Απόψεις|26.09.2024 08:00

Η ανάγκη ελέγχου από τον Άρειο Πάγο των αποφάσεων για παραβίαση της κοινής πείρας και λογικής

Αντώνης Μπιλίσης

Δεν υπάρχει σήμερα δυνατότητα ακύρωσης (αναίρεσης) των αποφάσεων των δικαστηρίων της ουσίας1, από τον Άρειο Πάγο, αν διαπιστώνεται σε αυτές η παραβίαση της κοινής λογικής «κατά την εκτίμηση των αποδείξεων»,  δηλαδή κατά την εξέταση της βαρύτητας των  αποδεικτικών στοιχείων από το  δικαστήριο. Αυτή  γίνεται πάντοτε  για  το σχηματισμό  της κρίσης του σε καθένα από τα ουσιώδη ζητήματα κάθε υπόθεσης2 . Σύμφωνα με την πάγια ερμηνεία που υιοθετεί  ο Άρειος Πάγος δεν επιτρέπουν τον έλεγχο  της παραβίασης οι σχετικές με την απόδειξη  διατάξεις της πολιτικής και της ποινικής δικονομίας από τις οποίες προκύπτει, κατά την κρίση του ανώτατου αυτού  δικαστηρίου, ότι η κοινή πείρα και λογική δεν συγκαταλέγεται  στα αποδεικτικά μέσα !!.  

Παραθέτω επί λέξει το σχετικό συμπέρασμα, όπως διατυπώνεται πανομοιότυπα, σε μία από τις πολλές σχετικές αποφάσεις του Αρείου Πάγου, την υπ’ αρ. 1300/2022: « … Αντίθετα, όταν το δικαστήριο της ουσίας χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, για να διαγνώσει αν συντρέχουν ή όχι τα εκάστοτε αποδεικτέα περιστατικά ή για να εκτιμήσει την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων ή στοιχείων, δεν στοιχειοθετείται … λόγος αναίρεσης … αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 336 παρ. 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συμπεριλαμβάνονται στα αποδεικτικά μέσα  …».   

Το συμπέρασμα αυτό μάλιστα αποτελεί δόγμα του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης της χώρας μας, διότι έχει διατυπωθεί και σε απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που εκδόθηκε το 2005  (την υπ’ αρ. 8/2005) που αφορά ποινική υπόθεση, ως εξής: « …Επειδή, τα διδάγματα κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα … μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποδείξεως  …  είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, η υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες …  Αν, στην πρώτη περίπτωση, χρησιμοποιώντας τα διδάγματα κοινής πείρας ή τα πορίσματα της επιστήμης αντίθετα προς τις αρχές της λογικής, το δικαστήριο διαγνώσει εσφαλμένως ότι συνέτρεξαν ή όχι τα περιστατικά που στηρίζουν το δικαίωμα, δεν υπάρχει παράβαση κανενός νόμου και, άρα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως  … Αν πάλι το δικαστήριο παραλείψει εντελώς να τα χρησιμοποιήσει, η παράλειψη αυτή δεν ελέγχεται ως πλημμέλεια … καθόσον, όπως συνάγεται από τα άρθρα 336 § 4 και 339 του ΚΠολΔ, τα διδάγματα κοινής πείρας δεν καταλέγονται στα αποδεικτικά μέσα…».     

Η λογικότητα αποτελεί θεμέλιο της δικαστικές κρίσης 

Αλλά ανεξάρτητα από το αν η ερμηνεία αυτή είναι ορθή η εσφαλμένη3, είναι ανεπίτρεπτο να υπάρχουν το 2024 αποφάσεις που μολονότι διαπιστώνεται ότι περιλαμβάνουν παραλογισμούς στην απόδειξη, εκφεύγουν από τον έλεγχο του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας και θεωρούνται νόμιμες.  Για να το πούμε απλά. Δεν είναι ανεκτό από τον νομικό πολιτισμό να μπαίνει κανείς στη φυλακή ή να υφίσταται περιουσιακή ζημία σε εκτέλεση τέτοιου είδους αποφάσεων. Η λογικότητα αποτελεί κατάκτηση του ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ και a priori θεμέλιο κάθε δικαστικής κρίσης, καθώς και αδιαπραγμάτευτο στοιχείο κάθε Δημοκρατικής Έννομης Τάξης που σέβεται τον εαυτόν της. Και η κρατούσα και στο Γερμανικό δίκαιο αρχή του σχετικού ελέγχου, πρέπει προφανώς να υιοθετηθεί και στη χώρα μας με νομοθετική μεταβολή του ισχύοντος δόγματος, ώστε να διέπει γενικά το δικαιοδοτικό  έργο, και στην πολιτική και στην ποινική και στην διοικητική δίκη.  

Η αντίρρηση ότι αν υιοθετηθεί ο έλεγχος θα επιβαρυνθεί ο Άρειος Πάγος με πρόσθετες αιτήσεις αναίρεσης, δεν αποτελεί λόγο απαλλαγής του από το σχετικό Συνταγματικό του καθήκον. Άλλωστε από τη στιγμή που θα επιβληθεί ρητά ο έλεγχος από το νόμο, τα δικαστήρια της ουσίας αναμένεται να συμμορφωθούν και θα προσέχουν πολύ  τις αποφάσεις τους, πράγμα που είναι και ο σκοπός της μεταβολής. Και βέβαια  αυτό θα συμβεί πολύ περισσότερο από τη στιγμή που θα καταστεί λειτουργική η Επιθεώρηση  ( του αρ. 87 παρ.3 του Συντάγματος) και όλες οι αποφάσεις θα ελέγχονται από τον Επιθεωρητή, για τη συμβατότητα των περιλαμβανόμενων σε αυτές εκτιμήσεων επί των αποδεικτικών μέσων,  με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής.  Για το ζήτημα αυτό  ειδικά σε επόμενο άρθρο

δικαστήριοΆρειος Πάγοςειδήσεις τώρα