση της ηθικής απόδειξης στο τότε άρθρο 92 παρ. 1, προστέθηκε στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου η φράση: «…Οφείλουν δε να εκθέτωσι (οι δικαστές) τους λόγους της πεποιθήσεως των εις την απόφασιν».  

Σημειώνεται τέλος, ότι το αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος, αναφερόμενο στις δικαστικές αποφάσεις, εντάσσει μόνον τις διατάξεις των εισαγγελέων και  εξαιρεί τις προτάσεις που εκφέρουν στις ποινικές δίκες και τα βουλεύματα, από το «ειδικό και εμπεριστατωμένο», το οποίο όταν απουσιάζει σε αυτές  δεν ιδρύεται - και ορθά -  λόγος ακύρωσης (αναίρεσης)  της απόφασης από τον Άρειο Πάγο. Ωστόσο είναι απαραίτητο να ελέγχεται η συνδρομή του στοιχείου αυτού στα πλαίσια της επιθεώρησης τους, καθώς αυτό είναι εφικτό με την απομαγνητοφώνηση των αγορεύσεών τους, (που πλέον μαγνητοφωνούνται όπως και όλη η διαδικασία στο ακροατήριο), και την μετατροπή του ακουστικού αρχείου  σε κείμενο word, μέσω  του σχετικού εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης.

[1] Και στην περίπτωση που  δεν πείστηκε ότι συνέβησαν όσα, ή κάποια, από αυτά που οι αντίδικοι επικαλέστηκαν ως συμβάντα, και τους λόγους που δικαιολογούν την πεποίθηση αυτή του δικαστή.

[2]  Οι σχετικές διατυπώσεις είναι : α) Στην Πολιτική Δικονομία,  στο 2ο εδάφιο της 2ης παραγράφου του αρ. 340 Κ.Πολ.Δ.  β) στην Ποινική Δικονομία, στο αρ. 139 ΚΠΔ  και γ) στην Διοικητική Δικονομία  στο αρ. 39 του Κ.Δ.Δ :

[3] Αχρείαστων πολλές φορές  και συνήθως copy paste από την νομολογία .

[4]  Ενδεικτικές οι αποφάσεις Α.Π. 524/2024 πολ., 560/2023 ποιν., 383/2023πολ , 1491/2010 ποιν  . Η τυποποιημένη αναφορά που υπάρχει στην 1η απόφαση και επαναλαμβάνεται περίπου στις άλλες είναι:   « … Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, ούτε και την διάκριση από ποία από αυτά προκύπτει άμεση και από ποία έμμεση απόδειξη, αλλά, αρκεί το ότι, από τη γενική, κατ` είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιαστίκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που υποβλήθηκαν νομίμως στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας…» .

[5]Έτσι  διαχρονικά,  ενδεικτικά Α.Π. 304/2023, 226/2014, 1547/1997 

[6] Κατά την εύστοχη διατύπωση του Αρεοπαγίτη και πρώην επιθεωρητή Χριστόφορου Κοσμίδη (2014).   

[7]  Η  περίπτωση αυτή αφορά τα ποινικά δικαστήρια όπου οι δικαστές δεν δεσμεύονται από κανόνες απόδειξης λόγω ισχύος της αρχής της ηθικής απόδειξης για την οποία γίνεται λόγος στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου.

[8] Ως μέσο σχηματισμού της πεποίθησης του δικαστή που τον αποδεσμεύει από την υποχρέωση να ακολουθεί νομικούς κανόνες αποδείξεων για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών περιστατικών.

δικαστέςΔικαιοσύνη