Απόψεις|29.09.2024 08:00

Επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών

Αντώνης Μπιλίσης

Ο Συνταγματικός Θεσμός της Επιθεώρησης των Δικαστικών Λειτουργών,  έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της επαγγελματικής αξιοπιστίας και επάρκειας του ανθρώπινου δυναμικού, με δικαιοδοτική αρμοδιότητα, που υπηρετεί στη Δικαιοσύνη και υλοποιείται σήμερα στη βάση των διατάξεων των άρθρων 93 έως 117 του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.Σύμφωνα με αυτά η Επιθεώρηση διεξάγεται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς που απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία και συγκεκριμένα: α) των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των λειτουργών τους, από 12 δικαστές του Αρείου Πάγου και β) των διοικητικών δικαστηρίων και των λειτουργών τους από 7 μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).

Ο θεσμός αυτός επειδή διαλαμβάνει από τη φύση του την Συνταγματική εγγύηση για την ορθή και αδέσμευτη απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα, θα έπρεπε να διαθέτει αδιαμφισβήτητο κύρος, το υψηλότερο από όλους τους θεσμούς της Δημοκρατίας, ούτως ώστε να υπάρχει αποφασιστικός παράγοντας που να δικαιολογεί στη συνείδηση των πολιτών την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης. Αλλά είναι πασίγνωστο ότι αυτό δεν συμβαίνει, και οι πρώτοι που το διαπιστώνουν είναι οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί, στους οποίους συγκαταλέγονται και οι ανώτατοι.

Χαρακτηριστικές είναι οι τρείς ακόλουθες περιπτώσεις:

  • Το 2014 ο τότε  επιθεωρητής αρεοπαγίτης  Χριστόφορος Κοσμίδης σε άρθρο του που αναρτήθηκε στο blog ΔΙΚΑΣΤΗΣ, διαπίστωνε το χαμηλό επίπεδο αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης στη χώρα μας και χαρακτήριζε την επιθεώρηση αναποτελεσματική και άδικη σε βάρος των καλών δικαστών.
  • Το 2019  η πρώην πρόεδρος του ΣτΕ (ήδη πρόεδρος της Δημοκρατίας) Αικατερίνη Σακκελαροπούλου, καθώς και ο  νυν Πρόεδρος του  ΣτΕ και καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Μιχάλης Ν. Πικραμένος, εκπόνησαν μαζί με άλλους 5 συναδέλφους τους μελέτη για την Ελληνική Δικαιοσύνη, η οποία συμπληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2021 με τρία αντικείμενα. Το ένα από  αυτά αφορούσε την Επιθεώρηση και περιλάμβανε την επισήμανση της αναξιοπιστίας του θεσμού, καθώς και τη διαπίστωση της ύπαρξης οκτώ (8) πολύ σοβαρών παραγόντων  ακύρωσής του στην πράξη. Ωστόσο, αν και το επόμενο έτος ψηφίστηκε ο νέος Κώδικας Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022), τίποτα δεν άλλαξε επί της ουσίας, πέραν της (ορθής) επέκτασης της θητείας των επιθεωρητών στα δύο χρόνια.
  • Τέλος, το Μάιο  (2024)  η πρόεδρος Εφετών  των Διοικητικών Δικαστηρίων ε.τ.  Ζαφειρούλα Βασιλάτη περιέγραψε σε άρθρο της με μελανά χρώματα την κατάσταση της δικαιοσύνης στη χώρα. Σε αυτό  γίνεται λόγος: α) για κίνδυνο της Δημοκρατίας λόγω της προϊούσας αποδόμησης του κράτους δικαίου και της καλπάζουσας διαφθοράς στην Ελλάδα, που έχει αποτέλεσμα και την                  «… παράλληλη επιρροή της Δικαιοσύνης από επιχειρηματικά, κομματικά και άλλα συμφέροντα…», β) για τη δυσπιστία των πολιτών στην ανεξάρτητη και έντιμη λειτουργία της Δικαιοσύνης που αγγίζει ποσοστά της τάξης του 80  % και πλέον, με ορατό τον κίνδυνο οι διαφορές των πολιτών να καταλήξουν προς επίλυση σε παράκεντρα εξουσίας και δίκτυα τύπου μαφίας και γ) για την παραβίαση του κράτους Δικαίου σε επτά (7) κρίσιμες περιπτώσεις, η μία από τις οποίες αφορά την Επιθεώρηση και άλλη την ανάγκη περιφρούρησης της αρχής της ορθής και πλήρους αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων.

Απαιτείται συνεπώς να ξαναδούμε οπωσδήποτε το ζήτημα της  Επιθεώρησης, ώστε να γίνει, ο κρίσιμος αυτός για τη Δημοκρατία λογοδοτικός θεσμός, ουσιαστικός, αποδοτικός και αντικειμενικά αμερόληπτος. Και αυτό είναι δυνατόν με την βοήθεια  ήδη διαθέσιμων εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης, τα οποία επιτρέπουν  να τίθεται υπ’ όψιν του επιθεωρητή κάθε χρόνο υπηρεσιακή εισήγηση βαθμολόγησης, στη βάση πολύ συγκεκριμένων κριτηρίων, του έργου τόσο κάθε δικαστικού λειτουργού όσο και κάθε δικαστικού σχηματισμού, καθώς και η συνολική απόδοση του συστήματος απονομής ακόμα και σε κάθε υπόθεση ξεχωριστά.  Ήδη μέσω του εργαλείου αυτού  άρχισε πρόσφατα να γίνεται ο έλεγχος νομιμότητας των συμβολαιογραφικών πράξεων που καταχωρούνται στα κτηματολόγια.

Οι Αρχές αξιολόγησης του έργου

Η ανασυγκρότηση του θεσμού της Επιθεώρησης είναι ευχερής ως προς την αξιολόγηση του έργου των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή των αποφάσεων των δικαστών και των διατάξεων, γνωμοδοτήσεων και προτάσεων των Εισαγγελέων, στη βάση ενός κανονισμού επιθεώρησης που θα την κατευθύνει στον έλεγχο της ορθής αιτιολόγησης των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε (ή δεν δέχθηκε)  ο δικαστικός λειτουργός, τα οποία αφορούν τα ουσιώδη ζητήματα της δίκης ή της υπόθεσης.

Ειδικότερα :

1) Αντικείμενο του ελέγχου πρέπει να είναι, το αν σε κάθε επιθεωρούμενη απόφαση κ.λπ.  υπάρχουν ρητές και πλήρεις λογικά αναφορές, στα ακόλουθα τέσσερα (4) στοιχεία, η μνεία των οποίων πρέπει να καταστεί ασυμβίβαστα  υποχρεωτική: α) των ουσιωδών για την έκβαση της δίκης ή της υπόθεσης (επί εισαγγελικών διατάξεων κ.λ.π.) ζητημάτων, β) των εκατέρωθεν ισχυρισμών των διαδίκων για κάθε ένα από αυτά, γ) των αποδεικτικών  μέσων  από τα οποία ο δικαστικός λειτουργός  πείστηκε  ώστε να  σχηματίσει τη «δικανική του πεποίθηση» (να εξαγάγει δηλ. την κρίση του)  σε έκαστο αυτών  και δ) του ειδικού λόγου που πείστηκε. Δηλαδή πρέπει να αναφέρονται τα πορίσματα των εν λόγω αποδεικτικών μέσων και στην περίπτωση ύπαρξης αντίπαλων  και  οι σκέψεις στάθμισης μεταξύ τους

Και τούτο διότι, μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο :

  • διαπιστώνεται αν  ασχολήθηκε  επαρκώς με την υπόθεση, πράγμα που αποτελεί το κύριο ζητούμενο, καθώς σήμερα οι δικαστές  πιέζονται συνεχώς να «βγάζουν» περισσότερες αποφάσεις και αντιστοίχως  οι εισαγγελείς διατάξεις, γνωμοδοτήσεις, και προτάσεις στις ποινικές δίκες και     
  • είναι δυνατός ο έλεγχος αξιοπιστίας των ουσιαστικών τους (μη νομικών) κρίσεων, δηλαδή αυτών που ενδιαφέρουν τους διαδίκους.

Τα εν λόγω στοιχεία επειδή ακριβώς είναι μετρήσιμα, ο βαθμός ύπαρξής  τους μπορεί να ελέγχεται ταχύτατα με τη χρήση εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης.

2) Συνεκτιμητέο στην αξιολόγηση στοιχείο, είναι ο χρόνος που χρειάζεται έκαστος δικαστικός λειτουργός για την έκδοση κάθε  επιθεωρητέας απόφασης, διάταξης κ.λ.π. σε σχέση πάντα με τον όγκο της. Αυτός  μάλιστα προσδιορίζεται ευχερώς από τον αριθμό των σελίδων των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας που πρέπει να διαβάσει  όποιος θα επιληφθεί ήτοι: i)  στα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, του εισαγωγικού δικογράφου, των προτάσεων των διαδίκων, των πρακτικών, καθώς και της απόφασης και  ii) στα ποινικά δικαστήρια, της μήνυσης – έγκλησης – αναφοράς,  των υπομνημάτων παροχής εξηγήσεων, των αναφερόμενων στο κλητήριο θέσπισμα αναγνωστέων εγγράφων, καθώς και της απόφασης. Ως εκ τούτου είναι κι εδώ δυνατή η ορθή βαθμολόγηση με τη χρήση πάλι εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης.

3)Για την υποστήριξη της κατά τον άνω τρόπο αξιολόγησης, είναι απαραίτητο να καθορίζονται, μεταξύ των αποφάσεων, διατάξεων κ.λ.π. που εκδίδει κάθε δικαστικός λειτουργός κάθε χρόνο, οι επιθεωρητέες, με κριτήριο τη δυσκολία των αντίστοιχων υποθέσεων, και να τίθενται εκτός επιθεώρησης αυτές που αφορούν τις υποθέσεις που δεν παρουσιάζουν σημαντική δυσκολία.  Ήδη προβλέπεται βαθμολόγηση της δυσκολίας από το 1-5για λόγους ισοκατανομής της χρέωσης των υποθέσεων στους δικαστές και τους εισαγγελείς, αλλά αυτή επαφίεται σε « αυτόν που διενεργεί τη χρέωση». Αυτό όμως είναι εντελώς αντιπαραγωγικό καθώς δεσμεύεται πολύτιμος επαγγελματικός χρόνος πολύ έμπειρου δικαστικού δυναμικού  για μια τυπική διαδικασία, που μπορεί πλέον να γίνει  αξιόπιστα με τη χρήση επίσης εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης. Μέσω αυτού είναι δυνατή η διαπίστωση ταχύτατα του βαθμού  δυσκολίας με βάση συγκεκριμένα  κριτήρια, που δεν είναι άλλα από αυτά που εξετάζει ένας έμπειρος δικαστικός λειτουργός για να τον αποδώσει.

4) Για την πραγμάτωση αντικειμενικής αξιολόγησης των δικαστικών λειτουργών  πρέπει αυτή να διεξάγετ αι  με τρόπο που ο επιθεωρητής δεν μπορεί να γνωρίζει ποιον επιθεωρεί και αντιστοίχως ο επιθεωρούμενος, ποιος και πότε τον επιθεωρεί.  Αυτό επιτυγχάνεται:

  • με την υποχρεωτική ανάρτηση  όλων των αποφάσεων που εκδίδει κάθε δικαστής (ατομικά είτε ως μέλος πολυμελούς σύνθεσης), καθώς  και των αγορεύσεων, διατάξεων και γμωμοδοτήσεων των εισαγγελέων, σε ψηφιακό λογαριασμό που τηρείται για έκαστο λειτουργό στα πλαίσια του ατομικού υπηρεσιακού του φακέλου, ο οποίος ήδη προβλέπεται, (αρ. 57 παρ. 4  Ν. 4938/2022).                    
  • με την μέσω ειδικού εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης (A.I.) α)  κρυπτογράφηση των ονομάτων των επιθεωρούμενων (και επί πολυμελούς σύνθεσης όλων των δικαστών), καθώς και των δικηγόρων και των διαδίκων και β) τη συγκρότηση επιπλέον υπηρεσιακής εισήγησης  για τον βαθμό που τηρεί ο επιθεωρούμενος τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό επιθεώρησης στοιχεία ως υποχρεωτικά, (τα οποία αναφέρθηκαν παραπάνω) σε έκαστη από τις επιθεωρητέες αποφάσεις του.     

5)  Εκτός από  τους λειτουργούς επιθεωρούνται και αξιολογούνται και οι δικαστικές δομές (ειρηνοδικεία, πρωτοδικεία, εφετεία, εισαγγελίες) σχετικά με την απόδοσή τους σε κάθε υπόθεση ξεχωριστά. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την συγκρότηση του ψηφιακού φακέλου στο solon.open.gov κάθε υπόθεσης, ο οποίος ήδη αναγγέλθηκε. Αυτός θα περιλαμβάνει εκτυπώσιμα αρχεία pdf  εφοδιασμένα με ηλεκτρονική σήμανση γνησιότητας και θα  ενημερώνεται με κάθε διαδικαστικό ή αποδεικτικό έγγραφο  που αφορά την υπόθεση και με τις αποφάσεις που εκδίδονται σχετικά, Έτσι θα αντλούνται ευχερώς στατιστικά στοιχεία για την απόδοση και των δικαστικών λειτουργών και έκαστης πολιτικής, διοικητικής και ποινικής  δικαστικής δομής. 

6) Η επιθεώρηση υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, καλό είναι να  διαχέεται στο σύνολο των υπηρετούντων Αρεοπαγιτών  και Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, καθώς και  των Συμβούλων της Επικρατείας, (πλήν των προέδρων των δικαστηρίων αυτών), ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση μεγάλου αριθμού δικαστικών λειτουργών σε λίγο χρόνο. Τη δε επιθεώρηση των δικαστικών δομών πρέπει να την αναλάβουν τα τριμελή συμβούλια επιθεώρησης που ήδη λειτουργούν με δικαστές αποκλειστικής απασχόλησης.  Και τούτο διότι, από τη στιγμή που θα  υπάρχει η υπηρεσιακή εισήγηση εργαλείου τεχνητής νοημοσύνης, το οποίο θα ελέγχει οριζόντια την ύπαρξη των επιμέρους στοιχείων που θα προβλέπει ο κανονισμός επιθεώρησης ως υποχρεωτικά, σε κάθε μία μάλιστα  από τις αποφάσεις του επιθεωρούμενου, η συγκεκριμένη εξωδικαστική απασχόλησή τους θα απαιτεί πολύ λίγο χρόνο[17]. Και το αποτέλεσμα θα είναι να μην αποτελεί πρόβλημα η επιθεώρηση ενός λειτουργού από κάθε επιθεωρητή αρεοπαγίτη ή σύμβουλο του ΣτΕ, κάθε  ένα ή δύο μήνες[18]. Ας σημειωθεί εδώ ότι δεν διαφέρει ουσιωδώς ο έλεγχος των αποφάσεων για την νομιμότητα τους στη βάση λόγων αναίρεσης,  που αποτελεί το αντικείμενο της εργασίας των ανώτατων αυτών δικαστών, από τον έλεγχο που διεξάγει ο Επιθεωρητής στην βάση του κανονισμού επιθεώρησης.  

ειδήσειςδικαστήριοδικαστηριαδικαστέςδικαστικοίειδήσεις τώρα